Κοφτή πέτρα, (Βασίλειος ο Βουλγαροκτόνος).

Στις όχθες του Αξιού.

Κάθε λίγο έφθαναν ειδήσεις, ότι ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Βασίλειος είχε κυριεύσει και άλλα φρούρια και άλλες πόλεις˙ και ο Σαμουήλ, ο βούλγαρος τσάρος, βιαζόταν όλο και περισσότερο να προχωρήση και ν’ ανταμώση τους Έλληνες˙ είχε την κρυφή ελπίδα, ότι μία μάχη μπορούσε να σταματήση, και, ποιος ξέρει, ίσως και να καταστρέψη τον αυτοκράτορα.
Μόλις λοιπόν έμαθε, ότι τα αυτοκρατορικά στρατεύματα τραβούσαν κατά τα στενά, που βγάζουν στα Σκόπια, πήρε το στρατό του ολόκληρο και με γρήγορες πορείες ανέβηκε τον Αξιό έως εκεί.
Φτάνοντας θέλησε να περάση την άλλη όχθη˙ αλλά από τις βροχές, που αδιάκοπα έπεφταν εκείνες τις μέρες, ο ποταμός είχε πλημμυρίσει και ήταν αδιάβατος. Αναγκάστηκε τότε να στήση τις σκηνές του στη δεξιά όχθη και εκεί να περιμένη τον εχθρό του.
Η βροχή όμως εξακολουθούσε και το ρεύμα δυνάμωνε όλο και περισσότερο. Και όταν έφθασε ο Βασίλειος εμπρός στα Σκόπια, αναγκάστηκε και αυτός ,θέλοντας και μη, να στρατοπεδεύση στην αριστερή όχθη του Αξιού, αντίκρυ στο Σαμουήλ.
Οι Βούλγαροι με τη βεβαιότητα, ότι οι Έλληνες δεν μπορούσαν να περάσουν το ποτάμι και να τους κτυπήσουν, πήραν θάρρος και όλη τη μέρα τους προκαλούσαν με βρισιές και ειρωνικά λόγια από την ακροποταμιά.
Ο κατάσκοπος.
Η βροχή είχε παύσει, αλλά βαριά μαύρα σύννεφα κατρακυλούσαν στον ουρανό, όταν ήρθε η φοβερή εκείνη νύχτα. Οι φρουροί στις θέσεις των˙ οι άλλοι κοιμόνταν ήσυχοι.
Ο Βασίλειος όμως δεν κοιμόταν. Καθισμένος πλάι στο πρόχειρο τραπέζι, που του είχαν στήσει στη σκηνή του, εργαζόταν με δύο στρατηγούς και τους εξηγούσε το σχέδιό του για την επίθεση εναντίον των Σκοπίων. Όταν για μια στιγμή σήκωσε το κεφάλι του, είδε ένα βούλγαρο στρατιώτη.
-Πώς μπήκες εσύ εδώ; Τί θέλεις; Ερώτησε απότομα ο αυτοκράτορας.
-Νικά ο Αετός! Απάντησε εκείνος ελληνικά.
Ο Βασίλειος τον εκοίταξε με απορία. Πώς ήξερε το σύνθημα; Ποιός τάχα να ήταν; Αλλά έξαφνα αναγνωρίζοντάς τον:
-Τα γένεια σε αλλάζουν πολύ, Νικήτα, είπε˙ και μένα ακόμα με γέλασες. Πότε έφτασες;
-Τώρα, Αύγουστε!
-Από πού έρχεσαι;
-Από την αντικρινή όχθη.
-Επέρασες με βάρκα;
-Όχι, Δέσποτα! Πέρασα πεζός.
Ο αυτοκράτορας αναπήδησε.
-Τί; Φώναξε.
-Δυο μέρες το γύρευα. Σήμερα το βρήκα και ήρθα να σου το ειπώ, Δέσποτα. Έξω από το στρατόπεδο, πλάι στην Κοφτή Πέτρα είναι πέρασμα˙ είναι μια ρηχοτοπιά.
-Και το εχθρικό στρατόπεδο;
-Κοιμάται, Αύγουστε!

