Η αναχώρηση του π.Φώτη από το άγ. Όρος και η επιστροφή του στο νησί της Λέσβου – Π. Θεμιστοκλέους Στ. Χριστοδούλου.

Η διακονία του σε Σινά και Ιεροσόλυμα και τα διάφορα
προσκυνηματικά ταξίδια του.

Στις 10 Σεπτεμβρίου 1950 ο παπά – Φώτης λαμβάνει δίμηνη άδεια από τη μονή της μετανοίας του για μετάβαση εν πρώτοις στη Θεσσαλονίκη και ύστερα στην πατρίδα του τα Πάμφιλα. Εκεί έρχεται σε επαφή και γνωριμία με τον αείμνηστο Μητροπολίτη Μυτιλήνης κυρό Ιάκωβο τον Α’ τον από Δυρραχίου. Τελικά ο παπά –Φώτης το έτος 1950 λαμβάνει την μεγάλη απόφασή του να επιστρέψει στο νησί του, τη Λέσβο. Αφού πρώτα ο Μητροπολίτης τον αποδέχθηκε φρόντισε, ο ίδιος να ζητήσει το απολυτήριον του παπά – Φώτη από την ιερά μονή Μεγίστης Λαύρας, το οποίο και γίνεται με τη συγκατάθεση της Μονής.
Με την έξοδό του από το άγιον Όρος ξεκινάει η μεγάλη του περιπέτεια, θα την ονομάζαμε ως «Οδύσσειά του». Στο νησί του επιστρέφει με άλλες πνευματικές αποσκευές. Η εικοσαετής παρουσία του στον Άθωνα τον προίκισε με πολλές πνευματικές καταστάσεις και χαρίσματα. Κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει τα μύχια της καρδιάς του παπά – Φώτη, ούτε επίσης και την αιτία της απολύτου αποφάσεώς του να εγκαταλείψει την ησυχία του αγίου Όρους και να μπει στις περιπέτειες της κοσμικής ζωής των ενοριών και των ιερών μητροπόλεων. Και όμως το αποφασίζει. Μόνο που για να διασφαλίσει καλά τα πνευματικά του νώτα, αποφασίζει να ζήσει μια άλλη ζωή. Η ζωή αυτή δεν θα θυμίζει τα στερεότυπα της ζωής του παπά στο χωριό ή την πόλη. Ακολούθησε τον μονήρη και άγνωστο εν πολλοίς δρόμο του ιερομονάχου μέσα στην κοινωνία μ’ έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο. Ήταν ο δρόμος της ορθής βιώσεως της Ορθοδοξίας. Ποτέ του πλέον δεν θα επέτρεπε στον εαυτό του να παρεκκλίνει από την ιερά παράδοση, αλλά και ούτε θα επέτρεπε κάποιος από το ποίμνιό του ή τους γνωστούς του να ξεφεύγει. Όλα όσα έμαθε και βίωσε μέσα στο γνήσιο περιβόλι της Παραδόσεως, στο άγιον Όρος, προσπαθούσε στην πατρίδα του να τα μεταγγίσει ανόθευτα και αναλλοίωτα. Επέλεξε όμως όλη την προσπάθειά του αυτή να την φιλτράρει μέσα από μια ακραία ασκητική μορφή του μοναχισμού, σπάνια στις συνηθισμένες αναγνώσεις των πατερικών συναξαρίων, την επιλεγόμενη «σαλότητα»! Πώς άλλωστε θα μπορούσε να μεταφέρει στη σύγχρονη εποχή μας αλώβητη την ιερά Κολλυβαδική Ορθόδοξη παράδοση1 σε ανθρώπους που έμαθαν να κάνουν εκπτώσεις στα της ορθοδόξου πίστεως και λατρείας; Οι «Κολλυβάδες», (ονομασία εμπαικτική που την προσήψαν σ’ αυτούς οι νεωτερίζοντες και υιοθετούντες νέες τάξεις περί της ορθοδόξου λατρείας έτεροι συμμοναστές τους), επέμεναν ώστε τα κόλλυβα των κεκοιμημένων να τελούνται ημέρα Σάββατο και όχι Κυριακή, όπως επίσης και επανέφεραν την τακτική και συχνή θεία μετάληψη των αχράντων Μυστηρίων κ.ά. Γράφει ο ίδιος: «Ουδέποτε άφησα ακολουθίαν, εσπερινόν, όρθρον, απόδειπνον και χαιρετισμούς. Είναι η σπουδαιοτέρα υποχρέωσις του μοναχού».
