Εισαγωγικά.
Δύσκολο και αυθάδες να μιλήσω, για τον άγιο γέροντα Πορφύριο. Όμως πρέπει να το κάνω για να μάθουν και άλλοι, όσο το δυνατόν περισσότεροι, πως η Θεία Χάρις του Χριστού μεταμορφώνει – όπως έλεγε κι ο ίδιος ο Γέροντας – έναν άνθρωπο που τον αγαπά και κάνει – ας τολμήσω να το πω – μια μικρογραφία Του, ένα ομοίωμά Του. Γιατί ο παππούλης σούδινε την αίσθηση ενός άλλου ανθρώπου, αλλοιωμένου, με αγάπη σαν του Χριστού, ίση για όλους, παρ’ όλο που νόμιζες ότι η αγάπη του αυτή είναι μοναδική για σένα.
Προτιμούσε ένα τρόπο «μεταμορφώσεως» του παλαιού ανθρώπου σε νέο, χωρίς ανθρώπινη εγωϊστική προσπάθεια, αλλά με μια άμεση επαφή με το Χριστό, μ’ ένα άνοιγμα στον Χριστό, στο Φως, μ’ ένα τσακ, όπως χαρακτηριστικά έλεγε, που άνοιγε τον κρουνό της χάρης, που άνοιγε τον διακόπτη της επαφής. Επαναλάμβανε το παράδειγμα του σκοτεινού δωματίου, που φωτίζεται μόνον αν ανοίξεις το παράθυρο και μπει το φως, ο Χριστός, οπότε τίποτε σκοτεινό, άσχημο, αμαρτωλό δεν μένει. Μη σπρώχνεις το σκοτάδι, άνοιξε μόνο το παράθυρο στο Χριστό, έλεγε.
Στα άλυτα προβλήματα, έλεγε, σήκω νύχτα – νύχτα και ύψωσε τα χεράκια σου στον ουρανό. Ούτε ένα Κύριε Ελέησον δεν πάει χαμένο. Γιατί «τα αδύνατα παρά τοις ανθρώποις δυνατά παρά τω Θεώ».
Δεν αρνιόταν βέβαια την άσκηση, διότι και ο ίδιος υπήρξε ασκητικότατος από νέος. Αλλά τόνιζε την αγάπη προς το Χριστό σαν το πιο σύντομο και ασφαλή δρόμο.
Στη συνέχεια καταγράφω περιληπτικά ό,τι σπουδαιότερο θυμάμαι από την συναναστροφή μου με το Γέροντα Πορφύριο.
Σχετικά παραθέτω και απόσπασμα από ένα γράμμα του μακαριστού πλέον μοναχού Θεοκλήτου Διονυσιάτη, που απευθύνεται σε μένα και τη γυναίκα μου και αναφέρεται στον Γέροντα Πορφύριο. Γράφει:
Ιερά Μονή του Αγίου Διονυσίου.
10/23-1-1994 (παλ. ημ).
Αγαπητοί μου εν Χριστώ Ιησού…
Πήρα το γράμμα σας της 3-12, σχεδόν μετά 25 ημέρες. Είναι περιττόν νομίζω να σας πω πόσο με χαροποίησε, όχι βέβαια, γιατί συμπλέομεν στο γνωστό θέμα, αλλά για το ορθόδοξο πνευματικόν ήθος σας που από χρόνια καλλιεργήσατε και ολοκληρώσατε από την επίδραση του αγίου Πορφυρίου. Ναι, Αγίου, παρ’ ότι χθες μου έλεγε τέκνον του μοναχός, πως απόρησε που, ενώ είμαι συγκρατημένος στην αναγνώριση Αγίων – ζώντων, γράφω ότι ήταν Άγιος ο Πορφύριος. Πράγματι δεν έχω αμφιβολία, είχαμε αμοιβαία αγάπη και ανέπνεα την αγιότητά του. Λοιπόν βρίσκεσθε στον δρόμο των Πατέρων.
Από τη ζωή του.
Απάθεια στις ύβρεις.
Πριν πολλά χρόνια περπάταγα στην Ομόνοια και συνάντησα τον Παππούλη. Αυτός είχε τη συνήθεια να πηγαίνει στα μαγαζιά εδώ και εκεί όταν περπάταγε.
Όταν τον έβλεπα (μια δυο φορές τον είχα δει έτσι τυχαία) έτρεχα κοντά του για να πηγαίνουμε μαζί και να τον έχω περισσότερο κοντά μου…
Με πήρε μαζί μιλώντας μου στο δρόμο και μπήκαμε μέσα στην Πολυκλινική.
Έκανε κάποια δουλειά και, βγαίνοντας απ’ την κεντρική είσοδο της Πολυκλινικής, στεκόταν κάποιος ή κάποια άγνωστη εκεί πέρα – δεν θυμάμαι αν ήταν άντρας ή γυναίκα – κι άρχισε να βρίζει σκαιότατα τον Παππούλη να του λέει πολύ άσχημες βρισιές, να τον βλασφημάει…
Εγώ ταράχτηκα πάρα πολύ και πήγα να τον κοιτάξω να του πω τι θα κάνουμε, τι θα του απαντήσουμε, γιατί μας βρίζει.
Ο Παππούλης ατάραχος, σαν να μην είδε τίποτα, προχωρούσε γαλήνιος και βγήκε απ’ την πόρτα κι έφυγε…
Όταν τον ρώτησα, τι συνέβη, γιατί δεν μίλησε, δεν μου απάντησε καθόλου. Μου θύμισε εκείνη τη στιγμή τον Χριστό που περνούσε ανάμεσα στο πλήθος στη Ναζαρέτ – θέλανε να τον σπρώξουνε για να τον ρίξουνε στο γκρεμό. Αυτός πέρασε, δια μέσου αυτών που ήτανε εχθροί του και τους αντιμετώπισε μ’ αυτόν τον γαλήνιο τρόπο.
