Η ελπίδα στον Θεό – Αγίου Τύχονος, αρχιεπ. Βορονέζ και Ζαντόνσκ.

Πρόλογος

ΟΛΗ Η Κτίση είναι ένα θαύμα, το θαύμα της θείας Πρόνοιας, που φροντίζει και συντηρεί τη δημιουργία Της. Ο άνθρωπος, ωστόσο, που είναι πλασμένος «κατ’ εικόνα Θεού» (Γεν. 1:26) και που λίγο διαφέρει από τους αγγέλους (βλ. Ψαλμ. 8:6), συνήθως δεν βλέπει αυτό το ολοφάνερο θαύμα. Έχοντας εξορίσει από την καρδιά του τον Πλάστη του και Κύριο του σύμπαντος, περιορίζει το νόημα και τον σκοπό της ζωής του στην εφήμερη γήινη εγκοσμιότητα. Έτσι, με χαμένη την ελπίδα που συνδέει τον πιστό άνθρωπο με τον Θεό και την αιωνιότητα, κατατρώγεται από το σαράκι της εναγώνιας μέριμνας για την εξασφάλιση επίγειας ευμάρειας και καταβάλλεται από την αλόγιστη θλίψη σε κάθε συμφορά του βίου.

Απ’ αυτή την εναγώνια μέριμνα κι απ’ αυτή την αλόγιστη θλίψη σώζει τον άνθρωπο η χριστιανική ελπίδα, που γεννιέται από τη ζωντανή πίστη στον Θεό και συντηρείται από την προσδοκία της εκπληρώσεως των επαγγελιών Του. «Γι’ αυτό υπομένουμε κόπους και ονειδισμούς», εξηγεί ο απόστολος Παύλος, «επειδή στηρίξαμε την ελπίδα μας στον αληθινό Θεό, που είναι σωτήρας όλων των ανθρώπων και ιδιαίτερα των πιστών» (Α Τιμ. 4:10). Η ελπίδα του πιστού απορρέει από τη βεβαιότητα της παρουσίας του Κυρίου στην καρδιά του και στη ζωή του. Σ’ Εκείνον εμπιστεύεται το παρόν και το μέλλον του, το επίγειο και το επουράνιο, γνωρίζοντας ότι «ο Θεός κάνει τα πάντα να συντελούν στο καλό του» (Ρωμ. 8:28).

Η χριστιανική ελπίδα είναι άγκυρα στις τρικυμίες του βίου, αντίδοτο στο άγχος, βάλσαμο στον πόνο, παρηγοριά στον θάνατο• είναι, λέει ο ιερός Χρυσόστομος, κάστρο άπαρτο, τείχος ακαταμάχητο, συμμαχία ανίκητη, λιμάνι γαλήνιο, πύργος απόρθητος, όπλο αήττητο, δύναμη ακατάβλητη. Αυτή φέρνει μπροστά μας τη μακάρια αλήθεια του δρόμου της σωτηρίας, που αρχίζει από τη γη και καταλήγει στους «καινούργιους ουρανούς» (Β Πέτρ. 3:13).

Ο άγιος Τύχων ο Θαυματουργός (1724-1783), αρχιεπίσκοπος Βορονέζ και Ζαντόνσκ, ο οποίος για τα σοφά συγγράμματά του και την ένδοξη ρητορεία του αποκλήθηκε “Χρυσόστομος της Ρωσικής Εκκλησίας”, μας παρουσιάζει στις επόμενες σελίδες την αληθινή ελπίδα, την ελπίδα που στηρίζεται στον Θεό, αντιπαραθέτοντάς την στην ψεύτικη, την ελπίδα που στηρίζεται στους ανθρώπους και στα επίγεια πράγματα. Μας διδάσκει πως θα ενισχύσουμε την ελπίδα μας στον Κύριο και μας πληροφορεί ποιές είναι οι συνέπειες της ελλείψεώς της και ποιές οι προϋποθέσεις της καρποφορίας της. Πιστεύουμε ότι το μικρό αλλά περιεκτικό αυτό κείμενο θα βοηθήσει τους καλοπροαίρετους αναγνώστες να μείνουν «ακλόνητοι και αμετακίνητοι από την ελπίδα του Ευαγγελίου» (Κολ. 1:23).

ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ

Η ελπίδα στον Θεό

Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ Ιερεμίας λέει: «Καταραμένος ο άνθρωπος που σε άνθρωπο ελπίζει, που στηρίζει την αδυναμία του σ’ αυτόν και που η καρδιά του έχει απομακρυνθεί από τον Κύριο. Θα είναι σαν τόνάγριο θάμνο στην έρημο. Ποτέ του δεν θα δει καλό. Θα μένει εκεί, σε τόπο άγονο και έρημο, σε περιοχή αλμυρή και ακατοίκητη. Ευλογημένος, απεναντίας, ο άνθρωπος που εμπιστεύεται τον Κύριο και ελπίζει σ’ Αυτόν. Θα είναι σαν το δένδρο το φυτεμένο κοντά στα νερά, που απλώνει τις ρίζες του στο υγρό έδαφος και δεν ανησυχεί, όταν έρχεται ο καύσωνας. Πυκνά θα είναι τα κλαδιά του. Δεν θα φοβηθεί τον καιρό της ξηρασίας και δεν θα πάψει να δίνει καρπούς» (Ιερ. 17:5-8).

Λέει και ο προφήτης Δαβίδ: «Μη στηρίζετε την ελπίδα σας σε άρχοντες, σε θνητούς ανθρώπους, που δεν μπορούν να σας σώσουν» (Ψαλμ. 145:3). «Καλύτερα να εμπιστεύεται κανείς τον Κύριο, παρά να εμπιστεύεται ανθρώπους» (Ψαλμ. 117:8). «Όποιοιεμπιστεύονται τον Κύριο μοιάζουν με το όρος Σιών (που μένει ασάλευτο)» (Ψαλμ. 124:1).

Δεν έχουν όλοι το ίδιο στήριγμα για την ελπίδα τους. Άλλοι τη στηρίζουν σε άρχοντες, σε θνητούς ανθρώπους, άλλοι στα πλούτη τους, άλλοι στη δόξα τους, άλλοι στην ευφυΐα τους, άλλοι στη δύναμή τους, άλλοι σε κάτι άλλο. Μόνο οι αληθινοί χριστιανοί στηρίζουν την ελπίδα τους στον αληθινό Θεό. Μόνο αυτοί έχουν αληθινή ελπίδα. Οι άλλοι έχουν ελπίδα ψεύτικη, και γι’ αυτό βρίσκονται σε πλάνη. Όπως εκείνος που βγαίνει από τον σωστό δρόμο περιπλανιέται σε δρόμους λαθεμένους, έτσι κι εκείνος που απομακρύνεται από τον Θεό αναζητεί στήριγμα σε επίγεια πράγματα. Περιπλανιέται κι αυτός σαν τον άνθρωπο που βγήκε από τον σωστό δρόμο, η σαν τον άνθρωπο που έχει τυφλωθεί και δεν βλέπει που πηγαίνει.

Η γνησιότητα της ελπίδας αποδεικνύεται στις συμφορές. Πολλοί νομίζουν ότι ελπίζουν στον Θεό, αλλά κάποια συμφορά, που τους βρίσκει ξαφνικά, αποκαλύπτει πόσο κάλπικη είναι αυτή η ελπίδα τους και σε ποιόν πραγματικά ελπίζουν. Ελπίζουν σ’ εκείνον, στον οποίο καταφεύγουν στη δύσκολη περίσταση για βοήθεια και στήριξη. Όποιος καταφεύγει σε άνθρωπο, αυτός σε άνθρωπο στηρίζει την ελπίδα του. Όποιος καταφεύγει στον Θεό, υψώνοντας σ’ Εκείνον τα μάτια του και περιμένοντας από Εκείνον μόνο βοήθεια με πίστη ακλόνητη, αυτός στον Θεό στηρίζει την ελπίδα του.

