Δεν υπήρξε μόνο ένας γίγαντας της αρετής και της πίστης ο Πατροκοσμάς ο Αιτωλός, αλλά και ένας κοινωνικός επαναστάτης που η αδούλωτη ψυχή του θέρμαινε την αποσταμένη ελπίδα των ραγιάδων. Πίστεψε πως δεν μπορούσε να σώσει μόνο την ψυχή του εκείνος που παραμένει κλεισμένος στα μοναστήρια προσευχόμενος μόνο, αν δε βγει απ’ αυτά να πασκίσει για το συνάνθρωπο του και μέσα απ’ την προσπάθεια αυτή να κερδίσει το «μιστό της σωτηρίας του».
Γι’ αυτό σκαρφάλωσε και στα πιο απόκεντρα ελληνικά χωριά, στις αετοφωλιές των βουνών μας, με το ραβδί και το σακούλι του οδοιπόρου, για να σταλάξει βάλσαμο παρηγοριάς στην ψυχή του Ρωμιού ραγιά. Υπήρξε ο ταλαιπωρημένος στρατοκόπος, ο φτωχός λευίτης, που ξεχέρσωσε τη σκλάβα γη, την όργωσε, έριξε το σπόρο, τη βοτάνισε και ετοίμασε το θερισμό της. Για τον εαυτό του τίποτα, όλα για τους άλλους. «Δεν έχω ούτε σακούλα, μήτε σπίτι, μήτε κασέλα, μήτε άλλο ράσο απ’ αυτό που φορώ, αλλά ακόμα παρακαλώ των Κυριόνμου, μέχρι τέλους της ζωής μου να με αξιώση να μην αποχτήσω τίποτα», θα διακηρύξει στις «διδαχές» του.
Ξεχείλισμα ποταμού φαντάζει η δράση του. Στο διάβα του έστησε σχολεία, σκόρπισε ρίγη ελπίδας, μετέφερε παντού στέρεο υλικό, για να το βρουν αργότερα άλλοι και να υψώσουν το οικοδόμημα του 21. Αν δεν προετοίμαζε το έδαφος ο Ιερομάρτυς Κοσμάς, είναι αμφίβολο αν ο ραγιάς θα ήταν σε θέση να δεχτεί το κήρυγμα του Ρήγα και το μυστήριο της Φιλικής Εταιρείας.
Ο θεάρεστος όμως αγώνας του είχε και τα δεινά του επακόλουθα. Ο κλειός του μίσους μέρα με τη μέρα όλο και στένευε γύρω του. Τα κηρύγματα του δεν ήταν αρεστά σε όλους. Στους δούλους του χρήματος, δεν άρεσε αυτός «ο πιστός κήρυξ των ευαγγελικών αρχών της ισότητος και της αγάπης, ο φίλος του νόμου και του δικαίου, ο φιλόπτωχος φιλάνθρωπος, που εκεραυνοβόλει τας καταχρήσεις των αρχών, την ιδιοτέλειαν και τας δεσποτικάς ιδέας των αρχόντων…».
Δεν άφησε κοινωνική πληγή που να μην την καυτηριάσει. Χτύπησε Τούρκους και Φράγκους, τουρκόφιλους άρχοντες και κοτζαμπάσηδες που εκμεταλεύονταν το ραγιά. Ο αγνός του αγώνας χτυπούσε συμφέροντα, όχι μόνο εθνικά και οικονομι¬κά, μα και ηθικά και κοινωνικά. Γι’ αυτό, όσο ο λαός τον «αποθέωνε», τόσο μεγάλωνε εναντίον του το μίσος του κάθε ισχυρού, του κάθε εκμεταλλευτή και του κάθε δυνάστη.
Θανάσιμα όμως τον μισούσαν οι Εβραίοι, που τους είχε κυρήξει αμείλικτο πόλεμο. Το γράφει ο ίδιος σε μια επιστολή του στον αδελφό του Χρύσανθο, σχολάρχη στη Νάξο, το 1779:
«Δέκα χιλιάδες χριστιανοί με αγαπώσι και ένας με μισεί. Χίλιοι Τούρκοι με αγαπώσι και ένας όχι τόσον. Χιλιάδες Εβραίοι θέλουν τον θάνατον μου και ένας όχι…».
