ΟΜΙΛΙΑ Α’
ΠΕΡΙ ΗΘΙΚΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ
Ότι ο άνθρωπος είναι ηθικώς ελεύθερος
«Και εποίησεν ο Θεός τον άνθρωπον
κατ’ εικόνα Θεού εποίησεν αυτόν».
(Γεν. Α’. 27).
Ο άνθρωπος πλασθείς ίνα εικονίζη μικρογραφικώς επί της γης την απειρομεγέθη του θείου δημιουργού εικόνα, έδει να φέρη εν εαυτώ τας του Θεού ιδιότητας εν σχετική αναφορά. Ως εικών του Θεού ο άνθρωπος δέον να είνε ον αυτοσυνείδητον, ελεύθερον και αυτεξούσιον˙ διότι ον ασυνείδητον, ανελεύθερον και υπεξούσιον είνε ανάξιον της τοιαύτης υψηλής κλήσεως, του τοιούτου υψηλού προορισμού της μεγάλης βουλής του θείου δημιουργού. Η ελευθερία άρα του ανθρώπου είνε αναγκαία συνέπεια της μεγάλης αποστολής του, της διαπλάσεώς του και της εν τω κόσμω παρουσίας του, και επομένως προσόν αναγκαίον και σεβαστόν. Άνευ της ελευθερίας ο άνθρωπος θα ήτο ισότιμος προς τα λοιπά ζώα˙ η δουλεία θα υπέταττε τας ενεργείας αυτού και θα εισήγε τας σκέψεις του εν τίνι περιωρισμένω κύκλω, ένθα θα περιεστρέφετο˙ αι ιδέαι του καλού, του αγαθού θα ήσαν αυτώ άγνωστοι˙ θα ηγνόει τι αισχρόν, τι κακόν, τι ψευδές, μη έχων εξουσίαν αυτενεργείας, όπως εξέλθη του περιωρισμένου κύκλου των εμφύτων ορμών˙ η άγνοια του καλού, του αγαθού, του αληθούς θα καθίστα τον άνθρωπον ον ανήθικον και θα διέγραφε την ηθικήν ως λέξιν εστερημένην εννοίας, ως καθιστώσαν τας πράξεις αδιαφόρους, αχαρακτηρίστους˙ η δε αδιαφορία και η ομοιότης του χαρακτήρος ουδέ μίαν θα διήγειρεν εν τω νω και τη καρδία αίσθησιν, ή εντύπωσιν˙ η έλλειψις αύτη θα καθίστα την μεν καρδίαν ασυνείδητον, τον δε νουν νωθή και αδρανή˙ η ασυνειδησία και νωθεία ως σκιερά νέφη θα επεπρόσθουν και θα εκάλυπτον την θαυμαστήν του θείου δημιουργού εικόνα την ούτω λαμπρώς και θαυμασίως υπό της δημιουργικής αυτού χειρός καλλιτεχνηθείσαν, εν η διαλάμπει η αγαθότης, η σοφία και η δύναμις και θα παρημπόδιζον αυτόν να ίδη και να γνωρίση τον πλάστην του και δημιουργόν του σύμπαντος˙ θα ηγνόει τον Θεόν και τα θεία αυτού ιδιώματα και ουδέποτε η δημιουργία εν επιγνώσει και εν συνειδήσει θα εδόξαζε, θα ύμνει, θα έψαλλε και θα ευχαρίστει τον Θεόν. Ο άνθρωπος άνευ της ηθικής ελευθερίας κατ’ ουδέν θα διέφερε των λοιπών ζώων˙ η ηθική ελευθερία αναδεικνύει τον άνθρωπον ον ηθικόν και εικόνα Θεού˙ η νοερά αυτού φύσις άνευ της ηθικής ελευθερίας θα ήτο πτηνόν άπτερον, θα ήτο έλλειψις δημιουργική και εμφάνισις άσκοπος, έργον όλως ανάρμοστον προς την θείαν σοφίαν και αγαθότητα. Η νοερά του ανθρώπου φύσις απαιτεί ως αναγκαίαν συνέπειαν την ηθικήν ελευθερίαν