Στους ίσκιους των δέντρων
Σήμερα είναι Κυριακή. Κάτι ξεχωριστό έχει τούτο το πρωί. Τα παιδιά όταν γύρισαν από την εκκλησία, ήρθαν και ξαπλώθηκαν στους ίσκιους.
Πεύκο, ευλογημένο πεύκο!
Από τις χαραμάδες των κλαδιών του βλέπουν τον ουρανό. Τα κλαδιά του σκίζονται σε πολλά κλαδιά μικρότερα˙ κι αυτά πάλι σε άλλα μικρά μικρά παρακλάδια, που μοιάζουν με αμέτρητα ψηλά σκοινιά, κομποδεμένα σαν τα δίχτυα.
Τα φύλλα του, που είναι σα βελόνες, γίνονται κρόσσια, και κει μέσα παίζει ο αέρας κι ο γαλάζιος ουρανός.
Σαλεύει το πεύκο, κι η άκρη του ίσκιου του σαλεύει μαζί. Φυσάει σα μακρινή θάλασσα. Να μπορούσαν ν’ ακούνε ξαπλωμένοι ώρες πολλές αυτό το νανούρισμα!
Μόνο η μάνα τους θα τους έλεγε τόσο καλό τραγούδι, όταν τα είχε στην κούνια.
Δεν είπε η βοσκοπούλα την άλλη φορά, πως τα δέντρα έχουν χάδι και χαϊδεύουν; Όλα τα παιδιά νιώθουν αυτό το χάδι.
Πεύκο ευλογημένο!
Ο Γεροθανάσης.
Σήμερα ήρθαν δυο τσοπάνηδες κι έφεραν γάλα. Δεν είναι πολύ, γιατί τώρα τα πρόβατα και τα γίδια στέρεψαν, μα είναι δώρο του Γεροθανάση.
Τους έφεραν και μια γαλατόπιτα, καμωμένη από τα χέρια της Αφρόδως. Κι αυτή δώρο του Γεροθανάση.
Τέλος τους ήρθε κι ο ίδιος ο Γεροθανάσης.
Ο Γεροθανάσης φορεί άσπρη φουστανέλλα, άσπρες κάλτsες, άσπρο σκούφο˙ κι είναι και τα γένια του και τα μαλλιά του άσπρα. Είναι χιονισμένος χειμώνα καλοκαίρι˙ κατακάθαρος. Η Ρούμελη θα τον λευκαίνη το γέρο!
Είναι ο πρώτος τσέλιγκας σε κείνα τα βουνά˙ από έξι χιλιάδες τα ζωντανά του δεν έπεσαν κάτω.
Είναι ο παππούς της γενιάς. Έδωσε κόρες κι εγγονές στις γύρω καλύβες. Έχει δοσμένες και άλλες σε βουνά μακριά, που δε φαίνονται. Όλες τις προίκισε, και το βιος του δε σώνεται.
Γράμματα δεν ξέρει, έμαθε όμως και βάζει την υπογραφή του, σιγά σιγά και γερά, με μια γκλίτσα στο τέλος, να έτσι:
Θανάσης αθανασίου
Μ’ αυτή την υπογραφή πουλεί, αγοράζει, ξέρει που βρίσκεται η περιουσία του.
«Ξέρω κι εγώ, λέει, δεκάξι γράμματα».
Και λέει αλήθεια. Τα μέτρησε μια φορά όσα κάνουν την υπογραφή του, και τα βρήκε δεκάξι. Μια ζωή τώρα δεν έγιναν δεκαεφτά.
Ό,τι του λείπει σε γράμματα, το έχει ο Γεροθανάσης σε νου. Δεν τον ξεγέλασε κανείς, μα ούτε και γέλασε κανέναν. Λόγο δεύτερο δεν έχει˙ ένα και σωστό.
Όταν κατεβαίνη στην πολιτεία – γιατί πηγαίνει και στην πολιτεία μια φορά το χρόνο, τη Λαμπρή – πιάνει όλο το δρόμο, και γυρίζουν και τον κοιτάζουν αυτόν και την αγκλίτσα του. Τότε κουνούν το κεφάλι και λένε:
«Τι γάλα να τρώη! Τι γιαούρτια, τι μυζήθρες!».
Είναι ογδόντα χρονών, μα την γκλίτσα δεν την πάτησε χάμω. Πόσες φορές είδε ν’ ανθίζη ο γάβρος κι η οξιά! Πόσοι χειμώνες έρριξαν απάνω του τη βροχή και το χαλάζι! Και πάλι ολόισος είναι.