Φεύγοντας από το άγιον Όρος, εξήλθε ως νέος Άγιος Κοσμάς Αιτωλός, αυτός ο παπά – Φώτης πλέον, με το νέο του επώνυμο Λαυριώτης, που δεν το άλλαξε σε όλη του τη ζωή, να ανακαινήσει πάσα την νοητή κτίση, τους ανθρώπους του νησιού του.
Χρησιμοποίησε την σαλότητα μάλλον για να αποφύγει τους επαίνους για όσα επρόκειτο να προσφέρει στους συμπατριώτες του. Έκανε τον δια Χριστόν σαλό, για να θολώνει τους καλούς λογισμούς των ανθρώπων για το πρόσωπό του και περισσότερο καλώς να τους προβληματίζει για την πίστη τους και να περνάει απαρατήρητος. Ήταν η γενναία απόφαση που πήρε από το πανεπιστήμιο του Άθωνα. Εσπούδασε σε τόσους αγίους γέροντες και ο καϋμός του ήταν με ποιο τρόπο θα μπορέσει ο ίδιος, άσημος και κοσμικά αμόρφωτος, να προσφέρει κάτι καλό για το αγαπημένο του νησί, για τους αγαπημένους του συμπατριώτες. Από την πρώτη στιγμή που πάτησε το πόδι του στο νησί ένοιωθε ότι έφερε πάνω στους ώμους του την ευθύνη της ορθοδόξου παραδόσεως. Δεν ήρθε να νοιώσει χαρές κοσμικές, ήρθε ταπεινά να συνεισφέρει, ν’ αλλάξει τον κόσμο με τη γνήσια διδασκαλία του λόγου του Θεού. Και αυτό δεν το έκανε με βερπαλιστικά κηρύγματα, αλλά με βίωμα.
Εδίδασκε βιωματικά τους ανθρώπους με τους οποίους σχετιζόταν. Αλλά και κανείς ποτέ μέχρι σήμερα από εκείνους που τον γνώρισαν δεν τον είδαν να παρεκτρέπεται από τις αρχές του. Από την αρχή που εμφανίσθηκε στο νησί του ως ιερομόναχος μέχρι την τελευταία στιγμή της ζωής του, που έκλεισε τα γήινα μάτια του, κανείς δεν τον είδε να καταπατά μία από τις αρετές της ασκητικής της ορθοδόξου εκκλησίας μας. Ποτέ του για παράδειγμα δεν καταπάτησε Δευτέρες, Τετάρτες και Παρασκευές την αλάδωτη νηστεία του. Ποτέ του δεν κατέλυσε κρέας. Ποτέ δεν άφησε τον εαυτό του αλειτούργητο και ακοινώνητο. Ποτέ του δεν παρέλειψε τον κανόνα του και τις προσευχές του. Τι να πει κανείς για τους Χαιρετισμούς της Παναγίας; Αλλά και το ντύσιμό του ήταν εντελώς απέριττο. Δεν έδιδε την εντύπωση ενός ιερομονάχου με το παρουσιαστικό που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε σήμερα. Εκτός του ότι δεν πρόσεχε την αμφίεσή του, ήταν μονοχίτων, δηλ. δεν φορούσε τίποτα κάτω από το ξεσχισμένο αντερί του. Κάποιοι τον ρωτούσαν: «Γιατί παπά –Φώτη δεν φοράς καλά ράσα;». Κι ο παπά Φώτης για την ιδιόρρυθμη εμφάνισή του απαντούσε: «Εγώ είμαι καλόγερος και γι’ αυτό δεν δίδω σημασία στο ντύσιμό μου».
Στις 17 Απριλίου 1951 ημέρα κατά την οποία ο παπά – Φώτης ευρίσκεται στη γενέτειρά του τα Πάμφιλα λαμβάνει έγγραφη εντολή και προσωρινό διορισμό από τον Σεβ. Μητροπολίτη Μυτιλήνης κυρό Ιάκωβο τον Α’ στο χωριό Τρίγωνας στον ιερό ναό αγ. Αντωνίου για να εφημερεύει εκεί και να εκτελεί τα ιερατικά του καθήκοντα.
