Ομιλία για την αγάπη – Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτσ.

Ματθ. 22,35-46

Όποιος επιθυμεί να ντροπιάσει τον Θεό, ντροπιάζει τον εαυτό του, και δίνει στον Θεό την ευκαιρία να δοξαστεί περισσότερο.
Όποιος ενεργεί έτσι, ώστε να υποτιμηθούν οι δίκαιοι άνθρωποι, εν τέλει υποτιμά τον ίδιο του τον εαυτό και ανυψώνει τον δίκαιο άνθρωπο.
Όποιος βάζει την πέτρα στο δρόμο του δίκαιου ανθρώπου, ο ίδιος σκοντάφτει σ’ αυτήν και αναγκάζει τον δίκαιο άνθρωπο να ανεβεί την ανηφόρα απ’ όπου διακρίνεται πιό ξεκάθαρα ο δίκαιος δρόμος.
Όποιος φυσά, για να σβήσει την φλόγα του δίκαιου ανθρώπου, εν τέλει την δυναμώνει περισσότερο και σβήνει την δική του φλόγα.
Στην τρικυμιώδη θάλασσα του κόσμου ο Θεός είναι ο βράχος πάνω στον οποίο ο δίκαιος άνθρωπος σώζεται ενώ ο άθεος τσακίζει το πλοίο του.
Στην τρικυμιώδη θάλασσα της ζωής ο δίκαιος είναι πέτρα πάνω στην οποία σκοντάφτει ο αμαρτωλός άνθρωπος. Ο αμαρτωλός άνθρωπος, που επιθυμεί να σπάσει βίαια αυτή την πέτρα, πέφτει τελικά στην τρύπα που κάλυπτε η πέτρα.
Όποιος πετάει σκόνη ενάντια στον αέρα τυφλώνεται . Όποιος πετάει πολλές πέτρες στην λίμνη βυθίζεται κάποια στιγμή ο ίδιος.
Πολλές φορές μοιάζει σαν να επιτρέπει ο Θεός· η δικαιοσύνη να είναι άοπλη και απροστάτευτη σ’ αυτό τον κόσμο. Αυτό όμως το κάνει για να δείξει την δύναμή Του, γιατί το νήμα της δικαιοσύνης είναι πιό δυνατό από το σκοινί της αδικίας. Ο τύραννος ορμάει να κόψει το νήμα της δικαιοσύνης αλλά εν τέλει μπερδεύεται σ’ αυτό και σκοτώνεται.
Ο σατανάς θέλησε να καταστρέψει τον δίκαιο Ιώβ αλλά εν τέλει τον ανύψωσε στον ουρανό! Την στιγμή που ο Ιώβ φαινόταν αδύναμος, νίκησε τον σατανά. Ο σατανάς θέλησε να καταστρέψει τον βασιλιά Ηρώδη και το επέτυχε, γιατί ο Ηρώδης δεν του πρόβαλλε καμία αντίσταση. Και τη στιγμή που ο Ηρώδης φαινόταν πανίσχυρος, καταστράφηκε.
Πολλές φορές, όλα όσα προέρχονται από τον Θεό σ’ αυτή τη ζωή, φαίνονται αδύναμα, αλλά εν τέλει είναι πιό δυνατά και από τα αστέρια και τους τεράστιους ωκεανούς.
Προσέξτε και διδαχθείτε από τις παρακάτω περιπτώσεις που ήταν η μία ενάντια στην άλλη και προσέξτε, το δίδαγμα που δίνουν: ο Μωυσής και ο Φαραώ, ο Δαβίδ και ο Γολιάθ, ο Ιώβ και ο σατανάς, η Ιερουσαλήμ και η Βαβυλώνα, ο Δανιήλ και ο Δαρείος, οι Απόστολοι και η Ρώμη. Αν μπορείτε να κατανοήσετε τα διδάγματα που έδωσε ο Θεός με αυτά τα ξεκάθαρα παραδείγματα, θα αναφωνήσετε από χαρά μαζί με τον θείο Δαβίδ: Ούτοι εν άρμασι και ούτοι εν ίπποις ημείς δε εν ονόματι Κυρίου Θεού ημών μεγαλυνθησόμεθα. (Ψαλμ. 19,8).
Τότε θα κατανοήσετε, με τη λογική σας και με την καρδιά σας και θα ασπαστείτε τα παρακάτω λόγια του αποστόλου Παύλου: Αλλά αυτούς που ο κόσμος τους θεωρεί μωρούς, εκείνους διάλεξε ο Θεός για να ντροπιάσει τελικά τους σοφούς, κι αυτούς που ο κόσμος θεωρεί ανίσχυρους, εκείνους διάλεξε ο Θεός για να ντροπιάσει τελικά τους κατά κόσμο ισχυρούς. Κι αυτούς που, ο κόσμος τους θεωρεί παρακατιανούς και περιφρονημένους, εκείνους διάλεξε ο Θεός, και τα μηδενικά, για να καταργήσει όσους θαρρούν πως είναι κάτι (Α΄Κορ. 1,27).

Ποιά λοιπόν είναι η μοίρα του καλού σ’ αυτόν τον κόσμο και ποιά είναι η πορεία του; Σε καμία άλλη ιστορία αυτου του κόσμου δεν μπορείς να δεις τόσο φανερά την απατηλή αδυναμία του καλού και την ακαταμάχητη δύναμή του όσο στην ιστορία του Ιησού Χριστού. Αυτός ο πιό Γνωστός ήρθε στον κόσμο σαν Άγνωστος. Αυτός ο πιό Δίκαιος καταδικάστηκε ως Άδικος. Αυτός ο πιό Ισχυρός επέτρεψε να τον σκοτώσουν σαν τον πιό Αδύναμο. Και τι συνέβη στο τέλος; Στο τέλος ήλθε η νίκη Του και η δόξα Του. Ήλθε η νίκη Του και η δόξα Του και η ήττα και η ντροπή εκείνων που δεν Τον δέχτηκαν, δεν Τον αναγνώρισαν και Τον βασάνισαν. Βέβαια δεν έφτασε το αληθινό τέλος. Γιατί όταν θα φτάσει το τέλος τότε θα φανεί όλη η μεγαλοσύνη της νίκης Του και όλη η λάμψη της δόξας Του. Τότε θα φανεί όλη η φρίκη της ήττας και της ντροπής αυτών που Τον κυνήγησαν και Τον βασάνισαν.

Κάθε φορά που οι εχθροί του καλού, οι εχθροί του Θεού έστησαν παγίδα στον Χριστό, οι ίδιοι έπεσαν σ’ αυτήν. Όταν Τον υποτίμησαν, οι ίδιοι υποτιμήθηκαν. Όταν θέλησαν να Του κλείσουν το στόμα, οι ίδιοι σιώπησαν. Πράγματι όλα όσα έπραξαν για την ντροπή Του τελικά έπραξαν για την δόξα Του και για τη δική τους ντροπή. Έτσι συνέβη τότε, έτσι συμβαίνει και σήμερα.