Και συνωμότησαν να τον δολοφονήσουν. Με γερό μπαξίσι δωροδόκησαν τον Κούρτ πασά του Μπερατιού να τον αφανίσει. Εικοσιπέντε χιλιάδες γρόσια που άξιζαν όσο 12.500 πρόβατα του έδωσαν και κείνος δελεάστηκε. Η διαταγή της σύλληψης του Ιερομονάχου Κοσμά έγραφε την κατηγορία ότι «εζημίωνεν ουσιαστικώς το ταμείον (τα έσοδα του πασά) επειδή οι εν τη δικαιοδοσία του πασά χριστιανοί εγκατέλειπαν τα γεωργικά των εργαλεία πάντες και έτρεχον όπισθεν του Καλογήρουΐ». Οι ίδιοι με την άδεια του πασά πλήρωσαν ανθρώπους να τον συλλάβουν. Περνώντας απ’ τα περίχωρα του μεγάλου χωριού Κολικόντασι ο Κοσμάς με τη συνοδεία του, φτάνει όξω απ’ το χωριό Σέμενα, όπου έμενε ο Τούρκος Χότζας, που ήταν μυημένος στο άτιμο σχέδιο του Κούρτ πασά. Ο ταπεινός Κοσμάς αποφασίζει να τον επισκεφθεί, για να πάρει και απ’ αυτόν τυπικά την άδεια για να διδάσκει. Οι συνοδοί του προσπαθούν να τον εμποδίσουν, γιατί δεν είχαν εμπιστοσύνη στο Χότζα. Ο Πατροκοσμάς όμως περιφρονεί κάθε κίνδυνο και με τέσσερους καλόγερους και έναν ιερέα διερμηνέα επισκέπτεται το Χότζα. Εκείνος καμώνεται πως χαίρεται που γνωρίζει τον Κοσμά και του ανακοινώνει πως επιθυμία του Κούρτ πασά είναι να τον στείλει να συνομιλήσει μαζί του την άλλη μέρα. Και ορίζει στρατιώτες να φυλάνε τον ραγιά Ιερέα Κοσμά και τη συνοδεία του τη νύχτα.
Ο πάντα έτοιμος για το Μαρτύριο Κοσμάς αντιλαμβάνεται ότι πλησιάζει ο θάνατος του και το τέρμα του ανηφορικού Γολγοθά του. Όλη τη νύχτα ψάλλει τροπάρια και υμνωδίες. Και το πρωί, έφιππος, με τη συνοδεία στρατιωτών και χωρίς τους συνοδούς του, οδηγείται στον Αψο ποταμό, κοντά στο χωριό Μαγουλί, όπου πληροφορείται την απόφαση του πασά. Ήρεμος και γαλήνιος στρέφει τα μάτια του προς τον Ουρανό και απαγγέλνει με ανέκφραστη χαρά το ψαλμικό:
«Διήλθομεν δια πυρός και ύδατος και εξήγαγες ημάς εις αναψυχήν».
Χωρίς καμιά αντίσταση, μα και χωρίς να δεχτεί να του δέσουν τα χέρια, υπομένει το μαρτύριο του απαγχονισμού. Να πως περιγράφει το φρικιαστικό μαρτύριο του Αγίου ο Θ. Πετσάλης στους «Μαυρόλυκους»:
«Ο Άγιος ξεψαχνιασμένος από την μακράν άσκησιν και τους υπερανθρώπους μόχθους του, ακούμβησεν το άσπρον κεφάλι του εις ένα γεροπλάτανον εκ των πολλών που εφυτρωναν εις του Άψου τας όχθας.
Οι δήμιοι του περάσανε τότε στο λαιμό ένα σκοινί και ευθύς, πριν να τον σφίξουν, έγειρε ο πάτερ ο Κοσμάς από τη δεξιά μεριά.
-Χα, χα… γελάσανε οι δήμιοι, ψόφησε το σκυλί!
-Γδύστε τον! φώναξε ο αρχιμπόγιας.
Τον γδύσανε και σαν τσουβάλι τον εσύρανε ως την ακροποταμιά. Του δέσανε μια πέτρα στο λαιμό, μεγάλη πέτρα. Και μια και δυό ίσα μέσ’ στο ποτάμι.
Μεσάνυχτα. Δυο σκιές, στο σκοτάδι, ζυγώνουν προσεκτικά την ακροποταμιά, πηδάνε σ’ ένα μονόξυλο, κρυμμένο μεσ’ στις καλαμιές. Ο ένας πήρε αμέσως τα κουπιά και ξανοίχτηκαν. Ο άλλος σταυροκοπήθηκε κι έσκυψε στο ποτάμι. Απάνω στο νερό έπλεε το λείψανο του Άγιου. Το τραβήξανε με κόπο μέσα στο μονόξυλο. Σκύψανε και του αγκάλιασαν τα πόδια.
