Λόγος περί των καθηκόντων ημών προς το Άγιον Θυσιαστήριον – Αγίου Νεκταρίου Επισκ. Πενταπόλεως του θαυματουργού.

«Χριστός δε παραγενόμενος Αρχιερεύς των μελλόντων αγαθών,
δια της μείζονος και τελειοτέρας σκηνής, ου χειροποιήτου τ.έ. ου ταύτης
της κτίσεως, ουδέ δι’ αίματος ταύρων και μόσχων, δια δε του ιδίου αίματος
αίματος εισήλθεν εφ’ άπαξ εις τα άγια, αιωνίων λύτρωσιν ευράμενος».
(Εβρ. Θ’, 11).
Τίς θα ίσχυέ ποτέ να εξείπη πάνθ’ όσα η άκρα του Θεού ευσπλαγχνία ειργάσατο υπέρ της σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους; Ή τις θα κατώρθου ποτέ να εικονίση γραφίδι, ή να περιγράψη καλάμω το μέγεθος, τον χαρακτήρα, ή την πληθύν των θείων τούτων ενεργειών; Τα υπό της φιλανθρωπίας του Θεού υπέρ της ανθρωπότητος απάσης τελσεθέντα έργα εισίν ου μόνον πολλά, αλλά και υπερφυή και ακατάληπτα. Από της δημιουργίας του κόσμου μέχρι της αφίξεως του Αρχιερέως του μεγάλου, του Ιησού Χριστού, του δοτήρος των μελλόντων αγαθών, τοσαύτα ο Θεός εποίησεν έργα θαυμάσια υπέρ της σωτηρίας και τελειώσεως του ανθρώπου, ώστε ουδείς ημίν θέλει επαρκέσει χρόνος διηγουμένοις. Η υπόθεσις της αναγνωσθείσης περικοπής της επιστολής του Αποστόλου είνε η ιστορία της κορωνίδος των έργων της θείας φιλανθρωπίας.
Ο άνθρωπος αμαρτήσας και πεσών υπό το βάρος του ιδίου παραπτώματος, εγένετο ελεεινόν θύμα της ιδίας αβουλίας˙ η αμαρτία, ως μεσότοιχον τεθείσα μεταξύ αυτού και του Θεού, εστέρησεν αυτόν της θεοειδούς αυτού χάριτος της εκ της σχέσεως του πνεύματος αυτού προς τον Θεόν αυτώ προσγινομένης. Αι δυνάμεις της ψυχής εξησθένησαν, το γνωστικόν δεν ηδύνατο πλέον να ποιήται ακριβή διάγνωσιν των αγαθών, διότι η από του Θεού απομάκρυνσις επέφερε πνευματικήν σκότωσιν και άγνοιαν του αληθώς καλού, του αληθώς αγαθού. Το βουλητικόν, επηρεαζόμενον υπό του γνωστικού, εβούλετο το κακόν˙ το δε συναισθηματικόν ετέρπετο ενδιατρίβον εις το πονηρόν˙ η τοιαύτη του ανθρώπου κατάστασις, ως εκτρωματική, έφερε τον παντελή του ανθρώπου όλεθρον. Το τοιούτον του ανθρώπου τέλος ήτο άφευκτον, εάν ο Θεός δεν έσπευδεν εις βοήθειαν αυτού.