Οποιοσδήποτε σήμερα θα εναντιωθεί στον Χριστό, θα πέσει και θα καταστραφεί και θα δώσει την ευκαιρία να λάμψει περισσότερο η δύναμη και η δόξα του Χριστού. Έτσι συμβαίνει ακόμη και σήμερα, έτσι θα συμβαίνει και αύριο μέχρι το τέλος του κόσμου.
Το σημερινό Ευαγγέλιο δείχνει τι θα συμβεί στους ανθρώπους που δοκιμάζουν τον Θεό.
Φανερώνει τι θα συμβεί στους ανθρώπους που προσπαθούν να τιμηθούν οι ίδιοι και να ατιμαστεί ο Θεός.
Όταν έμαθαν οι Φαρισαίοι ότι αποστόμωσε τους Σαδδουκαίους, συγκεντρώθηκαν όλοι μαζί και ένας απ’ αυτούς νομοδιδάσκαλος, για να τον φέρει σε δύσκολη θέση, του έκανε το εξής ερώτημα. Διδάσκαλε, ποιά είναι η πιό μεγάλη εντολή στο νόμο; Αυτή ήταν η τελευταία στη σειρά από εκείνες τις δοκιμασίες με τις οποίες οι Φαρισαίοι έψαχναν οποιαδήποτε αφορμή με την οποία θα μπορούσαν να καταδικάσουν τον Χριστό σε θάνατο.
Πόσο δηλητηριασμένοι είναι οι άνθρωποι από την κακία! Ενώ ο Θεός ψάχνει να βρει έστω και μία μικρή καλή πράξη στον πιό αμαρτωλό άνθρωπο για να τον σώσει, οι άνθρωποι ψάχνουν στον πιό Δίκαιο έστω και μία αμαρτία για να τον σκοτώσουν!
Αρχικά, οι επικεφαλείς των ιερέων και οι αρχηγοί του λαού, έβαλαν σε δοκιμασία τον Χριστό με τις παρακάτω ερωτήσεις: Με ποιά εξουσία τα κάνεις αυτά; Και ποιός σού έδωσε αυτήν τήν εξουσία; Σ’ αυτές τις ερωτήσεις ο Χριστός απάντησε με μία άλλη ερώτηση. Τους ρώτησε: Το βάπτισμα του Ιωάννη από πού προέρχεται, από τον Θεό ή από τους ανθρώπους; Με αυτήν Του την ερώτηση ο Κύριος μπέρδεψε αυτούς που Τον ρωτούσαν, με σκοπό να Τον δοκιμάσουν. Και αυτοί, που επιθυμούσαν να τον υποβάλλουν σε δοκιμασία, σκέφτονταν ως εξής: Αν πούμε από τον Θεό, θα μας πει· γιατί τότε δεν πιστέψατε; Αν πάλι πούμε, από τους ανθρώπους, φοβόμαστε τον κόσμο, γιατί όλοι τον Ιωάννη τον θεωρούν προφήτη. Αυτή η δοκιμασία δόξασε τον Χριστό και ντρόπιασε αυτούς που τον υπέβαλαν σε δοκιμασία. Επειδή μ’ αυτό τον τρόπο αποκαλύφθηκε η δειλία των αμαρτωλών ανθρώπων να πούνε την αλήθεια και την ίδια στιγμή δόθηκε σε μας το δίδαγμα πως ο Ιωάννης ήταν απεσταλμένος του Θεού και πως ο Κύριος Ιησούς είναι κυρίαρχος του ουρανού. Σ’ αυτήν την δοκιμασία ενώθηκαν εναντίον του Χριστου, και οι ιερείς και οι ηγεμόνες του λαού οι οποίοι πριν ήταν εχθροί τους.

Στη συνέχεια οι Φαρισαίοι μαζί με τους Ηρωδιανούς, θέλοντας να Τον δοκιμάσουν Τον ρώτησαν, αν πρέπει ή δεν πρέπει να πληρώνει κανείς τον φόρο στον Καίσαρα. Του είπαν: Πές μας, λοιπόν τι γνώμη έχεις; Επιτρέπεται να πληρώνουμε φόρο στον αυτοκράτορα ή όχι; (Ματθ. 22, 17-18). Ο Κύριος κοίταξε το νόμισμα που του είχαν δώσει, που είχε πάνω του την μορφή του Καίσαρα και απάντησε: Δώστε λοιπόν στον αυτοκράτορα ό,τι ανήκει στον αυτοκράτορα, και στον Θεό, ό,τι ανήκει στον Θεό. Αυτή η δοκιμασία έγινε για την δόξα του Χριστου και για να ντροπιαστούν αυτοί που τον δοκίμασαν, επειδή με τα λόγια που είπε ο Κύριος πρόσθεσε ένα ακόμη λίθο στο οικοδόμημα της διδασκαλίας του, αφήνοντας σ’ εμάς με αυτό τον τρόπο ένα πολύτιμο και υπέροχο δίδαγμα.

Ντρόπιασε αυτούς που τον δοκίμαζαν αποκαλύπτοντας τις μηχανογραφίες τους. Και πόσο τους ήταν αγαπητό να τον υποβάλλουν σε δοκιμασία φαίνεται και από το γεγονός πως, για αυτή τη δοκιμασία, ενώθηκαν οι Φαρισαίοι και οι Ηρωδιανοί! Οι πρώτοι, που φαινόντουσαν πως είναι πατριώτες και φίλοι του λαού, και οι δεύτεροι, που ήταν φίλοι με τους Ρωμαίους, τους κυρίαρχους της Παλαιστίνης.

Στη συνέχεια οι Σαδδουκαίοι, πλησίασαν τον Χριστό θέλοντας πάλι να τον δοκιμάσουν. Του έκαναν την παρακάτω ερώτηση: όταν επτά αδέρφια πεθάνουν ο ένας πίσω από τον άλλο, αφήνοντας ο ένας στον άλλον σαν κληρονομιά την ίδια γυναίκα, σύμφωνα με τον νόμο του Μωυσή – ποιανού θα είναι αυτή η γυναίκα μετά την Ανάσταση των νεκρών; Σ’ αυτήν την ανόητη ερώτηση την οποία έθεσαν για να δοκιμάσουν τον Χριστό και την οποία θεώρησαν ως επιδέξια παγίδα απάντησε ο Κύριος Ιησούς: Όταν αναστηθούν οι νεκροί, ούτε θα νυμφεύονται ούτε θα παντρεύονται αλλά θα είναι όπως οι άγγελοι στον ουρανό. Και επειδή οι Σαδδουκαίοι, λόγω της μεγάλης κοσμικής μόρφωσης, δεν πίστευαν ούτε στην Αγία Γραφή ούτε στην ζωή μετά τον θάνατο, ο πραότατος Κύριος άδραξε αυτή την ευκαιρία για να δικαιώση την πίστη στην μετά θάνατο ζωή και στην Ανάσταση λέγοντας: Όσο για την ανάσταση των νεκρών δε διαβάσατε τι σας λέει ο ίδιος ο Θεός; Εγώ είμαι ο Θεός του Αβραάμ και ο Θεός του Ισαάκ και ο Θεός του Ιακώβ. Ο Θεός δεν είναι Θεός νεκρών αλλά ζωντανών. Και έτσι η δοκιμασία των Σαδδουκαίων έγινε προς όφελος και την δόξα του Χριστου και για την δική τους ζημιά. Επειδή μ’ αυτό τον τρόπο φάνηκε η αμάθεια και ανοησία αυτών που δοκίμασαν τον Χριστό, και επειδή ο Κύριος απαντώντας σ’ αυτούς απάντησε σ’ όλους μας σε μιά δύσκολη ερώτηση στην οποία κανένας δεν θα μπορούσε να μας απαντήσει.

