Ο Αγιος Γαβριήλ ο δια Χριστόν σαλός και ομολογητής, ο εκ Γεωργίας: Η ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΟΥ – ΜΑΛΧΑΖΙ ΤΖΙΝΟΡΙΑ.

Η μ. Παρασκευή διηγείται:
«Δύο εβδομάδες πριν πεθάνει, του έφεραν την εικόνα του Χριστού με το αγκαθωτό στεφάνι. Στην εικόνα τα μάτια του Χριστού ήταν κλειστά, αλλά όταν την ξανακοίταξα ήταν ανοιχτά. Είπα στον Γέροντα:
-Όταν σας έφεραν την εικόνα της Παναγίας, βελτιώθηκε κάπως η υγεία σας. Τώρα θα γίνετε εντελώς καλά.
Κούνησε το κεφάλι του λέγοντας:
-Αν η εικόνα δεν είχε το αγκαθωτό στεφάνι, θα γινόμουν καλά. Όμως αυτή η εικόνα είναι με αγκαθωτό στεφάνι. Κι εγώ θα βασανιστώ κι έτσι θα πεθάνω. Τρεις ημέρες νωρίτερα εσύ θα γνωρίζεις για την κοίμησή μου.
Εγώ όμως δεν τον πίστεψα. Πώς ήταν δυνατόν να πεθάνει; Αφού πολλές φορές ήταν βαριά άρρωστος και θεραπευόταν. Άρχισα να διαβάζω την παράκληση της Παναγίας υπέρ υγείας του π. Γαβριήλ. Εκείνη τη νύχτα ονειρεύτηκα την Παναγία. Είδα το πρόσωπό Της να κοιτάζει τον Σωτήρα και να μου λέει: ¨Σε τρεις μέρες θα έρθω και θα θεραπεύσω τελείως τον π. Γαβριήλ¨. ¨Και το σπασμένο του πόδια θα το γιατρέψεις;¨ ρώτησα αλλά δεν πήρα απάντηση. Μου είπε μόνο να μη στενοχωριέμαι και άλλα λόγια παρηγοριάς. Ξύπνησα και σκεφτόμουν: ¨Αν ο π. Γαβριήλ γιατρευτεί, γιατί εγώ έπρεπε να συνεχίσω να στενοχωριέμαι;¨. Διηγήθηκα το όνειρό μου στον Γέροντα.
-Θα έρθει η Παναγία και θα με γιατρέψει τελείως. Να κάνουμε λίγο υπομονή. Δεν θα μας εξαπατήσει.
Με κοίταζε μελαγχολικά και για το όνειρο δεν έκανε κανένα άλλο σχόλιο, παρά μόνον μου είπε:
-Αυτή τη νύχτα μην κοιμηθείς. Να μιλάμε.
Αγαπούσα πολύ να τον ακούω να μιλάει και προσπάθησα να μην κοιμηθώ. Όμως δεν τα κατάφερα. Δεν ξέρω για πόση ώρα με είχε πάρει ο ύπνος. Ξύπνησα και ντράπηκα κοιτάζοντας τον π. Γαβριήλ. Ήταν ξύπνιος και μου παραπονέθηκε:
-Αφού μου υποσχέθηκες πως δεν θα κοιμόσουν…
Ποιός μπορούσε να φανταστεί ότι ο π. Γαβριήλ θα πέθαινε; Τις στιγμές εκείνες το μόνο που με ένοιαζε ήταν πως υπέφερε από φριχτούς πόνους και εγώ δεν μπορούσα να τον βοηθήσω. Κάθε λεπτό που περνούσε περίμενα ότι θα γινόταν καλά.
Τρεις μέρες νωρίτερα, ο π. Ιωσήφ αποφάσισε ξαφνικά να γυρίσει από τη Γούρια στην Τιφλίδα. Καθ’ οδόν, πέρασε από το Σαμτάβρο, μαζί με ορισμένους λαϊκούς, και ρώτησε για τον π. Γαβριήλ. Τον επισκέφτηκε και τον συνεχάρη που έγινε αρχιμανδρίτης. Αργότερα οι πόνοι πάλι κατέλαβαν τον Γέροντα. Έψαξα τον γιατρό του αλλά δεν τον βρήκα. Αμέσως τότε κάλεσαν γιατρό από την Τιφλίδα, το Ζούραμπ Βαραζασβίλι, που του έκανε αναλγητική ένεση και του τοποθέτησε σωληνάκι στην κοιλιά. Ο Γέροντας, παρ’ όλους τους ανυπόφορους πόνους, εμψύχωνε όσους τον περιστοιχίζαμε και μας είχε κυριεύσει η θλίψη.