Η ευσπλαγχνία του Θεού έρχεται επίκουρος προς σωτηρίαν των ανθρώπων. Τα μέσα, δι’ ων ο Θεός αντελαμβάνετο αυτού, ήσαν παντοία˙ εμπνεύσεις, αποκαλύψεις, ενέργειαι επί τε της πνευματικής και αισθητικής του ανθρώπου φύσεως˙ δι’ αυτών ο εύσπλαγχνος Θεός εποδηγέτει και καθωδήγει τον άνθρωπον˙ αι προφητείαι και πάσαι αι προρρήσεις ήσαν τοιαύτα θεία έργα προς καθοδήγησιν του ανθρώπου εις την οδόν της αληθείας. Άλλ’ η ανθρωπότης, καίτοι ούτω διεπαιδαγωγείτο υπό του Θεού, δεν ηδύνατο όμως να έλθη δια της τοιαύτης παιδαγωγίας εις τοιαύτην τελειότητα, ώστε να αποκαταστήση την προτέραν αυτής σχέσιν και κοινωνίαν μετά του Θεού˙ διότι η γνώσις των θείων απαιτήσεων και η συναίσθησις της ελεεινής ηθικής καταστάσεως του ανθρώπου δεν ίσχυον και να ανακαινίσωσι τον υπό της αμαρτίας διαφθαρέντα άνθρωπον˙ η διαπαιδαγώγησις εκείνη δύναται να θεωρηθή ως προπαρασκευή τις προς γνώσιν εις συναίσθησιν της ιδίας αθλιότητος και απαίτησιν σωτήρος και ανακαινιστού. Το υπό του Μωυσέως ανυψωθέν θυσιαστήριον ην ύψιστον μαρτύριον της τοιαύτης των ανθρώπων απαιτήσεως˙ το θυσιαστήριον εκείνο ην ιλαστήριον μαρτυρούν την συναίσθησιν της ανθρωπότητος, ην είχε περί εαυτής, ως αμαρτωλού και εναγούς˙ δια τούτο και ο αρχιερεύς πρότερον προσέφερε θυσίαν υπέρ των ιδίων αμαρτημάτων και έπειτα υπέρ των του λαού αγνοημάτων˙ η ανθρωπότης λοιπόν εδείτο αρχιερέως αναμαρτήτου, αμώμου και αγίου, κεχωρισμένου από των αμαρτωλών, και θυσιαστήριον δυναμένου ανακαινίζειν τον υπό της αμαρτίας φθανέντα άνθρωπον. Του θυσιαστηρίου τούτου ιδρυτής εγένετο ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, όστις γενόμενος θύτης και θύμα, προσέφερεν εαυτόν τω Θεώ θυσίαν άμωμον εις οσμήν ευωδίας και κατήλλαξε τον Θεόν προς την ανθρωπότητα, εισελθών εφ’ άπαξ εις τα άγια δια του ιδίου αίματος και ευράμενος λύτρωσιν αιωνίαν τη ανθρωπότητι. Το θυσιαστήριον εκείνο ιδού ίσταται ήδη εν μέσω ημών έτοιμον να παρέχη τοις ανθρώποις χάριν, αγιασμόν και απολύτρωσιν˙ έτοιμον να ανακαινίση άπασαν την ανθρωπότητα. Ο Θεός ελεήσας την ανθρωπότητα έστησεν αυτό εν μέσω αυτής˙ ήδη αυτή απόκειται το θέλειν σωθήναι.
Πόσον πολλά οφείλομεν τω Θεώ ημών, τω φιλανθρώπω ημών δημιουργώ! Τις δύναται δια λόγου να παραστήση το μέγεθος της οφειλής ημών προς τον φιλάνθρωπον Θεόν; Τίνι μέτρω λόγου αναμετρήσω το άπειρον; Το έργον είνε δυσχερέστατον˙ όθεν και αφίημι τούτο εις την συναισθησίαν εκάστου, μηδέν περί οφειλής λέγων. Και ηδυνάμην μεν ενταύθα να καταλήξω, υποδείξας πανθ’ όσα ο Θεός υπέρ της ανθρωπότητος ειργάσατο. Επειδή όμως η του θυσιαστηρίου εκείνου ανύψωσις, ως παρέχουσα τη ανθρωπότητι τα μέγιστα πνευματικά δώρα, απαιτεί και την των ανθρώπων όσον ένεστιν αποπνευμάτωσιν, δια τούτο θέλω ομιλήσει υπέρ των καθηκόντων ημών προς το άγιον θυσιαστήριον˙ διότι δέον να γνωρίζωμεν, ότι υπό συνθήκας παρέδωκεν ημίν ο Κύριος τα πλούσια αυτού δώρα, τα εκ του θυσιαστηρίου απορρέοντα. Όθεν οφείλομεν να τηρώμεν αυτάς προς απολαβήν των δώρων˙ διότι άλλως ου μόνον δεν ωφελούμεθα εκ του αγίου θυσιαστηρίου,κ προσερχόμενοι αυτώ, αλλά και μεγάλως κολαζόμεθα˙ η γνώσις λοιπόν των καθηκόντων είναι κατεπειγόντως αναγκαία, διότι εάν το θυσιαστήριον εκείνο υψώθη δια την έλλειψιν σωτηρίας, έπεται ότι εξ αυτού και μόνου δέον να εκδεχώμεθα σωτηρίαν˙ εάν δε η σωτηρία παρέχεται υπό όρους, δέον να γνωρίσωμεν αυτούς, διότι άλλως αποστερούμεθα της σωτηρίας˙ η γνώσις άρα των καθηκόντων, ως αποτελούσα σπουδαίον παράγοντα εν τη σωτηρία, δέον να υφίσταται, και μάλιστα ακριβής και σαφής.