Τελικά, οι Σαδδουκαίοι πήραν απάντηση στην ερώτησή τους και ηττήθηκαν. Μ’ αυτόν τον τρόπο ηττήθηκαν αυτοί που θεωρούσαν τον εαυτό τους πολύ έξυπνο. Ηττήθηκαν αυτοί που θεωρούνταν από τον κόσμο ιδιαίτερα έξυπνοι. Στη συνέχεια μαζεύτηκαν αυτοί που ήταν εχθροί μεταξύ τους, οι Φαρισαίοι και οι Σαδδουκαίοι να κάνουν ομαδική επίθεση, και ένας από αυτούς στο όνομα όλων ρώτησε τον Χριστό: Διδάσκαλε, ποία είναι η πιό μεγάλη εντολή στο νόμο; Σ’ αυτήν την ερώτηση οι υπηρέτες του σκοταδιού σκέφτηκαν σίγουρα ότι θα πιάσουν τον Χριστό να σφάλλει.

Και πως έτσι θα μπορούσαν να τον οδηγήσουν στο δικαστήριο. Οι Φαρισαίοι και οι Σαδδουκαίοι ήταν οι άνθρωποι που είχαν καταπατήσει όλες τις βασικές εντολές του νόμου του Θεού που τους δόθηκε διαμέσου του Μωυσή. Σεβόντουσαν μόνο δύο εντολές: την περιτομή και τη γιορτή του Σαββάτου. Πράγματι αυτές οι δύο εντολές ήταν εντολές του Θεού, αλλά δεν ήταν οι πιό σημαντικές, και δεν είχαν τόσο σημασία όση νόμιζαν εκείνον τον καιρό οι Φαρισαίοι και οι Σαδδουκαίοι. Περίμεναν λοιπόν πως ο Χριστός θα πει μία από τις δύο παραπάνω εντολές δηλαδή, είτε την περιτομή, είτε το Σάββατο, είτε κάποια νέα δική του εντολή. Και υπολόγιζαν πως αν Αυτός έλεγε ότι η περιτομή είναι η πιό σημαντική εντολή του Θεού, να τον κατηγορήσουν πως υποτιμά το Σάββατο. Και αν έλεγε πως το Σάββατο είναι η πιό σημαντική εντολή, να το κατηγορήσουν πως υποτιμά την περιτομή. Και αν έλεγε κάποια καινούργια εντολή, δική του εντολή, να τον κατηγορήσουν πως υποτιμά τον παλαιό νόμο του Θεού. Αυτοί οι άμυαλοι, δεν μπορούσαν να φανταστούνε, ότι ο Χριστός θα έλεγε κάτι στο οποίο οι Φαρισαίοι και Σαδδουκαίοι υστερούσαν και συγχρόνως ότι θα έλεγε κάποια νέα εντολή που συγχρόνως ήταν και παλιά.
Έτσι ο Ιησούς απάντησε: Ν’ αγαπάς τον Κύριο τον Θεό σου μ’ όλη την καρδιά σου, μ’ όλη την ψυχή σου και μ’ όλο το νου σου. Αυτή είναι η πρώτη και η πιό μεγάλη εντολή. Και δεύτερη, το ίδιος σπουδαίο μ’ αυτή: να αγαπάς τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου. Αυτές οι δύο εντολές υπάρχουν στην Παλαιά Διαθήκη αλλά όχι δίπλα η μία στην άλλη, αλλά σε δύο διαφορετικά βιβλία του Μωυσή (5 Μωυσή, 6,5,3 Μωυσή 19,18). Δεν βρισκόντουσαν ανάμεσα στις δέκα εντολές του Θεού, που ήταν η βάση όλου του νόμου που δόθηκε διαμέσου του Μωυσή, αλλά ήταν παράλληλα αναφερόμενες. Γι’ αυτό το λόγο λίγοι από τους Φαρισαίους και από τους Σαδδουκαίους τις είχαν δώσει προσοχή. Δεν βρισκόντουσαν όμως τυχαία ανάμεσα στις δευτερεύουσες εντολές.
Το τοποθετήθηκαν εκεί λόγω ειδικής πρόνοιας του Θεού. Βρισκόντουσαν ανάμεσα στις δευτερεύουσες εντολές, επειδή η ανθρώπινη γενιά εκείνο τον καιρό δεν ήταν έτοιμη να τις δεχτεί. Γιατί πριν φτάσει κανείς στο μεγάλο σχολείο πρέπει να περάσει από το μικρό. Ο Δεκάλογος του Μωυσή αντιπροσώπευε το μικρό σχολείο της αγάπης: Ν’ αγαπάς τον Κύριο τον Θεό σου μ’ όλη την καρδιά σου. Αυτή είναι η πρώτη και η μεγαλύτερη εντολή. Η δεύτερη εξαρτάται από την πρώτη εντολή και πηγάζει από την πρώτη. Γεννιέται όμως η αγάπη μέσα από τις εντολές; Όχι δεν γεννιέται.
Δυστυχώς, όμως η εντολή για την αγάπη έπρεπε να υπάρξει και να διατυπωθεί, γιατί η σκοτεινή ανθρώπινη καρδιά ξεχνά την απολύτως φυσιολογική αγάπη που πρέπει να έχει κανείς απέναντι σε Εκείνον που Την αγαπά περισσότερο. Γιατί ακόμη και η μάνα δεν υπενθυμίζει στο παιδί της να την αγαπά παρά μόνον, εάν το παιδί της ξεχαστεί και αρχίζει να την περιφρονεί επειδή έχει πάρει τον λανθασμένο γλιστερό δρόμο της ζωής. Τότε, λοιπόν, η αγάπη προς την μάνα γίνεται εντολή όχι τόσο λόγω της μάνας όσο λόγω του παιδιού. Ο Θεός δεν δίνει καμία εντολή αγάπης στους αγγέλους, γιατί οι άγγελοι δεν απομακρύνονται από Αυτόν και Τον αγαπούν φυσικά. Γενικώς είναι ντροπή για το ανθρώπινο γένος το γεγονός πως αυτό το ίδιο προκάλεσε αυτή την εντολή για την αγάπη προς το Θεό. Επειδή η εντολή για την αγάπη προς τον Θεό, όσο είναι εντολή άλλο τόσο είναι και επίπληξη για το ανθρώπινο γένος. Και καθένας ο οποίος ελάχιστα γνωρίζει όλα όσα ο Θεός κάνει γι’ αυτόν και όλα όσα ο άνθρωπος χρωστά στο Θεό, πρέπει στα αληθινά να αισθανθεί την πιό βαθιά ντροπή, επειδή έδωσε ο άνθρωπος αφορμή γιά μία τέτοιου είδους εντολή.
Προσέξτε, η αγάπη του ανθρώπου προς τον Θεό είναι πιό φυσιολογική απ’ ότι η αγάπη του παιδιού προς την μάνα. Γι’ αυτό το λόγο η αγάπη του ανθρώπου προς τον Θεό πρέπει, και χωρίς καμία εντολή να είναι πιό φανερή απ’ ότι η αγάπη του παιδιού προς την μάνα. Ο Θεός είναι το ύψιστο αγαθό απ’ το οποίο πηγάζει κάθε καλό και κάθε μακαριότητα. Το να ζει κανείς με τον Θεό είναι ευτυχία στην ατυχία, πλούτος στη φτώχεια και παρηγοριά στη θλίψη. Γι’ αυτό το λόγο να αγαπάτε Αυτόν, ως το ύψιστο αγαθό και ως τη ύψιστη ευτυχία. Να αγαπάτε Αυτόν περισσότερο από κάθε πλάσμα, περισσότερο από τον πατέρα και την μητέρα, περισσότερο από την γυναίκα και παιδί, περισσότερο από τον ίδιο τον εαυτό σας. (Τύχων Ζάντοσκι, Σότσιν).