-Έχω πλέον δύο βρύσες. Κι όταν θέλω ανοίγω ή τη μία ή την άλλη.
Την άλλη μέρα τα υγρά από την κοιλιά εξαφανίστηκαν. Απορημένος με το γεγονός, ο γιατρός θαύμασε:
-Κανείς δεν έχει δει να σταματάει η κίρρωση και να εξαφανίζονται τα υγρά.
Και ρώτησε με χαμόγελο τον Γέροντα:
-Μα πού πήγε το υγρό;
Κι ο άγιος, δείχνοντας προς τα πάνω, απάντησε:
-Ο Κύριος το πήρε.
Εκείνη τη μέρα νέοι, μεγάλοι και αβάσταχτοι πόνοι έκαναν την εμφάνισή τους. στην υδρωπικία προστέθηκε και η κήλη. Ο γιατρός ζήτησε επειγόντως να τον πάνε στο νοσοκομείο. Αλλά ο Γέροντας δεν ήθελε να βγει από το κελί του:
-Είναι από τον Κύριο, μας είπε.
Ήταν 4 η ώρα περίπου τη νύχτα, όταν άρχισε, δυνατά και παρατεταμένα, ν’ αναπνέει πολύ βαριά. Μετά, μ’ έναν παράξενο σεβασμό, φώναξε:
-Μητέρα, μητέρα!
Εγώ νόμιζα ότι φώναζε τη μητέρα του, διότι την προηγούμενη την είχαν φέρει για να τον δει, αλλά εκείνος, επειδή δεν ήθελε να τη στενοχωρήσει βλέποντάς τον σε αυτή την κατάσταση, μας παρακάλεσε να την πάμε πίσω, αλλιώς δεν θα ησύχαζε. Τότε σκέφθηκα: ¨Μακάρι να μην την είχαν γυρίσει¨. Ύστερα όμως ο Γέροντας φώναξε εμένα:
-Αδελφή! Αδελφή!
Έτρεξα κοντά του. Τα δάκρυα κυλούσαν στο πρόσωπό του. Γονάτισα και με ευλόγησε. Σήκωσε το χέρι του με βαριές κινήσεις. Σταύρωσε και ευλόγησε όλη τη Γεωργία, στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Περιέστρεψε παντού το γεμάτο αγάπη δακρυσμένο του βλέμμα και άρχισε να προσεύχεται. Η καρδιά μου μού υπαγόρευε να σηκωθώ και να διαβάσω ψαλμούς. Ξημέρωσε και παρακάλεσα μια μοναχή να μπει μέσα, μήπως ο Γέροντας, που παρέμενε σιωπηλός, της έλεγε κάτι. Εκείνη τον κοίταξε και είπε ότι ψυχορραγεί. Εγώ από την άλλη, ήμουν σίγουρη ότι θα γινόταν καλά. Ότι, όπως παλιά, θα σηκωνόταν και θα μας έλεγε χαρούμενος: ¨Ορίστε, σας τρόμαξα!¨
Μαζεύτηκαν όλοι. Ο γιατρός, τα μέλη της οικογένειάς του, γνωστοί, ιερείς και λαϊκοί.
-Πεθαίνει; Τους ρωτούσα εναγωνίως.
Παρακάλεσα τον γιατρό να μας βοηθήσει άλλη μια φορά. Όλοι ήλπιζαν ότι ο Κύριος θα τον άφηνε ακόμη κοντά μας. Ο Γέροντας κοιτούσε με αγάπη την εικόνα του αγίου Νικολάου και δεν έπαιρνε τα μάτια του από πάνω της. Ύστερα με την άκρη των δαχτύλων του χάιδευε τη Σταύρωση. Ζόριζε τον εαυτό του. Η παλάμη του δεξιού του χεριού άγγιζε την εικόνα της Θεοτόκου και παρακαλούσε:
-Πάρε την ψυχή μου, Ευλογημένη, είμαι έτοιμος!
Ο γιατρός μου είχε υποδείξει να του κλείνω τα βλέφαρα, για να μη στεγνώνουν τα μάτια του, μιας και ο ίδιος δεν μπορούσε να το κάνει. Όταν δεν άνοιξε ξανά τα μάτια, φώναξα τον γιατρό για βοήθεια. Ο Γέροντας με άκουσε, ζόρισε πάλι τον εαυτό του και τα άνοιξε.
