Κυριακή ΙΗ. επιστολών: Το Αποστολικόν Ανάγνωσμα της Θ. Λ., «Με χαμόγελο», λόγος του αειμνήστου Μητροπ. Νικαίας Γεωργίου Παυλίδου.

Το Αποστολικόν Ανάγνωσμα της Θείας Λειτουργίας.
Προς Κορινθίους Β. επιστολής Παύλου: Θ.6 – 11.

Αδελφοί, ο σπείρων φειδομένως, φειδομένως και θερίσει: και ο σπείρων επ’ ευλογίαις, επ’ ευλογίαις και θερίσει. Έκαστος καθώς προαιρείται τη καρδία, μή εκ λύπης ή εξ ανάγκης. Ιλαρόν γάρ δότην αγαπά ο Θεός. Δυνατός δέ ο Θεός πάσαν χάριν περισσεύσαι εις υμάς, ίνα εν παντί πάντοτε πάσαν αυτάρκειαν έχοντες, περισσεύητε εις πάν έργον αγαθόν, καθώς γέγραπται: «εσκόρπισεν, έδωκε τοις πένησιν. η δικαιοσύνη Αυτού μένει εις τον αιώνα». Ο δέ επιχορηγών σπέρμα τω σπείροντι και άρτον εις βρώσιν, χορηγήσαι και πληθύναι τον σπόρον υμών και αυξήσαι τα γενήματα της δικαιοσύνης υμών, εν παντί πλουτιζόμενοι, εις πάσαν απλότητα, ήτις κατεργάζεται δι’ ημών ευχαριστίαν τω Θεώ.

Απόδοση.

Αδελφοί, πρέπει να ξέρετε πως όποιος σπέρνει με φειδώ, θα έχει λίγη σοδειά• κι όποιος σπέρνει απλόχερα, η σοδειά του θα είναι άφθονη. Ο καθένας ας δώσει ό,τι του λέει η καρδιά του, χωρίς να στενοχωριέται ή να εξαναγκάζεται, γιατί «ο Θεός αγαπάει αυτόν που δίνει με ευχαρίστηση». Ο Θεός έχει τη δύναμη να σας χορηγήσει πλουσιοπάροχα κάθε δωρεά, ώστε να είστε πάντοτε σε όλα τελείως αυτάρκεις, και να δίνετε με το παραπάνω για κάθε καλό σκοπό. Το λέει κι η Γραφή: Σκόρπισε, έδωσε στους φτωχούς, η αγαθοεργία του θα παραμένει αιώνια. Κι αυτός που δίνει στο σποριά το σπόρο και το ψωμί για να τραφεί, ας δώσει και ας πληθύνει και το δικό σας σπόρο και ας αυξήσει τους καρπούς της αγαθοεργίας σας. Ο Θεός θα σας κάνει πλούσιους σε όλα, για να μπορείτε να δίνετε γενναιόδωρα. Αυτοί που θα πάρουν από μας τη δική σας εισφορά, θα ευχαριστούν το Θεό.

Επιμέλεια κειμένων Ιωάννης Τρίτος.

ΜΕ ΧΑΜΟΓΕΛΟ

«Ιλαρόν δότην αγαπά ο Θεός».

Και πάλιν ο Απόστολος Παύλος, αγαπητοί μου, μας υπενθυμίζει το μέγα και θεάρεστον καθήκον που πρέπει να μη λησμονούν ποτέ οι χριστιανοί. Το καθήκον της προσφοράς. Όσον καιρόν θα υπάρχουν εις την κοινωνίαν άνθρωποι πτωχοί και δυστυχισμένοι, οι λόγοι του Αποστόλου Παύλου θα έχουν πάντοτε επικαιρότητα και θεμελιώδη σημασίαν.
Αλλά το θέμα αυτό της βοηθείας προς τους έχοντας ανάγκην είναι πολύ λεπτόν και χρειάζεται να το αντιμετωπίση ο χριστιανός με προσοχήν και προ παντός με καλωσύνην και αγάπην. Διότι, όπως σημειώνει ο Απόστολος, ο Θεός αγαπά εκείνον που δίδει με προθυμίαν και αγαθότητα, και όχι με σκυθρωπότητα και πίεσιν.
Αλλά ας αναλύσωμεν εκτενέστερον το ζήτημα αυτό. Θα μας διαφωτίση πολύ.