Νάχωμε τα καλά σου γεράματα, Γεροθανάση.
Ένας εθελοντής χωροφύλακας για την αλεπού.
Φεύγοντας ο Γεροθανάσης άφησε άλλο δώρο: το μικρό του σκύλο, τον Γκέκα.
Ο Γκέκας είχε έρθει μαζί του, μα τώρα δεν έφευγε. Ήθελε να μείνη με τα παιδιά. Ακολούθησε το Γεροθανάση ως τα δέντρα, έπειτα ξαναγύρισε. Ο Γεροθανάσης του φώναξε, πάλι ο Γκέκας πήγε ως εκεί, μα πάλι ξαναγύρισε.
Αφού γύρισε δυο τρεις καλύβες και τις μύρισε καλά, στάθηκε μπροστά στο Δημητράκη και στον Κωστάκη, και τους κοίταξε κουνώντας την ουρά, σα να τους έλεγε: «παίζομε;».
Πριν του απαντήσουν άρχισε αυτός τα πηδήματα. Έτρεχε χωρίς να τον κυνηγά κανείς. Δηλαδή˙ «αν δε παίζετε σεις, παίζω εγώ».
Τα παιδιά έβαλαν τα γέλια. Να ένας εθελοντής!
Ο Γκέκας γεννήθηκε κι αυτός τσοπανόσκυλο. Έχει αυτιά ορθά και μυτερά, και το μαλλί μεγάλο και δασύ. Είναι άσπρος μ’ ένα σταχτί μπάλωμα στη ράχη, στα πόδια και στο πρόσωπο. Φαίνεται ενός χρόνου σκύλος, και είναι κουτάβι.
Α, μα δεν υποφέρεται η ζωή στα βλάχικα. Σαν πολύ βαρύς είναι ο Γεροθανάσης. Προχτές που του δάγκασε λιγάκι ο Γκέκας τη φουστανέλλα, έφαγε μια με την αγκλίτσα. Δεν παίζει ο γέρος.
Μα ούτε και τα μικρά παιδιά παίζουν˙ πάνε με το κοπάδι. Ο Λάμπρος που ήταν μικρός βόσκει διακόσια γίδια. Δεν έφτανε αυτό, διαβάζει τώρα και μια φυλλάδα.
Να παίξη με τα πρόβατα; Αυτά δεν παίζουν, μόνο βόσκουν. Λοιπόν σηκώθηκε ο Γκέκας κι ήρθε στα παιδιά. Και να τον διώξουν, δεν φεύγει από δω.
Αφού πήδησε κάμποσες φορές χωρίς να τον κυνηγήσουν, ξαναγύρισε και κουνιόταν πότε στο ένα, πότε στο άλλο παιδί.
Ήταν σα νάλεγε: «Δε θα μου μάθετε κανένα παιχνίδι;».
Στο τέλος άρπαξε την πετσέτα του Φουντούλη στα δόντια του, και την έφερνε με μανία βόλτες στον αέρα. Τότε όλα τα παιδιά με γέλια και φωνές τον κυνήγησαν γύρω στις καλύβες. Τρέχοντας γλιστρούσε, έπεφτε, γάβγιζε, φυσούσε και σιγομούγκριζε, σα να έγινε κάτι σπουδαίο. Μα κι αλήθεια κάτι σοβαρό γινόταν˙ κατώρθωσε ο Γκέκας να τον κυνηγήσουν. Αυτό ήθελε. Πού να γυρίση τώρα στο Γεροθανάση!
Τα παιδιά πάνε με τα παιδιά.
Ένα ξαφνικό επεισόδιο.
Ο Γεροθανάσης φεύγοντας από τα παιδιά πήγε στους λοτόμους. Το βράδυ, όταν γύριζε από κει, πέρασε πάλι από τις καλύβες των παιδιών.
Στάθηκε, άναψε την ίσκα του, το τσιγάρο του, και μάλωσε το σκύλο που τον άφησε κι έφυγε. Αυτό στ’ αστεία. Γιατί στα σοβαρά, είπε στα παιδιά πως τους χάριζε τον Γκέκα. Ένας σκύλος, λέει, πάντα τους χρειάζεται.
Κατά τις εννιά το βράδυ ακούστηκαν βήματα ενός ανθρώπου.
