Διάλογος αρχιερέως και κληρικού, Ι., Κατά του δυσσεβούς Ωριγένους και των ομοίων του – Οσίου πατρός ημών Συμεών Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΣΤ.

Κατά του δυσσεβούς Ωριγένους, του Διδύμου, του Ευαγρίου και των ομοίων αιρετικών, και περί της των νεκρών αναστάσεως.

Αρχιερεύς: Ύστερον δε από αυτούς είναι και άλλοι δυσσεβείς, αλλά πρώτος τούτων όλων ο Ωριγένης και οι οπαδοί του, οι οποίοι αρνούνται την ανάστασιν των νεκρών, και τέλος κολάσεως δοξάζουσι, και μετεμψυχώσεις και τινάς άλλους μεταγγισμούς, ήγουν μετελεύσεις ψυχών από εν εις άλλο σώμα, πλατωνικώς φλυαρούντες, και επιχειρούσι να ανατρέψουν σχεδόν όλα τα θεία. Αν δεν είναι ανάστασις νεκρών, μήτε Χριστού ανάστασις έγινε, και ακολούθως εις μάτην είναι όλα τα της οικονομίας, κατά την γνώμιν αυτών των δυσσεβών. Και αν δεν είναι ανάστασις σαρκός, εις μάτην λοιπόν θέλει είναι και του ανθρώπου η πλάσις. Επειδή, διατί να πλάση ο Θεός και σώμα; Εις μάτην και ο φαινόμενος αυτός κόσμος εκτίσθη. Και αν δεν είναι ανάστασις, λοιπόν άδικος θέλει φανεί ο Θεός να τιμωρήται μόνον η ψυχή, αφού το σώμα απήλαυσε τας ηδονάς. Και πάλιν να μην απολαύση το σώμα τα ουράνια αγαθά, ενώ αυτό ηγωνίσθη και εταλαιπωρήθη. Ειδέ και είπωσιν ότι μήτε απόλαυσις είναι, μήτε τιμωρία, το άθεον δόγμα τότε το του Επικούρου δοξάζουν, και όλα είναι αυτόματα και τυχηρά, άθεοι δε είναι και αυτοί καθώς εκείνος.
Ειδέ πάλιν και είναι τέλος κολάσεως, καθώς φλυαρούσιν, εις μάτην λοιπόν είναι οι νόμοι, εις μάτην αι νουθεσίαι, εις μάτην τα παλαιά, εις μάτην οι λόγοι των προφητών και των αποστόλων και τα Ευαγγέλια. Εις μάτην οι ζήλοι των δικαίων εναντίον των αμαρτανόντων, του Μωυσέως δηλαδή εναντίον των ασεβησάντων, του Πέτρου κατά του Ανανίου και της Σαπφείρας και Σίμωνος του Μάγου. Του Παύλου εναντίον του πορνεύσαντος εν Κορίνθω, και μυρίων άλλων ευσεβών και θεοφιλών κατά των απειθών. Εις μάτην και αυτή η ενανθρώπησις του Χριστού, κατά την γνώμιν τούτων των δυσσεβών. Ω της αθέου βλασφημίας! Αν είναι τέλος κολάσεως, τί ωφέλησε λοιπόν η ενανθρώπησις του Χριστού; Και διατί τάχα να γίνη, αφού μέλλουν να απολαύσουν την ουράνιον βασιλείαν εκείνοι όσοι ήμαρτον αμετανοήτως και εκείνοι όσοι έζησαν ασεβώς; Αλλά αποδεικνύουν και ψεύστην αυτόν τον Σωτήρα μας, ο οποίος είπεν: «Εγώ ειμί η οδός και η αλήθεια». Και: «ο ουρανός και η γη παρελεύσονται, οι δε λόγοι μου ου παρέλθουσιν». Και οπού ονομάζει κόλασιν αιώνιον και βασιλείαν αιώνιον. Βαβαί της δυσσεβείας! Και διατί άρα εδόθη μετάνοια, και τίς η χρεία μετανοίας αφού είναι τέλος κολάσεως; Πώς λοιπόν θέλει είναι αναλλοίωτος και αιώνιος η μέλλουσα ζωή, και πώς μία ημέρα απέραντος; Και πώς δε θέλει είναι αιώνιοι οι εκεί καιροί; Και πώς θέλουν αφεθεί τινές αφού προς καιρόν κολασθούν; Λοιπόν δεν είναι αιώνια τα μέλλοντα, αλλά θέλει είναι και τέλος ζωής.

