Καταχρήσεις λέξεων και εννοιών – Στέλλασ Ν. Αναγνώστου- Δάλλα.

Υπάρχουν κάποιες έννοιες, που θα έπρεπε κανονικά να έχουν θετική σημασία, κι όμως με το πέρασμα των χρόνων, κατέληξαν ν’ ακούγονται σαν αυτονόητα αναθέματα. Δύο απ’ αυτές, είναι οι «ρατσισμός» και «φυλετικές διακρίσεις». Και οι δύο ορολογίες είναι ελληνικότατες, η δε παραποίησή τους, ξεκίνησε από την επέμβαση στον ίδιο το φορέα τους, δηλαδή στις λέξεις.

Η λέξη ρατσισμός, προέρχεται από τη λέξη ρίζα, και δηλώνει την άνιση μεταχείριση σε μια κοινωνία, ανθρώπων που έχουν διαφορετική καταγωγή απ’ αυτήν της πλειοψηφίας, βάσει της παραδοχής ότι είναι κατώτερης αξίας, ή και επικίνδυνοι. Το ίδιο νόημα έχει και η έννοια της φυλετικής διάκρισης. Η λέξη φυλή, μας θυμίζει το φύλλο, και προέρχεται από το ρήμα φύομαι, δηλαδή φυτρώνω. Και στις δύο περιπτώσεις, πρόκειται για μία αναλογία που κάνει η γλώσσα, μια μεταφορά από το φυσικό βασίλειο, όπου η συνοχή στο όλο σώμα του οργανισμού είναι προφανής, άρα και εύκολη η διάκριση ανάμεσα στο οικείο και το ξένο.

Κανέναν μας δεν ξενίζει το γεγονός ότι, ακόμη και μέσα σε μια κοινωνία ομοιογενή ως προς την εθνικότητα, υπάρχουν διαφορετικά γενετικά χαρακτηριστικά, όχι μόνο ανάλογα με την επιμέρους καταγωγή (βουνό, θάλασσα κλπ), αλλά και ανάλογα με την οικογένεια προέλευσης, μέσα στην οποία, μεταφέρονται κοινά χαρακτηριστικά, όπως για παράδειγμα, ένα ιδιαίτερο χρώμα μαλλιών, δέρματος, ή ματιών, ύψος, σωματότυπος κ.ά.. Καταγωγή έχουμε και στην μια περίπτωση, καταγωγή και στην άλλη. Γιατί λοιπόν θα μας ξένιζε, ή θα μας προδιέθετε αρνητικά η οποιαδήποτε φυλετική ή εθνική διαφοροποίηση; Από πού προέρχεται η πολυσυζητημένη φυλετική φοβικότητα;

Άλλο φόβος, και άλλο φοβικότητα. Η φοβικότητα, δεν είναι πραγματικός, δικαιολογημένος φόβος, είναι πλαστός. Είναι φόβος που δημιουργήθηκε ή καλλιεργήθηκε, από κάποιον ή από κάτι, ενώ δεν θα έπρεπε καθόλου. Είναι φόβος ανεπίγνωστος και ανεπεξέργαστος που λειτουργεί ερήμην μας, άρα μπορεί να γίνει και επικίνδυνος. Και στην περίπτωση των φυλετικών διακρίσεων, ο φόβος που υποφώσκει είναι τέτοιος ακριβώς. Έχει τη ρίζα του σε εγκλήματα του παρελθόντος, στον πυρήνα των οποίων βρισκόταν η φυλετική διάκριση. Για να το πω καλύτερα: η φυλετική υποτίμηση. Συγκεκριμένα η υποτίμηση εκ μέρους της «αρείας» φυλής, όσων ανήκουν, λίγο-πολύ, σε όλες τις υπόλοιπες φυλές του κόσμου. Κι ας μην εθελοτυφλούμε. Η υποτίμηση, εκμετάλλευση και κακοποίηση, συνεχίζεται και σήμερα, κατά τρόπο πιο συγκεκαλυμμένο, και μάλιστα από τους ίδιους εκείνους που διέπραξαν τα εγκλήματα του παρελθόντος, και οι οποίοι, παραδόξως, είναι και οι ίδιοι που επινόησαν τους αφορισμούς περί ρατσισμού και φυλετικών διακρίσεων. Και για να ξέρουμε και τι λέμε, η λέξη «άρειος», δεν προσδιορίζει τον φυσικό ομιλητή ινδοευρωπαϊκής γλώσσας. Σημαίνει ευγενής, ανώτερος, σεβάσμιος. Στα δε Ελληνικά, αρείων σημαίνει καλύτερος, ισχυρότερος, εξέχων. Δηλαδή, και μόνο ο αυτοπροσδιορισμός με το επίθετο αυτό, αποτελεί ομολογία έπαρσης, αλαζονείας, αλλά και εχθρικής διάθεσης έναντι των υπολοίπων.