Ο Βασίλειος ακούγοντας αυτά γύρισε και είπε τους στρατηγούς του:
-Η επανάληψη του Σπερχειού˙ να ετοιμάσετε αμέσως τους άνδρες σας.
Και εννοούσε τη μάχη του Σπερχειού στα 995, όταν ο στρατηγός του Νικηφόρος Ουρανός βρήκε έναν πόρο, πέρασε στην άλλη όχθη του πλημμυρισμένου ποταμού τη νύχτα και κατάκοψε τον κοιμισμένο στρατό του Σαμουήλ.
Οι δύο στρατηγοί βγήκαν βιαστικοί και ο αυτοκράτορας διέταξε ένα υπασπιστή του να φωνάξη τον Ευστάθιο Δαφνομήλη.
Ως τόσο εξέτασε το Νικήτα. Σε δυο λεπτά, να και ο στρατηγός.
-Με ζήτησες, Δέσποτα; Ρώτησε ο Δαφνομήλης μπαίνοντας στη βασιλική σκηνή, και με υποψία κοίταξε τη βουλγαρική στολή του Νικήτα.
Ο Βασίλειος γέλασε.
-Δεν αναγνωρίζεις λοιπόν τον πιστότερο, τον πιο αφοσιωμένο σου φίλο, Δαφνομήλη, ρώτησε.
Ο στρατηγός κοίταξε προσεκτικά τον άντρα.
-Νικήτα! Φώναξε με χαρά.
Ο Νικήτας έσκυψε και φίλησε το χέρι του.
-Ναι, εγώ, ο πιστός σου, ψιθύρισε συγκινημένος.
-Δαφνομήλη, είπε ο αυτοκράτορας, σήκωσες τους στρατιώτες σου και περίμενέ με στην Κοφτή Πέτρα, έξω από το στρατόπεδο˙ δέκα βήματα παρακάτω είναι μια ρηχοτοπιά. Απόψε, με τη βοήθεια της Θεομήτορος, θα περάσωμε αντίκρυ. Κοίταξε να γίνη η συνάθροιση ευθύς και σιωπηλά. Πηγαίνετε και ο Παντοδύναμος βοηθός!
Οι δύο άνδρες βγήκαν μαζί.
-Ήσουνα με το Βούλγαρο; Ρώτησε ο Δαφνομήλης με μια κίνηση του κεφαλιού προς τ’ αντικρινό στρατόπεδο. Δε σε αναγνώρισε κανείς;
-Όχι, τα γένεια με αλλάζουν πολύ. Πήρα όνομα βουλγαρικό˙ με λένε Ασάν. Ποιός να με αναγνωρίση;
Ο Δαφνομήλης του έσφιξε το χέρι.
-Άνδρες σαν και σένα, Νικήτα, είναι πολύτιμοι! Είπε με συγκίνηση. Τη ζωή σου την εκθέτεις κάθε μέρα με το παιγνίδι αυτό, που παίζεις, να κάνης το Βούλγαρο και να κατασκοπεύης τους εχθρούς. Το σκέφτηκες ποτέ;
-Η ζωή μου δεν έχει αξία, παρά όσο την ξοδεύω με κάποια ωφέλεια για την πατρίδα, αποκρίθηκε απλά ο κατάσκοπος. Και αν το πληρώσω το παιγνίδι μου με τη ζωή μου, δε θα είναι ακριβά πληρωμένο.
Και γύρισε να φύγη. Ο στρατηγός τον σταμάτησε.
-Πού πηγαίνεις! Ρώτησε.
-Πηγαίνω πίσω να συνεχίσω το έργο μου… Και άρπαξε του στρατηγού το χέρι, το φίλησε και χάθηκε στο σκοτάδι.
-Νικήτα, ψιθύρισε πολύ συγκινημένος ο Δαφνομήλης, ψυχή αγνή και σιδερένια!… Πόσο περήφανη είναι η Μακεδονία, που γεννά άνδρες σαν και σένα!…
Και έμεινε ακίνητος και συλλογισμένος.
Το φοβερό χτύπημα.