και το αυτεξούσιον˙ διο ο άνθρωπος γενόμενος νοερός, εγένετο ελεύθερος και αυτεξούσιος. Είνε λοιπόν ον ηθικώς ελεύθερον˙ το ανελεύθερον και εξηρτημένον, το υποτεταγμένον εις ενστίκτους ορμάς δεν είνε ον νοερόν, διότι το πνεύμα είνε φύσει ελεύθερον και ανεξάρτητον και υπ’ ουδενός υποτάσσεται˙ ουδέ δύναται να έχη ψυχήν λογικήν, φέρουσαν τους χαρακτήρας της θείας εικόνος, το νοερόν και αυτεξούσιον, διότι ταύτα αναδεικνύουσιν αυτό ελεύθερον και ανεξάρτητον. Το ανελεύθερον ον έχει ψυχήν άλογον και εξηρτημένην, διότι η ανελευθερία είνε ένδειξις της αλόγου ψυχής και χαρακτήρ της αισθητής φύσεως, ουχί δε και της νοεράς˙ η νοερά φύσις είνε αυτοκίνητος και δια τούτο ελευθέρα, επειδή δε το αυτοκίνητον ως εαυτό κινούν κατά βούλησιν, είνε ελεύθερον, ως ελεύθερον κινείται όπως και όταν βούληται˙ η κατά βούλησιν αύτη κίνησις δίδωσι την δύναμιν να νοή εαυτήν ως έστι και ως έχουσι τα περί αυτήν και ως δυνατόν να έχωσι˙ διο η νοερά φύσις, η ψυχή του ανθρώπου, ως κινούσα αυτή εαυτήν, ως νοούσα εαυτήν και τα περί αυτήν, ως έχουσι και ως δυνατόν να έχωσιν, ως βουλομένη την γνώσιν, είνε ελευθέρα˙ ο δε άνθρωπος ελεύθερος και ανεξάρτητος και επομένως ον ηθικώς ελεύθερον. Η αισθητική φύσις είνε ανελευθέρα, διότι είνε ετεροκίνητος και μη κατά βούλησιν κινουμένη, επομένως ασυνείδητος, το δε ασυνείδητον είνε ον ηθικώς ανελεύθερον και ακαταλόγιστον. Ο άνθρωπος ως ον συνειδητόν είνε καταλογιστόν, διότι δύναται να λάβη γνώσιν πράγματός τινός, ή να αποποιηθή να μάθη τι, να πράξη τι, ή να αρνηθή να πράξη˙ η ελευθερία καθιστά αυτόν υπεύθυνον των πράξεών του, ως πράττοντα εκουσίως και δυνάμενον να ποιήση χρήσιν καλήν, ή κακήν, της εαυτού ελευθερίας˙ δια την ηθικήν ελευθερίαν απαιτεί ο Θεός παρά του ανθρώπου ευθύνας των πράξεών του και κρίνεται υπό του Θεού και ή αμείβεται δια την διαφύλαξιν της ηθικής αυτού ελευθερίας, ή κολάζεται δια την υποδούλωσιν αυτής˙ διότι ηθική ελευθερία είνε ουχί το κατά βούλησιν πράττειν τοα αγαθόν ή το κακόν, αλλά μόνον το αγαθόν. Το κατά βούλησιν πράττειν το αγαθόν ή το κακόν δεν είνε ηθική ελευθερία, αλλά κράμα ελευθερίας και δουλείας˙ διότι όταν πράττω το αγαθόν, πράττω συμφώνως προς τας απαιτήσεις του έσω ανθρώπου, του επιζητούντος το αγαθόν δια το αγαθόν˙ ενώ όταν πράττω το κακόν, πράττω πρώτον εναντίον των υπαγορεύσεων της συνειδήσεώς μου και της αφιεμένης φωνής της ηθικής ελευθερίας, και δεύτερον πράττω ένεκεν λόγου τινός˙ ως εξηρτημένη λοιπόν η θέλησις είνε ανελευθέρα και δούλη, διο και ο ορισμός δεν είνε αληθής.