Για ποιό λόγο λοιπόν το παιδί αγαπαέι τη μητέρα του; Επειδή διαισθάνεται την αγάπη της μάνας προς αυτό. Για ποιό λόγο λοιπόν ο άνθρωπος δεν αισθάνεται την αγάπη του Θεού; Επειδή η καρδιά του σκλήρυνε και η πνευματική του όραση σκοτείνιασε από την αμαρτία. Ο Χριστός ήρθε στον κόσμο για να μαλακώσει την ανθρώπινη καρδιά. Ήρθε στον κόσμο για να αποκτήσει ο άνθρωπος ένα τρυφερό αίσθημα αγάπης προς τον Θεό και για να φωτίσει την πνευματική όραση της σκοτεινής ανθρωπότητας. Ο Κύριος Ιησούς Χριστός ήρθε στον κόσμο και υπήρξε η πιό δυνατή έκφραση της θεϊκής αναλλοίωτης αγάπης προς τον άνθρωπο. Ο Ιησούς Χριστός ήρθε στον κόσμο για να αναθερμάνει τη φλόγα της αγάπης στις καρδιές των παιδιών του Θεού.
Επίσης ο Κύριος Ιησούς Χριστός, ήρθε για να ξαναγεννήσει εκείνο το αίσθημα που παλιά ήταν εντελώς φυσιολογικό, όπως ήταν στους αγγέλους, αλλά με τον καιρό έγινε μη φυσιολογικό! Εάν η μητέρα δεν αγαπούσε το παιδί, θα μπορούσε το παιδί να αγαπάει την μάνα; Εάν ο Θεός δεν αγαπούσε τον άνθρωπο θα μπορούσε ο άνθρωπος να αγαπάει τον Θεό; Γιατί ο Θεός από την αρχή και πριν από τον άνθρωπο αγάπησε τον άνθρωπο. Από εκεί πηγάζει και η φυσικότητα της αγάπης του ανθρώπου προς τον Θεό. Στη θεϊκή προσευχή πριν το μαρτύριο ο Κύριος Ιησούς είπε στον ουράνιο Πατέρα: Πατέρα, είσαι ενωμένος μ’ εμένα κι εγώ μ’ εσένα. Να είναι κι αυτοί ενωμένοι μ’ εμάς, κι έτσι ο κόσμος να πιστέψει ότι μ’ έστειλες εσύ…. Κι ότι αγάπησες κι αυτούς όπως αγάπησες εμένα (Ιωάν. 17,23). Τι έξοχη και παρηγορητική έκφραση. Ο Θεός περιβάλλει εμάς τους αμαρτωλούς και ακάθαρτους ανθρώπους με την ίδια την αγάπη που περιβάλλει τον Μονογενή Του Υιό! Εκείνοι που μπορούν να γνωρίσουν και να αισθανθούν την άσβηστη φλόγα αυτής της θεϊκής αγάπης δεν χρειάζονται καμία εντολή για την αγάπη. Αντίθετα, αυτοί θα ντρεπόντουσαν, εάν κανείς τους διέταζε να αγαπούν τον Θεό, δηλαδή να απαντήσουν με αγάπη στην αγάπη. Ο απόστολος Ιωάννης, που ακούμπησε το κεφάλι του στο στήθος του Κυρίου-Θεού Του και αισθάνθηκε το βάθος και την γλυκύτητα της θεϊκής αγάπης, γράφει: Εμείς αγαπάμε τον Θεό, γιατί Εκείνος πρώτος μας αγάπησε (Ιώαν. Α 4,19,4,10) Δείτε τι γράφει. Αυτό δεν είναι επιδέξια επιλεγμένα λόγια, σαν τα λόγια που λένε οι κοσμικοί σοφοί, αλλά αυτά είναι τα λόγια του ανθρώπου που ήπιε το νερό της αγάπης από τήν ίδια την πηγή και στη συνέχεια με ενθουσιώδη χαρά χρησιμοποίησε τα πιό απλά λόγια να εκφράσει αυτήν την ανείπωτη αγάπη του Θεού.
Ακούστε τώρα ένα άλλον απόστολο που αρχικά μισούσε και καταδίωκε τον Χριστό να γράφει για την αγάπη: Τι, λοιπόν μπορεί να μας χωρίσει από την αγάπη του Χριστού; Μήπως τα παθήματα, οι στενοχώριες, οι διωγμοί, η πείνα, η γύμνια, οι κίνδυνοι, ή ο μαρτυρικός θάνατος; Και ακόμη συμπληρώνει: κι είμαι πράγματι βέβαιος πως ούτε ο θάνατος ούτε ζωή ούτε άγγελοι ούτε άλλες ουράνιες δυνάμει ούτε παρόντα ούτε μέλλοντα ούτε κάτι άλλο είτε στον ουρανό είτε στον άδη, ούτε κανένα άλλο δημιούργημα θα μπορέσουν ποτέ να μας χωρίσουν από την αγάπη του Θεού για μας, όπως αυτή φανερώθηκε στο πρόσωπο του Ιησού Χριστου του Κυρίου μας (Ρωμ. 8, 35-39). Εγώ νομίζω από τότε που υπάρχει ο κόσμος και ο χρόνος κανένας άνθρωπος δεν περιέγραψε με τόσο δυνατά λόγια την αγάπη του προς τον Θεό. Και αυτή η αγάπη του δεν είναι αγάπη λόγω εντολής, αλλά είναι αγάπη που φυσιολογικά προκάλεσε η αγάπη, φλόγα η οποία άναψε, από μεγαλύτερη φλόγα. Η εντολή δόθηκε για εκείνους που, λόγω των έργων τους, άξιζαν τιμωρία. Η εντολή δόθηκε για εκείνους που έδειξαν αδιαφορία απέναντι στην αγάπη του Θεού ή έδειξαν περιφρόνηση στην αγάπη και την γενναιοδωρία του Θεού. Ο απόστολος με τα παρακάτω απλά λόγια μας εξηγεί τον λόγο για τον οποίο είναι φυσιολογικό να αγαπάμε το Θεό και συγχρόνως μας δίνει μία ισχυρή ενθάρρυνση για την εφαρμογή αυτής της εντολής, μας λέει: ότι ο Θεός πρώτος μας αγάπησε και ότι αυτός μας αγάπησε και έστειλε τον υιό του, που θυσιάστηκε για να μας ελευθερώσει από τις αμαρτίες μας. (Α΄ Ιωαν. 4,10).
Μπορεί να γραφτούν και ήδη είναι γραμμένα ολόκληρα βιβλία αποδείξεων της θεϊκής αγάπης προς εμάς. Μπορεί να γραφτούν και ήδη είναι γραμμένα ολόκληρα βιβλία με λόγια αγάπης προς τον Θεό. Όλος ο δημιουργημένος ορατός και αόρατος κόσμος είναι απόδειξη της θεϊκής αγάπης προς εμάς. Όλο το φυσικό περιβάλλον, ο ήλιος και τα αστέρια, οι ετήσιες εποχές, η ροή της ανθρώπινης ζωής υπάρχουν κάτω από το μάτι της θείας πρόνοιας. Πολλά αποδεικνύουν την θεϊκή αγάπη προς εμάς: η θεϊκή υπομονή απέναντι στους αμαρτωλούς, η αθόρυβη αλλά ισχυρή υποστήριξη των δίκαιων ανθρώπων και άλλα πολλά για τα οποία δεν υπάρχει ούτε όνομα αλλά ούτε και αριθμός. Γιά ποιό λόγο όμως να τα απαριθμήσουμε και να τα ονομάσουμε όλα αυτά, αφού αρκετό είναι μόνον να σκεφτούμε ότι ο Θεός πρώτος μας αγάπησε ; Ο ερχομός του Υιού του Θεού ανάμεσα στους ανθρώπους, το έργο του Ιησού Χριστού, το μαρτύριό Του για το ανθρώπινο γένος, ξεπερνά σε μεγαλοσύνη και λάμψη, όλες τις άλλες αποδείξεις της θεϊκής αγάπης. Το στόμα Του μας είπε ότι ο Θεός αγαπά εμάς όπως Αυτόν. Η διδασκαλία Του το απέδειξε. Τα έργα Του αποτελούν μαρτυρία για αυτό. Το μαρτύριό Του αποτελεί την σφραγίδα της αγάπης του Θεού προς εμάς. Γι’ αυτό το λόγο η καρδιά μας πρέπει το συντομότερο να γεμίσει με συναισθήματα γι’ αυτόν, όμοια με τα συναισθήματα αγάπης του παιδιού προς την μητέρα, όμοια αλλά και πιό δυνατά.