-Θεέ μου, συγχώρεσε μας! αναστέναξε ο ένας.
-Γρήγορα, κάνει ο άλλος. Θα ρθούνε… Δος το ράσο.
Του φορέσανε το ράσο βιαστικά.
-Τράβα κατά πάνω… Στην εκκλησιά της Θεοτόκου.
Τρίξανε οι σκαρμοί. Το λειψό φεγάρι κρύφτηκε στα σύννεφα. Πήχτρα γίνηκε το σκοτάδι. Μόνο το νερό ακουγόταν που κυλούσε. Το μονόξυλο μάκρυνε γοργά με το ακριβό φορτίο…».
«Τον έθαψαν στο νάρθηκα της εκκλησιάς «αρχιερατεύοντος του εν Βελιγραδίου Ιωάσαφ, ος και αυτός ήτο παρών εις τον ενταφιασμόν του Αγίου».
Ήταν 24 του Αυγούστου του 1779, ημέρα Σάββατο και ο Άγιος ήταν εξήντα πέντε χρόνων.
Με περισσότερες όμως λεπτομέρειες και από πρώτο χέρι μαθαίνουμε τις τελευταίες ώρες και το τραγικό μαρτύριο του Αγίου, από μια επιστολή ενός απ’ τους μαθητές του και ακόλουθό του, τον καλόγηρο Γεώργιο Ζήκο-Μπιστρέκη, που την έγραψε απ’ το μοναστήρι της Αρδονίτσας όπου ήταν βαριά άρρωστος. Την παραθέτουμε:
«Ζητείτε να μάθητε περί του διδασκάλου μας τον άδικον θάνατον. Ηξεύρετε, αδελφοί μου, πως αυτός τρεις ήμισυ χρόνους επεριπάτησε με τον θρόνον και εκήρυξε την συντέλειαν του αιώνος νύκτα και ημέραν μέσα εις τόπους ασεβείς, και ποτέ αποκοτήσαμεν κανείς να του ειπή παραμι-κρόνλόγον. Τώρα κοντά εις το τέλος μας το έλεγε συχνά, πως μέλλει να μας αποχαιρετήσει και να αποχωρισθή. Ερχόμενοι δε εδώ εις ένα χωρίον, Κολικόντασι ονομαζόμενον, και τελειώνοντας την διδαχήν του κατά την συνήθειαν όπου είχεν, αναχωρήσαμεν να πηγαίνωμεν εις ένα χωρίον εις τηνΑγίαν Τριάδα εις τηνΣέμεναν. Εκείήτανένας Χότζας του Κούρτ Πασά και στέλνοντας να πάρωμεν τον ορισμόν του δια να υπάγωμεν και εκεί, αυτός ευρέθηκε όπου εμάζωμεν τα κεσέμια, τον ηρώτησαν οι προεστοί και αυτός τους είπε: Καλώς να έλθη. Και μας έφεραν εις το ποτάμι την απόκρισιν πως να πηγαίνωμεν και εις την στράταν ως μισή ώρα ήτον έξω από το χωρίον ο Χότζας. Και λέγει ο διδάσκαλος των ανθρώπων: Εγώ θέλω να πηγαίνω εις τον Χότζαν να τον χαιρετήσω και πηγαίνετε όλοι εμπρός εις το χωρίον, όπου άλλην φοράν δεν είχε κάμει να υπάγη ο ίδιος να χαιρετήση κανέναν ασεβή. Τέλος πάντων επήγαμεν τέσσαροι, εγώ με τον διδάσκαλον και δύο παπάδες- ήταν το κονάκι του Χότζα μία ώρα από την στράταν και επήγαμεν εκεί. Και εμβαίνοντας μέσα εις το κονάκι μας εδέχθηκεν είχε και άλλους ασεβείς ωσεί δεκαπέντε. Ερωτά ο Χότζας αλβανίτικα αν έχη φερμάνι. Αποκρίνετε ένας παπάς και κάνει τον δραγουμάνον και του λέγει, ότι με φερμάνι βασιλικόν και με το θέλημα του Πατριάρχου και με του κοινού. Λέγει ο Χότζας: Καθήστε έξω έως να φάγω ψωμί, γιατί έχω κάτι λόγον να σου ειπώ. Και εβγήκαμενέξω και εις ολίγον κράζει ο Χότζας έναν παπά και του λέγει: Έλαβα γράμμα από τον Πασά να τον στείλω εκεί, ότι κάτι θέλει να τον εξετάση. Οι χριστιανοί εκαρτερούσαν