Τα Ελληνόπουλα στην Τουρκοκρατία και στο παιδομάζωμα – Ιωάννου Ν. Παπαιωάννου.

-Βασίλη, κάτσε φρόνιμα, να γίνεις νοικοκύρης.
…………………………………………
-Μάνα μου εγώ δεν κάθομαι να γίνω νοικοκύρης
και νάμαι σκλάβος των Τουρκών, κοπέλι στους γερόντους…
… Φέρε μου τ’ αλαφρό σπαθί και το βαριό τουφέκι
να πάρω δίπλα τα βουνά, να περπατήσω λόγγους
να βρω λημέρια των κλεφτών, γιατάκια καπετάνων…
… που πολεμούν με την Τουρκιά και με τους Αρβανίτες.
Πουρνό φιλεί τη μάνα του, πουρνό ξεπροβοδιέται.
-Γειά σας βουνά με τους γκρεμούς, λαγγάδια με τις πάχνες.
-Καλώς το τ’ άξιο το παιδί και τ’ άξιο παλληκάρι
(Δημοτικό – Κλέφτικο).

Τα Ελληνόπουλα της τουρκοκρατίας δεν είχαν, στη διάθεσή τους πλήθος και ποικιλία επιλογών πορείας για τη ζωή τους. Τα αγαθά της ειρήνης – αν και ούτε αγαθά ούτε ειρήνη υπήρχε γι’ αυτά στην Οθωμανοκρατία – συνυπήρχαν με τη σκλαβιά, ενώ το κατεξοχήν μεγάλο και πολύτιμο αγαθό της ελευθερίας προϋπέθετε στέρηση της οικογενειακής ζωής, μόνιμα σκληρή καθημερινή ταλαιπωρία και ατέλειωτα ακήρυκτο πόλεμο με το δυνάστη. Ωστόσο οι συνθήκες ζωής, τα έργα τους, τα πάθη τους, οι συμφορές και οι θυσίες τους καταλαμβάνουν πολλές σελίδες της εθνικής μας ιστορίας, που μας συγκλονίζουν και μας διδάσκουν καθώς τις μελετούμε.

Γενικές συνθήκες ζωής στην Τουρκοκρατία.

Ολόκληρους αιώνες δουλείας κάτω από τον Οθωμανό, συνθλιβόταν ο ελληνισμός με αλλεπάλληλους αποδεκατισμούς, αδιάλειπτους πολέμους, ενδοβαλκανικούς ανταγωνισμούς, βίαιες μετακινήσεις, αιχμαλωσίες, εξισλαμισμούς και άλλα αναρίθμητα δεινά. Τις ημέρες της ζωής γέμιζαν τα γιαταγάνια, οι κρεμάλες, οι σκοτωμοί, το παιδομάζωμα, οι θρήνοι, οι οδυρμοί και τα δάκρυα. Η ιστορία εκείνων των αιώνων γραφόταν με αίμα και η ζωή του αξιοδάκρυτου λαού των υποδούλων είχε μεταβληθεί σε κόλαση.

Τα Ελληνόπουλα της τουρκοκρατίας έφερναν – από την πρώτη στιγμή της υπάρξεώς των – χαραγμένη στα κύτταρά τους την ιστορία του ελληνισμού όλων των χιλιετών με τα βάσανά τους. Γεννήθηκαν και μεγάλωσαν σε συνθήκες απελπιστικής φτώχειας και λιτότητας. Τρέφονταν με ξερό ψωμί, ελιές, αγριολάχανα, σκόρδα και κρεμμύδι – σημειώνουν οι ξένοι περιηγητές – και έμεναν συνήθως σε σπίτια που αποτελούνταν από μια κάμαρα, με μοναδικά έπιπλα 1-2 σεντούκια, μια σκάφη για ζύμωμα, ένα κόσκινο, μερικά πιθάρια και καμμιά δεκαριά κουρούπια με λίγα αγαθά 1-2 εκκλησιαστικά βιβλία, καμμιά εικόνα του Άη Γιώργη και αντί για παράθυρα στους τοίχους δυο τρύπες χωρίς τζάμι.