Ο αγιασμός στο κακόφημο σπίτι.
Κάποτε μου είχε διηγηθεί ο Παππούλης ότι στην Ομόνοια όταν ήτανε εφημέριος στο εκκλησάκι του Αγίου Γερασίμου της Πολυκλινικής πήγε μια γυναίκα να τον πάρει να της κάνει αγιασμό.
Αυτή η γυναίκα ήτανε κοινή και ο Παππούλης βέβαια το κατάλαβε, πήγε όμως μαζί της και τον έβαλε σ’ ένα σπίτι ανοχής. Η γυναίκα είχε κάποια φοβία διότι κάποιο περιστατικό είχε συμβεί με μαχαιρώματα και μία συνάδελφός της είχε λιποθυμήσει κ.λπ. Κοντά σ’ αυτήν ανοίξανε κι άλλες πόρτες κι εμφανίστηκαν πολλές γυναίκες της ιδίας καταστάσεως και περιέβαλαν τον Παππούλη και τον κοίταζαν με τα τρομαγμένα τους μάτια. Τότε ο Παππούλης κατενύγη, είδε τις ψυχές τους, και τους είπε.
«Γονατίστε παιδιά μου, γονατίστε όλες και να κάνουμε όλοι μαζί την προσευχή μας, να σας διαβάσω μια ευχή».
Και ο Παππούλης έβαλε το πετραχήλι του, έκανε τον αγιασμό, και γονάτισαν οι πόρνες κι αυτός διάβαζε την ευχή επάνω τους.
Για τη δήθεν πλάνη του.
Κάποτε είχα πάει στο Άγιον Όρος και ένας ευσεβής μοναχός (δεν ξέρω γιατί, κι άλλες φορές το είχα δει αυτό από ορισμένους ανθρώπους), μου είπε:
-Πάς ακόμα εκεί στον πατέρα Πορφύριο;
-Βεβαίως πάω, του λέω, είναι ο Γέροντάς μου.
Μου λέει: Αυτός πλανάται, άρχισε να ου λέει άσχημα πράγματα ως προς τις δήθεν πλάνες του πατρός Πορφυρίου.
Εγώ ένοιωθα πολύ άσχημα και γύρισα στην Αθήνα πολύ στενοχωρημένος. Δεν το είπα στον πατέρα Πορφύριο, το είπα στον πατέρα Επιφάνιο Θεοδωρόπουλο. Τότε είδα να σηκώνεται έξαλλος ο πατήρ Επιφάνιος απ’ την καρέκλα του και να υψώνει τα χέρια και να φωνάζει:
-Αν πλανάται ο πατήρ Πορφύριος, πλανάται και η Εκκλησία. Όταν το ανέφερα αυτό στον Γέροντα Πορφύριο, χωρίς να πει τίποτε, μειδίασε γλυκά. Μετά, όπως πολλές φορές όταν μιλούσαμε για τον π. Επιφάνιο, είπε: «Αυτός, μωρέ, είναι σοφός, να τον ακούτε».
Ο Άγιος Νικόλαος φωτίζει το δρόμο.
Κάποτε που εγύρναγε στα Καλλίσια με την ανηψιά του και τώρα ηγουμένη Φεβρωνία στο Ησυχαστήριο της Μεταμορφώσεως, ήταν σκοτάδι, νύχτα, και δεν έβλεπαν καθόλου καλά, κι όμως σαν να είχαν ένα φως και τους οδήγησε κανονικά μέχρι το εκκλησάκι. Η ανηψιά του τον ρώτησε:
-Παππούλη πού είχες τον φακό;
-Δεν είχα φακό, της λέει.
-Μα πώς, Γέροντα, ένας φακός μας έφεγγε τον δρόμο μπροστά μας.
-Άντε βρε! Ο Άγιος Νικόλαος μας έφεγγε και πηγαίναμε.
Ζωγραφική των συμβουλών του.
Όταν ο Παππούλης έλεγε κάτι με ενέπνεε τόσο πολύ που πολλές φορές το ζωγράφιζα. Ζωγράφιζα τις ιδέες του σε κάτι πίνακες απλούς (νάϊφ)… και του τους πήγαινα και τους έβλεπε και γέλαγε πολύ. Είχα ζωγραφίσει και το πορτραίτο του και άλλα πράγματα σχετικά μ’ αυτά που μου είχε πει ή περιγράψει.
Όταν είδε πορτραίτο του με κοίταξε χωρίς να πει τίποτε, μόνο μειδίασε πολύ γλυκά σαν να κατάλαβε τη σκέψη μου για τα μέλλοντα που σκεπτόμουν πως θα συμβούν σχετικά με την τιμή και την αγάπη του κόσμου για το σεπτό πρόσωπό του.
Για τη βιβλιοθήκη του.
Τώρα τελευταία ο Παππούλης είχε δίπλα του στο κελλί του μια βιβλιοθήκη με τα συγγράμματα των Πατέρων, σκεπασμένη με μια κουρτίνα, βυσινιά.
Τον ρώτησα: Παππούλη, έχετε και βιβλιοθήκη, τι ωραία! (βέβαια ο Παππούλης ήτανε τυφλός πια). Μου λέει:
-Ξέρεις τι συμβαίνει; Με παίρνουνε φίλοι απ’ τ’ Άγιον Όρος και μιλάμε και λέμε πνευματικά πράγματα. Και μου λένε αυτά τα πράγματα, τους απαντώ κι εγώ και μου λένε κι αυτοί: Βρε, πού τα διάβασες; Στους Πατέρες;
Κατάλαβα λοιπόν ότι στους Πατέρες υπάρχουν όλα αυτά τα ωραία πράγματα. Εγώ βέβαια δεν βλέπω, αλλά έρχονται μερικοί και τους παρακαλώ και μου διαβάζουν λίγο. Τους πήρα όλους τους Πατέρες, τους έβαλα εκεί δίπλα μήπως μεταφερθεί η γνώση των Πατέρων μέσα μου, έχοντάς τους δίπλα μου. Πράγμα που ασφαλώς γινόταν γιατί ακόμη και τώρα όταν διαβάζω ασκητικά βιβλία σημειώνω με έκπληξη στο περιθώριο: αυτό το είπε ακριβώς ο γέροντας ή το έπραττε στην ζωή του.