Για ποιό λόγο ο Κύριός μας δίνει την εντολή να αγαπάς τον Κύριο τον Θεό σου μ’ όλη την καρδιά σου, μ’ όλη την ψυχή σου και μ’ όλο τον νού σου; Πρώτο, για να ενδυναμώσει αυτή την εντολή και να την χαράξει στο μυαλό των ανθρώπων. Δεύτερο, επειδή επιθυμεί να δείξει ότι η αγάπη προς τον Θεό αποκλείει κάθε άλλη αγάπη, κάθε άλλο μοίρασμα της αγάπης, αποκλείει την υπηρεσία σε δύο Κυρίους – στο Θεό και τον μαμωνά. Αλλά υπάρχει ακόμη ένας μυστικός και εσωτερικός λόγος. Ο Θεός είναι τριαδικός, ο Πατέρας, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα, η Αγία Τριάδα είναι ενωμένη. Και ο άνθρωπος είναι τριαδικός, αποτελείται από την καρδιά, την ψυχή, και το νου. Και ο Πατέρας αγαπάει τον άνθρωπο και ο Υιός αγαπά τον άνθρωπο και το Άγιο Πνεύμα αγαπά τον άνθρωπο. Όλη η Αγία Τριάδα, ολόκληρος ο Θεός αγαπά τον άνθρωπο. Γι’ αυτό το λόγο υπάρχει η εντολή να αγαπήσει ο άνθρωπος με όλη την καρδιά του τον Θεό. Όταν ο άνθρωπος αγαπά μ’ όλη την καρδιά του και με ολόκληρη την ψυχή του και με όλο το μυαλό του, τότε ο άνθρωπος ολόκληρος αγαπά τον Θεό. Όταν ο άνθρωπος αγαπά τον Υιό και με τον ίδιο τρόπο αγαπά το Άγιο Πνεύμα τότε ο άνθρωπος αγαπά όλο τον Θεό. Όταν ένα μέρος του Θεού αγαπά ένα μέρος του ανθρώπου, τότε η αγάπη δεν είναι πλήρης, τότε η αγάπη δεν είναι αγάπη. Γιατί ο μοιρασμένος άνθρωπος δεν είναι άνθρωπος και μοιρασμένος θεός δεν είναι Θεός. Όταν κάποιος λέει ότι αγαπά τον Θεό, αλλά δεν ξέρει για τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα αυτός δεν έχει αγάπη προς τον Θεό. Και όταν κάποιος λέει ότι αγαπά τον Υιό αλλά δεν ξέρει για τον Θεό και το Άγιο Πνεύμα, αυτός δεν έχει αγάπη προς τον Θεό. Και όταν κάποιος λέει ότι αγαπά το Άγιο Πνεύμα αλλά δεν ξέρει για τον Πατέρα και τον Υιό αυτός δεν έχει αγάπη προς τον Θεό. Επειδή αυτός δεν γνωρίζει τον Θεό στο σύνολό Του. Με τον ίδιο τρόπο δεν έχει αγάπη προς τον Θεό ούτε αυτός ο οποίος λέει ότι αγαπά τον Θεό μόνο με την καρδιά ή μόνο με την ψυχή ή μόνο με το μυαλό. Γιατί αυτός που δεν γνωρίζει τον εαυτό του συνολικά δεν γνωρίζει καθόλου τι είναι αγάπη. Η αγάπη, η σωστή αγάπη –και όχι εκείνο που ο κόσμος ονομάζει αγάπη οδηγείται από το σύνολο προς το σύνολο.
Εκμηδένισε στον εαυτό σου κάθε τι που δεν είναι σύμφωνα με την καρδιά, την ψυχή και το μυαλό του, κάθε τι που σε μοιράζει. Ας είναι όλος ο άνθρωπος μία ενότητα και πλήρως στραμμένος προς τον Θεό, διδάσκει ο άγιος Ιγνάτιος Μπριαντσανίνοβ.
Ο Όσιος Συμεών, ο Νέος Θεολόγος, αναφέρει τα παρακάτω υπέροχα παραδείγματα αγάπης προς τον πλησίον, τα οποία σύντομα και με ενάργεια εκφράζουν την ουσία αυτής της αγάπης· «γνωρίζω έναν άνθρωπο» λέει αυτός, «ο οποίος άλλοτε έκλαιγε για τον εαυτό του ή για τον άλλο αμαρτωλό και άλλοτε χτυπούσε τον εαυτό του στο πρόσωπο και στο στήθος για την σωτηρία κάποιου ανθρώπου, και άλλοτε έβαζε τον εαυτό του στη θέση του αμαρτωλού που αμάρτανε και είτε με λόγια είτε με έργα φανταζόταν ότι αυτός ο ίδιος έκανε την αμαρτία του αδελφού του. Έτσι εξομολογούνταν αυτήν την αμαρτία στον Θεό και παρακαλούσε τον Θεό να τον συγχωρέσει χύνοντας εκείνη την στιγμή πολλά δάκρυα. Γνώριζα και έναν άλλο άνθρωπο ο οποίος χαιρόταν τόσο πολύ με όσους ανθρώπους είχαν επιτυχίες και με όσους ανθρώπους τελειοποιούσαν τον εαυτό τους με αγαθοεργίες που η χαρά αυτή του έδινε την αίσθηση πως ο ίδιος θα δεχτεί αμοιβή για τις δικές τους ευεργεσίες και τα δικά τους κατορθώματα. Εκτός από αυτό ταπεινωνόταν και λόγω εκείνων που αμάρταναν είτε με λόγια είτε με έργα και αυτό το έκανε με τέτοιο τρόπο σαν αν ήταν αυτός που θα έδινε απάντηση στο δικαστήριο του Θεού για όλους αυτούς και σαν να πήγαινε ο ίδιος για αυτούς στην κόλαση. Γνωρίζω και έναν άλλο ο οποίος τόσο δυνατά επιθύμησε την σωτηρία των αδελφών του που πολλές φορές με ζεστά δάκρυα παρακαλούσε τον Θεό είτε εκείνοι να σωθούν είτε εκείνον να τον παραδώσουν στα βασανιστήρια. Έχοντας ως κίνητρο τη θερμή αγάπη με κανένα τρόπο δεν επιθυμούσε να σωθεί χωρίς τα αδέρφια του. Γιατί τόσο ήταν ενωμένος μαζί τους πνευματικά με το σύνδεσμο της αγίας αγάπης, που δεν ήθελε να μπει στο ουράνιο βασίλειο χωρίς αυτούς». Αυτό αναφέρει ο Όσιος Συμεών ( η τέλεια αγάπη προς τον Θεό καί τον πλησίον Επιστολή 54).
Βλέπετε, λοιπόν ποιό είναι το βαθύ αστείρευτο περιεχόμενο αυτής της απλής εντολής; Μέσω αυτής της εντολής διαψεύδονται όλες οι αιρέσεις ενάντια στην ενότητα της τριαδικότητας του Θεού. Και ακόμη πως μ’ αυτή την εντολή γίνεται σκόνη η επιφανειακή και σχολαστική ψυχολογία κάποιων επιστημόνων των ημερών μας, η οποία κομματιάζει τον εσωτερικό άνθρωπο και τον κάνει μηδαμινό και δυστυχισμένο.