Όλοι οι Βούλγαροι κοιμόνταν˙ βαθειά σιωπή σκέπαζε το στρατόπεδό τους. Αλλά σιγά σιγά κάποιο μουρμούρισμα αδιάκοπα πλησίαζε, μεγάλωνε, άλλαζε, ξεχώριζε σε βήματα σιγανά, προσεχτικά, κούφια, και άλλα βήματα ακολουθούσαν, πολλά μαζί, βουβά και αυτά, μακριά ακόμα, που όλο και πλησίαζαν…
Ένα χτύπημα σε λίγο ακούστηκε, μια φωνή ξέσπασε και πνίγηκε κι έσβησε˙ κι έξαφνα βοή μεγάλη, ξεφωνήματα πολεμικά, διαταγές, παρακάλια, φωνές, εγέμισαν τον αέρα, απλώθηκαν από τη μιαν άκρη έως την άλλη του βουλγαρικού στρατοπέδου και πάγωσαν τις καρδιές από τρόμο και φρίκη και πανικό.
Ο Σαμουήλ πετάχτηκε από το στρώμα, άρπαξε τ’ άρματά του κι έτρεξε προς τη θύρα, την ώρα, που κατατρομαγμένοι έμπαιναν οι φρουροί μέσα στη βασιλική σκηνή.
-Έλληνες! Έλληνες! Ο Βασίλειος! Εφώναζαν φρικιασμένοι.
Και έξω, από στόμα σε στόμα, μέσα στη σύγχυση οι ίδιες λέξεις έτρεχαν ξετρελαίνοντας και τους γενναιότερους: Έλληνες! Έλληνες! Ο Βασίλειος!
-Έλληνες; Ξεφώνισε ο Σαμουήλ. Τί τρέλα σας στραβώνει όλους; Από πού θα περάσουν οι Έλληνες; Πού είναι ο Βασίλειος;
Την ίδια ώρα τέσσαρες αξιωματικοί μπήκαν στη σκηνή, άρπαξαν τον τσάρο, τον έσυραν έξω με τη βία, τον έβαλαν σε ένα άλογο, πήδησαν και αυτοί στα δικά τους και ώρμησαν καλπάζοντας κατά το βουνό.
Οι Βούλγαροι ζαλισμένοι από την ξαφνική προσβολή δεν ήξεραν τι να κάμουν.
Άλλοι προσπαθούσαν να ξεφύγουν με τον τσάρο τους στα βουνά˙ άλλοι έπεφταν στο αδιάβατο ποτάμι, για να σωθούν! Οι περισσότεροι δεν πρόφταναν να βγουν από τις καλύβες τους.
Γύρω όμως στην σκηνή του Σαμουήλ έγινε γερή αντίσταση. Ο στρατηγός Ιβάτσης με τους διαλεχτούς του είχε τρέξει να σταματήση το πλήθος των Ελλήνων, για να δώση καιρό του τσάρου να φύγη. Λίγη ώρα κατόρθωσε με την ανδρεία του να βαστάξη την ορμή των αυτοκρατορικών, που σαν κύματα απλώνονταν από το ποτάμι και χύνονταν στο στρατόπεδο, σπρώχνοντας ολοένα προς το κέντρο τους τελευταίους υπερασπιστές.
Όταν είδε όμως τον ίδιο το Βασίλειο με τους σωματοφύλακές του να ρίχνεται επάνω του, κατάλαβε, ότι κάθε αντίσταση ήταν αδύνατη, παράτησε τη μάχη, γύρισε το άλογό του και έτρεξε κατά το βουνό να βρη τον τσάρο του…
Για χρόνια και γενεές θυμούνται οι Βούλγαροι την Κοφτή Πέτρα, και στον ύπνο τους ακόμα, και ξεφωνίζουν:
«Βεζίτε, τζαίζαρ!» (Φύγετε, ο Αυτοκράτορας!).

Πηνελόπης Δέλτα

(Διασκευή Ν. Α. Κοντοπούλου).

Από το βιβλίο: Αναγνωστικόν της πέμπτης τάξεως του δημοτικού σχολείου. Ν. Κοντοπούλου – Δ. Κοντογιάννη, Γ. Καλαματιανού Θ. Γιαννοπούλου. Αθήναι 1952
Οργανισμός Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.