Όσοι στηρίζουν την ελπίδα τους σε κτίσματα και όχι στον Κτίστη, παραβαίνουν την πρώτη εντολή του Θεού, που ορίζει: «Εγώ είμαι ο Κύριος, ο Θεός σου… Δεν θα υπάρχουν για σένα άλλοι θεοί εκτός από μένα» (Εξ. 20:2-3). Σύμφωνα με την εντολή αυτή, οφείλουμε να γνωρίζουμε, να τιμάμε, ν’ αγαπάμε και να σεβόμαστε τον μοναδικό αληθινό Θεό, επομένως και να ελπίζουμε σ’ Αυτόν και να προστρέχουμε σ’ Αυτόν, όταν αντιμετωπίζουμε δυσκολίες, και να ζητάμε βοήθεια απ’ Αυτόν: «Αποκάλυψε στον Κύριο τον δρόμο σου (δηλ. τις ανάγκες και τις επιθυμίες σου), έχε σ’ Εκείνον την ελπίδα σου, και θα κάνει ο,τι πρέπει» (Ψαλμ. 36:5). Είναι αδύνατο να πιστεύουμε στον Θεό αλλά να στηρίζουμε την ελπίδα μας στο πλάσμα Του. Γιατί η πίστη και η ελπίδα είναι ενωμένες αδιαχώριστα• η μία δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την άλλη. Έτσι, όποιος αφήνει την ελπίδα στον Θεό και καταφεύγει σε κτίσματα, αυτός αφήνει και την πίστη στον Θεό. Λέγοντας πίστη, εννοούμε τη ζωντανή και όχι τη νεκρή, την ουσιαστική και όχι την τυπική, την εσωτερική και όχι την
εξωτερική, δηλαδή την πίστη που υπάρχει όχι μόνο στη γλώσσα αλλά και στην καρδιά: πίστη απόλυτη και ειλικρινή σαν την πίστη που έχει ένα μικρό παιδί στον γονιό του.

Όσοι στηρίζουν την ελπίδα τους στους ανθρώπους, αποδοκιμάζονται από τον Θεό, όπως είπε ο άγιος προφήτης: «Καταραμένος ο άνθρωπος που σε άνθρωπο ελπίζει, που στηρίζει την αδυναμία του σ’ αυτόν». Απεναντίας, «ευλογημένος ο άνθρωπος που εμπιστεύεται τον Κύριο και ελπίζει σ’ Αυτόν». Πόσο φοβερό είναι το να έχεις την αποδοκιμασία του Θεού! Σε τέτοια περίπτωση ποιά είναι η ωφέλειά σου από το χριστιανικό σου όνομα; Καμιά απολύτως! Πόσο μακάριο είναι το να έχεις την ευλογία του Θεού! Δεν θα βρεθείς, ωστόσο, ποτέ κάτω από την ευλογία του Θεού, αν στηρίζεις την ελπίδα σου σε άνθρωπο η σε άλλο κτίσμα.

Όσοι στηρίζουν την ελπίδα τους στα κτίσματα, δεν είναι δυνατό να προσεύχονται σωστά στον Κτίστη. Η πίστη και η ελπίδα στον Θεό είναι απολύτως απαραίτητες για την προσευχή. Πως θα στρέψεις τα μάτια σου στον Κύριο, αν ελπίζεις όχι σ’ Εκείνον αλλά σε ανθρώπους η σε υλικά πράγματα; Η αληθινή προσευχή επιτελείται όχι με τη γλώσσα και τα λόγια αλλά με το πνεύμα και την καρδιά, ολόκληρη την καρδιά. Ο Θεός δεν δέχεται μισή καρδιά, καρδιά, δηλαδή, που ανήκει εν μέρει σ’ Εκείνον και εν μέρει σε κάποιο κτίσμα Του. Πως, αλήθεια, μπορεί ν’ απλώνει τα χέρια του προς τον παντοδύναμο Θεό εκείνος που αισθάνεται μεγαλύτερη σιγουριά όταν τα απλώνει προς τον αδύναμο άνθρωπο; Πως θα πει χωρίς ντροπή, «Κύριε, ελέησέ με», εκείνος που ζητάει πιο πρόθυμα από έναν άνθρωπο να τον ελεήσει; Πως θα παρακαλέσει, «Κύριε, Θεέ μου, σ’ Εσένα ελπίζω, σώσε με» (Ψαλμ. 7:2), εκείνος που στην πραγματικότητα ελπίζει σε άρχοντες και θνητούς ανθρώπους; Υποκριτική είναι η προσευχή του, όχι ειλικρινής. Άλλα έχει στην καρδιά του και άλλα λέει η
γλώσσα του.