Η άλλη εντολή, όμοια μέ αυτήν, είναι να αγαπάς τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου. Δεν λέει πως η παραπάνω εντολή είναι ίδια αλλά λέει όμοια με αυτήν. Αυτό σημαίνει: και η άλλη εντολή αφορά την αγάπη αλλά όχι την αγάπη προς τον Δημιουργό αλλά προς τα δημιουργήματα. Αγαπώντας τη μητέρα του το παιδί αγαπά όλα τα έργα και όλες τις εργασίες της και όλα όσα δημιουργεί και ιδιαίτερα αγαπώντας την μητέρα του το παιδί αγαπά τους αδερφούς του και τις αδερφές του. Η αγάπη προς την μάνα ενισχύει την αγάπη προς τους αδερφούς και τις αδερφές. Όποιος έχει αγάπη προς τους γονείς του φυσιολογικά θα έχει αγάπη για τα αδέρφια του. Όποιος δεν έχει αγάπη προς τους γονείς σπάνια μπορεί να έχει αγάπη προς τους αδερφούς του. Το ίδιο όποιος έχει αγάπη προς το Θεό εύκολα θα έχει αγάπη για τους ανθρώπους που απέναντι στον Θεό είναι αδέρφια του. Όποιος όμως δεν έχει αγάπη προς τον Θεό αυταπατάται αν πιστεύει πως έχει αγάπη προς τους ανθρώπους. Ο τέτοιου είδους άνθρωπος στην καλύτερη περίπτωση μπορεί να έχει μόνο μιά κάποια συμπόνια προς τους ανθρώπους.
Παρόλο, λοιπόν που αυτή η εντολή διατυπώθηκε και στην Παλαιά Διαθήκη είναι απολύτως καινούργια στο στόμα του Χριστού. Ο Κύριος λέει σ’ ένα άλλο σημείο: Σας δίνω μία νέα εντολή, να αγαπάτε ο ένας τον άλλο. Όπως σας αγάπησα εγώ, να αγαπάτε κι εσείς ό ένας τον άλλο (Κατά Ιωάν. 13,34). Είναι νέα εντολή γιατί την εκφράζει. Εκείνος ο οποίος έδειξε την μεγαλύτερη αγάπη στην ιστορία του κόσμου. Είναι νέα εντολή, γιατί με την εντολή αυτή η έννοια, πλησίον απλώθηκε μακριά από τα τείχη του εβραϊκού λαού σ’ όλους τους ανθρώπους του Θεού. Να αγαπάτε τους εχθρούς σας, είπε ο Χριστός. Γιατί, αν αγαπήσετε μόνον όσους σας αγαπούν, ποιά αμοιβή περιμένετε από το Θεό; Δεν φωτίζει ο Θεός με το φως του ήλιου και τους εχθρούς σας; Και δεν δίνει Εκείνος τη βροχή και σε εκείνους που δεν σας αγαπούν; Το δικό σου έργο είναι να αγαπάς όλους τους ανθρώπους, λόγω της αγάπης του Θεού, που δεν χωρίζει τους δίκαιους από τους άδικους.
Οι άνθρωποι που είναι πλησίον μας είναι το ορατό έδαφος, στο οποίο εμείς δείχνουμε την αγάπη μας προς τον αόρατο Θεό. Σε ποιόν θα δείξουμε την αγάπη μας προς τον Θεό αν όχι στους ανθρώπους που ζούνε μαζί μας στη γη; Ο Θεός συγκινείται με την αγάπη που δείχνουμε προς τους γείτονές μας όπως η μάνα νιώθει συγκινημένη με την αγάπη κάποιου ξένου ανθρώπου προς το παιδί της.
Τόσο είναι απαραίτητο, αναγκαίο να δείχνει κανείς την αγάπη του προς τον Θεό με το να αγαπά τους ανθρώπους που είναι δίπλα του, που ο απόστολος της αγάπης ονομάζει ψεύτη εκείνον που λέει ότι αγαπά τον Θεό αλλά μισεί τον αδελφό του: Αν κάποιος πει «αγαπώ τον Θεό» μισεί όμως τον αδερφό του, είναι ψεύτης (Ιωάν. 4,20)
Ο πλησίον μας είναι για μας το σχολείο στο οποίο εμείς εξασκούμεθα στην τελειοποίηση της αγάπης-της αγάπης προς το Θεό! Κάθε έργο αγάπης το οποίο κάνουμε σε κάποιον άνθρωπο θερμαίνει περισσότερο την αγάπη μας προς το Θεό. Πιο πρέπει να είναι το περιεχόμενο της αγάπης μας προς τους πλησίον μας το έδειξε με το παράδειγμά Του ο ίδιος ο Κύριος, οι άγιοι απόστολοί Του και ολόκληρος ο στρατός του Θεού που αποτελείται από τους Άγιους Πατέρες και τους μάρτυρες. Το βασικά λοιπόν έργα της αγάπης είναι: η ελεημοσύνη, η συγχώρεση των προσβολών, η προσευχή για τους άλλους, η υποστήριξη των αδύναμων, η καταπράυνση των περήφανων ανθρώπων, η υπενθύμιση στους άδικους, η καθοδήγηση των αμαθών, η απόκρυψη των ελαττωμάτων των άλλων ανθρώπων, η παρηγοριά των λυπημένων, η θυσία της ζωής για τους άλλους.
Κανείς δεν έχει μεγαλύτερη αγάπη από κείνον που θυσιάζει τη ζωή του για χάρη των φίλων του (Ιωάν. 15,13). Εάν κάποιος κάνει ακόμη μεγαλύτερες θυσίες γιά κάποιους άλλους λόγους, και όχι λόγια της αγάπης, η θυσία του δεν αξίζει τίποτε.
Κι αν ακόμα μοιράσω στους φτωχούς όλα μου τα υπάρχοντα κι αν παραδώσω στη φωτιά το σώμα μου για να καεί αλλά δεν έχω αγάπη σε τίποτε δεν ωφελεί (Α΄ Κορ. 13, 1-3). Όποιος έχει αγάπη, τα έχει όλα, εφαρμόζει κάθε εντολή.
Εν τέλει ας αναφέρουμε και την γνώμη του Απόστολου Παύλου για την εκκλησία του Χριστου από την γνώμη του οποίου αναπόφευκτα και φυσικά πηγάζει η αγάπη για τον πλησίον. Όλοι εμείς οι πιστοί είμαστε μέλη του σώματος του Χριστού, ζωντανά μέλη του σώματος του Χριστου (Εφεσ. 4,5 και Α΄ Κορ. 6,15). Όλοι μας λοιπόν μεγαλώνουμε σε ένα μεγάλο και ζωντανό οργανισμό, σ’ ένα ουράνιο σώμα του οποίου κεφαλή είναι ο Χριστός. Αφού αυτό είναι έτσι, τότε πρέπει να βοηθάμε με αγάπη ο ένας τον άλλο για να προοδεύουμε. Γιατί, όταν ένα κομμάτι του σώματος προοδεύει αυτό είναι για το καλό και για το όφελος όλου του σώματος και αντίθετα, όταν ένα μέρος του σώματος είναι άρρωστο ταλαιπωρεί όλο το σώμα. Κατά συνέπεια η αγάπη μας προς τον πλησίον βοηθά στην υγεία των πλησίον μας αλλά και στην υγεία τη δική μας. Αλήθεια, η αγάπη είναι υγεία. Το μίσος είναι αρρώστια. Η αγάπη είναι σωτηρία, το μίσος είναι καταστροφή.
Αυτές λοιπόν οι δύο εντολές για την αγάπη, είναι οι πιό σημαντικές που υπάρχουν στον θεϊκό νόμο. Ούτε υπήρχαν ούτε υπάρχουν σημαντικότερες από αυτές στην γη. Αυτός είναι Βασιλικός νόμος (Ιάκωβος 2, 8) με τον οποίο κρατιέται ο ουρανός και σώζεται η γη. Σ’ αυτές τις δύο εντολές συνοψίζονται όλος ο νόμος και οι προφήτες. Ο Θεός παρέδωσε όλο τον νόμο του Μωυσή από αγάπη και ο Θεός θέρμανε την καρδιά των προφητών με την αγάπη Του. Μπορεί να ειπωθεί ότι οι πρώτες τέσσερις εντολές στην Παλαιά Διαθήκη, αφορούν την αγάπη προς τον πλησίον. Παρόλα αυτά μπορούμε να πούμε ότι όλες οι δέκα παλαιές εντολές είναι μόνον η σκιά του νόμου του Χριστου για την αγάπη. Μπορεί ακόμη να πει κανείς ότι όλα τα καλά που μπορεί να κάνει ο άνθρωπος πηγάζουν από την αγάπη ενώπιον του Θεού και από την αγάπη του προς τους πλησίον. Και τελικά μπορεί να πει κανείς ότι όλες οι αμαρτίες όσες υπήρχαν και όσες υπάρχουν είναι αμαρτίες ή ενάντια της αγάπης προς το Θεό ή ενάντια στην αγάπη προς τον πλησίον. Αν προχωρήσουμε και άλλο τις σκέψεις μας για το βάθος και το πλάτος αυτών των θεϊκών εντολών, ελεύθερα μπορούμε να πούμε ότι σ’ αυτές τις εντολές στηρίζεται ο ουρανός και η γη, ολόκληρος ο δημιουργημένος κόσμος: ο αγγελικός και ο υλικός.
Να, λοιπόν τι κατάφεραν να πετύχουν, με τις δοκιμασίες τους οι ενωμένοι εχθροί του Χριστού. Αυτοί είχαν την πρόθεση να υποτιμήσουν και να μπερδέψουν τον Χριστό αλλά στην ουσία υποτίμησαν τον εαυτό τους μέχρι το χώμα και ανύψωσαν τον αιώνιο Νομοθέτη σε θρόνο. Και έτσι αυτή η τελευταία δοκιμασία έδωσε την ευκαιρία στον Χριστό να δοξαστεί άπειρα και να φανερώσει σ’ όλους μας τις εντολές για την αγάπη.
Μετά από αυτή την απάντηση του Χριστου κανείς δεν τολμούσε πιά να του κάνει άλλες ερωτήσεις. Και όχι μόνον αυτό, αλλά σύμφωνα με αυτό που αναφέρεται στην παραβολή του Ευαγγελιστή Μάρκου, εκείνος ο οποίος έθεσε αυτή την ερώτηση στον Κύριο σχεδόν μεταστράφηκε και θέλησε να γίνει ακόλουθός Του. Γι’ αυτό το λόγο ο Κύριος του είπε: Δε βρίσκεσαι μακριά από τη βασιλεία. Γιατί, όταν ο αντιπρόσωπος του νόμου, άκουσε την αναπάντεχη απάντηση του Σωτήρα δεν μπόρεσε να συγκροτήσει τον εαυτό του και φώναξε: Σωστά, είναι αλήθεια αυτό που είπες δάσκαλε, ότι ένας είναι ο Θεός και δεν υπάρχει άλλος πλήν αυτού.. Εκείνος, ο οποίος νόμιζε ότι θα νικήσει έμεινε ηττημένος. Εκείνοι που σκέφτηκαν πως μπορούν να ντροπιάζουν τον Κύριο έμειναν ντροπιασμένοι. Και κανείς δεν τολμούσε πιά να του κάνει άλλες ερωτήσεις.
Τώρα ήρθε η σειρά του Χριστου να τους κάνει ερωτήσεις. Και Αυτός τους ρώτησε: Τι νομίζετε για τον Μεσσία; Ποιανού απόγονος είναι; Του απαντούν: «Του Δαβίδ». Τους λέει: «Πώς τότε ο Δαβίδ οδηγημένος από το Πνεύμα, τον ονομάζει Κύριο;»
Λέει ο Δαβίδ:
Ο Κύριος είπε στον Κύριό μου· κάθισε στα δεξιά μου, ώσπου να υποτάξω τους εχθρούς σου, κάτω από τα πόδια σου.
Αν λοιπόν ο Δαβίδ τον ονομάζει «Κύριο, πώς είναι απόγονός του;» (Ματθ. 2, 43-46).