Η συμπροσευχή στο Έσσεξ της Αγγλίας.
Ο Γέροντας αγαπούσε πολύ το μοναστήρι του Εssex. Μια φορά μου χε πει ότι είναι πολύ ωραία εκεί πέρα και μου περιέγραφε ακριβώς το μικρό εκκλησάκι που βρίσκεται μέσα στο παλιό κτίριο. Μου είπε:
-Είναι σκοτεινό, έτσι, κατανυκτικό. Μου αρέσει πολύ, να πηγαίνω, εγώ εκεί την ώρα που κάνουμε ακολουθία το πρωί, το βράδυ, και να προσεύχομαι μαζί τους. Είναι πάρα πολύ ωραία.
Σημειωτέον ότι ο Γέροντα δεν είχε πάει ποτέ στην Αγγλία.
Πραγματικά όπως μου είχαν πει στο Essex , ο γέρων Πορφύριος και ο γέρων Σωφρόνιος, είχαν μεγάλο πνευματικό δεσμό.
Η παρέμβαση του γέροντος Σωφρονίου στη θεραπεία του γέροντος Πορφυρίου.
Όταν ο γέροντας αρρώστησε βαριά την τελευταία φορά με την γαστρορραγία και ήταν πολύ άσχημα, σε κατάσταση φοβερή, συζητούσανε οι γιατροί να τον κατεβάσουνε στην Αθήνα να πάει σε νοσοκομείο. Θυμάμαι μάλιστα χαρακτηριστικά ότι κάποιος καθηγητής είπε ότι δεν είναι σωστό να κάνετε ιατρική, στο βουνό, πρέπει οπωσδήποτε να κατεβεί, διότι αλλιώς θα αποθάνετε τον Γέροντα. Εξ αυτού είμαστε όλοι σε πολύ μεγάλη συλλογή.
Ο γέροντας Πορφύριος έλεγε να μη τον κατεβάσουμε γιατί θα πεθάνει απ’ το καυσαέριο κι απ’ την ταλαιπωρία την ψυχική μέσα στο νοσοκομείο και παρακαλώντας μου είπε:
-Λ. σε παρακαλώ, μην αφήσεις να με κατεβάσουν. Εγώ άρχισα να κλονίζομαι και σκέφτηκα ότι δεν έπρεπε να γίνει αυτό και το έλεγα και στον συνάδελφο και πνευματικό παιδί του επίσης Παπαζάχο, στην Αθήνα. Τότε μου τηλεφώνησε απ’ το Εssex εκ μέρους του πατρός Σωφρονίου ένας μοναχός και είπε ότι ο γέροντας Σωφρόνιος λέει: «επ’ ουδενί να κάνετε κάτι το οποίο δεν θέλει ο γέροντας Πορφύριος. Ο γέροντας Πορφύριος είναι – επί λέξει – «ένα ασκί γεμάτο από άγιο Πνεύμα και ό,τι σας λέει αυτό πρέπει να κάνετε»…
Χαρούμενος έτρεξα στον Ωρωπό και είπα αυτό το πράγμα και στους άλλους γιατρούς κι έτσι ο Γέροντα δε κατέβηκε και σιγά – σιγά με τις οδηγίες, που ο ίδιος μας έδινε για την θεραπεία του, έγινε καλά.
Χαριτολογήματα και ιατρικές συμβουλές.
Στη μεγάλη γαστρορραγία μας έφεραν να κάνομε εξέταση Μάγερ του γέροντα. Ήταν θετικότατη. Αμέσως πήραμε ένα μηχάνημα (φυγόκεντρο) και το εγκαταστήσαμε στο κελλί του γέροντα μ’ όλα τα σχετικά και καταγράφαμε σε ειδικό σημειωματάριο την πορεία της υγεία του Παππούλη, από τότε μέχρι της κοιμήσεώς του.
Κάποτε που τον ρώτησα αν θέλει να πάρουμε πίσω τα μηχανήματα, έδειξε να λυπήθηκε και γω τούπα: «Εντάξει γέροντα να μείνουν εδώ».
Το ιατρικό ιστορικό, η εξέλιξη της ανάρρωσής του, οι εργαστηριακές εξετάσεις που γίνονταν εκεί στο πρόχειρο εργαστήριο που εγκαταστήσαμε, τα όργανα κ.λπ. είναι στο αρχείο του Ησυχαστηρίου.
Μ’ αυτή την μικρό φυγόκεντρο, όταν λειτουργούσε, ο Γέροντα αστειευόταν:
-Γρήγορα βρε, μη χαλάσει!
-Άκου πως κάνει: ίσο του δευτέρου ήχου. Και έψαλλε κάτι με ισοκράτημα του δεύτερου ήχου από την φυγόκεντρο!
Πολλές φορές μου ‘κάνε μάθημα ιατρικό λεπτομερές. Και μάθαινα πράγματα που δεν τάχα ποτέ σκεφτεί με τέτοιο τρόπο.
Του άρεσε να μου λέει για τα ιχνοστοιχεία και για τις σχέσεις του αυτονόμου νευρικού συστήματος με τις ψυχικές λειτουργίες.