Καθήκοντα ημών προς το άγιον θυσιαστήριον είναι ο αγιασμός του θυσιαστηρίου˙ αγιάζομεν δε το θυσιαστήριον, πρώτον, εάν προσφέρωμεν εις αυτό, ως θυσίαν ζώσαν, αγίαν και ευάρεστον τω Θεώ, την λογικήν λατρείαν ημών, και δεύτερον, εάν, προσερχόμενοι προς μετάληψιν του θείου σώματος και αίματος του Σωτήρος ημών, του θυομένου επ’ αυτού υπέρ της σωτηρίας ημών έχωμεν πλήρη την συναίσθησιν, ότι αξίως προσερχόμεθα˙ διότι πάσα άλλη προσφορά και αναξία προσέλευσις θεωρείται ως περιφρόνησις των θείων και βεβήλωσις του θυσιαστηρίου˙ ο Κύριος του αναξίως προσερχομένους τιμωρεί. (Αριθ. 16, 31-36).
Ο Απόστολος Παύλος, θέλων να προφυλάξη τους μαθητάς αυτού εκ τοιούτου παραπτώματος, διδάσκει τα εξής αξιοσημείωτα λόγια. «Ος αν εσθίη τον άρτον τούτον και πίνη το ποτήριον τούτο αναξίως, ένοχος έσται του σώματος και αίματος του Κυρίου˙ δοκιμαζέτω δε άνθρωπος εαυτόν και ούτως εκ του άρτου εσθιετω και εκ του ποτηρίου πινέτω˙ ο γαρ εσθίων καιι πίνων αναξίως, κρίμα εαυτώ εσθίει και πίνει, μη διακρίνων το σώμα και αίμα του Κυρίου». Καθήκον άρα έχομεν ύψιστον, προσερχόμενοι εις την αγίαν του Κυρίου Τράπεζαν, να δοκιμάζωμεν εαυτούς και ούτως εκ του άρτου να εσθίωμεν και εκ του ποτηρίου να πίνωμεν, διότι άλλως κρίμα εαυτοίς εσθίομεν και πίνομεν, ως μη διακρίνοντες το σώμα και αίμα του Κυρίου.
Αλλά τίνα άραγε εννοεί δοκιμασίαν, τίνα διάκρισιν; Προς την ερώτησιν ταύτην απαντώντες, λέγομεν˙ δοκιμασίαν μεν λέγων, εννοεί την εξέτασιν της ιδίας συνειδήσεως, διάκρισιν δε την συναίσθησιν της θειότητος των μυστηρίων και της ημετέρας αναξιότητος˙ διότι εάν μη η διάκρισις αύτη εν ημίν γένηται, τότε, ως μη έχοντες τελείαν και ακριβή συνείδησιν του ύψους και του μεγαλείου του μεταδιδομένου ημίν μυστικού δείπνου, προσερχόμεθα αναξίως και κρίμα εαυτοίς εσθίομεν και πίνομεν.
Η Εκκλησία θεοπνεύστως ερμηνεύουσα τους λόγους τούτους του Παύλου, εκφωνεί προς τους ετοίμους να κοινωνήσωσι των αχράντων μυστηρίων τα εξής θεόπνευστα λόγια˙ «μετά φόβου Θεού πίστεως και αγάπης προσέλθετε».