Ούτε ήταν ελεύθερα, ούτε είχαν τη δυνατότητα άλλωστε να ενδύονται όπως θάθελαν ή όπως θα ήταν αποτελεσματικότερα για τις μεταβαλλόμενες καιρικές συνθήκες. Ήταν ανάγκη να συνηθίσουν ακόμη την άγρια εμφάνιση του τούρκου με τις κουμπούρες και ένα χαντζάρι στο ζουνάρι του. Και όταν κυκλοφορούσαν στους δρόμους αντιμετώπιζαν συχνά δοκιμασίες βάναυσες ή και θανάσιμες όπως να τα πετροβολούν υβρίζοντας, πετώντας ακαθαρσίες – και γιουχαΐζοντας τα τουρκόπουλα ή να τα μεταχειρίζονται ως κινητούς στόχους οι γενίτσαροι στοιχηματίζοντας και δοκιμάζοντας την ευθυβολία των πιστολιών τους. Οι νέες μάλιστα δεν τολμούσαν από την παιδική ηλικία τους να βγουν έξω από το σπίτι τους και να κυκλοφορήσουν, καθόσον εύκολα διακινδύνευαν αναίσχυντη αρπαγή και επαίσχυντη μεταχείριση.

Πολλές λαϊκές διηγήσεις και παραδόσεις απηχούν την αγωνία των νεανίδων. Λ. χ. από τη Λέσβο: Στο Τάρτι κοντά στης Μυρσινιάς το λιμάνι είναι μια μαρμαρωμένη κοπέλλα. Ατυήν την κυνηγούσαν οι Τούρκοι και για να μην την πιάσουν παρακαλέθηκε στο Θεό και εμαρμάρωσε. Και άλλη από την περιοχή των Καλαβρύτων: Στη Χόβολη, απουπάνω στον Άη Θανάση, πούναι μια μεγάλη κοτρώνα, άμα περνάει κανείς αποκάτω καταλαβαίνει μια ωραία, πολύ ωραία μυρουδιά. Εκεί λένε ότι ήταν μια φορά μια κόρη και την εκυνηγάγανε οι Τούρκοι. Και τότες αυτή, για να μην την πιάσουνε και της κάμουνε ότι, θα ναν της κάμουνε, επήγε κι εγκρεμίστηκε από κείνη την Κοτρώνα. Κι έτσι άγιασε και μυρίζει εκεί χάμου το χώμα.

Οι καϋμένοι γονείς σε κάθε περιοδεία Τούρκων επισήμων ή οργάνων τους απομάκρυναν ή έκρυβαν τα αγόρια και τα κορίτσια τους που κινδύνευαν να απαχθούν. Άλλοτε τα αρραβώνιαζαν από την ηλικία των εννιά χρονών και τα πάντρευαν στα δεκατρία χρόνια. Σε μερικές περιοχές για ορισμένες εποχές σκληρών διωγμών οι γονείς δεν είχαν τη δυνατότητα ούτε να ομιλούν με τα παιδιά τους. Π.χ. στη Ζίχνα το 17ο αιώνα οι τούρκοι έκοβαν τη γλώσσα των γονέων για να χάσουν τα παιδιά τους και οι κατοπινές γενεές την ελληνική γλώσσα τους. Έφθαναν συχνά σε οδυνηρή απόγνωση οι γονείς των χρόνων εκείνων και τα μαλλιά τους άσπριζαν στα τριάντα τους χρόνια καθώς ζούσαν σ’ ατέλειωτους εξευτελισμούς χωρίς την «καλήν ελπίδα».

