Θάρσος – Στέλλας Ν. Αναγνώστου-Δάλλα.

Έτσι έλεγαν οι αρχαίοι το θάρρος, γι’ αυτό η λέξη έχει δύο ρ.
Μας σώζεται από την αρχαιότητα ένα γνωμικό, που κατά πολλούς προέρχεται από την Μικρά Ιλιάδα, ένα έπος του Λέσχη του Μυτιληναίου, όπου περιγράφονται τα όσα συνέβησαν μετά τον θάνατο του Αχιλλέα από το χέρι του Πάρη και του Απόλλωνα. Εκεί αναφέρεται και η συμβουλή της Αθηνάς προς τον Οδυσσέα, για την κατασκευή του Δούρειου Ίππου. Την συμβουλή αυτή, λέγεται ότι την συνόδευε και η παραίνεση:
«θαρσείνχρή, τάχ’ αύριονέσετ’ άμεινον».
Δηλαδή: «πρέπει να έχεις θάρρος. Γρήγορα έρχεται το αύριο, και θα είναι καλύτερο».

Το βέβαιο είναι πως τους στίχους αυτούς τους βρίσκουμε και στο 4ο ειδύλλιο του Αλεξανδρινού ποιητή Θεόκριτου:
«…θαρσείνχρή, φίλε Βάττε. Τάχ’ αύριονέσσετ΄άμεινον,
Ελπίδες εν ζωοίσιν, ανέλπιστοι δε θανόντες,
χ’ωΖεύςάλλοκα μεν πέλλει αίθριος, άλλοκα δ’ ύει…».
Εδώ μπαίνει και η προσθήκη του λόγου της ελπίδας στο αύριο: «όσο οι άνθρωποι είναι ακόμη στην ζωή, μπορούν να ελπίζουν. Μόνο για τους πεθαμένους έχει χαθεί η ελπίδα. Κι ο Δίας, άλλοτε έρχεται με λιακάδα, κι άλλοτε βρέχει…».

Για τόσες και τόσες γενιές των προγόνων μας, η ελπίδα ήταν πολύ πιο φτωχή απ’ όσο είναι για μας σήμερα, κι όμως μ’ αυτό το λίγο, διάλεγαν την ελπίδα, διάλεγαν το θάρρος που πηγάζει απ΄ αυτήν την ελπίδα, την έστω και φτωχή. Γιατί είναι φτωχή η ελπίδα που πεθαίνει με τον θάνατο, που πεθαίνει μαζί με την τελευταία πνοή της γήινης ζωής. Και είναι φτωχή κι αβέβαιη μια ελπίδα που στηρίζεται στο τυχαίο και απρόβλεπτο της βουλής του Δία, για το πότε θα ξημερώσει για τον αδύναμο και απροστάτευτο άνθρωπο, μια χαρούμενη, μια ξάστερη μέρα. Κι όμως, έστω και σαν πιθανότητα, αρκούσε για να δώσει στον άνθρωπο την ελπίδα, την προσδοκία, τον λόγο ν’ αντιμετωπίσει τις δύσκολες περιστάσεις με θάρρος.

Εμείς σήμερα, εμείς που βαπτιστήκαμε στο όνομα του Χριστού, είμαστε κληρονόμοι μιάς ελπίδας πολύ πιο πλατειάς, και πολύ πιο σίγουρης. Για μας ο θάνατος δεν είναι πιά το όριο της ελπίδας, αλλά η αφετηρία της. Οι θλίψεις της παρούσας ζωής, αγκαλιασμένες σφιχτά με τις ξάστερες στιγμές της, θα χαθούν για πάντα στην αιώνιο ζωή, κι αυτό που θα μείνει θα ‘ναι μια ανέφελη λιακάδα. Πόσο πιο εύκολο είναι να έχεις θάρρος, μ’ αυτήν την βεβαιότητα;

Για μας δεν υπάρχει πια ο απρόβλεπτος Δίας. Δεν υπάρχει ένας θεός ανταγωνιστής και επίβουλος της ευτυχίας μας, δεν είμαστε κάτω από το σκήπτρο κανενός ισχυρότερου όντος με αβέβαιες προθέσεις. Δεν περιμένουμε την ανέφελη μέρα που ίσως έρθει, ίσως και όχι, για λόγους που είναι πέρα από μας.