Από 1ης Ιουλίου 1951 φαίνεται ότι η θέση του εφημερίου του χωριού Τρίγωνας κενώθηκε και ο Σεβ. Μητροπολίτης Μυτιλήνης κυρός Ιάκωβος ο Α’ τον τοποθετεί στην κενή εφημεριακή θέση του ιερού ναού αγ. Αντωνίου Τρίγωνα. Φυσικά ο προσωρινός διορισμός διήρκεσε μόνον 44 ολόκληρα χρόνια!
Στις 6 Σεπτεμβρίου 1953 με ενέργειες του παπά –Φώτη εγκαινιάζεται ο ενοριακός ναός αγ. Αντωνίου Τρίγωνα από τον αείμνηστο σεβ. Μητροπολίτη Μυτιλήνης κυρό Ιάκωβο τον Α’ τον από Δυρραχίου. Ο ναός του χωριού ήταν χτισμένος από το 1886 και μέχρι που ο παπά – Φώτης διορίστηκε εφημέριος του χωριού Τρίγωνα ήταν ανεγκαινίαστος.
Στις 2 Αυγούστου 1956 ο σεβ. Μητροπολίτης Μυτιλήνης κυρός Ιάκωβος ο Α’, ο από Δυρραχίου, τον χειροθετεί πνευματικό και εξομολόγο για να δέχεται τις εξομολογήσεις των εις αυτόν προστρεχόντων πιστών.
Το έτος 1962 ο παπά – Φώτης μεταβαίνει με κανονική άδεια του σεβ. Μητροπολίτου Μυτιλήνης κυρού Ιακώβου του Β’ στο άγιον Όρος και συμμετέχει στις γιορτές της χιλιετηρίδος της Αθωνικής πολιτείας. Μάλιστα σ’ αυτές τις εκδηλώσεις συμμετέχει επίσημα ως μέλος της Ιεραρχίας της εκκλησίας της Ελλάδος και ο Σεβ. Μητρ. Μυτιλήνης κυρός Ιάκωβος ο Β’. Ένα μεγάλο και ύψιστο γεγονός για την οικουμενική ορθοδοξία. Σχετικά ο παπά – Φώτης έγραφε σε κάποια επιστολή του: «Η Θεία Πρόνοια ηυδόκησε όπως ευρισκόμεθα εν ζωή κατά το ευφρόσυνον τούτο γεγονός και αισθανόμεθα την υποχρέωσιν ίνα συμμετάσχω και απολαύσω της χαράς τούτης».
Το έτος 1963, την 1η Ιανουαρίου, εγγράφεται ως αδελφός της Μονής Υψηλού της ιεράς μονής Μητρ. Μυτιλήνης κατόπιν εντολής και αποφάσεως του σεβ. Μητροπολίτου Μυτιλήνης κυρού Ιακώβου Β’ του από Σισανίου και Σιατίστης.2 Φαίνεται ότι ο παπά –Φώτης επιστρέφοντας εκ του αγίου όρους δεν ενεγράφη αμέσως σε κάποια μονή ως έπρεπε σύμφωνα με το κανονικό και εκκλησιαστικό δίκαιο της εκκλησίας. Ο λόγος δεν γνωρίζουμε εάν οφείλεται στον ίδιο ή στον τότε Μητρ. Μυτιλήνης Ιάκωβο Α’ τον από Δυρραχίου, ο οποίος και τον εδέχθηκε στη μητρόπολή του. Πιθανόν να ήταν μια πράξη αμελείας ή κάτι άλλο το οποίο αγνοούμε. Πάντως ο παπά –Φώτης από το έτος 1963 είναι εγγεγραμμένος αδελφός της μονής Υψηλού, ασχέτως εάν ποτέ του δεν εγκαταβίωσε σ’ αυτήν. Αυτό είναι το υπάρχον καθεστώς όλων των ιερομονάχων της εκκλησίας της Ελλάδος απ’ όσα γνωρίζουμε περί της εκκλησιαστικής καταστάσεως, αφού όλοι οι εν ενεργεία αρχιμανδρίτες και ιερομόναχοι και ιεροδιάκονοι, άγαμοι κληρικοί, ενώ είναι εγγεγραμμένοι οπωσδήποτε σε κάποιο μοναστήρι, καθότι έτσι υπαγορεύεται από τους κανόνες, ωστόσο αυτό δεν τηρείται σχεδόν ποτέ, εκτός κάποιων εξαιρέσεων. Έτσι και ο παπά – Φώτης διετέλεσε εφημέριος μια ζωή στον Τρίγωνα χωρίς ποτέ του να έχει εγκαταβιώσει στο μοναστήρι του Υψηλού. Παρόλα αυτά όμως εσύχναζε ευκαίρως ακαίρως στο μοναστήρι του Υψηλού, ιδιαιτέρως κατά τα πανηγύρια της μονής και των διαφόρων εξωκκλησίων της. Μας διηγήθηκε ο νυν ηγούμενος της μονής Υψηλού ο Πανοσιολ. Αρχιμ. π. Ραφαήλ Ιωσηφέλλης ότι: «ο παπά – Φώτης συνήθως μας επισκεπτόταν των αγίων Πάντων και πάντα σχεδόν μαζί λειτουργούσαμε στην Σιγριανή τη μνήμη του κτήτορος της μονής Υψηλού, αγίου Θεοφάνη».