Όσοι στηρίζουν την ελπίδα τους στα κτίσματα, δεν μπορούν να βρουν ψυχική ανάπαυση και ειρήνη. Πάντοτε φοβούνται, πάντοτε ανησυχούν, πάντοτε στενοχωριούνται, πάντοτε αμφιγνωμούν και ταλαντεύονται. Μοιάζουν με σπίτια που δεν χτίστηκαν πάνω στον βράχο αλλά πάνω στην άμμο, κι έτσι κινδυνεύουν πάντοτε να γκρεμιστούν από τις πλημμύρες και τις ανεμοθύελλες (πρβλ. Ματθ. 7:24-27). Γιατί κάθε κτιστή ύπαρξη είναι μεταβλητή και ασταθής. Έτσι, όσοι στηρίζουν την ελπίδα τους σε μια τέτοιαν ύπαρξη, έμψυχη η άψυχη, δεν μπορούν να μη φοβούνται την κακή τροπή των πραγμάτων. Όσοι στηρίζουν την ελπίδα τους σε άρχοντα, δεν μπορούν να μη φοβούνται τη μετατροπή της εύνοιάς του σε δυσμένεια η την καθαίρεσή του η ακόμα και τον θάνατό του. Όσοι στηρίζουν την ελπίδα τους στα πλούτη τους, δεν μπορούν να μη φοβούνται την απώλειά τους. Μόνο όσοι στηρίζουν την ελπίδα τους στον Θεό, δεν φοβούνται τίποτα. Γιατί ο Θεός είναι σταθερός και αμετάβλητος στην παντοδυναμία, την πανσοφία και την αγαθότητά Του.

«Όποιοι», λοιπόν, «εμπιστεύονται τον Κύριο, μοιάζουν με το όρος Σιών• θα μείνουν για πάντα ακλόνητοι» (πρβλ. Ψαλμ. 124:1). Όποιοι εμπιστεύονται τους ανθρώπους, όποιοι στηρίζονται στα πλάσματα και όχι στον Πλάστη, μάταια ελπίζουν. Γιατί και οι άλλοι άνθρωποι, όπως αυτός, χρειάζονται εξίσου τη βοήθεια, την ενίσχυση, τη φύλαξη και την προστασία του Θεού, μέσα στον οποίο όλοι «ζούμε και κινούμαστε και υπάρχουμε» (Πραξ. 17:28).

Σ’ Εκείνον που στηρίζουμε την ελπίδα μας για την ώρα του θανάτου μας, σ’ Αυτόν και τώρα, όσο ακόμα ζούμε, πρέπει να ελπίζουμε, να καταφεύγουμε και να στηριζόμαστε. Τότε, πεθαίνοντας, θα τα αφήσουμε όλα εδώ, και τον πλούτο και τη δόξα και τη δύναμη και τη λογική και τη σοφία και την πονηριά. Τότε θα μας εγκαταλείψουν όλοι, και οι συγγενείς και οι φίλοι και οι συνεργάτες. Τότε μόνο οΧριστός, ο Λυτρωτής μας, θα μείνει κοντά μας, αν τώρα αληθινά πιστεύουμε και αληθινά ελπίζουμε σ’ Αυτόν. Τότε Αυτός θα μας φυλάξει από τους μοχθηρούς δαίμονες. Τότε Αυτός θα προστάξει τους αγγέλους Του να παραλάβουν την ψυχή μας και να την οδηγήσουν με ασφάλεια στην αγκαλιά του Αβραάμ, για ν’ αναπαυθεί εκεί, μέσα στον παράδεισο.

Σ’ Αυτόν, λοιπόν, τον μοναδικό βέβαιο και ασφαλή βοηθό μας, ας αφοσιωθούμε με πίστη. Σ’ Αυτόν ας αποθέσουμε όλη την ελπίδα μας. Η ελπίδα στον Κύριο και πριν από τον θάνατο και κατά τον θάνατο και μετά τον θάνατο δεν ντροπιάζει, δεν απογοητεύει και δεν διαψεύδει αυτόν που την έχει (πρβλ. Ρωμ. 5:5).

Γι’ αυτό και η Αγία Γραφή τόσο κατηγορηματικά μας αποτρέπει να στηρίζουμε την ελπίδα μας στους άρχοντες και σε άλλους ανθρώπους η στα πλούτη και σε άλλα υλικά πράγματα, καθώς έτσι απομακρυνόμαστε από τον Θεό και, χωρίς να το καταλαβαίνουμε, οδηγούμαστε στην πλάνη και την καταστροφή. Ο προφήτης Δαβίδ μας νουθετεί: «Μη στηρίζεστε σε άρχοντες, σε ανθρώπους που δεν μπορούν να σας σώσουν» (Ψαλμ. 145:3). «Καλύτερα να εμπιστεύεται κανείς τον Κύριο, παρά να εμπιστεύεται ανθρώπους• καλύτερα να ελπίζει κανείς στον Κύριο, παρά να ελπίζει σε άρχοντες» (Ψαλμ. 117:8-9). «Μην ελπίζετε στην αδικία και μην ποθείτε αντικείμενα αρπαγής.