1. Όταν το δάκρυ κυλά…

Δεν χρειάζεται να λεχθή από ημάς, αδελφέ, πόσος πόνος υπάρχει σήμερα γύρω μας. Πόση φτώχεια. Πόση στέρησις και αγωνία. Πόσο δάκρυ κυλά στο μαραμένο και ισχνό πρόσωπο αδελφών μας, που ζουν με την αγωνία και τη δυστυχία συντροφιά. Πόσοι γονείς δεν μπορούν να θρέψουν τα παιδιά των, να τα σπουδάσουν, να τα αποκαταστήσουν. Πόσες μητέρες χωρίς προστάτη θρηνούν γιατί το φάσμα της πείνας πλανάται στο σπίτι των διαρκώς. Πόσοι νέοι και νέαι βλέπουν τα όνειρά των να κομματιάζωνται, διότι δεν έχουν οικονομικήν αντοχήν. Όλοι τα ξέρουμε αυτά. Γιατί όλοι τα βλέπουμε γύρω μας, συχνά μάλιστα τα ζούμε εμείς οι ίδιοι. Καυτό και αλμυρό το δάκρυ αυλακώνει τα χλωμά πρόσωπα και πέφτει στο χώμα…

2. Το μανδήλι.

Μπροστά σ’ αυτό το θλιβερό θέαμα δεν επιτρέπεται να μένη η ψυχή μας αδιάφορη και απαθής. Πρέπει να μην έχη κανείς καρδιά μέσα του ή να έχη πάθει πώρωση για να μη συγκινηθή από το δράμα που παίζεται γύρω του σε τόση έκταση και ένταση.
Αν σκεφθώμεν ότι όλοι αυτοί που κλαίνε πλάι μας είναι αδελφοί μας, παιδιά του ίδιου Πατέρα. Αν θυμηθούμε και εμείς τον εαυτό μας σε παρόμοιες, παλαιότερα, δύσκολες περιστάσεις που ευρεθήκαμε. Αν βάλωμε στο νου μας το ενδεχόμενο να ευρεθούμε και στο μέλλον σε παρόμοια θέση με τους δυστυχείς και έρημους. Αν σκεφθώμεν ακόμη ότι τα ολίγα ή πολλά που έχομεν σήμερα δεν είναι ιδικά μας, αλλά ανήκουν εις τον Θεόν, και μας εδόθησαν υπό τύπον διαχειρίσεως, επί αποδόσει λογαριασμού: «Τί έχεις ό ουκ έλαβες; Ει δε και έλαβες, τί καυχάσαι ως μη λαβών;», τονίζει και πάλιν ο Απόστολος Παύλος. Αν κάμωμεν όλας αυτάς τας σκέψεις, τότε πρέπει να είμεθα θηρία για να μη συγκινηθώμεν από το θέαμα και να μη σπεύσωμε να σκουπίσωμεν με το μανδήλι της αγάπης μας το δάκρυ του αδελφού μας, που είναι η υγροποίησις του πόνου και της αγωνίας του.

3. «Μη εκ λύπης ή εξ ανάγκης».

Να δώσωμεν, ναι!
Αυτό που θα προσφέρωμεν όμως, να το δώσωμε με την ευχαρίστησή μας, με πρόσωπο γελαστό, με ματιά γλυκειά, στοργική. Χωρίς «κατεβασμένα μούτρα», χωρίς δυσκολία. Αλλοιώς είναι καλύτερα να μη το δώσωμε. Δεν είναι ο αδελφός μας ζώον που να μην πληγώνεται. Όταν μας βλέπη να τον βοηθούμε με σκυθρωπό πρόσωπο, τραυματίζεται, πονάει, ματώνει η καρδιά του. Πηγαίνει στη γωνιά του δρόμου και χύνει καυτά δάκρυα. Έχει και ο φτωχός και ο έρημος, αγαπητέ μου, φιλότιμο και αξιοπρέπεια. Άλλο αν ήλθαν τώρα δύσκολες μέρες και υποφέρει. Η φτώχεια δεν είναι έγκλημα ούτε ατιμία. Σήμερα είναι αυτός φτωχός, αύριο ημπορεί να είμαστε εμείς. Η ζωή είναι τροχός. Γυρίζει διαρκώς. Ποιος ξέρει τι μας περιμένει αργότερα!