«Η ψυχή, λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης, το βασιλικόν και επηρμένον αυτόθεν δείκνυσι, πόρρω της ιδιωτικής ταπεινότητος κεχωρισμένον, εκ του αδέσποτον είναι αυτήν και αυτεξούσιον ιδίοις, θελήμασιν αυτοκρατορικώς διοικουμένην. Τίνος γαρ τούτο, και ουχί Βασιλέως εστίν; Αγαπήσωμεν την ευλογίαν και φύγωμεν την κατάραν˙ εφ’ ημίν γαρ εστίν ελέσθαι κατ’ αξίαν εκάτερον, προς όπερ εν τη προθυμία ρέψωμεν».
Αληθώς εφ’ ημίν εστίν ελέσθαι και ο ου θέλομεν και ο αποστρεφόμεθα˙ δύναται επί παραδείγματι ο ηθικώς ελεύθερος Αδάμ να εμμείνη εν τη τηρήσει του νόμου του Θεού, ον φύσει αγαπά, και δύναται να αθετήση τον νόμον δια πλάνην, υποτάσσων το εαυτού θέλημα τω θελήματι του διαβόλου˙ ήτοι να μείνη ηθικώς ελεύθερος, ή να γίνη ηθικώς δούλος. Διαφέρει όμως πολύ του ορισμού ότι, ηθική ελευθερία είναι το να πράττωμεν το αγαθόν, ή το κακόν˙ διότι ο πράττων το κακόν είνε ήδη ηθικώς δούλος˙ ελεύθερος ων δύναται να παραδοθή τη δουλεία˙ άλλ’ εν τη δουλεία δεν δύναται να πράττη ελευθέρως˙ διο και ηθικώς ελεύθερος είνε ο εκουσίως πράττων το αγαθόν και ηθική ελευθερία είνε η εκούσιος εμμονή εν τη τηρήσει των εντολών του Θεού. Τούτο εκφράζει και το του σοφού Σειράχ ειρημένον περί ηθικής ελευθερίας˙ «Κύριος εξ αρχής εποίησεν άνθρωπον, και αφήκεν αυτόν εν χειρί διαβουλίου αυτού. Παρέθηκέ σοι πυρ και ύδωρ, ου εάν θέλης εκτενείς την χείρα σου. Έναντι ανθρώπου η ζωή και ο θάνατος, και ο εάν ευδοκίση, δοθήσεται αυτώ» (ιε’, 14)˙ εξ ων φαίνεται, ότι ο άνθρωπος, είνε ηθικώς ελεύθερος να ποιήσηται εκλογήν μεταξύ πυρός και ύδατος, ζωής και θανάτου, αγαθού και κακού˙ άλλ’ ο ηθικώς ελεύθερος προ της εκλογής, αιρούμενος το κακόν εν αυτή τη εκλογή, δεν είνε ηθικώς ελεύθερος˙ δια τούτο είνε μεν ο άνθρωπος ηθικώς ελεύθερος να εμμείνη προαιρετικώς εν τω αγαθώ, δεν είνε δε ηθικώς ελεύθερος προαιρούμενος το κακόν˙ διότι την μεν ζωήν και το ύδωρ φύσει θέλει, το δε καύμα και τον θάνατον φύσει αποστρέφεται˙ αιρούμενος δε τις ούτινος αποστρέφεται, δεν κινείται ελευθέρως, ήτοι κατά θέλησιν, αλλά παρά θέλησιν˙ επομένως είνε δούλος˙ διο ηθική ελευθερία είνε η εκούσιος του μόνου αγαθού αίρεσις. Κατά ταύτα ανάγκη πάσα να διακρίνωμεν τον ορισμόν του ανθρώπου ως ηθικώς ελευθέρου όντος, του ορισμού της ηθικής ελευθερίας. Ο άνθρωπος είνε ηθικώς ελεύθερος να εκτείνη την χείρα εις ζωήν και εις θάνατον˙ άλλ’ ηθική ελευθερία είνε το εκτείνειν εις μόνην την ζωήν.