Ο πλούτος κι αν κυλάει άφθονος, μην του δίνετε την καρδιά σας» (Ψαλμ. 61:11). Και ο απόστολος Παύλος γράφει στον μαθητή του Τιμόθεο: «Στους πλουσίους αυτού εδώ του κόσμου να παραγγέλλεις να μην υπερηφανεύονται ούτε να στηρίζουν τις ελπίδες τους σε κάτι το αβέβαιο, όπως είναι ο πλούτος, αλλά στον αληθινό Θεό, που μας τάδίνει όλα πλουσιοπάροχα, για να τα απολαμβάνουμε» (Α Τιμ. 6:17).

Όποιος θέλει να έχει αληθινή και σταθερή ελπίδα, πρέπει να απομακρύνει την καρδιά του απ’ όλα τα κτιστά όντα και να μην ελπίζει σε κανένα απ’ αυτά• μόνο στον Θεό να ελπίζει, απ’ Αυτόν να ζητάει με πίστη έλεος και απ’ Αυτόν να περιμένει με υπομονή βοήθεια σε κάθε περίσταση. Για να τρέφει και να ενισχύει την ελπίδα του στον Θεό, ας θυμάται πάντοτε τα εξής:

1. Ο Θεός είναι αιώνιος και αθάνατος, άφθαρτος και αναλλοίωτος, γι’ αυτό η ελπίδα που στηρίζεται σ’ Αυτόν είναι σταθερή και ακλόνητη.

2. Ο Θεός είναι παντοδύναμος ως δημιουργός του κόσμου από το μηδέν, γι’ αυτό μπορεί όλα να τα κάνει, ακόμα κι εκείνα που δεν κατανοεί ο νους μας.

3. Ο Θεός είναι πάνσοφος, γι’ αυτό γνωρίζει αλάθητα σε κάθε περίσταση πως να βοηθήσει, πως να ανακουφίσει, πως να σώσει. Όπου ανθρωπίνως δεν υπάρχει τρόπος σωτηρίας, Εκείνος βρίσκει τρόπο. Όπου ανθρωπίνως δεν υπάρχει δρόμος διαφυγής, Εκείνος ανοίγει δρόμο.

4. Ο Θεός είναι πανάγαθος και πολυεύσπλαχνος, γι’ αυτό και θέλει και μπορεί να μας ελεήσει, να μας ευεργετήσει, να μας λυτρώσει.

5. Ο Θεός είναι η αλήθεια, γι’ αυτό ούτε ψεύδεται ούτε αθετεί τις υποσχέσεις Του. Σ’ εκείνους που Τον επικαλούνται, υπόσχεται βοήθεια και σωτηρία, όπως είναι γραμμένο: «Την ημέρα της θλίψεώς σου επικαλέσου με, κι εγώ θα σε γλιτώσω» (Ψαλμ. 49:15). «Όταν με επικαλεστεί (εκείνος που έχει σ’ εμένα την ελπίδα του), θα ανταποκριθώ• μαζί του θα είμαι στις δυσκολίες του και θα τον γλιτώσω» (Ψαλμ. 90:15). «Ο Κύριος παραστέκεται σε όλους όσοι Τον επικαλούνται, σε όλους όσοι Τον επικαλούνται με ειλικρίνεια• εκπληρώνει τις επιθυμίες των πιστών Του, ανταποκρίνεται στις ικεσίες τους και τους σώζει» (Ψαλμ. 144:18-19). «Πλούσια σκορπά τη χάρη Του ο Κύριος σε όλους όσοι Τον επικαλούνται. Γιατί οποιοσδήποτε επικαλεστεί το όνομα του Κυρίου θα σωθεί» (Ρωμ. 10:12-13).