Όσον αφορά στις φυλακίσεις μια εικόνα μας έδωσε ο Παναγής Σκουζές στο «χρονικό της σκλαβωμένης Αθήνας», όπου περιγράφει τις φυλακές που οδηγούνταν οι Αθηναίοι, όταν δεν είχαν να πληρώσουν τον κεφαλικό φόρο στον τούρκο αγά, Χατζή – Αλή. Ο ίδιος ο συγγραφέας γεύθηκε τη φυλακή σε ηλικία έντεκα χρόνων, φυλακισμένος ως υποθήκη μέχρις ότου βγαίνοντας ο πατέρας του εξασφαλίσει τα αναγκαία χρήματα: «Ήβγεν αυτός από τη φυλακή, δια να οικονομήσει χρήματα, βάζοντας μένα εις φυλακήν, ως αμανέτι, υποθήκην, αλλά τόσες ποιος εδάνειζεν… Ο πατήρ μου δεν ημπόρεσε να εξοικονομήσει χρήματα… Εγώ έμεινα εις φυλακήν μίαν ολόκληρον εβδομάδα… Η στενοχωρία της φυλακής… Με τσαλαπατούσαν οι άνθρωποι…».

Τελευταία, σχετικά με τα παιδιά που τύχαινε να προέρχονται από μεικτούς γάμους – και ήταν αναπόφευκτοι πολλές φορές οι μεικτοί γάμοι – τις ζοφερές προοπτικές διαγράφει μια λατινική παροιμία της εποχής: «Si nasco Greco, nassce Turco, si nasce Greca nasce … δηλ. αν γεννηθείς Έλληνας γεννιέσαι Τούρκος, αν γεννηθείς Ελληνίδα, γεννιέσαι «κοινή».

Τα Ελληνόπουλα στο παιδομάζωμα.

«Έπαιρναν τα παιδιά των Χριστιανών για να γεμίζουν τα κενά που η πολυγαμία και ο πόλεμος δημιουργούσαν μόνιμα μέσα στους κόλπους της μουσουλμανικής κοινωνίας» έγραψε ο Άγγλος ιστορικός Φίνλαιη. Για τον κατακτητή το παιδομάζωμα αποτελούσε προϋπόθεση και απόθεμα ιδανικής ανανεώσεως του ανθρώπινου υλικού, αλλά για τον υπόδουλο ελληνισμό ήταν διαρκής αιμορραγία, η δεκάτη του αίματος, μέγιστη μαύρη συμφορά και αιτία έσχατης δυστυχίας, όπως διεκτραγωδεί και το δημοτικό τραγούδι:

Κλαίν’ οι γονέοι τα παιδιά κι οι αδερφές τ’ αδέρφια.
Κλαίω και εγώ και καίγομαι, και όσο ζω θα κλαίω.
Πέρσι πήραν το γυιόκα μου, φέτος τον αδερφό μου!

Στα 1329 με τον Ορχάν τοποθετείται η αρχή του παιδομαζώματος, αλλά η πλήρης συστηματοποίησή του πραγματοποιήθηκε το ΙΔ’ μ. Χ. αιώνα με το Μουράτ Β’: Κάθε πέντε ή τέσσερα χρόνια αρχικά, κάθε τρία και σπανιότερα δύο χρόνια αργότερα, διατασσόταν η στρατολογία χριστιανοπαίδων επί τη βάσει των τηρουμένων μητρώων από τις τοπικές κοινοτικές αρχές. Είναι ενδεικτική η σχετική διαταγή του Σουλτάνου προς τον beyler –bey της Ρούμελης:

«Άμα τη λήψει του παρόντος αυτοκρατορικού φιρμανίου μου καθίσταται γνωστόν ότι… είθισται όπως δια την σύστασιν και οργάνωσιν των γενναίων γενιτζαρικών μου ταγμάτων στρατεύωνται και αποστέλλωνται εις τα οτζάκια των Γενιτσάρων οι από του 15-20 έτους καλλίμορφοι, αρτιμελείς και προς πόλεμον κατάλληλοι νέοι των απίστων… Όταν τις εκ των απίστων γονέων ή άλλος τις αντιστή εις την παράδοσιν του γενιτσάρου υιού του, θα απαγχονίζεται ευθύς εις το ανώφλιον της θύρας του, του αίματός του θεωρουμένου άνευ αξίας!».