Περί του αυτεξουσίου του ανθρώπου λέγει και ο Μέγας Βασίλειος (εν ψαλ. ξα’). «Τέθεικα, φησίν, προ προσώπου σου την ζωήν και τον θάνατον, το αγαθόν και το κακόν, δύο αντικειμένας φύσεις˙ αντιστάθμισον αυτάς επί του σεαυτού κριτηρίου˙ ζυγοστάτησον ακριβώς, τί σοι λυσιτελέστερον; Την πρόσκαιρον ελέσθαι ηδονήν, και δι’ αυτής τον αιώνιον λαβείν θάνατον, ή την εν τη ασκήσει της αρετής ελόμενον κακοπάθειαν, ταύτη προξένω χρήσασθαι της αιωνίου τρυφής;». Εκ των λόγων του Μεγάλου Βασιλείου επίσης φαίνεται το αυτεξούσιον του ανθρώπου να μείνη ηθικώς ελεύθερος ή να γίνη ηθικώς δούλος, να διατηρήση την εαυτού ηθικήν ελευθερίαν, ή να υποταχθή τη δουλεία˙ να μείνη εν τη αρετή, ή να παραδοθή τη κακία˙ ουδόλως δε τις αμαρτάνει λέγων, ότι η ηθική ελευθερία είνε αρετή, η δε ηθική ανελευθερία είνε κακία.
Η ηθική ελευθερία καθιστά τον άνθρωπον ικανόν να πράττη πάντοτε το αγαθόν και να αποφεύγη το κακόν. Η Αγία Γραφή λέγει, ότι ο Θεός έθηκε τον νόμον γραπτόν εν τη καρδία του ανθρώπου˙ δια των ρημάτων τούτων η Γραφή διδάσκει ημάς την δύναμιν της ηθικής ελευθερίας του ανθρώπου. Ο αληθώς ηθικώς ελεύθερος άνθρωπος δύναται να γνωρίση τον νομοδότην Θεόν τον ομιλούντα εν τη καρδία του, τον εμφανιζόμενον εν τη εικόνι της δημιουργίας και να μιμηθή αυτού την αγαθότητα. Διότι ως λέγει ο Απόστολος Παύλος «Το γνωστόν του Θεού φανερόν εστίν εν αυτοίς˙ ο γαρ Θεός αυτοίς εφανέρωσε˙ τα γαρ αόρατα αυτού από κτίσεως κόσμου τοις ποιήμασι νοούμενα καθοράται, ήτε αΐδιος αυτού δύναμις και θειότης˙ εις το είναι αυτούς αναπολογήτους» (Ρωμ. α’, 19-20).
Αληθώς αναπολόγητος καθίσταται ο άνθρωπος, ο λαβών τον νόμον γραπτόν εν τη καρδία αυτού και μη γνωρίζων τον Θεόν˙ διότι ο γραπτός νόμος, ο τεθείς εν τη καρδία, είνε αυτό το θέλημα του Θεού, όπερ εγχαραχθέν τη καρδία εγένετο θέλημα του ανθρώπου˙ ώφειλε λοιπόν ο άνθρωπος, ορμώμενος, ένθεν μεν εκ των υπαγορεύσεων της καρδίας του, ένθεν δε εκ της αποκαλύψεως του Θεού εν τη δημιουργία, να γνωρίση τον Θεόν και να μιμηθή αυτού την αγαθότητα.
