Οι Σουλιώτισσες – Ιωάννου Ν. Παπαϊωάννου.

Ελκύουν εντυπωσιακά την προσοχή του κάθε μελετητή οι Σουλιώτισσες, καμάρι της αδούλωτης λεβεντιάς με την αντρίκεια περιφρόνηση του κινδύνου. Προβάλλουν και εμπνέουν στους αιώνες, στα άτομα και στους λαούς, το ηρωικό πνεύμα και την ηθική αντίληψη, πάντα εναρμονισμένα. Είναι οι επώνυμες Σουλιώτισσες πρώτες: Η Μόσχω Τζαβέλλα, πρώτη και μεγάλη ηρωίδα, αληθινή καπετάνισσα με δυνατό χαρακτήρα και ψυχή τολμηρή και κατά το δημοτικό τραγούδι:
Πολεμάει η Τζαβέλλαινα με το σπαθί στο χέρι με το παιδί στην αγκαλιά, με το τουφέκι στ’ άλλο
με τα φυσέκια στην ποδιά…
Ακολουθεί η Χάϊδω Γιαννάκη Σέχου, που πολέμησε στο Σούλι, στην Κιάφα, στο Κούγκι και στην Πάργα και την αποθανάτισε το δημοτικό τραγούδι:
Ας έρχονται οι Παλιότουρκοι, τίποτα δεν μας κάνουν να μάθουν Λάμπρου το σπαθί, Μπότσαρη το τουφέκι,
τα άρματα των Σουλιωτών, της ξακουσμένης Χάϊδως.
Επιβλητική προβάλλει η μορφή της Δέσπως Μπότση, που είχε εμπνεύσει τη θαρραλέα απόφαση του αγώνα μέχρι θανάτου σε δυο γενιές κατοπινές, κόρες – νύφες και εγγόνια. Στις 20 Δεκεμβρίου 1803 πολεμώντας ως το τέλος ανατίναξε τον πύργο της, όπως παρέδωσε ο λαϊκός στιχουργός:
-Αχός βαρύς ακούγεται, πολλά ντουφέκια πέφτουν…
…Η Δέσπω αφέντες Λιάπηδες δεν έκανε, δεν κάνει…
Δαυλί στο χέρι άρπαξε, κόρες και νύφες κράζει:
-Σκλάβες τουρκών μη ζήσωμε, παιδιά μαζί μ’ ελάτε…
Και τα τουφέκια ανάψανε κι όλες φωτιά γενήκαν.
Και κατά κάποιο τρόπο κλείει τον κύκλο των επώνυμων Σουλιωτισσών που έγιναν και θέματα δημοτικών τραγουδιών η Ελένη Μπότσαρη, η νεαρή κόρη, που πολεμάει διώκοντας και διωκομένη λέγοντας:
Εγώ είμαι η Λένω Μπότσαρη, η αδελφή του Μάρκου και ζωντανή δεν πιάνομαι εις των Τούρκων τα χέρια.
Την ανώνυμη Σουλιώτισσα εκπροσωπεί η σπαρακτικά δραματική εποποιΐα του «Χορού του Ζαλόγγου» με τον ηρωικό θάνατο – αυτοθυσία, καθόσον αυτοκτονία δεν ήταν ο θάνατος εκείνων στο Ζάλογγο αλλά ήταν υψηλή αυτοθυσία, που με φοβερή κατάπληξη και απροσμέτρητο θαυμασμό είδαν και οι εχθροί οι ίδιοι και με δυνατά ρίγη μνημονεύει κάθε φορά η Ελληνική ψυχή:
«Προετίμησαν να σφενδονίσουν εις την άβυσσον τα τέκνα των, ίνα μη ίδωσιν αυτά περιπίπτοντα εις χείρας των πολεμίων και έπειτα απεφάσισαν να παρακολουθήσουν τα φίλτατα εκείνα όντα, ουχί εν κλαυθμοίς και οδυρμοίς, αλλά εν χοροίς και άσμασι. Θυσία καταπληκτική, ήν ουδέποτε θέλουσι εννοήσει αι παρούσαι γενεαί! Και ήψαντο λοιπόν αλλήλων τας χείρας και έσυραν εν κύκλω τον χορόν άδουσαι και καθ’ όσον επλησίαζεν εκάστη, εις το χείλος του βαράθρου εκρημνίζετο εις αυτό και ο κύκλος επανελαμβάνετο και ο χορός ωσαύτως μέχρις ου κατέπεσον άπασαι η μία κατόπιν της άλλης» γράφει ο Κων/νος Παπαρρηγόπουλος.
Μνημονεύεται και παρόμοια μεγαλειώδης αυτοθυσία, που λησμονείται ή παραμένει άγνωστη, στο μοναστήρι του Σέλτσου, όπου 160 γυναίκες, προκρίνοντας το θάνατο από τη σκλαβιά, έτρεξαν στον Ασπροπόταμο και «ανοίξασαι τας αγκάλας ερρίφθησαν εις αυτόν αυθορμήτως μετά των φιλτάτων». Το Σούλι, αφού έγινε ολοκαύτωμα, έπεσε, ωστόσο έχει απομείνει η Δόξα και η Τιμή, που κληρονόμησε η Ελλάδα μας, ο Ελληνισμός.

Από το βιβλίο: Ιστορικές γραμμές, του Φιλολόγου – Ιστορικού, Εκπαιδευτικού Μ.Ε., Ιωάννου Ν. Παπαϊωάννου.
Τόμος Γ’. Λάρισα 1979

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Ιστορικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.