εις την εκκλησίαν να υπάγη να τους διδάξη. Τότες ο Χότζας έβαλεν ανθρώπους και μας εφύλαγαν. Ήρθεν το βράδυ και καμμίαν απόκρισιν δεν ημπορέσαμεν να πάρωμεν. Το βράδυ λέγει ο Χότζας. Θέλω τον στείλω εις το Μπεράτι. Και αποβραδίς απεφάσισεν να στείλη τον διδάσκαλον εις το Μπεράτι και εμένα και έναν παπά δραγουμάνον και ένα Τούρκον και έκαμαν τ’ άλογα χαζίρι. Σηκώνεται ο διδάσκα¬λος από τα μεσάνυχτα και εβιαζόταν να μας στείλουν. Λέγει ο Χότζας: Όχι μόνον την αυγήν. Ως φαίνεται εφοβουντο την αυγήν. Έλεγεν δια να μη κάμουν καμμίαν επανάστασιν ο κόσμος και τον εμποδίσουν. Την αυγήν έκαμαν τ’ άλογα χαζίρι δια να πηγαίνουν και με λέγουν οι παπάδες: Τα άλογα τα επήραν οι ασεβείς, εμένα και του δραγουμάνου-και δεν είνε ένας, ασεβής είνε επτά όπου θέλουν να έλθουν. Επειδή και δεν είνε άλογον μην έρθης, ότι είνε μακρυά. Εγώ του λέγω: Θέλω έρθω και ας αποθάνω εις την στράταν. Και με λέγει: Έλα. Και καθώς κινούμεν με ρωτά: Το επήρες το ράσο μου; Εγώ δεν το είχα πάρει και με λέγει: Πήγαινε να το πάρης. Και γυρίζοντας οπίσω με έπιασαν οι ασεβείς με τα σκόπια και με παίρνουν το ράσον και με δέρνουν και δεν με άφηναν να πηγαίνω. Και τον παίρνουν τον διδάσκαλον και τον βάνουν εις το άλογον και ότε πηγαίνουν παρακάτω κυνηγούν τον δραγουμάνον με τα σπαθιά και εκείνους όπου ακολουθούσαν τα άλογα των τα διώχνουν και πηγαί¬νουν μοναχοί τους μίαν ώραν και μισήν στράταν εις το ποτάμι και εκεί εξεπέζευσάν τον από το άλογον και αυτός τους είπεν να τον αφήσουν να προσευχηθή, και τον άφησαν. Και καθώς επροσευχονταν ευλόγησεν τον κόσμον σταυροειδώς, και εκεί ήτον ένα δέντρον. Και εβγάνοντας το σχοινίον από το άλογον και καθώς εδέναμεν τον θρόνον με το σταυρόν, έτσι τον έδεσαν από το λαιμόν και τον έπνιξαν. Και του είπαν πρωτύτερα να του δέσουν τα χέρια, και αυτός τα εσταύρωσεν μόνος του και δεν του τα έδεσαν. Και έτσι επαρέδωσεν την αγίαν του ψυχήν εις χείρας του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, και ευθύς τον εγύμνωσαν από όλα τα φορέματα όπου είχεν έξω από ένα παλαιοβράκι όπου δεν του το έβγαλαν και τον έρριψαν εις το ποτάμι. Ύστερα επήραν θέλημα οι χριστιανοί να τον εβγάλουν και εγύρισανμε καμάκια και με δίκτυα και δεν τον εύρισκαν. Ύστερον ένας παπάς, Μάρκος ονόματι, κάμνει τον σταυρόν του και πηγαίνει με το μονόξυλον, και ω του θαύματος! ευθύς εφάνη εις το νερόν, και τονεπήρεν, και τον πηγαίνει εις την εκκλησίαν ευθύς εις Κολικόντασι, και ήτον κοντά βράδυ και τον έψαλαν και τον έθαψαν, και ημάς μας εφύλαγον. Και εις τρεις ημέρας στέλνει ο Χότζας δια να μας πάρη, και τότε εμάθαμεν πως ευρέθη ο διδάσκαλος, και έρχεται ένας καλόγηρος σταλμένος από την Αρδονίτζαν να μας πάρη από τονΧότζανκαι την άλλην