Συχνά μου έκανε παρατηρήσεις και διορθώσεις στις ιατρικές μου πρακτικές, που ακόμη εφαρμόζω και τώρα. Και με φιλοδωρούσε για να μ’ ευχαριστήσει με μερικά χαστούκια ή σφίξιμο της κεφαλής, οπότε ένοιωθα σαν ν έμπαινε όλος ο Παράδεισος μέσα μου».1
Αισθανόμουν όταν με καλούσε ο Γέροντας.
Κάθε φορά που ήθελε να του κάνω εξετάσεις αισθανόμουν, ότι με ήθελε. Έπαιρνα τα φιαλίδια και πήγαινα. «Ήρθες; μου έλεγε, εγώ σε καλούσα». Κάποτε παρ’ ότι είχαν ανησυχία, και αισθανόμουν την κλήση του, καθυστέρησα να πάω, γιατί ήμουν μπλεγμένος. Όταν έφθασα, μου είπε «Πού ήσουν; Εγώ σε φώναζα, σε φώναζα, κι εσύ δεν ερχόσουν».
Απαντά σε απορία μου χωρίς να ερωτήσω.
Χαράματα κάποια μέρα προσπαθούσα να ερμηνεύσω ένα πνευματικό θέμα. Σκεφτόμουν: Έτσι είναι ή αλλιώς; Μου τηλεφώνησε πρωί – πρωί ο Γέροντας και μου είπε: «Λ, το θέμα αυτό είναι έτσι κι έτσι» και μου έδωσε την σωστή ερμηνεία.
Παρακολουθούσε τι διάβαζα πριν κοιμηθώ.
Ένα πρωί στο Γραφείο μου διάβασα από τη Φιλοκαλία τον Αββά Κασσιανό. Μου τηλεφώνησε ο Παππούλης και μου είπε: «Τί λέει ο Αββάς Κασσιανός εκεί που διαβάζεις»; Και μου επανέλαβε σε μετάφραση αυτό που μόλις είχα διαβάσει.
Η ποιμαντική του.
Η μεταστροφή μιας αθέου.
Υπήρχε μία κυρία η κ. Ε.Γ. την οποίαν είχα γνωρίσει υπό συνθήκας εντελώς μη πνευματικάς. Νόμιζα ότι ήτανε άθεη, γιατί ήταν μέσα στις τάξεις των κομμουνιστών, σε υψηλή θέση και, τουλάχιστον απ’ ό,τι θυμάμαι εγώ, αυτά που δίδασκε ήτανε εντελώς αθεϊστικά κ.τ.λ. Εγώ βέβαια δεν της μιλούσα καθόλου περί Θεού παρ’ όλο που μου έκανε μάθημα ρωσσικής γλώσσας. Κάποτε όμως που μας πρόσφερε γλυκό κι ήταν ημέρα νηστείας της είπα ότι «εγώ, ξέρετε, δεν τρώγω γιατί νηστεύω». Αυτό της έκανε μεγάλη εντύπωση και άνοιξε κάποια χαρτιά και λέει, «να κι εγώ όταν ήμουν στην Σοβιετική Ένωση ήθελα να ασχοληθώ με τις εικόνες», και συνέχισε λέγοντας: «Και μένα η μητέρα μου όταν ήταν πανηγύρι και ήμουνα μικρή στην Θεσσαλία με πήγαινε σε αγρυπνίες κάτω απ’ τις εικόνες και με έβαζε να προσκυνήσω. Τα θυμάμαι εγώ αυτά». Μετά άφησε αυτή τη συζήτηση.
Πέρασε λίγος χρόνος και της έδωσα να διαβάσει ένα ρωσικό βιβλίο του Shmemman που έλεγε μέσα για Αγίους και για τέτοια πράγματα για να εξετάσει δήθεν, αν μπορώ να το διαβάσω κι εγώ, αν είναι κατάλληλο στην γλώσσα. Όταν μου το επέστρεψε μου λέει: «Πώ πώ, τι ωραίο πράγμα ήταν αυτό! Δυναμίτης! Υπάρχουν τέτοια πράγματα στην εποχή μας; Υπάρχουν άγιοι»;
Λέω: «Βεβαίως υπάρχουνε. Υπάρχουν άγιοι στην εποχή μας. Να εγώ ξέρω έναν, που είναι στην Αγγλία, ξέρω έναν άλλο που είναι στ’ Άγιον Όρος. Αυτούς που έχω γνωρίσει εγώ. Κι έναν άλλο στην Πάτμο είχα γνωρίσει τον Γ. Αμφιλόχιο και τώρα υπάρχει κι εδώ κοντά μας κάποιος ο οποίος έχει πολλή αγιότητα και τον γνωρίζω πολύ καλά».
-«Να με πας, μου λέει, τότε, θέλω να τον γνωρίσω».
Εγώ το ξέχασα. Στ’ άλλο μάθημα αυτή το θυμήθηκε. Μου λέει: «Μου είπες ότι θα με πας. Πότε θα με πάς σ’ αυτόν τον Άγιο»;
Τέλος πάντων, την πήγα μια μέρα. Μπήκαμε μέσα. Μόλις άνοιξε η πόρτα και είδε τον Παππούλη, καθιστό στο κρεβάτι του, έτρεξε – μεγάλη γυναίκα, εξήντα, εξηνταπέντε χρονών – γονάτισε μπροστά του, του άρπαξε τα γόνατά του, ενώ ήτανε πολύ σοβαρή και πολύ αξιοπρεπής, και τον έσφιγγε και τον χάιδευε. Κι ο Παππούλης να την χαϊδεύει στο κεφάλι και να της λέει:
-«Εσύ δεν είσαι από ‘κει, είσαι από ‘δω. Και της έδειχνε δρόμο με το χέρι του: Εσύ, δεν είσαι για εκεί, είσαι για εδώ. Κόρη μου».