Ο άνθρωπος πλησίασε και καλησπέρισε. Μα φαινόταν ανήμπορος.
Όταν ήρθε στο φως, τον είδαν ματωμένο. Αίματα είχαν τρέξει από το κεφάλι του στο ανοιχτό του στήθος, στο ρούχο του, κι έτρεψαν ακόμη.
Ο Γεροθανάσης τινάχτηκε απάνω. «Εσύ ‘σαι, Κώστα;» φώναξε.
-«Εγώ», είπε εκείνος αδύνατα˙ «βάλτε μου κανένα πανί». Κι έγειρε κι ακούμπησε στο δέντρο.
«Όχι εδώ, είπε ο Γεροθανάσης, στην καλύβα πάμε». Και ζήτησε γρήγορα νερό και πανί.
Τα παιδιά είχαν δειλιάσει, και πολλά χλόμιασαν˙ δεν είχαν δει άλλη φορά πληγωμένο. Όλη τους η σημερινή χαρά χάθηκε ξαφνικά.
Ο Αντρέας όμως δεν έχασε καιρό. Σε τέτοιες στιγμές ενεργούν αμέσως. Άρπαξε το φανάρι κι έφεξε στο Γεροθανάση και στον πληγωμένο, για να μπούνε στην καλύβα.
Παράγγειλε στους άλλους να τρέξουν στη βρύση για νερό. Έπειτα πήρε δεύτερο φανάρι αναμμένο, έτρεξε στην καλύβα με τα τρόφιμα, έσκισε ένα δέμα, κι έβγαλε από κει μέσα μερικά πράματα.
Ήταν επίδεσμοι, μπαμπάκι και αντισηπτικό, τα πρώτα που πρέπει να έχουν όσοι πάνε να ζήσουν στην ερημιά. Μ’ αυτά γύρισε στη καλύβα του αρρώστου.
Ο Αντρέας κι ο Δημητράκης είχαν μάθει να δένουν επιδέσμους. Ο Γεροθανάσης το ήξερε πραχτικά, μόνο αντισηπτικό δεν καταλάβαινε τι θα πη.
Οι τρεις τους, βοηθώντας ο ένας τον άλλο, έδεσαν καλά το κεφάλι του χτυπημένου. Ο Γεροθανάσης του έδωσε λίγο νερό να πιή και τον πλάγιασε στο στρώμα.
Τώρα κατάλαβαν ποιος είναι. Είναι εκείνος που γυρίζει κάτω στην πόλη και πουλεί ρίγανη, κάππαρη, βότανα κι ελατόπισσα. Είτε από την ταραχή τους, είτε από το λίγο φως, τα παιδιά δεν είχαν γνωρίσει αμέσως τον καημένο τον Κώστα τον Κορφολόγο!
«Τ’ είναι, Κώστα, ποιός τόκαμε;» ρώτησε ο Γεροθανάσης.
-«Να, αυτά τα θηρία οι Πουρναρίτες. Ήταν και πάλι δυο απ’ αυτούς και χτυπούσαν με το τσεκούρι ένα θεόρατο πεύκο».
-«Γιατί, πατριώτη;» λέω στον ένα. «Τί σου φταίει το πεύκο;».
-«Τα βοτάνια σου να κοιτάξης εσύ» μ’ απάντησε.
-«Μα καλά, του λέω, καταστρέφετε ένα πράμα του Θεού, που θέλει πενήντα χρόνια να ξαναγίνη. Εσείς οι Πουρναρίτες θα φάτε το δάσος. Δε λογαριάζετε τουλάχιστον την εξουσία;».
-«Εξουσία, απάντησε, είναι κείνο που μας αρέσει. Να πας από δω και συ κι αυτή».
»Λέγοντας αυτά ο ένας με φοβέριζε με το τσεκούρι. Ο άλλος σήκωσε από κάτω ένα ξύλο και με χτύπησε.
»Όταν ξεζαλίστηκα και κοίταξα γύρω μου, είχαν γίνει κι οι δύο άφαντοι. Έτσι μούμελλε να πάθω».
-«Τα θηρία» φώναξε ο Γεροθανάσης˙ «ως τώρα χτυπούσαν το κλαρί, τώρα θα μας φάνε και τους ανθρώπους».
Από το βιβλίο: Ζαχαρία Λ. Παπαντωνίου “Τα ψηλά βουνά”. Αναγνωστικό Γ’ Δημοτικού. Αθήναι 1918.
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.