ημέραν μας πηγαίνουν εις τον τάφον. Εξεχώσωμεν να ιδώμεν ότι δεν επιστευομεν. Και έτσι είδομεν το άγιόν του λείψανον και το επροσκυνήσαμε και το θάψαμε καθώς και πρώτα. Και μας επήραν και μας έχουν εις το μοναστήριον της Αρδονίτζας σκλαβωμένους έως την σήμερον, και δεν είχαμεν κανέναν χριστιανόν να ομιλήση τίποτε δια λόγου μας, ή να πάρωμεν περίληψιν να καταλάβωμεν αν έχουν να μας χαλάσουν, ή αν έχουν δια να μας κρατήσουν δια σκλάβους. Εγώ αρρώστησα και ήλθα εις θάνατον και ακόμη κοίτομαι. Και ωσάν τον έπνιξαν τον διδάσκαλον, ευθύς ένας ασεβής εγυμνώθηκεν και περιεπάτει ωσάν αντίχριστος και εκήρυττε, πως αυτός τον εθανάτωσεν. Και εις εκείνην την εκκλησίαν οπού τον ενταφίασαν, βλέπουσι εκεί όπου είχομεν τον σταυρόν και τον θρόνον, ένα άγιον φως οπού καταβαίνει κάθε νύκταν. Και μίαν Κυριακήν μετά την λειτουργίαν έβγαλαν τον σταυρόν εκείθεν και τον έβαλαν οπίσω από το άγιον βήμα της εκκλησίας, όθεν είνε το λείψανόντου. Πάλιν εφάνη το ίδιον φως. Πλην γίνονται πολλά εκεί, όμως δεν μας τα λέγουν ημάς επειδή είμασθεν σφαλισμένοι. Και μας λέγουν ότι φοβείται ο Πασάς να μην τύχη και πάμε εις Τζαφέριγην, όπου πολεμείμε τον καπετάν Σιούλαν κλέφτην. Και έχουν και φόβον επειδή αυτός είνε και δικαιοκρίτης καθώς ακούομεν. Και αν ίσως ήθελαν οι χριστιανοί να πηγαίνουν, ίσως και ήθελε γίνει τίποτα. Μα με το να μην είνε τινας χριστιανός, οπού να πνοή δια την πίστιν των χριστιανών. Όθεν ευρισκόμεθα χωρίς τίνος βοήθειαν. Αυτός ο Βεζίρ Μπεγλέρμπεης ευρίσκεται κατά τα Μπιτόλια. Και όποιος χριστιανός θέλει να κάμη έλεος και μας εβγάλη, εκείνος ήθελε σώσει την ψυχήν του. Όμως και ημείς, αδελφοί μου, δεν μετρούμεν τον θάνατον. Άμποτες και να μας αξίωνεν ο Θεός να μας εθανάτωναν. Πλην ταύτη η φυλακή μας θλίβει περισσότερον. Και, αδελφοί, τα λόγια οπού πάντοτε ο διδάσκαλος έλεγεν να τα φυλάγητε, εγκεκλεισμένα εις την καρδίαν σας και διάνοιάν σας • ακόμη μας είπεν, ότι έχουν πολλά να ιδούν τα μάτια σας και πολλαίς ακαταστασίας. Οι Εβραίοι έδωσαν πενήντα πουγγία και τον εθανάτωσαν και κανείς δεν τον έβανεν ζόρι, μόνον επήγε μοναχός του χωρίς να τον γυρεύη κανείς. Πολλά ήθελα να σας γράψω, όμως είμαι άρρωστος εις το στρώμα. Και ανίσως θέλη τινάς να έλθη εδώ να μας ιδή, ας έλθη- δεν έχει κανέναν φόβον. Να προσκυνήσητε τον τάφον του, πάντοτε να έχητε τα λόγια του διδασκάλου εις τον νουν σας δια να μη αμαρτάνετε, δια να αξιωθήτε και της ουρανίου βασιλείας να απολαύσητε και τον διδάσκαλον μας, να ευφραίνεσθε μαζί μετά πάντων των αγίων και να σας βρη η γραφή μου γερούς και καλά ψυχή τε και σώματι και η ευχή του διδάσκαλου να είναι πάντοτε μαζί σας.
Και συγχωρήσατε με και ο Θεός συγχωρήσοι σας. Από το Μοναστήρι της Αρδονίτζας γράφω.»