Γιατί έκανε ο Κύριος την ερώτηση;

Μ’ αυτή την ερώτηση ο Κύριος ήθελε αρχικά να πει πως Αυτός είναι ο Χριστός. Δεύτερο, ήθελε να δείξει ότι κάνουν λάθος εκείνοι, όσοι περιμένουν τον Μεσσία ως κοσμικός βασιλιά από την γενιά του Δαβίδ, που θα διώξει τους Ρωμαίους και θα κάνει το Ισραήλ δυνατό κοσμικό Βασίλειο. Τρίτο, ήθελε να δείξει ότι αυτοί που Τον υπέβαλλαν σε δοκιμασία είναι εχθροί Του. Και τέταρτο ότι αυτοί ως εχθροί του μοναδικού Χριστου ο οποίος έπρεπε να έρθει και ήρθε θα είναι ηττημένοι και τιμωρημένοι. Αυτοί του είπαν: Του Δαβίδ. Αυτά είναι όλα όσα ήξεραν. Και πράγματι ο Κύριος Ιησούς ήταν από την φυλή του Δαβίδ –σύμφωνα με το νόμο τους- γιός του Δαβίδ. Αλλά προσέξτε, ούτε ο ίδιος ο προφήτης Δαβίδ δεν φανταζόταν τον Μεσσία ως γιό του. Εάν τον φανταζόταν ως γιό του δεν θα Τον ονόμαζε Κύριό του. Επειδή πότε έχει συμβεί αυτό, να ονομάζει ένας πρόγονος τον απόγονό του Θεό; Ο Δαβίδ οδηγημένος από το πνεύμα προφήτεψε και γνώριζε την δυαδική φύση του Χριστού, την ανθρώπινη και την Θεϊκή Του, Τον ονόμαζε ως Κύριό Του οδηγούμενος από το πνεύμα. Ο Δαβίδ από παλιά κατάλαβε το μυστήριο της ενσάρκωσης του Υιού του Θεού, πολύ καλύτερα απ’ ότι οι Φαρισαίοι και οι Σαδδουκαίοι που έβλεπαν τον Χριστό στα μάτια.