Αλλά τα εγκλήματα, ακόμη και τα πιο φρικιαστικά, στην Οθωμανοκρατία είναι πολύ συνηθισμένα και αποτελούν ένα ασήμαντο περιστατικό της καθημερινής ζωής. Η ανθρώπινη ζωή ήταν πολύ φθηνή και όπως μάλιστα έλεγε μια τούρκικη παροιμία «μπιρ τζαν, μπιρ πατλιτζάν» δηλαδή μια ζωή, μια μελιτζάνα!

Εξάλλου τόση ήταν μερικές φορές η σφοδρότητα και η ένταση του παιδομαζώματος, ώστε σε διάστημα και μιας μόνης ημέρας, να συγκεντρώσουν χιλιάδες παιδιά. Λ.χ. στην Κρήτη αρπάχθηκαν δεκαπέντε χιλιάδες (15.000) παιδιά και εξισλαμίσθηκαν. Αυτά τα παιδιά αναδείχθηκαν ύστερα από λίγα χρόνια, οι φοβεροί γενίτσαροι της Κρήτης, ο τρόμος του ελληνικού πληθυσμού και ο κύριος συντελεστής δημιουργίας χιλιάδων «κρυπτοχριστιανών».

Τα παιδιά του παιδομαζώματος οδηγούνταν σε ειδικούς χώρους, όπου δεν επιτρεπόταν διόλου η έξοδος αλλά παρέμεναν για εφτά χρόνια έγκλειστα, δεχόμενα προσεκτική και συστηματική στρατιωτική και θρησκευτική εκπαίδευση. Διδάσκονταν τη τουρκική γλώσσα, τα νέα καθήκοντά τους και τις ευθύνες τους, προπάντων την τυφλή υπακοή στους ανωτέρους των. Τα παιδιά 14 -18 ετών ή σύμφωνα με άλλα έγγραφα 15-20 ετών προορίζονταν για στρατιωτική υπηρεσία, επανδρώνοντας το σώμα των Γενιτσάρων και ονομάζονταν «ατζέμ ογλάν». Συγκεντρώνονταν όμως και παιδιά ηλικίας 6-10 ετών, που εκπαιδεύονταν αυστηρότατα για δεκατέσσερα χρόνια και εισέρχονταν στην υπηρεσία των Σουλτανικών ανακτόρων της Ανδριανουπόλεως και της Κων/πόλεως και λέγονταν «ίτς ογλάν». Αναδεικνύονταν σε φανατικούς πιστούς της μουσουλμανικής θρησκείας και σε εχθρούς σφοδρούς της χριστιανοσύνης, αυτοαποκαλούνταν δούλοι του Αλάχ και ανέρχονταν πολλές φορές σε ανώτερα αξιώματα.

Διαπρεπείς άνδρες της οθωμανικής αυτοκρατορίας προέρχονταν από τους Γενιτσάρους του παιδομαζώματος, όπως ο Μουράτ πασάς, ο Αχμέτ πασάς, ο Μαχμούτ πασά και ο Μεγάλος Βεζύρης Αλή πασάς στην εποχή του Σουλεϊμάν. Λέγεται ότι από τους σαράντα Μεγάλους Βεζύρηδες που κατέλαβαν αυτό το αξίωμα μετά το 1453, οι είκοσι οχτώ ήταν ελληνικής καταγωγής και μόνον οι δώδεκα τουρκικής.