Έτσι τελείωσε ο αξιοθαύμαστος Άγιος Ιερομάρτυς, ο διδάχος της Ρω¬μιοσύνης, που με το «ποθούμενον» και το «ρωμαϊικον» του έζησαν και κατηχήθη¬καν γενιές και γενιές Ελλήνων. «Θάρθει σίγουρα- τόπε ο Αη-Κοσμάς», ήταν η μοναδική απαντοχή των σκλάβων ραγιάδων.
Και όμως -μην παραξενευτείς αναγνώστη- εκείνος που πρώτος αξιολόγησε, όπως έπρεπε και αγιοτίμησε τον Πατροκοσμά μετά το θάνατό του, δεν ήταν ούτε χριστιανός, ούτε άλλο τι. Ήταν ο αλλόθρησκος και εχθρός του έθνους μας, ο σκληροτράχηλος Αλή πασάς των Ιωαννίνων. Τόση λατρεία έτρεφε ο Αλής πασάς προς τον Κοσμά, ώστε στενοχωρήθηκε αφάνταστα για το θάνατο του, φοβέριξε τους αίτιους και έστειλε την παρακάτω διαταγή προς τους υπηκόους του:
«Βεζύρ Αλή πασάς
Σε σας ρωμαίοι Ναχιέν του Μπερατιου Μουζουκιάρηδες και Βλάχοι Γοαμποβάρηδες, χωριά και τσιφλίκια, σας φανερώνω ότι για όπου έβαλα επίτροπο να μου φκιάνει το μοναστήριον του γερο-Κοσμά καιεβοήθησα και εγώ και να βοηθήσετε και σεις καθώς θα ειπεί ο δεσπότης, για να φκιαχτείαυτό. Και όποιος να μη βοηθήσει, θέλει μου απομείνει το χατήρι και ύστερον θέλει να τα πληρώσει διπλά. Καθώς σας προστάζω, έτσι να ακολουθάτε εξ αποφάσεως».
Ολόκληρο μοναστήρι χτίζει ο αλλόθρησκος Αλής για να τιμήσει τον Άγιο Κοσμά! Και πριν επιχειρήσει την ανταρσία κατά του σουλτάνου, που σήμανε και το τραγικό του τέλος και πήγε στην πόλη αλλά «με κόκκινα γένεια», όπως του είχε προφητέψει ο Κοσμάς, οργάνωσε μεγαλοπρεπή λιτανεία και μετέφερε μέσα σε ατμόσφαιρα θείας μυσταγωγίας την κάρα του Αγίου Κοσμά απ το χωριό Καλικόντασι στα Γιάννενα, ζητώντας με παρακλήσεις τη βοήθεια του. Όταν την έφεραν στον οντά του, σηκώθηκε, άνοιξε την αργυρένια θήκη, πήρε με σεβασμό την κάρα στα χέρια του και άφησε να τη χαϊδέψουν τα γένεια του, δείγμα μεγάλου σεβασμού. Ο σείχης Χατζή-σεχρής που στεκόταν δίπλα του του λέει:
«Εσταϊφουρλά, εφέντη μ’, εσταϊφουρλά!» (αμάρτησες, αφέντη μ’ αμάρ¬τησες!)
«Πω, είσαι μουρλό, καημένε σείχη! του απαντά ο Αλής. Πω νάξερες, δεν έλεες έτζι. Τούτο το καλόγερο, ορέ Χατζή, ήταν αληθινό προφήτη. Βαλάι, μπιλάι, ήρθε στο Λούκλι και μ’ ευχήθηκε ορέ, και μούπε ούλα όσα έκαμα, σα να τάχε γραμμένα στο κιτάπι. Πω ένα λησμόνησα να το ρώταγα κι αν τόχα ζωντανό τώρα θα το ρώταγα, έδινα δέκα χιλιάδες τσακούλες! Πω δεν τόχω! Φέρτε μου ένα Μουσουλμάνο σαν αυτό το χριστιανό και να του φιλήσω τα πόδια!».
Έδωσε ύστερα μια χούφτα ρουμπιέδες στους καλόγερους και τους πρό¬σταξε ν’ αγιάσουν ραντίζοντας όλο το σεράι.
Η εκκλησία μας διακήρυξε την Αγιότητά του στις 20 Απριλίου του 1961, Με πατριαρχική και συνοδική πράξη.
Από το βιβλίο του Κώστα Δ. Παπαδημητρίου: «Τελευταίες ώρες -τελευταία λόγια των Αγωνιστών του 21.»
Αθήνα 1993.