Στον αντίποδα των φυλετικών διακρίσεων με την αρνητική απόχρωση που απέκτησαν λόγω της ιστορικής εμπειρίας, θα μπορούσε να τοποθετηθεί η έννοια της αυτοσυνειδησίας, με θετικό, αυτή τη φορά, πρόσιμο. Σε αυτό το πλαίσιο, ο άλλος δεν είναι εχθρός, απλά «άλλος» με την αρχαιοελληνική έννοια, δηλαδή διαφορετικός. Απλά διαφορετικός. Αυτό επιτρέπει το να αγαπά κανείς αυτό που είναι, και κατ’ επέκταση και να το προστατεύει.

Εδώ ακριβώς είναι και η ένστασή μου ως προς τη σύγχρονη διαχείριση της έννοιας της φυλετικής διάκρισης: ότι δηλαδή προβάλλεται η αρνητική της πλευρά, και αναθεματίζεται, ενώ αποσιωπάται πλήρως το άλλο της πρόσωπο, αυτό της αυτοσυνειδησίας. Κι έτσι, σιωπηρά συμπαρασύρεται κι αυτό, είτε στη λήθη, είτε στη σιωπηρή προσάρτησή του στην έννοια του κακώς εννοούμενου ρατσισμού. Αποτέλεσμα; Παρακμάζουν σιγά-σιγά και οι έννοιες της εθνικής αυτοσυνειδησίας, της υπερηφάνειας, του αυτοπροσδιορισμού, του «ανήκειν», και τελικά, του «υπάρχειν». Γιατί κακά τα ψέμματα: ο άνθρωπος είναι θηλαστικό. Βγήκε από σώμα. Έχει συνδεθεί από την αρχή της ύπαρξής του. Δεν βγήκε από αυγό. Συνδέεται με ομφάλιο λώρο για να μεγαλώσει. Δεν θα πάψει ποτέ να ανήκει. Και αν τον αναγκάσουν να μην ανήκει, τότε είναι σαν να τον αναγκάζουν να μην υπάρχει. Μήπως αυτός είναι ο στόχος;
Τώρα τελευταία λοιπόν, διαπιστώνω με θλίψη, ότι το λεξιλόγιο σχετικά με τις φυλετικές διακρίσεις, έχει αρχίσει να διευρύνεται επικίνδυνα, αμαυρώνοντας και λέξεις που μέχρι τώρα δεν είχαν αμαυρωθεί, προσδίδοντάς τους αρνητική συνυποδήλωση. Αυτό είναι το έργο της προπαγάνδας. Να παίρνει μια έννοια, να την περιορίζει σιγά-σιγά, να την προσαρτά όπου θέλει εκείνη, ή και να την αλλοιώνει εντελώς, κάνοντάς την εργαλείο του σκοπού της. Και πώς το κάνει; Χρησιμοποιεί την αρχική σημασία που αυτή είχε στο μυαλό του χρήστη, και την επεξηγεί εντελώς διαφορετικά. Κοινώς, «τον βγάζει τρελλό». Μετά από αρκετή επανάληψη, ο χρήστης συνηθίζει την νέα αρνητική σημασία, και την αποδέχεται. Έτσι έγινε και με τις λέξεις φυλή και ράτσα, έτσι αρχίζει να γίνεται και με τις λέξεις έθνος και τη λέξη αυτόχθων. Θυμηθείτε πόσες ονομασίες με το επίθετο εθνικός-ή-ό έχουν αντικατασταθεί σήμερα με άλλες ουδέτερες, και κανείς δεν υποψιάζεται ότι αυτό μπορεί να έγινε εμπρόθετα. Το Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο αναφέρεται συντομογραφικά ως ΕΚΠΑ ή uoa(university of Athens), και οι περισσότεροι αγνοούν τη σημασία των αρχικών. Η Εθνική Λυρική Σκηνή υποκαταστάθηκε από το Ίδρυμα Λάτση, ενώ οι Εθνικές οδοί επιμερίστηκαν και αναβαπτίσθηκαν από τις εταιρείες στις οποίες ανήκουν τώρα πια. Έτσι έχουμε Νέα Οδό, Εγνατία, Ολυμπία, Ιονία, Αττική, …ό,τι άλλο εκτός από Εθνική. Και δεν μίλησε κανείς, ούτε και θα μιλήσει. Οι περισσότεροι από απροσεξία και έλλειψη προβληματισμού. Οι λιγότεροι, από φόβο. …Ας ρίξουμε μια ματιά στα «Τείχη» του Καβάφη, κι ας προβληματιστούμε για το μέλλον πριν μας προφθάσει αυτό.