Μας έλεγε μετά ότι δεν μπορούσε να καταλάβει το θάρρος που είχε να τον χαϊδεύει ενώ ήτανε μεγάλη γυναίκα και σοβαρή, και να με χαϊδεύει κι αυτός και να μου λέει διάφορα λόγια χριστιανικά. Της είπε για τη ζωή της. Μετά σε δεύτερη φορά που την πήγαμε εξομολογήθηκε μ’ ένα τετράδιο το οποίο ασφαλώς ο Παππούλης δεν διάβασε, απλώς το πήρε στα χέρια του και τα κατάλαβε όλα…
Και από τότε η γυναίκα αυτή δεν έχει εγκαταλείψει την εκκλησία. Της είπε να κοινωνά κάθε Κυριακή.
-«Τί άγιο άνθρωπο μου έφερες; Μου είπε ο Παππούλης. Τί άγιο άνθρωπο μου έφερες»!
Και, εκείνη την ημέρα ακριβώς μύριζε το δωμάτιο πάρα πολύ σαν λιβάνι ευωδιαστό.
Σ’ όλη τη διάρκεια της διηγήσεως του τηλεφώνησαν τρεις. Ευλογούσε, ηύχετο και συνέχιζε την διήγηση απ’ εκεί που είχε σταματήσει. Τα παιδιά, η γυναίκα μου κι εγώ είμαστε καθισμένοι σε καρέκλες, η κ. Ε. ήταν γονατιστή και του κρατούσε τα γόνατα. Η ευωδία μας τύλιγε.
Μετά αφήσαμε την κ. Ε. να του μιλήσεις ιδιαιτέρως. Του είπε τα προβλήματά της κι εκείνος της μίλησε για τα παιδιά της, χωρίς φυσικά να τα γνωρίζει. Της είπε πως αυτή είναι για την απ’ εδώ μεριά (των χριστιανών, της Εκκλησίας), ότι μοιάζουν αυτός και εκείνη και να πάει να την εξομολογήσει, αφού γράψει όλη τη ζωή της σε χαρτί.
Καθ’ όλην την διάρκεια της συζητήσεώς των της κρατούσε τα χέρια.
Σ’ αυτή τη συνάντηση μας διηγήθηκε ο παππούλης και κάτι πολύ πνευματικά πράγματα, γεγονότα δηλαδή που του είχαν συμβεί, πολύ πνευματικά, σαν να ήτανε αυτή άνθρωπος ο οποίος είχε πνευματικές εμπειρίες και μπορούσε να τα καταλάβει και πραγματικά τα κατάλαβε.
Της τα είπε διότι κατάλαβε την ψυχή της, ότι ήτανε πάρα πολύ καλή.2
Η αγάπη στον ασθενή με ΑIDS
Κάποτε του πήγα έναν ασθενή ο οποίος ήταν θετικός, για την νόσο του AIDS.
Κάποιοι φίλοι μου, επειδή ήξεραν ότι εγώ ξέρω τον Παππούλη και επειδή αυτός βρισκόταν σε μεγάλη απελπισία και ήθελε ν’ αυτοκτονήσει (δεν ήτανε καθόλου καλά) με παρεκάλεσαν να τον βοηθήσω.
Εγώ όταν άκουσα ότι ήταν να αυτοκτονήσει τον έστειλα σ’ έναν άλλο ιερέα που ήταν και ιατρός, τον π. Σταμάτη για να τον βοηθήσει, για να μην ενοχλούμε τον Παππούλη. Πήγε εκεί πέρα και αυτός όμως, τον συμβούλευσε να πάει καλύτερα στον γέροντα Πορφύριο.
Τον πήγα στον Παππούλη. Ήτο ένας άνθρωπος, ο οποίος δεν φαινότανε καθόλου απ’ έξω σαν Χριστιανός, είχε εμφάνιση πολύ κοσμική. Τον άφησα μέσα στο κελλί του Γέροντα. Τον κράτησε πάρα πολλή ώρα.
Όταν τελείωσε, βγήκε έξω κλαμμένος, αλλά ήρεμος μ’ ένα κομποσχοίνι στο χέρι που του ‘χε χαρίσει ο γέροντας. Έκλαιγε, αλλά όχι πια με απελπισία. Τα μάτια του είχαν ένα φως.
Με φώναξε μέσα ο Παππούλης.
-«Έλα ‘δω μέσα να σου πω! Τί ήταν αυτή η ψυχή που μου έφερες; Τι άγιο άνθρωπο μου έφερες βρέ; Τι ψυχή ήταν αυτή»!
Ο άνθρωπος αυτός βέβαια από τότε μετανόησε και ζει πραγματικά εν μετανοία. Τον βλέπω από τότε πολλές φορές και σαν γιατρός. Έχει αναγεννηθεί, επισκέπτεται μοναστήρια, εξομολογείται, κοινωνάει και ευχαριστεί τον Χριστό γιατί το AIDS έγινε γι’ αυτόν αιτία να σωθεί πραγματικά.
Με τον πατέρα Επιφάνιο.
Στενή σχέση πνευματική είχε ο Γέροντας και με τον μακαριστό πατέρα Επιφάνιο Θεοδωρόπουλο. Αν και δεν εβλέποντο συχνά, επικοινωνούσαν τηλεφωνικά και είχαν στενή πνευματική επαφή.
Όταν τελευταίως αρρώστησε προς θάνατον ο πατήρ Επιφάνιος και καθ’ όλον το διάστημα που είχε την επάρατο νόσο, επί οχτώ χρόνια, ο Γέροντας δεν μου επέτρεπε και δεν επέτρεπε σε κανέναν δι’ εμού να του πούμε τι έχει, ενώ ήταν σαφές ότι ένας τόσο πνευματικός Γέροντας όπως ο πατήρ Επιφάνιος, δεν θα έπρεπε να φοβηθεί τον θάνατο.