Η ελπίδα στον Θεό τρέφεται και εδραιώνεται στην ψυχή με τη μελέτη της Αγίας Γραφής. «Γιατί όσα γράφτηκαν σ’ αυτήν, γράφτηκαν για να μας διδάσκουν. Έτσι, με την υπομονή και την ενθάρρυνση που δίνει η Γραφή, θα στηριχθεί η ελπίδα μας» (Ρωμ. 15:4). Τρέφεται και εδραιώνεται, επίσης, με το να συλλογιζόμαστε τις ευεργεσίες του Θεού προς τους προγόνους μας. Ας βάζουμε συχνά στον νου μας όλους εκείνους τους πιστούς δούλους του Θεού που από την αρχή του κόσμου, στηρίζοντας κάθε ελπίδα τους σ’ Εκείνον, έλαβαν το έλεός Του: τον Νώε, τον Αβραάμ, τον Ισαάκ, τον Ιακώβ, τον Ιωσήφ, τον Μωυσή και τόσους άλλους. «Σ’ Εσένα ελπίσανε οι πρόγονοί μας, ελπίσανε και τους ελευθέρωσες• Εσένα επικαλέστηκαν και σώθηκαν, σ’ Εσένα ελπίσανε και δεν ντροπιάστηκαν» (Ψαλμ. 21:5-6), ομολογεί ο προφήτης Δαβίδ, ενισχύοντας την πίστη του με την ενθύμηση των θείων ευεργεσιών προς τους προγόνους του. Και προσεύχεται, μνημονεύοντας το έλεος και τη συγχωρητικότητα του Θεού προς τον λαό Του:

«Εύνοια έδειξες, Κύριε, στη χώρα Σου κι έφερες πίσω από την αιχμαλωσία τους απογόνους του Ιακώβ. Συγχώρησες τις ανομίες του λαού Σου, έσβησες όλες τις αμαρτίες τους. Έβαλες τέλος στην οργή Σου, ανακάλεσες τον θυμό Σου. Φέρε μας πίσω, Θεέ, Εσύ που τόσες φορές μας έσωσες» (Ψαλμ. 84:2-5). Μ’ αυτόν τον τρόπο ενισχύει την ελπίδα του: «Θ’ ακούσω τι θα πει σ’ εμένα ο Κύριος, ο Θεός, γιατί θα υποσχεθεί ειρήνη στον λαό Του και στους πιστούς Του και σ’ όσους στρέφουν την καρδιά τους σ’ Αυτόν» (Ψαλμ. 84:9).

Με όμοιο τρόπο αναπολώντας κι εμείς τις αλλοτινές ευεργεσίες του Κυρίου, ας ενισχύσουμε την ελπίδα μας σ’ Αυτόν και ας καταφεύγουμε κοντά Του με την προσευχή. Ελέησε τόσους και τόσους που Τον παρακάλεσαν• θα ελεήσει κι εμάς. Λύτρωσε τόσους και τόσους που ελπίσανε σ’ Αυτόν• θα λυτρώσει κι εμάς. Η ελπίδα τόσων και τόσων δεν διαψεύστηκε• δεν θα διαψευστεί ούτε η δική μας ελπίδα. «Ο Θεός δεν κάνει διακρίσεις» (Ρωμ. 2:11). Ελεεί εξίσου όλους όσοι ζητούν το έλεός Του• δέχεται εξίσου όλους όσοι πηγαίνουν κοντά Του.

Η ελπίδα χωρίς την υπομονή δεν μπορεί να υπάρξει. Όπου υπάρχει αληθινή ελπίδα, εκεί και υπομονή• όπου υπάρχει υπομονή, εκεί και ελπίδα. Κι αυτό γιατί η ελπίδα, όπως βέβαια και η πίστη, αντιμετωπίζει πολλούς πειρασμούς. Δοκιμάζεται από τη στέρηση πρόσκαιρων αγαθών −της υγείας, του πλούτου, της τιμής, της υπολήψεως, της ειρήνης κ.α.− και από την απροσδόκητη δυστυχία. Στην κατάσταση της δυστυχίας χρειάζεται υπομονή. Δεν πρέπει να απαιτούμε από τον Θεό την άμεση απαλλαγή μας από την οποιαδήποτε συμφορά που μας βρήκε, αλλά να περιμένουμε καρτερικά απ’ Αυτόν έλεος και βοήθεια. «Οι δοκιμασίες», λέει ο απόστολος, «οδηγούν στην υπομονή, η υπομονή στη δοκιμασμένη αρετή, και η δοκιμασμένη αρετή στην ελπίδα» (Ρωμ. 5:3-4).