Στις 11 Μαΐου 1964 χειροθετείται αρχιμανδρίτης από τον αείμνηστο μητροπολίτη Μυτιλήνης κυρό Ιάκωβο τον Β’, τον από Σισανίου και Σιατίστης, κατά την εύσημο ημέρα των εγκαινίων του παρεκκλησίου των αγίων και Πανευφήμων Αποστόλων, το οποίο βρίσκεται στο προαύλιο του ενοριακού ναού αγίου Αντωνίου Τρίγωνα. Ο αείμνηστος Μητροπολίτης κυρός Ιάκωβος ο Β’ τον αγαπούσε πολύ και πολλές φορές τον συμβουλευόταν σε μερικά θέματα. Σχετικά του ανέθετε και δύσκολες πνευματικές αποστολές. Π. χ. στο χωριό Ν. Κυδωνίες μετέβη ο παπά –Φώτης και ασχολήθηκε επισταμένως με το θέμα της αιρέσεως. Φαίνεται ότι εκεί είχαν ενσκύψει προβατόσχημοι λύκοι και ο παπά – Φώτης με την παρουσία του έδωσε, ως έγραφε στο μητροπολίτη, του «αρκούντα φώτα και όπλα» στους πιστούς. Σχετικά ο σεβ. Μητροπολίτης Μυτιλήνης κυρός Ιάκωβος ο Β’ έγραφε για τον παπά –Φώτη τα ακόλουθα: «Κτίζει ναούς, παρεκκλήσια, εξωκκλήσια, είναι φιλάνθρωπος, αγαπά τους πτωχούς, δεν αγαπά το χρήμα, καλλιεργεί τα κτήματα των πτωχών, ασκητικός, νηστευτής και λίαν αυστηρός καλόγηρος. Έχει πολλά αισθήματα άλλ’ εις πρωτόγονον μορφήν, υπερβολικός ζηλωτής, ενθουσιώδης, ευγενής κατά τρόπον πρωτόγονον, ειλικρινής, ευθύς, ανιδιοτελής εις μέγαν βαθμόν, αυστηρός καλόγηρος, εκτιμάται ως φιλάνθρωπος άλλ’ είναι πάντοτε ατημέλητος, ακαταλόγιστος, εργάζεται μετά ζήλο εις τον τομέα της φιλανθρωπίας».3
Το έτος 1967 ο παπά –Φώτης δώρησε δια του Σεβ. Μητροπολίτου Μυτιλήνης κυρού Ιακώβου του Β’ το ποσόν των 4.000 δραχμών από τον μισθόν του δια την μαρμάρινην κατασκευήν του τάφου του αγίου ενδόξου νεομάρτυρος Θεοδώρου του Βυζαντίου. Ο παπά – Φώτης ήταν πάντα πρωτοπόρος σε έργα φιλανθρωπίας και αγάπης, ιδιαιτέρως ότι είχε σχέση με τους Λεσβίους αγίους.
Εκτός των άλλων ο παπά –Φώτης ήταν ένας αληθινός Έλληνας και πατριώτης. Στο χωριό του τα Πάμφιλα με δικά του χρήματα κατεσκεύασε το ηρώον το έτος 1970.