Και όταν ρώτησα τον γέροντα Πορφύριο γιατί δεν πρέπει να πούμε για την αρρώστια του στον πατέρα Επιφάνιο μου είπε:
-Ξέρεις γιατί; Ο πατήρ Επιφάνιος είναι άγιος και δεν είναι δυνατόν ο ίδιος να φανταστεί ότι υπάρχει θάνατος. Μέσα του έχει σβήσει κάθε ιδέα του θανάτου. Γι’ αυτό δεν υπάρχει κανείς λόγος να τον διακόψουμε τώρα με αυτό το πράγμα και πρέπει να τον αφήσουμε να ζει για να εξομολογεί, να λειτουργεί, να διδάσκει, να σώζει ψυχές, να γράφει.
Στο τέλος όμως της ζωής του, δυο –τρεις μέρες πριν κοιμηθεί, έγινε ένα τηλεφώνημα μεταμεσονύκτιον, ωριαίον, από τον πατέρα Πορφύριο στον πατέρα Επιφάνιο το οποίον δεν ξέρω αν παρηκολούθησε κανείς και ελέχθησαν φαίνεται πολύ σοβαρά πνευματικά πράγματα.
Αμέσως την άλλη μέρα ο πατήρ Επιφάνιος με πλήρη αταραξία άρχισε να δίνει εντολές και να συντάσσει τον νεκρώσιμόν του, να κανονίζει τα της κηδείας του, με πολλή αταραξία, με γαλήνη και ενίοτε και με πολύ χιούμορ που τον χαρακτήριζε.
Πολλές φορές θυμάμαι, επειδή εξομολογούμην στον πατέρα Επιφάνιο, ότι όταν ήτανε κανένα ζήτημα, το οποίον ήθελε πιο επισταμένη αντιμετώπιση και λύση, ο πατήρ Επιφάνιος με έστελνε στον γέροντα Πορφύριο:
-Πήγαινε να πάρεις από εκεί γνώμη.
Έλεγα εγώ στον πατέρα Πορφύριο: «Ο πατήρ Επιφάνιος ζητάει τη γνώμη σας».
-«Αυτός είναι σοφός και άγιος να πας πίσω».
Γύρναγα πίσω και ο πατήρ Επιφάνιος έλεγε:
-«Του φιλάω τις παντούφλες του. Αυτός είναι ο άγιος».
Τέτοια σχέση υπήρχε μεταξύ των δύο ανδρών, εδώ κάτω στη γη. Τώρα και οι δύο ασφαλώς χαίρονται στον ουρανό ευχόμενοι για όλους εμάς, τα παιδιά τους.
Μας λέει όσα αντέχουμε.
Ο Παππούλης δεν μας έλεγε παρά μόνο μέχρι εκεί που βαστάγαμε.
Μια φορά μίλαγε για τον θάνατο, σ’ εμένα και στην γυναίκα μου, για τον θάνατό του. Και έλεγε τι θα πει αν παρουσιαστεί στον Θεό, περίπου ίδια μ’ αυτά που γράφει στην διαθήκη του.
Η σύζυγός μου άρχισε να κλαίει:
-Παππούλη θα πεθάνεις! Παππούλη τί θα γίνουμε εμείς; Άκου τι μας λέει, θα πεθάνει!
Τότε λοιπόν ο Παππούλης της είπε:
-Δεν πεθαίνω μωρέ, σώπα. Δεν πεθαίνω. Εγώ θα σε γηροκομήσω.
Βέβαια το «θα σε γηροκομήσω» εγώ το πήρα με άλλη έννοια ότι και απ’ τον ουρανό ο Γέροντας θα φροντίζει για μας, όπως και απεδείχθη ότι το κάνει για όλα τα πνευματικά του παιδιά που είναι πάρα πολλά εδώ στην Ελλάδα μα και σ’ όλη τη γη. Μας είπε πάλι όμως την αλήθεια μέχρι εκεί που αντέχαμε.
Αντικειμενική γνώμη.
Για πολλά θέματα που όλος ο κόσμος έλεγε διάφορα κακά, για ορισμένα πρόσωπα, ο γέροντας είχε πολλές φορές αντίθετη γνώμη.
Θυμάμαι σε ένα θέμα εκκλησιαστικό που ο γέροντας είχε πει: «Αυτός είναι ο Επίσκοπος να τον σέβεστε και να εύχεσθε να γίνει καλλίτερος». Άλλη φορά είπε: «Αυτός ο ηγούμενος είναι άγιος άνθρωπος».
Και εμείς καταλαβαίναμε ότι έτσι έπρεπε να είναι και βλέπαμε με άλλο μάτι αυτούς τους ανθρώπους που μερικοί τους κατηγορούσαν και πραγματικά ωφελούμεθα πολύ πνευματικά.
Γιατί εκτός απ’ την αποφυγή της κατάκρισης μας βοηθούσε να καταλάβουμε τις δικές μας αμαρτίες, να ταπεινωθούμε και να μην βλέπουμε των άλλων τις ενδεχόμενες μόνο αμαρτίες, αλλά να βλέπουμε τις πραγματικές δικές μας.
Νομιμοποιεί μια σχέση.
Ήταν κάποτε μια κοπέλα αυθόρμητη και πολύ καλή, αλλά δεν είχε πολύ «θεοσεβή» εμφάνιση. Ήταν, θα μπορούσε να πει κανείς, λίγο έξαλλη εξωτερικά και είχε σχέση με κάποιον γιατρό. Ο γιατρός αυτός δεν ήθελε να την πάρει και η κοπέλλα αυτή πήγαινε στον Παππούλη. Το είπε στον Παππούλη κι ο γέροντας μια ωραία πρωΐα κατέβηκε στο σπίτι της κοπέλας, την πήρε, πήγανε μαζί στο δωμάτιο του νεαρού γιατρού, τον έπιασε απ’ τα χέρια και του είπε:
-Αυτά τα χέρια, αν πάρεις αυτήν την κοπέλα, θα γεμίσουν χρήματα και θα είσαι ευτυχισμένος. Αν δεν την πάρεις, δεν ξέρω τι θα γίνεις.