Ο άνθρωπος πλασθείς κατ’ εικόνα Θεού επλάσθη ίνα εικονίζη τον Θεόν επί της γης, γενόμενος ον νοερόν και αυτεξούσιον εγένετο ίνα ποιή αυτού το θέλημα, το οποίον ενέγραψεν εν τη καρδία αυτού και κατέστησε και ίδιον θέλημα˙ σκοπός της διαπλάσεώς του ήτο να γνωρίση η δημιουργία τον Θεόν. Επλάσθη λοιπόν ίνα γνωρίση τον πλάστην του και δημιουργόν του˙ επλάσθη ίνα υψώται προς τον Θεόν˙ επλάσθη ίνα δοξάζη τον Θεόν˙ επλάσθη ίνα η δημιουργηθείσα κτίσις αινέση εν συνειδήσει τον θείον δημιουργόν της. Το αυτεξούσιον λοιπόν αυτού το νοερόν και το ηθικώς ελεύθερον εδόθησαν αυτώ ίνα εκπληροί τον μέγαν αυτού προορισμόν, την μεγάλην αυτού αποστολήν, όπως συνδέη την γην μετά του Ουρανού και μη αποκλίνη δεξιά, ή αριστερά˙ αλλά να βαδίζη την ευθείαν οδόν, ποιών μόνον το αγαθόν, το εγγεγραμμένον εν τη καρδία αυτού, όπερ και αυτός ορμεμφύτως αγαπά˙ διότι άλλως αποκλίνων του προορισμού του, γίνεται ανελεύθερος και εξομοιούται τοις κτήνεσι τοις ανοήτοις. Ο άνθρωπος είνε ηθικώς ελεύθερος πριν ή αποστή του αγαθού και ενόσω συνταυτίζει την θέλησιν αυτού προς το θείον θέλημα˙ ευθύς δε ως αποκλίνη τη ευθείας, αποβαίνει ηθικώς ανελεύθερος, η δε ελευθερία αυτού είνε ψευδής επίδειξις ψευδούς ελευθερίας.
Η ελευθερία του ανθρώπου υποτασσομένη τω νόμω του Θεού, δεν περιορίζεται, διότι ούτος ως θείος είνε άπειρος, το δε άπειρον ου μόνον δεν περιορίζει αλλά συνεκτείνει και συναυξάνει αυτήν επομένην αυτώ.
Η ελευθερία του ανθρώπου περιορίζεται τότε μάλιστα οπόταν αποκλίνη του θείου νόμου και αντιστρατευθή προς το θείον θέλημα˙ διότι αφισταμένη του θείου νόμου, του απείρου θείου θελήματος, ευρίσκεται εν τω στενώ και πεπερασμένω κύκλω πεπερασμένου θελήματος, του θελήματος της σαρκός, της αισθητικής φύσεως, της δούλης και πεπερασμένης και αληθώς αποβάλλει και αυτόν τον χαρακτήρα της ελευθερίας, διότι η πνευματική και νοερά φύσις και το ταύτης θέλημα υποτάσσεται τη αισθητική φύσει και τοις θελήμασιν αυτής.