Ήταν πάντα απρόβλεπτος και αεικίνητος. Ό,τι και αν έβαζε στο μυαλό του το πραγματοποιούσε χωρίς να τον παίρνουν οι άλλοι είδηση. Δεν ήξερε τις τυπικότητες και τα γραφειοκρατικά για τις ως άνω διαδικασίες. Και φυσικά δεν σήκωνε πολλά. Ήθελε ό,τι κάνει να είναι προς δόξαν Θεού. Κάποτε λοιπόν πήγε σε κάποιο σπίτι που ήξερε ότι συζεί ένα ανδρόγυνο και ετέλεσε το μυστήριο του γάμου στο σπίτι χωρίς χαρτιά και διαδικασίες για άδειες γάμου. Κάποιος κληρικός που το έμαθε, κατά κάποιο τρόπο τον έλεγξε. Ζήτησε από τον παπά – Φώτη να του δώσει κάποιες εξηγήσεις. Ο παπά – Φώτης με την απλότητα που τον διέκρινε του απάντησε: «Είναι καλύτερα να βρίσκονται σε αμαρτία, ή τώρα που τους πάντρεψα ζουν με ευλογία;». Αυτός ήταν ο παπά –Φώτης. Για το Θεό όλα του επιτρέπονταν. Αυτό δε σήμαινε ότι ο παπά –Φώτης ως εφημέριος που ήταν για πολλά χρόνια στον Τρίγωνα δεν τηρούσε τα βιβλία του ναού, όπως πρωτόκολλο, βαπτίσεων και γάμου. Όλα τα τηρούσε με καθαρότητα και με τα γνωστά καλλιτεχνικά του γράμματα και με πολλές όμορφες σημειώσεις και επισημάνσεις.
Επί μακαριστού αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κυρού Ιερωνύμου Α’ πηγαίνει και εφημερεύει για ένα περίπου χρόνο στο παραμεθόριο χωριό Μελάνθιο του νομού Κιλκίς. Στο χωριό αυτό ασκεί τα εφημεριακά του καθήκοντα, λειτουργεί καθημερινώς, εξομολογεί, κατηχεί τους πιστούς, αγωνίζεται για την τόνωση της ορθοδόξου πίστεως. Οι κάτοικοι του χωριού, Πόντιοι πρόσφυγες στην καταγωγή τους, τον αγάπησαν και συνδέθηκαν μαζί του. Εκεί συνέβη στον παπά –Φώτη το εξής περιστατικό: Ο παπά –Φώτης πήγαινε και λειτουργούσε όλα τα ξωκκλήσια της γύρω περιοχής. Κάποτε επιστρέφοντας νύχτα στο χωριό τον περιεκύκλωσαν μέσα στο καταχείμωνο λύκοι έτοιμοι να τον κατασπαράξουν. Ο παπά –Φώτης μπροστά σ’ αυτόν τον κίνδυνο δεν άφησε το μοναδικό του όπλο που ήταν η απαγγελία των Χαιρετισμών της Παναγίας. Τους έλεγε όσο δυνατά μπορούσε. Τότε οι λύκοι τον συνόδευσαν μέχρι το σπίτι που διέμεινε χωρίς να του κάνουν κακό. Η δύναμη της προσευχής και η ανελλιπής απαγγελία των Χαιρετισμών έσωσαν τον παπά –Φώτη από βέβαιο θάνατο!
Το έτος 1972 μεταβαίνει για να υπηρετήσει στο μοναστήρι της Αγίας Αικατερίνης Σινά απ’ όπου τελικά αναχωρεί με διάφορα προβλήματα και μεταβαίνει στα Ιεροσόλυμα.
Από 27-12-1972 έως 15-10-1975 εφημερεύει στον Πανίερο Ναό της Αναστάσεως στα Ιεροσόλυμα.
Εν τω μεταξύ επιστρέφοντας από τα Ιεροσόλυμα βρίσκεται στη δυσάρεστη θέση να είναι απολυμένος από την ενορία του, για τον λόγο ότι δεν παρέμεινε στο Σινά και για τον λόγο ότι από μόνος του παρόλες τις συστάσεις του σεβ. Μητροπολίτου Μυτιλήνης κυρού Ιακώβου του Β’ παρέμεινε άνευ κανονικής αδείας στα Ιεροσόλυμα. Την 1-10-1973 η ιερά μητρόπολη Μυτιλήνης με απόφαση του σεβ. Μητροπολίτου Μυτιλήνης κυρού Ιακώβου του Β’ τον απολύει από την εφημεριακή του θέση στον Τρίγωνα. Έτσι επιστρέφοντας στη Μυτιλήνη παραμένει άνευ ενορίας και εφημεριακών καθηκόντων μέχρι 14- 4- 1976. Κατά το διάστημα αυτό ο παπά –Φώτης εξυπηρετεί για ένα εξάμηνο το χωριό Αμπελικό άνευ διορισμού.