Εμείς έχουμε τον Χριστό που ετοιμάζεται να σταυρωθεί για να μας απαλλάξει από το οριστικό του θανάτου. Που μας στρώνει το τραπέζι του Δείπνου, και μας πλένει τα πόδια. Που μας δίνει θάρρος λέγοντας:
«Εν τω κόσμω τούτω θλίψιν έξετε. Αλλά θαρσείτε, ότι Εγώ νενίκηκα τον κόσμο».
Εδώ, η παρηγοριά του Χριστού, δεν στηρίζεται σε ελπίδες αβέβαιες για χαρούμενες μέρες, που μπορεί και να μην έλθουν ποτέ. Δεν περιορίζεται στα πλαίσια του βιολογικού μας χρόνου. Η παρηγοριά του Χριστού έχει την ειλικρίνεια του ενήλικα προς ενήλικα, όχι εκείνη την πατρική παρηγοριά του Θεόκριτου προς ένα παιδί που δεν αντέχει ν’ ακούσει όλην την αλήθεια.

«Σ’ αυτόν τον κόσμο είναι βέβαιο πως θα δοκιμαστείτε. Αυτό είναι το μόνο βέβαιο, και να μην γελιέστε. Να το περιμένετε και να ‘στε προετοιμασμένοι. Η ελπίδα σας δεν είναι οι λίγες χαρούμενες μέρες αυτής της ζωής, και η απελπισία σας δεν είναι ο θάνατος. Μ’ εμένα όλα ανατρέπονται. Δεν είναι αυτή η ζωή ο χώρος της ελπίδας για σας, αλλά η άλλη. Δεν είναι ο θάνατος η λήξη της ελπίδας για σας, αλλά η αφετηρία της. Και η πηγή του θάρρους σας, είμαι Εγώ. Εγώ είμαι αυτός που νίκησε τον θάνατο. Εγώ είμαι αυτός που νίκησε τους πειρασμούς που γεννιούνται από τις προκλήσεις της ζωής. Εγώ κρατώ στα χέρια μου την καλωσύνη και τη συγχώρεση, όχι την οργή και τον τρόμο. Εγώ είμαι αυτός που θα σπάσει για σας τις πύλες του Άδου. Επάνω σε Μένα ν’ ακουμπήσετε για να πάρετε θάρρος».

Η έμφαση στα λόγια του Χριστού, δεν είναι στο ότι «νενίκηκα τον κόσμον». Αυτό είναι γνωστό για τον πιστό. Αυτό που παρασυρόμαστε και ξεχνούμε, είναι το Ποιός. Δεν είμαστε εμείς που μπορούμε να νικήσουμε τον «κόσμο», αλλά ο Χριστός. Μόνοι μας δεν μπορούμε παρά ελάχιστα. Με τον Χριστό μπορούμε τα πάντα, γιατί τα μπορεί Εκείνος.

Ο πατέρας Στέφανος Αναγνωστόπουλος, στο βιβλίο του «Εμπειρίες κατά τη Θεία Λειτουργία», λέει ένα πράγμα πολύ βαθύ:

«…Ο Χριστός δεν είπε ότι νίκησε τις θλίψεις και τους κατατρεγμούς της ζωής, αλλά ότι νίκησε τον κόσμο. Οι θλίψεις παραμένουν. Ο κόσμος που νίκησε ο Χριστός, είναι ο πειρασμός που γεννιέται μέσα μας εξ αιτίας των θλίψεων αυτών. Τον πειρασμό νίκησε ο Χριστός. Και με τον Χριστό μπορούμε να τον νικήσουμε κι εμείς, σαν τον Ιακώβ που πάλευε με τον άγγελο του Θεού όλην την νύχτα…».

Η ανέφελη μέρα αυτής της ζωής, δεν η μέρα χωρίς θλίψεις, κι ας δικαιούμαστε να προσευχόμαστε «υπέρ του ρυσθήναι ημάς…». Ανέφελη είναι η μέρα που δεν υποκύψαμε στον πειρασμό της απελπισίας, της απιστίας, και δεν χάσαμε το θάρρος μας. «Ο ακολουθών εμοί, κάναποθάνη, ζήσεται». Το θάρρος που μπορεί να γεννηθεί απ’ αυτήν την βεβαιότητα αγγίζει τα όρια του υπερφυσικού. Είναι το υπέρλογο θάρρος των αγίων.
Στέλλα Ν. Αναγνώστου-Δάλλα.

Κατηγορίες: Άρθρα. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.