Ταύτα εκφωνεί, διότι εν τοις λόγοις τούτοις εμπεριέχεται πάσα η του Παύλου διδασκαλία. Και όντως, τις έχων φόβον, πίστιν και αγάπην δύναται να θεωρηθή ανάξιος προς μετάληψιν; Ο φόβος του Θεού εν τη Αγία Γραφή θεωρείται υψίστη αρετή˙ δια της προσωνυμίας «φοβούμενος τον Κύριον» τιτλοφορείται και χαρακτηρίζεται ο άνθρωπος, ο ζων εν νόμω Κυρίου και φυλάττων τα προστάγματα αυτού. Εν τη Γραφή ο τοιούτος πολλάκις μακαρίζεται˙ την αντίθετον έννοιαν εν τη Γραφή εκφράζουσιν αι λέξεις «άνθρωπος μη φοβούμενος τον Θεόν», όστις χαρακτηρίζεται ως άνθρωπος άνομος και βέβηλος. Την πρώτην έννοιαν δίδωσι και η Εκκλησία εις τας λέξει˙ «φόβος Θεού»˙ ας δοκιμάση λοιπόν έκαστος εαυτόν˙ και αν μεν εύρη αυτόν έχοντα φόβον Θεού τοιούτον, οίον απαιτεί η Γραφή και η Εκκλησία, ήτοι αγνόν, άγιον, άμικτον ετέρω αισθήματι ή ελατηρίω, τότε ας θεωρήση εαυτόν άξιον κατά την πρώτην αίτησιν της Εκκλησίας και ας θαρρή, πλην έτι ας μη προσέλθη˙ διότι οφείλει έτι να ερωτήση εαυτόν, εάν πιστεύη αδιστάκτως, ότι ο προσφερόμενος άρτος και οίνος είνε αυτό το σώμα και αυτό το αίμα του Κυρίου το εκχυνόμενον υπέρ της του κόσμου σωτηρίας˙ όταν δε εύρη και κατά τούτο εαυτόν άξιον της θείας κοινωνίας, τότε πλήρης αγάπης προς τον Θεόν και τον πλησίον εαυτού ας προσέλθη. Εάν όμως αισθανθή, ότι η προς τον πλησίον αυτού αγάπη δεν είνε τοιαύτη, οποίαν εντέλλεται αυτήν ο Κύριος, τότε ας επίσχη το βήμα και ας αποστή της θείας κοινωνίας, έως ότου καταλλαγή μετά του αδελφού αυτού, διότι άλλως δεν θεωρείται εισέτι άξιος της θείας Μεταλήψεως. Την σπουδαιότητα της τελευταίας ταύτης εντολής σαφέστερον εκφράζεται η Εκκλησία εν τη ακολουθία της θείας μεταλήψεως, λέγουσα˙ «μέλλων φαγείν, άνθρωπε, σώμα Δεσπότου, φόβω πρόσελθε μη φλεγής˙ πυρ τυγχάνει˙ θείον δε πίνων αίμα προς μετουσίαν, πρώτον καταλλάγηθι τοις σε λυπούσιν, έπειτα θαρρών, μυστικήν βρώσιν φάγε». Ταύτα διατάσσει η Εκκλησία στηριζομένη επί την βάσιν των λόγων του Ευαγγελιστού Ιωάννου, όστις ρητώς και σαφώς λέγει˙
Ο αγαπών τον αδελφόν αυτού εν τω φωτί μένει και σκάνδαλον εν αυτώ ουκ έστι˙ ο δε μισών τον αδελφόν αυτού εν τη σκοτία έστι˙ και εν τη σκοτία περιπατεί και ουκ οίδε που υπάγει. Πάς μη αγαπών τον αδελφόν αυτού, ουκ έστιν εκ του Θεού, ότι αύτη εστίν η αγγελία, ην ηκούσατε απ’ αρχής ίνα αγαπώμεν αλλήλους….. ο μη αγαπών τον αδελφόν αυτού μένει εν τω θανάτω˙ πας ο μισών τον αδελφόν αυτού ανθρωποκτόνος έστι». (Α’ Ιωάν. Γ’ 10-15)˙ και αλλαχού˙ «εάν τις είπη, ότι αγαπώ τον Θεόν, και τον αδελφόν, ον εώρακε, τον Θεόν, ον ουχ εώρακε, πώς δύναται αγαπάν; Και ταύτην την εντολήν έχομεν απ’ αυτού, ίνα ο αγαπών τον Θεόν αγαπά και τον αδελφόν αυτού». (Α’ Ιωάν. 4, 20-21).