Στις 15- 4- 1976 ο σεβ. Μητροπολίτης Μυτιλήνης κυρός Ιάκωβος ο Β’ τον διορίζει εφημέριο της ενορίας αγ. Παρασκευής Σταυρού για τρεις περίπου μήνες.
Κατόπιν με εντολή και νέο διορισμό ο παπά –Φώτης επιστρέφει την 1-7-1976 στο χωριό του τον Τρίγωνα.
Εν συνεχεία μεταβαίνει στην Πόλη των πόλεων την αγαπημένη του Κων/πολη και με εντολή του Οικουμενικού πατριάρχου εφημερεύει στον ιερό ναό Αγ. Νικολάου στο νησί της Χάλκης.
Από τη Χάλκη μεταβαίνει για ένα περίπου χρόνο, το έτος 1972, στο Θεοβάδιστον όρος Σινά, αναπτύσσοντας μεγάλους δεσμούς με τους Βεδουίνους. Στο Σινά είχε την ευκαιρία να επισκεφθεί όλα τα ασκητήρια μεγάλων οσίων ανδρών, να ανεβαίνει και να λειτουργεί τακτικά στην αγία Κορυφή, να λειτουργεί σε όλα τα παρεκκλήσια της μονής και των πιο απομακρυσμένων κελλιών και σκητών μη παραλείποντας να λειτουργεί στο παρεκκλήσιο της φλεγομένης και μη κατακαιομένης βάτου.
Από το Σινά μεταβαίνει το έτος 1973 στον τόπο που αγάπησε πολύ, τα άγια Προσκυνήματα των Ιεροσολύμων με κέντρο δράσης του τον Πανάγιο Τάφο του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Στα Ιεροσόλυμα με την ευλογία του Μακαριωτάτου πατριάρχου Ιεροσολύμων εφημερεύει ως φύλακας, εφημέριος και ψάλτης του Παναγίου Τάφου. Η αγάπη του για τον Πανάγιο Τάφο δεν μπορεί να περιγραφεί ούτε με λόγους ούτε με γραφές. Καθημερινά βιώνει την παρουσία του ίδιου του Κυρίου μας στη ζωή του. Εκεί θα λέγαμε εφημέρευσε με αγνότητα και γνήσιο ορθόδοξο φρόνημα υπερασπίζοντας όταν έπρεπε, και όταν οι συνθήκες το απαιτούσαν, τα δικαιώματα των ορθοδόξων Ελλήνων επί των αγίων προσκυνημάτων από τις επιβουλές των άλλων δογμάτων. Δεν παρέλειπε σε όλη του τη ζωή να τονίζει ότι: «Ο Πανάγιος και Θεοδόχος Τάφος είναι το μεγαλύτερον και ιερώτερον προσκύνημα της ορθοδοξίας. Τα άγια Προσκυνήματα ευρίσκονται μέσα εις τας χείρας αγενών και ασεβών ανθρώπων… Ο Πανάγιος Τάφος ευρίσκεται εν μέσω των χειρών των τίγρεων. Έζησα κάμποσα έτη εις το πατριαρχείον Ιεροσολύμων και είδον ιδίοις όμμασι τι θλιβεράς στιγμάς αντιμετωπίζει εκ μέρους των Θεοκτόνων Ιουδαίων». Για όλα αυτά όταν διηγούμενος αναφερόταν στα Ιεροσόλυμα βυθιζόταν μέσα στις πολλές εμπειρίες του και χαιρόταν όταν άκουγε ότι τα επισκέπτονται πολλοί προσκυνητές, ιδιαιτέρως Έλληνες. Στον Πανάγιο Τάφο έβλεπε καθημερινά να προσέρχονται πολλοί ορθόδοξοι προσκυνητές απ’ όλον τον κόσμο. Εκεί ως φύλακας του Παναγίου Τάφου έμαθε να συνομιλεί σε πολλές γλώσσες. Εκεί διεπίστωσε την οικουμενικότητα της ορθοδοξίας. Για τον λόγο αυτό όταν επέστρεψε στην Ελλάδα, το έτος 1975, κατά την διάρκεια της θείας λειτουργίας εκφωνούσε σε πολλές γλώσσες ορισμένες αιτήσεις. Με τον τρόπο του αυτό εδίδασκε αθόρυβα ότι η ορθοδοξία δεν περιορίζεται σε εθνικισμούς.