Αλλά δεν είναι τοιουτοτρόπως αυτά. Διότι οι τοιούτοι λόγοι και τα τοιαύτα φρονήματα είναι των δυσσεβών και ασυνέτων. Ο δε του Θεού λόγος λέγει ζωήν αιώνιον εις τους δικαίους κληρονομίαν, και θέλει είναι. Και εις τους αδίκους αιώνιον κόλασιν, και θέλει είναι και αυτή ομοίως, από της οποίας είθε να λυτρωθώμεν δια μετανοίας, ελέει και φιλανθρωπία αυτού του Χριστού.
Κληρικός: Και ποίος είναι αυτός ο Ωριγένης όστις εισάγει εις την Εκκλησίαν του Χριστού αυτά τα αθεώτατα δόγματα;
Αρχιερεύς: Πολλοί γράφουν περί αυτού, και ημπορείς να μάθης από αυτούς πληρέστερον. Εν τούτοις θέλομεν σε ειδοποιήσει και ημείς εν συντόμω, επειδή ηρώτησας. Αυτός ο άνθρωπος είναι αρχαίος, το γένος Αλεξανδρεύς, Χριστιανός εκ προγόνων, και έφθασεν εις αξίωμα πρεσβυτέρου και διδασκάλου. Αλλά επειδή εκυριεύθη από το πρώτον αμάρτημα της υπερηφανείας, και έβαλεν υπερηφάνως το θάρρος του εις την έξω σοφίαν, εξέπεσε, καθώς και ο δαίμων, πτώσιν δεινήν. Και σχεδόν αυτός μόνος εχρημάτισεν εις τον Άρειον και εις τους οπαδούς του ρίζα και πατήρ της αθεΐας. Απεστάτησε δε από τον Θεόν και εθυσίασεν εις τα δαιμόνια, σκοτισθείς ο άθλιος από το πάθος της υπερηφανείας, το οποίον πάθος και εις πολλούς άλλους, όταν δεν προσέχουν εις την ταπείνωσιν αλλά υποκρίνονται μόνον εις το φαινόμενον ευλάβειαν, γίνεται αίτιον μεγάλης ασεβείας και πτωμάτων.

Κληρικός: Και είναι τόσον μεγάλον νόσημα το αμάρτημα της οιήσεως;

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ.

Ότι το πάθος της υπερηφανείας και της οιήσεως εστάθη το αίτιον να υποπίπτουν οι αιρετικοί εις αιρέσεις.

Αρχιερεύς: Εάν θέλεις να μάθης, αδελφέ, πόσον μέγα αμάρτημα είναι αυτό το πάθος, άκου τον Σωτήρα: «Εθεώρουν τον σατανάν ως αστραπήν εκ του ουρανού πεσόντα». Δεν το έπαθεν αυτός τούτο δια κανέν πάθος σαρκικόν, αλλά δια έπαρσιν μόνον και εναντίωσιν προς τον Θεόν, δια την οποίαν και εχθρός λέγεται Θεού, και καταργείται από τον Θεόν, και μάλιστα κατεβλήθη δια της οικονομίας του λόγου, όστις τόσον εταπεινώθη ώστε εσαρκώθη και εθανατώθη με θάνατον σταυρικόν. Όθεν και με αυτό το σημείον του Σταυρού, ως σημείον ταπεινώσεως, και της άκρας του Θεού προς ημάς αγάπης, με αυτό λέγω το σημείον, καταβάλλεται και διώκεται. Και όσοι μιμούνται αυτόν τον υπερήφανον, μισούνται από τον ταπεινωθέντα Σωτήρα μας και καταφρονούνται και καταλιμπάνονται από αυτόν. Επειδή είναι εχθροί Θεού και ακάθαρτοι. «Ακάθαρτος γαρ παρά Θεώ, πας υψηλοκάρδιος». Και: «Κύριος υπερηφάνοις αντιτάσσεται». Επειδή εναντιούνται και αυτοί τρόπον τινά εις αυτόν. Δι’ αυτό το πάθος εξέπεσε και ο Αδάμ και ο Κάιν και ο Χαμ και ο Φαραώ, και εχάθηκεν ο Ναβουχοδονόσορ. Δι’ αυτό και ο Σολομών ηπατήθη, και ο υιός του ο Ροβοάμ την βασιλείαν εζημιώθη.
Από αυτό και ψευδοπροφήται αναρίθμητοι ανεβλάστησαν, και αρχηγοί αιρέσεων. Και έως και εις την σήμερον μερικοί, εκείνοι δηλαδή που αποστατούν από την εκκλησίαν και συμπεριφέρονται με τους αιρετικούς από γνώμην υπερήφανον, και με το να θαρρούν εις τον εαυτόν των, και νομίζουν ότι είναι σοφοί, μάλλον δε μωραίνονται, καθώς λέγει ο θείος Παύλος, και γίνονται έρημοι της θείας χάριτος, κατά το λόγιον: «Ιδού αφίεται ο οίκος ημών έρημος». Γίνονται αποστάται και εγκαταλιμπάνονται από τον Θεόν. Και ό,τι έπαθον οι ιουδαίοι μίαν φοράν εις τα αισθητά, το πάσχουσιν αυτοί τώρα εις τας ψυχάς των, καθώς και ο πατήρ των ο δαίμων, ο οποίος, ενώ ήτο σκεύος φωτεινόν, έγινε με την υπερηφάνειάν του σκεύος σκοτεινόν. Επειδή η θεία χάρις δεν επιλάμπει εις τον εχθρόν και πολέμιόν των. Δια τούτο είναι σκοτεινός νους και άφρων, ως άθεος, και πρόξενος αθεΐας εις εκείνους όσοι δεν προσέχουν.
Κληρικός: Μεγάλων κακών πρόξενον είναι λοιπόν, ως βλέπομεν, το πάθος της οιήσεως και είθε να μας ελευθερώση ο Κύριος από αυτό δι’ ευχών μας. Πλην δίδαξόν μας και δια τους εικονομάχους, δέσποτα, ποίας τάξεως είναι και αυτοί και τί πρέπει να απαντήσωμεν και προς αυτούς όταν φιλονεικούν;

Συμεών Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, Τα Άπαντα.
Εκδόσεις Βασ. Ρηγοπούλου, Καρόλου Ντηλ 4, Θεσσαλονίκη.
Θεσσαλονίκη 2001, ακριβής ανατύπωσις εκ της εν έτει 1882 γενομένης τετάρτης εκδόσεως.

***

Επιμέλεια κειμένου, Δημήτρης Δημουλάς.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.