4. «Ιλαρόν δότην αγαπά ο Θεός».

Δίδεις; Δώσε το με τρόπο που να μην κάμης τον βοηθούμενον να αισθανθή την αγάπην σου. Δεν είναι ανάγκη να το μάθη όλο το χωριό. Δεν είναι σωστό να το πάρουν οι εφημερίδες. «Σου δε ποιούντος ελεημοσύνην, μη γνώτω η αριστερά σου τί ποιεί η δεξιά σου», παραγγέλλει ο Κύριος. Ας μην το ξέρουν οι άλλοι. Φθάνει ότι το γνωρίζει ο Θεός. Φθάνει αυτό. Αυτή η ιλαρότης και η καλωσύνη έχουν αξίαν. Και αυτές αγαπά ο Θεός. Και βραβεύει. Εκείνο που έχει σημασίαν είναι η διάθεσις. Τί να την κάμη ο Θεός την οικονομικήν βοήθειαν που ο σύλλογός σας έστειλε στο ορφανοτροφείο, στον παιδικό σταθμό, όταν ο τρόπος που μαζεύτηκαν τα χρήματα ήταν προσβλητικός και, ίσως, αμαρτωλός. Επήγατε λόγου χάριν στον χορό που διοργάνωσεν η τάδε οργάνωσις, εχορέψατε, εγλεντήσατε, εμεθύσατε και ύστερα, αυτά που επερίσσευσαν τα εβάλατε σ’ έναν φάκελο και τα εστείλατε στο τάδε Ίδρυμα. Σου πέρασεν η ιδέα ότι θα δεχθή ο Θεός αυτήν την προσφοράν; Μα η αγάπη, αδελφέ, είναι άρωμα ψυχής καθαρό, ευωδιαστό. Δεν είναι προϊόν αμαρτίας και καρπός μέθης και κραιπάλης!…

5. «Ίνα περισσεύητε εις παν έργον αγαθόν».

«Να δώσω, μάλιστα. Αλλά δεν έχω μεγάλην ευχέρειαν. Είμαι οικογενειάρχης, έχω και εγώ τις ανάγκες μου». Θα πουν μερικοί.
Συμφωνώ. Πράγματι έχεις κι εσύ έξοδα και ανάγκες. Όμως πρέπει να συμφωνήσεις μαζί μας ότι, όταν θέλη ο άνθρωπος να κάμη το καλόν, τότε ευρίσκει και τον τρόπον. Κατ’ αρχήν οι πλούσιοι, που έχουν και ημπορούν να προσφέρουν, εις το θέμα της αγάπης και της προσφοράς είναι πολύ δύσκολοι. Υπάρχουν βέβαια και αι εξαιρέσεις. Πάντως οι περισσότεροι είναι ατομισταί και φιλάργυροι. Σπαταλούν σοβαρά ποσά δια την ευχαρίστησίν των, σε ταξίδια, σε διασκεδάσεις, αλλά όταν καλούνται να δώσουν, τότε τους βλέπεις να στενοχωρούνται, να σκυθρωπάζουν και να προσποιούνται ότι δεν έχουν ευχέρεια, ότι διέρχονται οικονομικήν κρίσην…
«Ναι, θα μου πης. Αλλά εγώ δεν είμαι πλούσιος. Έχω τόσα μόνον όσα μου είναι αναγκαία». Εν τάξει. Αλλά λέγει σήμερα ο Απόστολος, που ήτο όλος αγάπη και φλόγα, ότι μπορούμεν όλοι μας να κάνωμεν κάποιες οικονομίες, να είμεθα ολιγαρκείς, να μην τα θέλωμεν όλα για τον εαυτό μας, ώστε να είναι δυνατόν μα μένη κάτι από αυτές τις οικονομίες δια να κάνωμεν και αγαθοεργίες.
Η πείρα βεβαιώνει ότι οικογένειες με σχετικώς ολίγα έσοδα, επειδή προγραμματίζουν τις δαπάνες και δεν κάνουν άσκοπα έξοδα, ζουν καλά και κατορθώνουν να ασκούν και την φιλανθρωπίαν. Ευλογεί, βλέπετε, και ο Θεός στις περιπτώσεις αυτές. Δίδει υγείαν και προστασίαν στα μέλη της οικογενείας. Και χαράν. Και ευτυχίαν. Και αγαλλίασιν. Διότι η προσφορά είναι πηγή ικανοποιήσεως και αγαλλιάσεως.
Η αγάπη είναι η πιο μεγάλη δύναμις στον κόσμο.
Η πιο μεγάλη!…