Ο μεγαλύτερος πειρασμός για την ελπίδα είναι η επανάσταση των λογισμών, που λένε στη συνείδηση: «Αυτόν δεν πρόκειται ποτέ να τον σώσει ο Θεός του» (Ψαλμ. 3:3). Όταν ο φόβος της κρίσεως του Θεού, η φρίκη της γέεννας και η απελπισία συγχύζουν τον νου, ταράζουν την καρδιά και πιέζουν τη συνείδηση, ο άνθρωπος βιώνει έναν εσωτερικό πειρασμό που είναι ασύγκριτα πιο αβάσταχτος από κάθε εξωτερικό. Εξαιτίας του δεν μπορεί να χαρεί με τίποτα, πάντοτε βυθισμένος στο σκοτάδι και τη λύπη. Πρόκειται για δοκιμασία σκληρή, που για να περάσει η να μετριαστεί χρειάζεται υπομονή, σιωπή, καρδιακή προσευχή και ελπίδα σαν εκείνη που είχε ο Αβραάμ: «Αυτός, μολονότι δεν είχε λόγο να ελπίζει, έδειξε εμπιστοσύνη στον Θεό και στήριξε την ελπίδα του σ’ Αυτόν» (Ρωμ. 4:18). Ας μην ακούμε τι μας λέει ο λογισμός, αλλά τι μας υπόσχεται ο Θεός: «Δεν θέλω τον θάνατο του αμαρτωλού» (Ιεζ. 18:23). «Όπου πλήθυνε η αμαρτία, εκεί δόθηκε πολύ πιο άφθονη η χάρη» (Ρωμ. 5:20).

Αυτές και όλες τις άλλες παρήγορες υποσχέσεις του Θεού ας αναλογιζόμαστε, ακολουθώντας την υπόδειξη του προφήτη: «Περίμενε με υπομονή τη βοήθεια του Κυρίου. Δείξε ανδρεία και γενναιοκαρδία, και περίμενε με υπομονή τη βοήθεια του Κυρίου» (Ψαλμ. 26:14). Ο ψαλμωδός μας διαβεβαιώνει: «Η υπομονή των στερημένων δεν θα πάει χαμένη» (Ψαλμ. 9:19). Μας παρουσιάζει ως υπόδειγμα υπομονής και ελπίδας τον εαυτό του, λέγοντας: «Με μεγάλη υπομονή περίμενα βοήθεια από τον Κύριο, κι Εκείνος μου έδωσε προσοχή και ανταποκρίθηκε στη δέησή μου» (Ψαλμ. 39:2). «Πιστεύω ότι θα δω τα αγαθά του Κυρίου όσο ακόμα είμαι ζωντανός» (Ψαλμ. 26:13).

Αλλά πρέπει να προσέξουμε και μιαν άλλη προτροπή του ψαλμωδού: «Να ελπίζεις στον Κύριο και να κάνεις το καλό» (Ψαλμ. 36:3). Τα λόγια αυτά μας δείχνουν ότι η ελπίδα στον Θεό πάει μαζί με την εφαρμογή του θελήματός Του. Μάταια λέει ότι ελπίζει στον Θεό εκείνος που εναντιώνεται στο θέλημά Του. Μάταια προσδοκά έλεος από τον Θεό εκείνος που δεν παύει να Τον περιφρονεί, παραμένοντας αμετανόητα στις αμαρτωλές έξεις του. Μάταια υψώνει τα μάτια και τα χέρια του στον ουρανό εκείνος που με την καρδιά του έχει απομακρυνθεί από τον Θεό και λατρεύει σαν θεούς το χρήμα η τη σάρκα. Ο Θεός είναι βοηθός και προστάτης, ευεργέτης και σωτήρας των φίλων Του, όχι των ξένων η των εχθρών Του. «Ο Κύριος θα δώσει δύναμη στον λαό Του» (Ψαλμ. 28:11), λέει ο ψαλμωδός, όχι σε ξένο λαό. «Εκπληρώνει τις επιθυμίες των πιστών Του», όχι των απίστων, «ανταποκρίνεται στις ικεσίες τους και τους σώζει». (Ψαλμ. 144:19). Δεν ανήκουν στους πιστούς Του εκείνοι που ασύστολα καταπατούν τον άγιο νόμο Του.