Η αγάπη άρα του πλησίον είνε ένδειξις της προς τον Θεόν αγάπης και το μέτρον, το σταθμίζον το ποσόν της προς τον Θεόν αγάπης αυτού˙ δια τον λόγον τούτον φαίνεται, ότι ο Κύριος διέταξε τον προσφέροντα το δώρον εις το θυσιαστήριον και ενθυμηθέντα την προς τον αδελφόν αυτού δυσμένειαν να αφήση το δώρον αυτού ενώπιον του θυσιαστηρίου και να σπεύση να καταλλαγή μετά του αδελφού αυτού˙ «εάν, λέγει ο Κύριος, προσφέρης το δώρον σου επί το θυσιαστήριον, κακεί μνησθής, ότι ο αδελφός σου έχει τι κατά σου, άφες εκεί το δώρον έμπροσθεν του θυσιαστηρίου και ύπαγε πρώτον διαλλάγηθι τω αδελφώ σου και τότε ελθών πρόσφερε το δώρόν σου»˙ (Ματθ. Ε’. 23-24).
Εάν λοιπόν ο Κύριος δεν επιτρέπη την προσφοράν δώρου προς το θυσιαστήριον τω μη διαλλαχθέντι τω αδελφώ αυτού, πώς επιτρέψει την θείαν μετάληψιν τω μνησικακούντι κατά του αδελφού αυτού!
Η αγάπη του πλησίον είναι προϊόν της αγάπης του Θεού˙ διότι η αγάπη του Θεού ούσα αγάπη του απείρου, φέρει χαρακτήρα απεριόριστον, διο και εκτείνεται προς πάντας˙ ο μη αγαπών τον πλησίον αυτού δεν έχει αγάπην απεριορίστου χαρακτήρος, επομένως δεν έχει αγάπην αξίαν τω Θεώ, διο δεν αγαπά τον Θεόν˙ ο αγαπών τον πλησίον αυτού αγαπά τον Θεόν˙ διότι εξωτερικεύσας την αγάπην αυτού διέσπασε τα δεσμά της φιλαυτίας και του εγωισμού και δύναται να έχη αγάπην απεριόριστον και αξίαν τω Θεώ˙ διότι ο εγωισμός είνε ο μόνος φραγμός της αγάπης, ο περιορίζων αυτήν εις την λατρείαν του ιδίου εγώ˙ αδύνατον άρα να αγαπήση τις τον Θεόν, εάν δεν αγαπά τον αδελφόν αυτού˙ ο αγαπών τον Θεόν δεν δύναται να μη αγαπά τον πλησίον αυτού, διότι ο Θεός κατοικεί εν τη καρδία του αγαπώντος˙ η δε ενοικούσα εν τω ανθρώπω θεία δύναμις διασπά τους κλοιούς του εγωισμού και της φιλαυτίας και ελευθεροί την αγάπην, ήτις πλέον εκτείνεται προς πάντας˙ η έλλειψις άρα της αγάπης του πλησίον είναι έλλειψις της αγάπης του Θεού˙ όθεν ψεύδεται ο λέγων, ότι αγαπά τον Θεόν, μισεί δε τον αδελφόν αυτού˙ δέον λοιπόν προσερχόμενοι εις την μετάληψιν των αχράντων Μυστηρίων να έχωμεν πλην του φόβου του Θεού και της πίστεως προς τα άγια και την αγάπην του πλησίον˙ διότι άλλως εσθίοντες και πίνοντες αδιακρίτως, κρίμα εαυτοίς εσθίομεν και πίνομεν, μη διακρίνοντες το σώμα και αίμα του Κυρίου.