Ας πούμε τώρα και για το επόμενο θύμα: τη λέξη «αυτόχθων». Τι υπέροχη ελληνική λέξη! Χθών-χθονός είναι η γή. Εξ ής και κατά-χθόνιος, υπο-χθόνιος, και χθαμαλός=χαμηλός Κατά μία ετυμολογία, από εκεί προέρχεται και η λέξη homo, ο άνθρωπος δηλαδή στα Λατινικά. «…Και λαβών χούν εκ της γης…». Ο αυτό-χθων, είναι αυτός που «φύτρωσε» απ’ αυτήν τη γή, ο γηγενής, ο εγχώριος. Προσέξτε: δεν είναι ο εν-τόπιος, ο ντόπιος που λέμε σήμερα. Σε έναν τόπο μπορεί να συνυπάρχουν πολλοί, διαφορετικής καταγωγής, και όχι μόνο οι αυτόχθονες. Μπορεί να τους δοθούν δικαιώματα κατοικίας και εργασίας, απόκτησης ακίνητης περιουσίας, ακόμη και πολιτικά δικαιώματα, αυτόχθονες όμως, δεν θα γίνουν ποτέ.

Είναι καλό πράγμα να είσαι αυτόχθων. Κάπου στη Γή, οπουδήποτε. Να έχει ρίζα η ύπαρξή σου, να ανήκεις. Να έχεις μια γενιά και μια ιστορία. Ας είναι και με τα λάθη της. Όμως συμπληρώνει την ύπαρξή σου. Μόνον έτσι μπορείς να καταλάβεις και να σεβαστείς και τον άλλον. Δεν είναι ανάγκη να καταργήσεις τα όριά σου για να μπορείς να αγαπάς. Αν δεν υπάρχεις, δεν μπορείς να αγαπάς. Ούτε κι ότι υπάρχεις σημαίνει και ότι θα μισείς. Στην ελληνική μας ψυχή ζει διαχρονικά το γονίδιο της Αντιγόνης: «…ου γαρ τοι συνέχθειν, αλλά συμφιλείν έφυν». Ναι, δεν γεννηθήκαμε για να μισούμε, αλλά να αγαπούμε, και σαν Έλληνες, και σαν Χριστιανοί, όταν ξαναγεννηθήκαμε με τη Βάπτισή μας, στον νέο «Ισραήλ», στον λαό του Θεού. Εκεί, είναι «μία η ποίμνη», και «είς ο ποιμήν», αλλά δεν καταργείται η αυτοσυνειδησία. Αντίθετα, αυτή οδηγεί στην προσέγγιση μεταξύ των ανθρώπων, και τελικά, στην ψηλάφηση του Θεού: «εποίησέ τε εξ ενός αίματος παν έθνος ανθρώπων κατοικείν επί παν το πρόσωπον της γης, ορίσας προστεταγμένους καιρούς και τας οροθεσίας της κατοικίας αυτών, ζητείν τον Κύριον, ει άρα γε ψηλαφήσειαν αυτόν και εύροιεν…». Έφτιαξε, δηλαδή, κάθε έθνος των ανθρώπων, με κοινή γενετική καταγωγή, δηλαδή ανθρώπους, και τους έκανε να μπορούν να κατοικήσουν σε ολόκληρη τη γή (προσαρμόζοντας ανάλογα και τα φυλετικά τους χαρακτηριστικά προς τις συνθήκες του κάθε τόπου), και όρισε συγκεκριμένο χρόνο και τόπο για την επίγεια ζωή τους. Κι αυτό το πλαίσιο θα τους επέτρεπε να προσεγγίσουν και να γνωρίσουν τον Κύριο. Να Τον αποκτήσουν. (Πράξεις Αποστόλων, κεφ.17, 26-27).
Αυτό το πλαίσιο… Είναι καλό πράγμα το πλαίσιο. Αν το χάσουμε, μας λέει ο Απόστολος, χάνουμε κατά συνέπεια, κι ένα χαραγμένο μονοπάτι προς τον Θεό. Κι αν χάσουμε τον Θεό, τι θα μας μείνει; Ο θάνατος; Αυτός είναι ο προορισμός της ζωής;
Στέλλα Ν. Αναγνώστου- Δάλλα.

Κατηγορίες: Άρθρα. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.