Ότι η απόλυτος ελευθερία ευρίσκεται εν τη συνταυτίσει του ημετέρου θελήματος προς το θέλημα του Θεού, μαρτυρεί αυτός ο χαρακτήρ της ηθικής ελευθερίας, μαρτυρεί η ενδόμυχος της καρδίας θέλησις, η διαμαρτυρουμένη κατά την παράβασιν του θείου νόμου. Ο χαρακτήρ της ηθικής ελευθερίας είνε απόλυτος, απόλυτον δε είνε μόνον το αγαθόν˙ ώστε εν τω απολύτω αγαθώ δύναται να υπάρξη και ηθική ελευθερία. Το κακόν, ως μη δημιουργηθέν, δεν έχει χώρον, η ελευθερία, η εργαζομένη το κακόν, ευρίσκεται άρα εν ου χώρω, ώστε απώλεσε το ελεύθερον και επομένως επαύσατο του είναι ελευθερία. Όθεν η ηθική ελευθερία ευρίσκεται εν μόνη τη συνταυτίσει του θελήματος προς το θείον θέλημα, ήτοι εν τη τηρήσει του θείου νόμου και μόνος ο τηρητής του θείου νόμου διατελεί εισέτι ηθικώς ελεύθερος˙ δια τούτο ο προφήτης Δαυΐδ εξομοιοί προς τα κτήνη τα ανόητα τους κατακυριευθέντας υπό των παθών, διότι εγένοντο ηθικώς δούλοι, δουλεύοντες τοις πάθεσιν. Τούτο βεβαιοί και ο θείος Χρυσόστομος λέγων˙ «το υποπεσείν και παραχωρήσαι τοις πάθεσιν εσχάτη δουλεία, ώσπερ αμέλει το κρατείν τούτων ελευθερία μόνη». Και ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός λέγει˙ «Κακία γαρ ουδέν έτερόν εστίν ει μη αμαρτία και αποτυχία και παρακοή του δεσποτικού νόμου»˙ ώστε το αυτεξούσιον πρώτον αγαθόν, τη λογική φύσει πρέπον και το κεχρήσθαι τω αυτεξουσίω και κατεξουσιάζειν και κρατείν των αλόγων παθών, θυμόν, λέγω, και επιθυμίαν, αρετή˙ το δε παραδιδόναι το αυτεξούσιον και ηττάσθαι τοις αλόγοις πάθεσι και αλόγως και κτηνωδώς βιούν τούτο κακία, τούτο αμαρτία. Μη ουν ασχημονώμεν τα των αλόγων πράττοντες, άλλ’ απέχομεν λόγω τας ορμάς της φύσεως˙ ου γαρ πρέπει τοις των αλόγων πάθεσι λογικώς κεχρήσθαι, καθώς ο Κύριος διετάξατο (Τμ. Α’ 538).
Περί του καθήκοντος τούτου συμβουλεύει και ο Ιουστίνος ο φιλόσοφος και μάρτυς λέγων˙ «Εποίησεν ο Θεός τον άνθρωπον ελεύθερον και αυτεξούσιον, ίνα ο εαυτώ εποίησε δι’ αμελείας και παρακοής τούτο αυτώ γουν ο Θεός δωρείται δια φιλανθρωπίας και ελεημοσύνης υπακούοντας αυτώ του ανθρώπου. Καθάπερ γαρ παρακούσας ο άνθρωπος, θάνατον εαυτώ επεσπάσατο, ούτως υπακούων τω βουλήματι του Θεού, δύναται περιποιήσασθαι την αιώνιον ζωήν. Δέδωκε γαρ ημίν ο Θεός εντολάς αγίας, ας πας ο ποιών δύναται σωθήναι και αναστάσεως τυχών, κληρονομήσει την αυθαρσίαν».
Κατά ταύτα οφείλει ο άνθρωπος μετ’ ευλαβείας να φυλάττη τον νόμον του Θεοόυ και ποιή αυτού το θέλημα, διότι ως εικών του Θεού υποχρεούται να εκπληροί τον σκοπόν της επί γης αποστολής του˙ άλλως θέλει κατακριθή ως παραβάτης των καθηκόντων του, ως επιλήσμων της αποστολής του και ως ποιησάμενος δι’ αμέλειαν κακήν χρήσιν του αυτεξουσίου παραδοθείς τοις πάθεσι και ταις επιθυμίαις.
Από το σύγγραμμα: Του εν αγίοις πατρός ημών Νεκταρίου Επισκόπου Πενταπόλεως του θαυματουργού, “Περί επιμελείας Ψυχής”. Αθήναι 1894.
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.