Η συμμόρφωσις ημών προς τας απαιτήσεις της Εκκλησίας είναι κατεπειγόντως αναγκαία˙ διότι, εάν το άγιον και ιερόν θυσιαστήριον υψώθη δια την έλλειψιν σωτηρίας, έπεται ότι ουδαμόθεν άλλοθεν οφείλομεν να απεκδεχώμεθα αυτήν˙ αποφεύγοντες δε αυτό, απομακρυνόμεθα από της οδού της σωτηρίας ημών, διότι ρητών και σαφώς ο Σωτήρ είπεν˙ «εάν μη φάγητε την σάρκα του υιού του ανθρώπου και πίητε αυτού το αίμα, ουκ έχετε ζωήν εν εαυτοίς˙ ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα έχει ζωήν αιώνιον και εγώ αναστήσω αυτόν τη εσχάτη ημέρα»˙ (Ιωάν. ΣΤ’, 53-54). Καθαρώς άρα και σαφώς τίθεται το ζήτημα˙ ή αρετή και ζωή αιώνιος, ή αμαρτία και θάνατος ψυχικός και σωματικός˙ διότι είτε τρώγομεν αναξίως, είτε αποφεύγομεν, ζωήν εν ημίν ουκ έχομεν˙ η ζωή η αιώνιος παρέχεται μόνον τοις ζώσι κατά Θεόν˙ λοιπόν ή ενάρετος βίος μετά ουρανίου Βασιλείας, ή εναγής μετά αιωνίου κολάσεως˙ μέση οδός ουκ έστιν˙ ή πρέπει να αποβώμεν όντως αληθείς οπαδοί του Σωτήρος ημών Χριστού και ερασταί της αληθούς χριστιανικής πολιτείας, ή άλλως ουκ έστι σωτηρία.
Ναι, χριστιανοί αδελφοί δέον αξίως να μεταλαμβάνωμεν, διότι τοις αξίως μεταλαμβάνουσιν ου μόνον σωτηρία χαρίζεται, αλλά και πλείστα άλλα χαρίσματα, δι’ ων αναδεικνύεται ο άνθρωπος εικών και ομοίωμα του Θεού. Τί δε πρώτον, ή τί ύστερον να αριθμήσω; Ουχί δια της θείας Μεταλήψεως κοινωνοί γενόμενοι του σώματος και αίματος του Χριστού, τω Θεώ ενούμεθα και εις σχέσιν και επαφήν προς αυτόν ερχόμεθα; Ουχί εκ της τοιαύτης ενώσεως λαμβάνομεν τας δωρεάς του αγίου Πνεύματος, την αγάπην, χαράν, ειρήνην, μακροθυμίαν, χρηστότητα, αγαθωσύνην, πίστιν, πραότητα, εγκράτειαν και τόσον άλλο πλήθος αρετών; Ουχί οι οφθαλμοί της ψυχής ημών διανοίγονται; Ουχί ο νους αυγάζεται και η καρδία καθαίρεται; Ουχί δια της θείας Μεταλήψεως θαρρούντες θέλομεν παρασταθή ενώπιον του αδεκάστου κριτού, ταύτην έχοντες μόνην απολογίαν; Αλλά διατί παραλείπω και πάντα τα αγαθά, όσα και τη αισθητική ημών η θεία μετάληψις παρέχει φύσει; Ουχί την καρδίαν και το σώμα πάσχοντα θεραπεύει των πιστώς προσερχομένων; Ουχί και την ζωήν ημών πολλάκις χαρίζεται και εκ κινδύνου λυτρούται και πολλά θαυμάσια εργάζεται; Η θυσία του ιερού τούτου θυσιαστηρίου εδόθη υπό του Σωτήρος εις την Εκκλησίαν ως πλούτος ακένωτος, όπως, ως εκ θησαυρού ανεξαντλήτου, λαμβάνωμεν πάντα τα αρεστά τω Θεώ αιτήματα ημών. Ναι, χριστιανοί αδελφοί˙ εκ του ιερού εκείνου θυσιαστηρίου τοσαύτα παρέχονται ημίν αγαθά, όσα δεν θέλει εξαρκέσει ημίν