Ο Χριστός έπρεπε να γεννηθεί από τη φυλή του Δαβίδ και σωματικά γεννήθηκε από την Παναγία Παρθένο Μαρία που ήταν από την φυλή του Δαβίδ. Αλλά έπρεπε να έρθει και ως αιώνιος Υιός του Θεού έχοντας την θεϊκή του φύση. Και πράγματι τέτοιος έφτασε. Ο Κύριος αναφέρει τα λόγια του Δαβίδ, όχι για να τα διορθώσει αλλά για να τα επιβεβαιώσει. Όλα ήταν σωστά όπως ο Δαβίδ τα πρόβλεψε και τα προφήτεψε. Όλα έγιναν, όπως ήταν γραμμένο. Ο Θεός είχε υποσχεθεί τον ερχομό του Μεσσία ως Σωτήρα. Ανέμεναν να έρθει στη γη και ως υιός τους Δαβίδ και ως υιός του Θεού. Μετά την ανάστασή Του και την ανάληψή Του Αυτός και εκάθισεν εν δεξιά αυτου εν τοίς επουρανίοις (Εφεσ. 1,20). Και σ’ Αυτόν στ’ αλήθεια όλοι οι εχθροί Του έπεσαν στα πόδια Του.

Και όχι μόνον αυτό αλλά Αυτός κυβέρνησε με την εξουσία Του πάνω από κάθε αρχή και εξουσία και δύναμη και κυριότητα, πάνω από καθετί που ανήκει όχι μόνο στον τωρινό αλλά και στο μελλοντικό κόσμο. (Εφεσ. 1,21). Τώρα αυτό είναι κοινό μυστικό αλλά τότε αυτό ήταν το μυστικό της πραγματικότητας. Γι’ αυτό το λόγο ο Κύριος αναφέρει την προφητεία του Δαβίδ η οποία ήταν γνωστή στους Εβραίου. Φυσικά σε αυτούς ήταν γνωστά τα γράμματα και τα λόγια, αλλά η ουσία αυτών που είχαν ειπωθεί και γραφτεί δεν τους ήταν γνωστή. Ο Κύριος δεν μιλάει ακόμη άμεσα προσωπικά αλλά τους ρωτάει για την σημασία αυτών που είναι γραμμένα στον νόμο, επειδή και αυτοί Τον ρώτησαν για τον νόμο, ποιά είναι η μεγαλύτερη εντολή στον νόμο. Αυτός σωστά τους απάντησε στην ερώτησή τους. Αλλά εκείνοι δεν μπορούσαν σ’ Αυτόν να απαντήσουν ούτε μία λέξη. Κανένας δεν μπορούσε να του απαντήσει. Καί έτσι αποδείχτηκε ότι Αυτός γνωρίζει τον νόμο αλλά εκείνοι δεν τον γνωρίζουν, παρόλο που αυτοί θεωρούσαν τον εαυτό τους παντογνώστη στα θέματα του νόμου.

Ο Κύριος όχι μόνο γνώριζε τα λόγια του νόμου αλλά και το πνεύμα και την ουσία του νόμου. Εκείνοι ήξεραν μόνον τα λόγια του νόμου χωρίς το πνεύμα και την ουσία. Γι’ αυτό το λόγο στην ουσία δεν ήξεραν τίποτε. Και εκείνο που ήξεραν ήταν μόνο για την καταστροφή του και την ζημιά του λαού.

Ούτε τόλμησε πιά κανείς από κείνη τη μέρα α του θέσει ερωτήματα.

Εισήλθε ο φόβος μέσα τους από τις λογομαχίες μαζί Του, στις οποίες πάντοτε τους νικούσε. Εκείνοι λοιπόν δεν μπορούσαν να τον πιάσουν να κάνει κάποιο λάθος με τα λόγια, για να Τον καταδικάσουν Γι’ αυτό το λόγο στη συνέχεια θα αφήσουν τα λόγια και θα πιάσουν το ασήμι και τον χρυσό, για να δωροδοκήσουν τον Ιούδα και τους ψευδείς μάρτυρες. Και αυτό που δεν κατάφεραν να πετύχουν με λόγια, θα το πετύχουν με το ασήμι και τον χρυσό. Θα πληρώσουν επίσης και μισθοφόρους να πιάσουν τον Χριστό, να ψευδομαρτυρήσουν εναντίον του και προσέξτε θα πληρώσουν και τους φρουρούς να μην γνωστοποιήσουν την Ανάσταση του Χριστού.

Αλλά αυτή η προσωρινή επιτυχία θα τους φέρει στη συνέχεια μία μεγάλη λύπη. Επειδή αυτό το τελευταίο βρώμικο μέσο θα φέρει το αντίθετο αποτέλεσμα όπως το αντίθετο αποτέλεσμα έφεραν και οι δοκιμασίες με τα λόγια. Θα φέρει την τελική και πλήρη νίκη στο Χριστό ενώ σ’ αυτούς θα φέρει την αιώνια καταστροφή.
Χιλιάδες φορές είναι καλύτερο να μην γεννηθεί κανείς ποτέ, παρά να γεννηθεί και να στραφεί εναντίον του Θεού.
Ο καθένας ο οποίος θέλει να ντροπιάζει τον Θεό ντροπιάζει τον εαυτό του και στον Θεό δίνει ευκαιρία να δοξαστεί περισσότερο. Και αυτό είναι υπέροχο στα μάτια μας.
Στον Κύριό μας Ιησούς Χριστό ας είναι δόξα και ευχαριστία και τώρα και πάντα εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Από το βιβλίο του Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτσ: «ΟΜΙΛΙΕΣ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΗ ΓΙΑ ΤΑ ΣΥΜΒΟΛΑ ΚΑΙ ΣΗΜΕΙΑ».
Εκδόσις Ορθόδοξος Κυψέλη: Δεκέμβριος 2014.

Η/Υ επιμέλεια Αικατερίνας Κατσούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.