Ωστόσο υπάρχουν και συγκινητικές περιπτώσεις γενιτσάρων που δεν λησμονούσαν την ελληνική καταγωγή τους και την πατροπαράδοτη πίστη τους. Ο λόγιος – ανθρωπιστής της αναγεννήσεως Ιανός Λάσκαρις, που επισκέφθηκε το 1491 την Κων/πολη έγραψε ότι συνάντησε μεταξύ των Γενιτσάρων πολλούς, που είχαν ανάμνηση της χριστιανικής θρησκείας και ευνοούσαν τους πρώην ομοθρήσκους των. Κάποιος – Hersek, που έγινε και γαμπρός του Σουλτάνου του είπε ότι λυπόταν διότι είχε εγκαταλείψει την πίστη των πατέρων του και την νύχτα προσευχόταν μπροστά στο Σταυρό.

Γοερές κραυγές απογνώσεως και βοηθείας απευθύνθηκαν κατά καιρούς σε όλους τους χριστιανούς ηγεμόνες των ισχυρών κρατών της Ευρώπης. Π. χ. οι κάτοικοι της Χειμμάρας της Βορείου Ηπείρου απευθύνθηκαν το Φεβρουάριο του 1581 στον πάπα Γρηγόριο ΙΓ’ ζητώντας την επέμβαση των χριστιανικών δυνάμεων για να σώσουν τα παιδιά τους. Όμως οι ισχυροί της εποχής δεν κατόρθωσαν να ξεπεράσουν την πολιτική του στυγνού ρεαλισμού και της μακιαβελικής διπλωματίας για να εργασθούν για τα ιδεώδη της χριστιανικής αλληλεγγύης.

Πέρασαν τρεισήμισυ αιώνες παιδομαζώματος με άγνωστο τον αριθμό των στρατολογηθέντων, αν και ο – Hammer υπολογίζει 500.000 και ο Κ. Παπαρρηγόπουλος 1.000.000 και το 1685 έχουμε κατάργηση του παιδομαζώματος. Όμως μεμονωμένα συνεχίζεται, αφού στα 1705 στη Νάουσα διενεργείται παιδομάζωμα, που προκάλεσε την εξέγερση των κατοίκων.

Οφείλεται να προστεθεί και ένας άλλος συγγενής θεσμός των Οθωμανών, η ναυτολογία των Ελλήνων, δηλαδή η υποχρέωση των υποδούλων να προσφέρουν στους Τούρκους νέους για την επάνδρωση των πληρωμάτων των πλοίων του πολεμικού στόλου, από το 15 αι., με το αναλογικό μέτρο, ένας νέος για είκοσι σπίτια στα χωριά και ένας νέος για δέκα σπίτια στις πόλεις. Σε 30.000 άνδρες – νέους και πιο πολλούς υπολογίζεται και αυτός ο φόρος ανθρώπινου υλικού πολλοί από τους οποίους εξαιτίας των συνθηκών διαβιώσεως και των μεγάλων απωλειών στις ναυμαχίες δεν ξαναγύριζαν στα σπίτια τους. οι ναυτολογούμενοι στην υπηρεσία των τούρκων Έλληνες που ονομάζονταν λεβέντες, γαλιοντζήδες, κατεργάροι, μαριόλοι, κιουρεκτσήδες, γεμιτζήδες και γαρμπιέρηδες, έγραφαν άλλες σελίδες αληθινής τραγωδίας στα εσωτερικά των πλοίων, υφιστάμενοι πείνα, δίψα, δυσωδία, ασθένειες, ανάλγητο μαστίγωμα και πολλές άλλες απάνθρωπες ταπεινώσεις.

Όμως ο Ελληνισμός επέζησε, παρά τις φοβερές αιμορραγίες του παιδομαζώματος και της ναυτολογίας του καλύτερου τμήματος από τα Ελληνόπουλα. Η διάσωσή του είναι ένα από τα μεγαλύτερα θαύματα του Ελληνισμού, ή μάλλον του Θεού των χριστιανών υποδούλων.

Από το βιβλίο: Ιστορικές γραμμές, του Φιλολόγου – Ιστορικού, Εκπαιδευτικού Μ.Ε., Ιωάννου Ν. Παπαϊωάννου.
Τόμος Γ’. Λάρισα 1979

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Δημοσιεύθηκε στην Ιστορικά. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.