Στο ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ,
ακολουθώντας, μετά το Συμπόσιο του αρχαίου δράματος στην Μαγούλα της Σπάρτης, την οδό Γυθείου – Καλαμάτας, μόλις που πρόλαβε να δει πάνω στην άσφαλτο τις αναγραφές των πολιτικών συνθημάτων που εκσυγχρονίζουν το τοπίο της παραλιακής Μάνης. Καθώς διασχίζει το αυτοκίνητο την αδιατάρακτη σειρά των έρημων πύργων, η ταραχή των γιγαντογραμμάτων, που πυκνώνει όλο και περισσότερο την συχνότητα της, μας υπενθυμίζει με την εκκωφαντική σιωπή της ότι οι ημέρες των κυάμων πλησιάζουν.
Τα φευγαλέα ΖΗΤΩ και ΚΑΤΩ τα συνοδεύουν ασταμάτητα σ’ όλη την διαδρομή σαν κινηματογραφικοί υπότιτλοι τα τοπωνύμια του περιούσιου τοπίου: Αρεόπολις -Λιμένι – Οίτυλον – Αγ. Νικόλας – Καρδαμύλη – Κάμπος -Μικρή Μαντινεία και ό,τι άλλα σταματήματα θάμβους προλάβει το μάτι. Το μόνιμο και το παροδικό σε αντίστιξη.
΄Ενα από τα σταματήματα λέγεται Προσήλιο. Εδώ, η γυμνή πέτρα του υψώματος παράγει χωριό. Από κάτω βλέπεις μικρά πυργόσπιτα να σκαρφαλώνουν τον απότομο βράχο, για να φτάσουν ψηλά στον υπερέχοντα ναό, που ως αέτωμα λες και τα περιλαμβάνει στις φτερούγες του. Καθισμένοι με τον συνταξιδιώτη μου έξω από τον καφενέ του χωριού καταλαβαίνουμε ότι ακόμη και στην ελεύθερη ερημιά, την πολιτικήν φυγείν αδύνατον. Οι ελάχιστοι πάντες προσπαθούν με γραφικότατη αφέλεια να μας χαρακτηρίσουν. Δεξιός; Αριστερός; Η πιο συχνή ομιλία. Σαν να μιλάνε για φυλές: ΄Ασπρος, μαύρος, κίτρινος; Πίνουμε τον καφέ μας και φεύγουμε αχαρακτήριστοι.
Καθώς απομακρύνεται από τα μάτια το χωριό, η φυσιογνωμία του που σβήνει ανάβει μια συζήτηση. Λέω:
– Αυτή η αρχιτεκτονική δεν είναι σχέδιο. Είναι κατασκευή ελευθερίας. Και αυτή η ελευθερία φαίνεται ότι μπορεί να φτιάχνει τον σωστό βιότοπο, την σωστή τάξη των πραγμάτων.
Μου λέει ο φίλος:
– Ακριβώς! Δεν θυμάμαι ποιος είπε ότι η ελευθερία είναι η μητέρα της τάξεως. ΄Ισως ο Ιωσήφ Προυντόν, ένας εισηγητής του αναρχισμού, τον περασμένο αιώνα.
Λέω:
– ΄Ομως όχι. Δεν έχει τέτοια οικολογία αναρχίας ένας ελεύθερος βιότοπος. Αυτό το χωριό, που φαίνεται να το παρήγαγε οχειροποίητο ο βράχος, είναι ένας αρμονικός συνδυασμός μύθου και τοπίου. Ο άνθρωπος χτίζει με το μέσα του το έξω και δίνει στον χώρο του την εικόνα μιας πίστης με την οποία επικοινωνεί η ομάδα. Είναι ένα είδωλο της κοινότητας, μια τάξη Θεού. Ενώ η ελευθερία, όπως την εννόησε η δυτική αυτολατρεία και την έκανε κοινωνικό αυτοματισμό, είναι η υπερεξουσία του ΕΓΩ.
Μου λέει:
– Ο Μαξ Στίρνερ, ένας αναρχιστής και ανηθικολόγος επρέσβευε ότι υπεράνω του έγώ δεν υπάρχει τίποτα. Και δεν διαφέρει η σημασία αυτή από την φράση του Νίτσε ότι όταν παύει να υφίσταται το κράτος, τότε αρχίζει να υφίσταται ο άνθρωπος. Ναι το εγώ διεκδικεί την εξουσία.
Του λέω:
– ΄Ομως τι είναι το ΕΓΩ. ΄Ενα κρεμμύδι, κατά τον ΄Ιψεν, που αν του ξεφλουδίσεις τις επιστρώσεις του, δεν μένει τίποτε απ’ αυτό. Γιατί είναι δημιούργημα παραγόντων γενετικών, κοινωνικών, πνευματικών και βάλε. Μου ‘ρχεται στον νου το παράδειγμα του τρομοκράτη Νετσάγεφ, όπως το χρησιμοποίησε ο Ντοστογιέφσκυ στους Δαιμονισμένους, για να πλάσει τον Νικολάι Σταυρόγκιν και την εξομολόγηση του. Εκεί υπάρχει η απάντηση. Είναι αμαρτία να σώζεις τους ανθρώπους εν ονόματι του ΕΓΩ.