Ο νεαρός γιατρός άκουσε, πήρε την κοπέλα κι έχουν κάνει μια ευτυχισμένη οικογένεια. Κι από τότε αυτή η κυρία πήγαινε τακτικά στον γέροντα και του έφερνε δώρα. Του μιλά ακόμα και τώρα μετά την κοίμησή του με μεγάλη οικειότητα και πίστη στο ότι την ακούει. Έχει τόσο θάρρος μαζί του σαν νάναι «ίσια κι όμοια» αλλά η ψυχή της βέβαια είναι πολύ απλή γι’ αυτό και ο γέροντας πάντα της κάνει αυτά που του ζητά και την έχει σώσει πολλές φορές από διάφορους κινδύνους.
Αποκάλυψη μιας προσποίησης και ευχή που πραγματοποιείται.
Κάποτε το ζευγάρι αυτό περνούσε απ’ την εθνική οδό μπροστά απ’ το Μήλεσι για να πάνε στην πόλη που κάθονται. Η γυναίκα ήταν με παντελόνι και σκεφτόταν «να περάσω τώρα απ’ τον Παππούλη ή να μην περάσω;».
Τέλος πάντων, επειδή είχε μεγάλη επιθυμία να δει τον Παππούλη, σήκωσε τα παντελόνια – φόραγε ένα παλτό – και πήγε κατά κάποιον τρόπο να ξεγελάσει τον Παππούλη.
Όταν μπήκανε μέσα ο Παππούλης της λέει:
-Άνοιξε το παλτό σου.
Αυτή ντράπηκε αλλά άνοιξε το παλτό της κι εμφανίστηκε μ’ αυτήν την αστεία εμφάνιση.
Έβαλε τα χέρια ο Παππούλης στην κοιλιά της και της είπε: «Δος αυτή ευτεκνίαν, καλλιτεκνίαν» (και τα λοιπά της ευχής) και να κάνει έναν γιο».
Μετά από λίγο καιρό, πραγματικά έκανε ένα γιο.
Ο Γέρων Πορφύριος δεν έμενε ποτέ στα «φαινόμενα». Τον ενδιέφερε το βάθος που καλύπτονταν από τα οποιαδήποτε εξωτερικά περιβλήματα.
Άρνηση δωρεάς.
Ο Παππούλης διάβαζε μέσα στην ψυχή του ανθρώπου την πρόθεσή του. Κάποτε ένας γνωστός επώνυμος Αθηναίος μου ζήτησε να πάμε μαζί να δει και να γνωρίσει τον Παππούλη.
Και όταν τον πήγα μιλήσαμε λίγο μαζί και βγαίνοντας μου είπε να πω στον Παππούλη ότι προσφέρει ένα ορισμένο ποσόν για τις ανάγκες του Ησυχαστηρίου.
Το είπα στον γέροντα μετά ιδιαιτέρως και αυτός μου είπε:
-Ναι, καλό είναι να δώσει. Στην εκκλησία να τα δώσει. Κι εδώ εκκλησία είναι κι αλλού, ας τα δώσει στην εκκλησία του. Δεν υπάρχει λόγος να τα δώσει εδώ. Κι εδώ είναι εκκλησία και εκεί που θα τα δώσει εκκλησία είναι.
Δεν δέχτηκε τα χρήματα. Σημειωτέον ότι ο θέλων να δώσει τα χρήματα ήταν μασώνος. Ο Παππούλης βέβαια δεν το είχε μάθει, αλλά το είδε, το κατάλαβε.
Ρώσοι επισκέπτες.
Μερικές φορές χρησίμευα ως μεταφραστής, όταν ξένοι, κυρίως γαλλόφωνοι ή ρωσόφωνοι, προσέγγιζαν τον Παππούλη.
Ο Παππούλης, όταν μετέφραζα, με μάλωνε μάλιστα και μου έλεγε: «δεν τα ‘μάθες καλά. Πρέπει καλύτερα να διαβάσεις»!
Κάποτε λοιπόν τον επισκέφθηκε η Μαρία Μεμλέγιεβα, μια γυναίκα συγγραφέας από τους εμιγκρέδες του Παρισιού, την οποία είχε φέρει μαζί της η Τατιάνα Γκορίτσεβα.3 Του εξέφραζε μεταξύ άλλων και τους φόβους της για την Ρωσία, πως θα καταστραφεί, ότι θέλουν να την καταστρέψουνε οι Αμερικανοί και οι άλλοι λαοί κ.τ.λ., με τις ατομικές βόμβες και ήτο πολύ φοβισμένη. Είχε δηλαδή φοβίες ως προς αυτό. Ο Παππούλης λοιπόν σήκωσε τα μάτια του, και μου λέει:
-Πες της ότι η Ρωσία τώρα θα γίνει μεγάλη, πολύ μεγάλη και δεν εννοώ μεγάλη, έτσι σαν κράτος αλλά μεγάλη πνευματικά.
Δεν πέρασε πολύς καιρός, λίγα χρόνια μόνο, και η Ρωσία απαλλάχτηκε απ’ τον Κομμουνισμό και η Εκκλησία άρχισε να θριαμβεύει και ενεφανίσθησαν οι μάρτυρες που είχαν υποστεί μαρτύρια κατά την διάρκεια του αθεϊσμού και πραγματικά φανερώθηκε η Ρωσία σ’ όλο της το χριστιανικό μεγαλείο.