ο χρόνος διηγουμένοις˙ δείλαιος δ’ όστις δεν εκτιμήση αυτό το αίμα του Σωτήρος, όπερ, προβωαλλόμενον προς τον Θεόν, γίνεται πηγή χαρίτων ανεξαντλήτων, μεταβάλλει την δικαίαν αυτού αγανάκτησιν εις ευμένειαν, την οφειλήν ημών αφίησιν, αι ικεσίαι ημών εισακούονται, η χάρις του Παναγίου Πνεύματος αποστέλλεται, αι δυνάμεις του πνεύματος ημών και της ψυχής ενισχύονται, και πλούσια τα ελέη αυτού αποστέλλονται, προχειρίζεται ημάς λειτουργός του Υψίστου, ανυψοί τον άνθρωπον εις την υψίστην των Αγγέλων περιωπήν. Τέλος το ιερόν εκείνο θυσιαστήριον είναι η κλίμαξ του Ιακώβ, η συνδέουσα την Γην μετά του Ουρανού, άγγελοι δ’ επ’ αυτής αναβαίνοντες και κατεβαίνοντές εισίν οι άξιοι λειτουργοί του Υψίστου, οίτινες ανέρχονται, όπως εξαιτήσωνται παρά του Θεού τα του χριστεπωνύμου λαού αιτήματα και καταβαίνουσιν, όπως φέρωσιν αυτά εις αυτόν και μεταδώσωσι την χάριν, τον αγιασμόν και την απολύτρωσιν.
Τοιούτον λοιπόν, χριστιανοί αδελφοί, το θυσιαστήριον εκείνο και τοιαύτη η θυσία η επ’ αυτού θυομένη˙ θέλεις ήδη να γίνης μέτοχος των αγαθών αυτού; Θέλεις την σωτηρίαν σου; γίνου αληθής χριστιανός, έχε φόβον Θεού, πίστιν προς το Μυστήριον της θείας Μεταλήψεως και αγάπην προς τον Θεόν και τον πλησίον σου. Φρόντισε όμως ταχέως, διότι ίσως δεν θέλει σοι αναμείνει ο χρόνος˙ έρχεται ο θάνατος ως κλέπτης εν νυκτί, δείλαιος δε εκείνος, ον αν εύρη εστερημένον του μόνου εφοδίου, της θείας Μεταλήψεως, διότι φοβερά λίαν έσται αυτώ η παρουσία του Κυρίου.
Δεύτε, χριστιανοί αδελφοί, μεριμνήσωμεν περί της σωτηρίας των ψυχών ημών˙ ο παρών της νηστείας χρόνος είναι ο μάλλον κατάλληλος προς παρασκευήν, διότι και αι νηστείαι και αι κατανυκτικαί ακολουθίαι και η αποχή των αιτίων εισί τοσαύτα συντελεστικά μέσα προς μετάνοιαν, εξέτασιν του ηθικού ημών βίου, και προπαρασκευήν ημών προς μετάληψιν, όσα ουχί πας χρόνος παρέχει. Το παράδειγμα των μεταλαμβανόντων είναι ισχυρά παρότρυνσις προς τους απέχοντας της θείας Μεταλήψεως˙ δεηθώμεν δε από καρδίας του Χριστού, όπως ενισχύση ημάς εις τον προκείμενον ημίν αγώνα και αναδείξη ημάς αξίους κοινωνούς του αχράντου αυτού σώματος και του τιμίου αίματος, όπως γίνη η ευχαριστία ημίν εις χαράν, υγείαν και ευφροσύνην εν δε τη φοβερά ημέρα της κρίσεως ευπρόσδεκτος απολογία επί του φοβερού βήματος. Αμήν.

Από το σύγγραμμα: Του εν αγίοις πατρός ημών Νεκταρίου Επισκόπου Πενταπόλεως του θαυματουργού, «Περί επιμελείας Ψυχής». Αθήναι 1894.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.