Βράδιασε. Το κελί του σαν να γέμισε με αόρατους Αγγέλους. Ο π. Γαβριήλ ανέπνεε βαριά και με δυσκολία. Οι μοναχές έψελναν στο ψαλτήρι και διάβαζαν ακούραστα ευχές. Συμμετείχαν και ο π. Σάββας και ο π. Γρηγόριος εναλλάξ. Ήρθε και ο π. Δανιήλ, ο οποίος ρώτησε τον κατάκοιτο Γέροντα αν ήθελε να διαβάσει και την ευχή για τους ψυχορραγούντες.
Ο Γέροντας δεν απάντησε αλλά ο μητροπολίτης, σαν να τον ώθησε κάποιος, αμέσως άρχισε να διαβάζει. Η αναπνοή του σιγά – σιγά εξασθένισε και αραίωσε. Κι όταν ο μητροπολίτης είπε και την τελευταία λέξη της ευχής, στα χείλη του Γέροντα διεγράφη ένα αδιόρατο χαμόγελο και παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο. Ήταν Πέμπτη, 2 Νοεμβρίου του 1995, 10.00 μ. μ.
Η μητέρα του και η αδελφή του ξέσπασαν σε κλάματα. Οι μοναχές έκλαιγαν κι εκείνες αθόρυβα. Σύντομα άφησαν το κελί. Έπρεπε να ετοιμάσουν τον νεκρό. Ο π. Δανιήλ διάβαζε τους κανόνες. Τα μάτια του π. Γαβριήλ ήταν μισάνοιχτα. Τρεις φορές του τα έκλεισαν. Το σώμα του, παρά τη βαριά του ασθένεια, δεν φαινόταν ταλαιπωρημένο, το δέρμα του ήταν μαλακό και τρυφερό. Όταν τον σήκωσαν, βρήκαμε φυλαγμένη κάτω απ’ το μαξιλάρι του τη φωτογραφία του δεσπότη Ζωσιμέ Σιοσβίλι.
Οι ιερείς έντυσαν τη σορό του σύμφωνα με τους κανόνες: με ράσο, μανδύα και καλημαύχι. Σκέπασαν το πρόσωπό του, αφού πρώτα το τύλιξαν, όπως και τα χέρια του, με επίδεσμο, τον οποίο ο γιατρός είπε να βγάλουν σε δύο μέρες. Απόθεσαν το λείψανό του στο ναό, μπροστά από την Ιερά Πύλη.
Το πρωί ήρθε ο καθολικός πατριάρχης Ηλίας Β’ και χοροστάτησε στην εξόδιο ακολουθία. Συμμετείχαν τρεις επίσκοποι: ο π. Δανιήλ Δατουασβίλι, ο π. Ιωσήφ Κικβάντζε και ο π. Νικόλαος Παστσουασβίλι. Πλήθος κόσμου ερχόταν και διανυκτέρευε ψάλλοντας.
Κατά την εξόδιο ακολουθία, με πήρε κάποια στιγμή ο ύπνος. Τότε σαν είδα τον π. Γαβριήλ, ο οποίος με πλησίασε, πέρασε από μπροστά μου, ενώ το μανίκι του ράσου του έτριψε το πρόσωπό μου και με χαμόγελο μου είπε: ¨Γιατί είσαι μουτρωμένη;¨. Ξύπνησα και κατάλαβα ότι εξακολουθεί να είναι μαζί μας και να μας ενδυναμώνει.
Την άλλη μέρα του έβγαλα τους επιδέσμους από τα χέρια και το πρόσωπο. Το δέρμα του ήταν πιο λευκό και από το χιόνι. Στο καντήλι, που πάντα είναι αναμμένο στον τάφο του, έβαλα εκείνο το λάδι που είχε στο κελί του και μας σταύρωνε στο μέτωπο λέγοντας πάντοτε: ¨Θα αυξήσει το νου σου¨. Ήταν εκπληκτικό το γεγονός ότι ο θάνατός του δεν μου άφησε ένα αίσθημα βάρους αλλά μιας ιδιαίτερης αγάπης και ευδαιμονίας, σαν τη χαρά του Πάσχα και των Χριστουγέννων.