Μετά τα Ιεροσόλυμα μεταβαίνει και στην ορθόδοξη Ρωσία. Εκεί επισκέπτεται πολλά προσκυνήματα και τελικά επιστρέφει το έτος 1976 στη Λέσβο και αφοσιώνεται στα εφημεριακά του καθήκοντα στον Τρίγωνα Πλωμαρίου.
Τις εμπειρίες που απέκτησε από τα προσκυνήματα του αυτά ποτέ του δεν παρέλειπε να τις διηγείται σε όποιους του το ζητούσαν. Στον προσκυνηματικό ναό της Παναγίας Αγιάσου επιστρέφοντας από τα Ιεροσόλυμα πρόσφερε ένα τεμάχιο πέτρας εκ του μνημείου της Υπεραγίας Θεοτόκου από τη Γεσθημανή. Στο δωρητήριο έγγραφο του γράφει με τα δικά του καλλιτεχνικά γράμματα το ακόλουθο κείμενο: «Φώτιος Λαυριώτης. Πάμφιλα Μυτιλήνης. Δώρον τω πανσέπτω εν Αγιάσω Θεομητορικώ προσκυνήματι λιθάριον εκ του εν Γεσθημανή Πανσέπτου Θεομητορικού Μνήματος. Ο αφιερώσας Αρχιμ. Φώτιος Λαυριώτης, εφημέριος του Παναγίου Τάφου 1972 – 1975». Η παρούσα χειρονομία του και μέριμνα για την προσφορά του λιθαρίου εκ του μνημείου της Γεσθημανή αποδεικνύει περίτρανα ότι ο παπά –Φώτης ενδιαφερόταν για το νησί του ολόκληρο, για όλους τους ναούς, τα προσκυνήματα, τα μοναστήρια ακόμη και αυτά τα ξωκκλήσια. Δείγμα κι αυτό της μεγάλης ευλάβειάς του να μεταφέρει από τους αγίους Τόπους λείψανα αγιοσύνης για ευλογία του τόπου του.
Το 1976 πήγε ο παπά – Φώτης στη Θεσσαλονίκη. Εκεί συνάντησε και τον αγαπητό του καθηγητή πανεπιστημίου της θεολογικής Σχολής και συμπατριώτη του, αείμνηστο πλέον, Ιωάννη Φουντούλη. Επιστρέφοντας στη Λέσβο ασθένησε. Παρέμεινε για λίγο διάστημα στα Πάμφιλα για να συντονίσει τις οικοδομικές εργασίες του αγίου Λουκά, μάλλον μετέφερε εις τον άγιον Λουκά διάφορα υλικά τα οποία περισυνέλεξε από τη Θεσσαλονίκη. Μόλις ανάρρωσε, αμέσως για να ευχαριστήσει τον Κύριο και Θεό μας για το δώρο της αποθεραπείας του, ελειτούργησε επί δύο συνεχώς ημέρες σε παρεκκλήσια του χωριού του στα Πάμφιλα, στο Σταυρό και στο παρεκκλήσιν – εξωκκλήσιον της Παναγίας. Αυτή ήταν η ζωή του παπά – Φώτη, να ευχαριστεί τον Θεό όχι μόνον στις καλές στιγμές της ζωής του, αλλά κυρίως στις δύσκολες!