Η Τατιάνα Γκορίτσεβα ήταν απ’ τις επισκέπτριες, τις συχνές του Παππούλη. Είχε έρθει αρκετές φορές μόνο και μόνο για να δει τον Παππούλη. Εκτός απ’ αυτήν μία άλλη, Γεωργιανή αυτή, η οποία ήταν σύζυγος του διασήμου συνθέτου Αρέθα Παρτ είχε έρθει και έφερε το άρρωστο παιδί της, από την Γερμανία που ήτανε εγκατεστημένοι, για να το ευλογήσει ο Παππούλης και να το βοηθήσει να γίνει καλά.
Δυο αδέλφια Ρώσοι, κι αυτοί εμιγκρέδες από την Πετρούπολη, είχαν έρθει να δούνε τον Παππούλη. Ήρθαν πάρα πολλές φορές. Είχαν επιθυμία να γίνουν μοναχοί. Ο Παππούλης τους είπε πάρα πολλά πράγματα, επειδή είχαν μεγάλες δυσκολίες από το κράτος το Σοβιετικό επειδή ήταν φυγάδες και τους καταζητούσαν.
Μόλις πήγαιναν στ’ Άγιον Όρος μετά από λίγο τους έδιωχναν.
Ο Παππούλης τους είπε ένα σχέδιο, ένα μηχανισμό, πώς να πάνε, που να πρωτοκρυφτούν, πώς να καταλήξουν στην Ιερά Μονή Αγίου Παντελεήμονος. Ο Γέροντας ήθελε πάρα πολύ να επανδρωθεί αυτή η Μονή και να βοηθηθεί και να μείνουν εκεί οι Ρώσοι κι όχι σ’ άλλα μοναστήρια. Αγαπούσε πάρα πολύ τους Ρώσους, επειδή είχε διδαχτεί από κάποιον Ρώσο, όταν ήτανε στη σκήτη, στα Καυσοκαλύβια, πνευματικές διδαχές. Μάλιστα έλεγε ότι ο Ρώσος αυτός όταν τον έβλεπε τον Παππούλη μικρό καλογεράκι, του έλεγε «ουτσενίκ, ουτσενίκ» και το έλεγε χαρακτηριστικά ο Παππούλης «ουτσενίκ, ουτσενίκ», δηλαδή μαθητή, μαθητάκο, καλογεράκι…
Αυτοί οι δύο Ρώσοι λοιπόν, με τις συμβουλές του Παππούλη, αφού πέρασαν πολλές περιπέτειες, αφού πήγαν και ήρθαν, αφού τους έδιωξαν στα σύνορα, και αφού ξεπέρασαν με τη βοήθειά του ένα σωρό άλλες περιπέτειες, κατέληξαν τώρα κι είναι κι οι δύο μοναχοί στην Μονή του αγίου Παντελεήμονος, στ’ Άγιον Όρος. Ο ένας λέγεται π. … Ο αδελφός του κοιμήθηκε πρόσφατα ως π…..
Οι Πάνκς.
Μια φορά μας διηγόταν ο Παππούλης για αυτούς που ερχόταν να τον δούνε ίσως από περιέργεια. Ήρθε λοιπόν, μια ομάδα από πάνκς, απ’ αυτά τα παιδιά που έχουν περίεργα χτενισμένα τα μαλλιά τους όρθια μπροστά σαν καρφιά και χρωματιστά.
Μπήκαν λοιπόν όλα μέσα, ο Παππούλης βέβαια τυφλός, στάθηκαν απέναντι στο κρεβάτι και τον κοίταγαν. Και ο Παππούλης έλεγε την ευχή όπως μας είπε για κάθε ένα απ’ αυτούς. Και τότε, ξαφνικά, ένας απ’ αυτούς, έφυγε απ’ τη σειρά του, πετάχτηκε, αγκάλιασε τα πόδια του γέροντα έτσι όπως ήτανε ξαπλωμένος και άρχισε να του τα φιλάει.
«Με αυτόν έγινα φίλος να, να, θέλετε να δήτε; Έχω και το τηλέφωνό του εδώ». Τον πήρε τηλέφωνο και του μιλούσε φιλικά, χαρούμενος, όπως μιλάμε σε πολύ αγαπητά μας πρόσωπα. Ο Παππούλης δηλαδή δεν ξεχώριζε τους ανθρώπους απ’ την εμφάνισή τους ή απ’ τα τυχόν εξωτερικά δείγματα της ευσεβείας αλλά από την κατάσταση της ψυχής τους.
Υποσημειώσεις.
1. Το σφίξιμο της κεφαλής, το πιάσιμο του καρπού του χεριού και αυτό που ο γράφων ονομάζει «χαστούκι» μοιάζουν με την επίθεση των χεριών των αποστόλων στους αρρώστους. Διοχετεύουν τη θεία χάρη και θεραπεύουν (πρβλ. Πράξ. 8, 17˙ 9, 17˙ 9, 41˙ 28, 8 κ.λ.π.).
2. Η λεπτομερής διήγηση της κυρίας αυτής βρίσκεται στη σελ. 313.
3. Η Τατιάνα Γκορίτσεβα είναι ρωσίδα χριστιανή ορθόδοξη συγγραφέας, της οποίας αρκετά βιβλία έχουν μεταφραστεί στην ελληνική. Σ’ ένα απ’ αυτά με τίτλο˙ Η αθέατη πλευρά της Ρωσίας, (εκδ. Ακρίτας, σελ. 112) αναφέρει τη συνάντησή της με το Γέροντα Πορφύριο.
Από το βιβλίο: Θαυμαστά γεγονότα και συμβουλές του Γέροντος Πορφυρίου. Αθήναι, Σεπτέμβριος 2009.
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.