Αγαπητοί,
Ήταν τα χρόνια του εμφυλίου πολέμου στην Ελλάδα. Οι κάτοικοι όλων των ορεινών χωριών είχαν κατεβεί στις πόλεις διότι εφοβούντο τους αντάρτες. Τα σπίτια των είχαν ερημωθεί. Τα χωράφια των έμεναν ακαλλιέργητα.
Το 1950 άρχισεν ο επαναπατρισμός. Οι χωρικοί μας ξαναγύριζαν γυμνοί στα χωριά των. Το Κράτος έδιδεν όσα μπορούσε περισσότερα. Αλλά ήταν τόση η καταστροφή!
Μια μέρα σ’ ένα χωριό είχεν έρθει ένα φορτηγό αυτοκίνητο γεμάτο από δέματα και τρόφιμα. Κάποια γυναικεία οργάνωσις τα έστειλε. Εσταμάτησε στην πλατεία. Κατέβηκαν δύο άντρες και δύο γυναίκες. Εκάθισαν στο καφενεδάκι του χωριού. Ντυμένες οι κυρίες τολμηρά. Με το τσιγάρο στο στόμα. Με το ένα πόδι επάνω στο άλλο. Δεν είπαν δυο λόγια καλωσύνης. Μόνον έδιδαν διαταγές στους δύο άντρες συνοδούς.
Οι χωρικοί εκοίταζαν. Δεν τους άρεσεν ο τρόπος αυτός των γυναικών. Τους θεωρούσαν σαν ζώα στα οποία πετούν ένα κόκαλο.
─ Κυρίες μου, είπε σε μια στιγμή ο πρόεδρος. Είμεθα βέβαια πτωχοί και κατεστραμμένοι. Έχομε πολλές ανάγκες. Αλλά πιο πολύ έχομε ανάγκη από στοργή και αγάπη. Εσείς ήλθατε εδώ με τρόπο που μας πληγώνει. Δεν θέλομε τα πράγματά σας. Πάρτε τα και φύγετε. Εμείς θέλομε στοργή και χαμόγελο.
Οι κυρίες έμειναν απολιθωμένες. Τί να έκαμαν; Εμάζεψαν τα πράγματα και έφυγαν ντροπιασμένες…

Αδελφέ,

Η βοήθεια πρέπει να δίδεται με αγάπη. Και καλωσύνη. Και χαμόγελο. Τότε έχει αξία. Τότε την αμείβει και ο Θεός!

Από το βιβλίο «Φως ταις τρίβοις μου», του Μητροπολίτου Νικαίας, Γεωργίου Παυλίδου, σελίς 143 και εξής.

Επιμέλεια κειμένου, Δημήτρης Δημουλάς.

Παράβαλε και:
Το έβδομον Αναστάσιμον εωθινόν – Η Ευαγγελική Περικοπή του όρθρου, εξαποστειλάριον και Δοξαστικόν ιδιόμελον της Κυριακής.

Δημοσιεύθηκε στην Κυριακοδρόμιο (προσέγγιση στο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της Κυριακής και των Μεγάλων Εορτών), Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.