Ο παπά –Φώτης κατά καιρούς είχε το χάρισμα να συντάσσει διάφορες διαθήκες του. Μια τέτοια διαθήκη συνέγραψε σε επιστολόχαρτο του ιερού ναού αγ. Θεράποντος Μυτιλήνης, πιθανόν να του προσφέρθηκαν ευγενώς ορισμένα επιστολόχαρτα για να γράφει, όμως όπως φαίνεται απευθύνεται στον ιερέα Κομνηνόν, τον οποίον και καθιστά εκτελεστή της διαθήκης του, δίδοντας οδηγίες για τα της κηδείας του. Φυσικά η διαθήκη του αυτή αναιρέθηκε από άλλη μεταγενέστερη. Αυτή αφορά τον τρόπο της κηδείας του και είναι αξιόλογο να την μελετήσουμε. Έγραφε ο παπά –Φώτης εν Μυτιλήνη 15 Απριλίου 1988: Ο κάτωθι υπογεγραμμένος ιερομόναχος Φώτιος Λαυριώτης γνωστός τοις πάσι εντέλομαι εις τον αδελφόν ιερέα Κομνηνόν να τελέση τα της κηδείας μου ως εξής: Άμα τη εκπνοή μου εκ του ματαίου τούτου κόσμου η νεκρώσιμός μου Ακολουθία να τελεσθή παρά μόνου ενός ιερέως, χύμα (διαβαστά) παρά του ιδίου ιερέως, άνευ κάσας (σεντουκίου) μόνον εις φανός και εις σταυρός, το πάνσεπτον σύμβολον της χριστιανοσύνης. Μετά θα μεταφερθή το σκήνος μου εις το νεκροτομείον του νοσοκομείου δια να τεμαχισθή νέοι ιατροί να παραλάβουν μαθήματα έκαστος εις την ιδίαν ειδικότητα. Μετά τούτα τα τεμάχια τεθέντα εις σακίον να μεταφερθώσιν εις όρος υψηλόν και να ρίπτωνται εις αραιά διαστήματα δια να χρησιμεύσουν βορά των ορνέων και αγρίων ζώων. Μόνον έν θέλω και παρακαλώ όλους τους καλούς ιερείς οσάκις ιερατεύουν μνείαν ποιούμενοι την ευτελεστάτην προσωπικότητά μου, και να υποβληθώσι να παρασκευάζουν εν μικρόν πιατάκι βρασμένον σιτάρι δι’ ανάγνωσιν τρισαγίου (μνημόσυνον) υπέρ της αμαρτωλής μου ψυχής. Ο ταύτα επιθυμών και εντέλων +Φώτιος Λαυριώτης. Υ.Γ. Πιστεύω ακραδάντως την ανάστασιν και αν το σώμα ακόμα καή και αλεσθή εις λεπτοτάτην κόνιν την ημέραν της Αναστάσεως θα αναστηθώσι τα των νεκρών σώματα και έκαστον θα απολάβη την αμοιβήν των έργων ή καλών ή κακών. Εάν τούτο είναι αδύνατον, να ρίπτωσι τα τεμάχια του σώματος εις τον βυθόν της θαλάσσης. Φώτιος. Υ. Γ. Δεν θέλω εκφωνήσεις λόγων εγκώμια παρά μόνον προσευχάς, μνημόνευμα, λειτουργίας και μνημόσυνα. Φώτιος». Η επιστολή – Διαθήκη αυτή δείχνει το μέγεθος της πίστεως του παπά –Φώτη και την ανάγκη των κεκοιμημένων για προσευχές, θείες λειτουργίες και μνημόσυνα. Τούτα τα τελευταία ο πολύς ακατήχητος κόσμος σήμερα δεν τα γνωρίζει και φυσικά τα στερούνται οι ψυχές των κεκοιμημένων μας!
Κάθε χρόνο στις 6 Σεπτεμβρίου που η αγία μας εκκλησία εορτάζει την ανάμνηση του εν Χώναις θαύματος υπό του Αρχαγγέλου Μιχαήλ επιτελεσθέντος η τοπική εκκλησία με πρωτοπόρο τον Σεβ. Μητροπολίτη Μυτιλήνης κ. Ιάκωβο τον Γ’ μεταβαίνουν στα Μοσχονήσια και λειτουργούν τον Ναό του Ταξιάρχη. Το έτος 1997 όταν η γείτονα χώρα επέτρεψε να λειτουργήσει ο Ναός του Ταξιάρχη για πρώτη φορά μετά τη Μικρασιατική καταστροφή ο παπά –Φώτης έδωσε το παρόν του και λειτούργησε. Από τότε ο παπά –Φώτης πήγαινε συχνά πυκνά και λειτουργούσε τους ερειπωμένους και κατεστραμμένους ναούς της Μικράς Ασίας, της αλησμόνητης πατρίδα μας!
Υποσημειώσεις.
1. Πρόκειται για ένα αγιορείτικο κίνημα από πατέρες που επέμεναν στην πιστή τήρηση των ιερών παραδόσεων της ορθοδόξου λατρείας, όπως αυτές παρεδόθησαν γραπτώς και προφορικώς από προγενέστερους πατέρες και σύμφωνα με την γνήσια αγιορειτική παράδοση. Κύριοι εκφραστές του κινήματος αυτού υπήρξαν οι: Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο Άγιος Αθανάσιος Πάριος κ.ά.
2. Απόφασις υπ’ αριθμ. 414.
3. Δουμούζη, σ’. 47.

Από το βιβλίο: Παπά-Φώτης Λαυριώτης. Σημείον αντιλεγόμενον (1913- 2010). Του Π. Θεμιστοκλέους Στ. Χριστοδούλου. Αθήναι, 2011.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.