Τέτοιων ανθρώπων τις επιθυμίες δεν τις εκπληρώνει, καθώς κι αυτοί δεν εκπληρώνουν τις σωτήριες εντολές Του. Τέτοιων ανθρώπων τις προσευχές δεν τις ακούει, καθώς κι αυτοί δεν Τον ακούνε και δεν μετανοούν. «Ο Κύριος παρακολουθεί όσους κάνουν το κακό, ώστε να εξαλείψει από τη γη τη θύμησή τους» (Ψαλμ. 33:17).

Άκουσε στη Βαβυλώνα τους Τρεις Παίδες και τους γλίτωσε από τη φωτιά του καμινιού, επειδή τίμησαν και προσκύνησαν Εκείνον και όχι το πελώριο χρυσό είδωλο του υπερήφανου Ναβουχοδονόσορ. Ακούει και τώρα ο Θεός όσους Τον τιμούν τόσο με τα χείλη όσο και με την καρδιά, όσους δεν προσκυνούν την υπερηφάνεια του κόσμου τούτου, την οποία σαν ένα πελώριο χρυσό είδωλο έχει στήσει ο κοσμοκράτορας διάβολος για να χλευάσει το άγιο όνομα του Κυρίου και να καταστρέψει τους ανθρώπους. Ακούει και τώρα ο Θεός όσους τιμούν και προσκυνούν όχι το χρυσάφι και το ασήμι και τα πάθη τους, αλλά Εκείνον, τον Πλάστη και Ευεργέτη τους• τους ακούει και, καθώς καίγονται μέσα στο καμίνι των δοκιμασιών, τους στέλνει τη χάρη Του που τους δροσίζει, τους ανακουφίζει, τους παρηγορεί, τους ευφραίνει. Αυτοί τότε Του απευθύνουν με χαρά έναν τερπνό ύμνο ευγνωμοσύνης: «Ευλογητός και αινετός είσαι, Κύριε, Θεέ των προγόνων μας! Δοξασμένο είναι το όνομά Σου στην αιωνιότητα!…» (Δανιήλ, Προσευχή: 2).

Ο Θεός, βέβαια, ακούει και τους αμαρτωλούς, αλλά εκείνους που μετανοούν και παύουν να αμαρτάνουν. Άκουσε τον Μανασσή, τον βασιλιά των Ιουδαίων, αλλά όταν αυτός με ταπείνωση εξομολογήθηκε τα αμαρτήματά του και εγκατέλειψε τα αισχρά έργα του (βλ. Β Παραλ. 33:1-16). Άκουσε τους Νινευΐτες, αλλά όταν αυτοί μετανόησαν με το κήρυγμα του Ιωνά (βλ. Ιων. 3:1-10). Άκουσε τον Ζακχαίο, αλλά όταν αυτός ταπεινώθηκε και επανόρθωσε τις αδικίες που είχε διαπράξει (βλ. Λουκ. 19:1-10).

Άκουσε την πόρνη, αλλά όταν αυτή απέδειξε τη μετάνοιά της, πλένοντας τα πόδια Του με τα δάκρυά της και σκουπίζοντάς τα με τα μαλλιά της (βλ. Λουκ. 7:36-50). Δέχτηκε τον άσωτο υιό, αλλά όταν αυτός άφησε τη μακρινή χώρα της ασωτίας και γύρισε κοντά Του με μετάνοια, λέγοντας: «Πατέρα, αμάρτησα στον ουρανό και σ’ Εσένα! Δεν αξίζω νάλέγομαι παιδί Σου!» (Λουκ. 15:21).

Ο αμαρτωλός είναι αμαρτωλός, όσο αμαρτάνει δίχως φόβο Θεού. Όταν πάψει να αμαρτάνει και μετανοήσει για τα αμαρτήματά του, συγκαταλέγεται πια με τη χάρη του Θεού στους δικαίους. Γι’ αυτό οι αμαρτωλοί δεν πρέπει να χάνουν την ελπίδα τους, ούτε όμως και ν’ αναβάλλουν τη μετάνοιά τους. Ας επιστρέψουν χωρίς καθυστέρηση στον φιλάνθρωπο Θεό και ας περιμένουν χωρίς δυσπιστία το έλεός Του με τη χάρη του Ιησού Χριστού, ο οποίος «ήρθε στον κόσμο για να σώσει τους αμαρτωλούς» (Α Τιμ. 1:15).

(«Η ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ» τ. 35, ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ)

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.