Παύουμε και προχωρούμε.
Ένα άλλο σταμάτημα είναι το χωριό Νίκων. Πήρε το όνομα του σε ανάμνηση του Νίκωνος του Μετανοείτε, που τον 10ο αιώνα επανέφερε στην πίστη του Χριστού την Κρήτη και τους ειδωλολάτρες της Μάνης. Στο χωριό η τυπική σκηνογραφία. Η εκκλησία, το καφενείο, η μικρή πλατεία, το Ηρώον με την στήλη που αναγράφει τα ονόματα όσων έπεσαν υπέρ πατρίδος. Λήγουν τα περισσότερα εις -έας.
Συζητούμε στο καφενείο με φαινομενικά απρόσιτους ανθρώπους που προσιδιάζουν στο περιβάλλον τους. Μου κάνει εντύπωση πόσο ωραία χειρίζονται την γλώσσα. Φράση λαγαρή, λόγος παραστατικός, πλούσιο λεξιλόγιο. Ρωτάω τον γεροντότερο που έμαθε τα γράμματα.
– Στο τότε σχολείο, μου λέει, και στις τότε εφημερίδες. Και μου κάνει μια περιγραφή της σύγχρονης εκπαίδευσης και των μαζικών της μέσων, που μακάρι να την άκουαν όσοι εξακολουθούν να εθελοτυφλούν. ΄Ομως κι εδώ απαιτούνται οι απαραίτητες συστάσεις του πολιτικού χαρακτηρισμού. Δεξιός; Αριστερός; Φυλή, χρώμα, δήλωση!
Είμαι δάσκαλος, θεατής, αναγνώστης και γραφιάς. Δεν φτουράω και πολύ για άλλα πράγματα. Ωστόσο θεωρώ προσβλητικό αυτό το φακέλωμα κι όταν μου δίνεται ευκαιρία προσπαθώ να αποχαρακτηρισθώ από τους ταπεινωτικούς του προσδιορισμούς.
– Κύριε… έα του λέω. Αυτοί οι προσδιορισμοί έχουν ηλικία 196 ετών, από την τυχαία τους εφαρμογή στην Εθνοσυνέλευση της Γαλλικής Επαναστάσεως. Έζησαν όλα αυτά τα χρόνια με ιδιαίτερη ένταση και με ιδιαίτερη προσαρμοστικότητα. ΄Ομως τουλάχιστον για μένα, φίλε μου, και ίσως και για άλλους, που δεν τους αρέσει να τους συρταρώνουν οι επιτήδειοι, οι όροι αυτοί δεξιός και αριστερός, είναι παρωχημένοι, κλινικά νεκροί και αποτελούν υποτιμητικές απλουστεύσεις. Μπορεί βέβαια να συγκινούν πολλούς και να βολεύουν πλείστους και μπορεί αυτά που λέω να φαίνονται ότι παραβιάζουν μία εδραιωμένη αντίληψη και μια τάχα απαραβίαστη πραγματικότητα. Αυτή η πραγματικότητα, κύριε… έα, δεν με άφορα, εφ όσον δεν την πιστεύω. Και όταν χαρακτηρίζομαι για το που ανήκω και όχι για το ποιος είμαι αισθάνομαι ότι με αστυνομεύουν.
– Και γιατί σας ενοχλεί ο χαρακτηρισμός, εφ όσον είναι γενικώς αποδεκτός; ρώτησε ο συνομιλητής μου.
– Διότι με ενοχλεί η ομοιομορφία, ο εξαναγκασμός της τυποποίησης, η αυταπάτη της ασπρόμαυρης ηθικής, ο εμπαιγμός της πολιτικής μου βούλησης. Διότι αρνούμαι να συγχέω την δημοκρατία με την δημοπρασία. Διότι δεν ανέχομαι να εκβιάζομαι και μάλιστα εν ημέραις κυάμων επ ονόματι χαρακτηρισμών. Διότι έχω μπουχτίσει από την εκπόρνευση του όρου λαός, που επαγγέλλονται οι προστάτες του.
– ΄Ολα αυτά που είπατε χρειάζονται επιχειρήματα, παρετήρησε ο συνομιλητής μου.
Υποσχέθηκα να του τα δώσω -το κατά δύναμιν- στο επόμενο σημείωμα.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 12 Μαίου 1985
Από το βιβλίο: “Καταρρέω”, του μακαριστού Τάσου Λιγνάδη. Επιλογή επιφυλλίδων. Εκδόσεις Ακρίτας,Αθήνα, Ιούλιος του 1989.