Ενταφιάσαμε τον άγιο Γέροντά μας τυλιγμένο με τα ράσα του, όπως ορίζουν οι κανόνες της Εκκλησίας για τους μοναχούς. Τη μέρα της κηδείας ήμασταν γύρω του όλα τα αγαπημένα του πρόσωπα. Σε κανένα δεν έκανε καρδιά να ρίξει χώμα πάνω του. Και το ρίχναμε στην άκρη. Και ύστερα, το σωρευμένο χώμα τον σκέπασε από μόνο του, καλύπτοντας και αγκαλιάζοντας τα πάντα.
Ο πύργος Μιριάν παρέμεινε κλειστός. Από θεία πρόνοια κανείς μέχρι σήμερα δεν έμεινε εκεί. Ούτε ξαναφάνηκαν τα πουλιά που πριν κελαηδούσαν ασταμάτητα».

Για τα πνευματικά παιδιά του π. Γαβριήλ αυτός ο αποχωρισμός ήταν μια μεγάλη δοκιμασία. Η Κετεβάνι Μπεκαούρι διηγείται:
«Απόθεσαν τη σορό του π. Γαβριήλ στο ναό της Μεταμόρφωσης της μονής Σαμτάβρο. Τον πλησίασα και τον άγγιξα στο χέρι. Ήταν ζεστό. Προσπάθησα να ανασηκώσω τα σάβανά του, όμως η μ. Παρασκευή με εμπόδισε. Ξαφνικά ένιωσα κάποιον να με πιέζει στον ώμο. Γύρισα και κοίταξα πάνω. Είδα από την εικόνα του Χριστού να τρέχει αίμα. Ο Χριστός ήταν κουρασμένος, ιδρωμένος, βασανισμένος. Και έπειτα, σαν να άκουσα τον Κύριο να μου λέει:
-«Εγώ ειμί ο Ών». Εγώ τον πήρα κοντά μου εξαιτίας σου. Ήταν όπλο στα χέρια μου. Τί; Δεν με πιστεύεις;
-Τί Θεός είσαι, που σε κοιτάζω και τρέχει το αίμα Σου και είσαι έτσι ιδρωμένος, κουρασμένος και βασανισμένος;
-Κουράστηκα, Εύα, από σένα.
Κοίταζα το πρόσωπο του Κυρίου και έβλεπα το πρόσωπο του πιο βασανισμένου ανθρώπου. Ο π. Γαβριήλ δεν ήταν ζωντανός και ο Κύριος μου εμφανίστηκε με τέτοια ταπείνωση, σαν ένας κουρασμένος οδοιπόρος. Στο κέντρο του ναού ήταν η σορός του Γέροντα κι εγώ στεκόμουν ενώπιον του Χριστού και δεν φοβόμουν τίποτα. Τότε έγινα πραγματικά πιστή. Μόνο τότε κατάλαβα ότι ο π. Γαβριήλ ήταν πολύ κοντά στον Θεό. Και αντηχούσαν στα αυτιά μου τα λόγια του π. Γαβριήλ: ¨Αν δεν θυσιαστείς για τον πλησίον σου, δεν θα έχεις καταφέρει τίποτᨻ.

Ύστερα από την κοίμηση του αγίου Γέροντά μας, όλα τα πνευματικά του παιδιά παρακαλούσαμε στον τάφο του ζητώντας πνευματική βοήθεια. Μετά τα Σαράντα του, η μητέρα του ήρθε στο μοναστήρι και εκάρη μοναχή με το όνομα Άννα.
Όταν έφυγε από κοντά μας ο π. Γαβριήλ, άρχισαν όλοι να συνειδητοποιούν την έλλειψη από τη γεμάτη χάρη και θεία δύναμη παρουσία του, το ζήλο του και την απύθμενη αγάπη με την οποία παραστεκόταν στον πόνο των ανθρώπων. Μόνο τότε όλοι διαπίστωσαν ότι η ζωή του π. Γαβριήλ ήταν γεμάτη με απίστευτα και θαυμαστά γεγονότα.
Από το βιβλίο: «ΜΑΛΧΑΖΙ ΤΖΙΝΟΡΙΑ, «Ο Αγιος Γαβριήλ ο δια Χριστόν σαλός και ομολογητής (1929 – 1995).
Μετάφραση ΝΑΝΑ ΜΕΡΚΒΙΛΑΤΖΕ
Γλωσσική επιμέλεια ΦΑΝΗ ΡΟΠΟΚΗ
ΑΘΗΝΑ 2013.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Χωρίς κατηγορία. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.