Η κατά Λατίνων διδασκαλία του Νικολάου εξ Υδρούντος: Η αντίθεση της προσθήκης του Filioque προς την εκκλησιαστική παράδοση – Σωτήρη Ν. Κόλλια.

Ο Νικόλαος θεωρώντας το Filioque ως «κατά της αληθείας πλασθεύρεμα»1 και έχοντας ως αρχή και κανόνα τους λόγους του Χριστού, ο Οποίος απερίφραστα δήλωσε ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται από τον Πατέρα2 σημειώνει τα λόγια του Κυρίου «ου γαρ έστι μαθητής υπέρ τον διδάσκαλον»,3 υπονοώντας ότι

δεν μπορεί να θεολογήσει κάποιος ορθότερα από τον Ίδιο τον Χριστό! Βασίζεται στην αδιάψευστη διδασκαλία του Ιησού «ως αυτός εκδιδάσκει ημάς»,4 ο Οποίος θεολόγησε για την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος και δεν άφησε κανένα περιθώριο αμφισβητήσεως της διδασκαλίας Του.5 Σύμφωνα με την ορθόδοξη διδασκαλία η φράση του Κυρίου: «όταν έλθη ο παράκλητος ον εγώ πέμψω υμίν παρά του πατρός, το πνεύμα της αληθείας, ο παρά του πατρός εκπορεύεται, εκείνος μαρτυρήσει περί εμού» (Ιω. 15, 26) είναι σαφής και πλήρης. Εάν το Πνεύμα εκπορεύεται από τον Υιό, τι εμπόδιζε Αυτόν να πει ότι εκπορεύεται από τον Πατέρα και από Εμένα; Αλλά δήλωσε ξεκάθαρα ότι ο Ίδιος θα στείλει το Πνεύμα παρά του Πατρός, ενώ με τη φράση «όταν έλθη ο παράκλητος» φανέρωσε το αυτεξούσιο και αυτοκίνητο του Πνεύματος.6 Το Άγιο Πνεύμα , δηλαδή, δεν προβάλλεται ως αντικείμενο της πατρικής και υιϊκής κυριαρχίας. Είναι ίσο προς τα άλλα δύο θεία πρόσωπα και διατηρεί το αυτεξούσιο και αυτοδύναμο της υποστάσεώς Του. Δεν είναι ενεργούμενο αλλά ενεργούν πρόσωπο, που έλκει την αιτία της υπάρξεώς Του από το πρόσωπο του Πατρός. Η αναγωγή της υπάρξεως του Πνεύματος και στον Υιό, θα καταργούσε την έννοια της μίας και μοναδικής αρχής στην Αγία Τριάδα και θα το υποβίβαζε. Συνεπώς, η επιλογή των ρημάτων «έλθη», «πέμψω», «εκπορεύεται» είναι σκόπιμη, προκειμένου να διαφοροποιηθεί η έννοια τριών καταστάσεων: Της εκουσίας φανερώσεως του Πνεύματος στους ανθρώπους, της χρονικής αποστολής Του από τον Υιό σε αυτούς και της αϊδίου εκπορεύσεως από τον Πατέρα, αντίστοιχα. Στη συνακολουθία αυτή ο Νικόλαος βλέπει την τελειότητα λέγοντας: «τελειούν ου τελειούμενον, τοιγαρούν και ημείς ουκ άλλως σεβόμεθα και ομολογούμεν την μίαν εν τριάδι θεότητα ει μη ως αυτός εκδιδάσκει ημάς ο του Θεού συναΐδιος Λόγος».7
Παραθεωρώντας οι Λατίνοι το ανωτέρω αγιογραφικό χωρίο του Ευαγγελιστού Ιωάννου, αντιτάσσουν την άποψη ότι ο Χριστός δεν είπε και «εξ εμού» λόγω της ταπεινότητος της ανθρώπινης φύσεώς Του,8 γι’ αυτό έδωσε προτεραιότητα στον Πατέρα Του και είπε ότι το Πνεύμα εκπορεύεται από τον Πατέρα. Σε αυτή την πρόκληση ο Νικόλαος απαντά κατ’ αρχήν πως τα λόγια του Χριστού, ότι όταν θα φύγει, θα στείλει τον Παράκλητο σε εμάς,9 δεν είναι λόγια ταπεινώσεως «άλλ’ υψηλά και θεότητος»10. Εάν, λοιπόν, το Πνεύμα εκπορεύεται και από τον Υιό, θα το αποκάλυπτε ο Ίδιος ο Κύριος, γιατί κανένας δεν ξέρει τα του αληθινού Θεού και Πατέρα παρά μόνο ο αληθινός Θεός και Υιος και ο αληθινός Θεός και Παράκλητος.11
Επιπροσθέτως στο προοίμιο του έργου «Τρία Συντάγματα» ο συγγραφέας μας αναφέρει ότι οι Πατέρες για να επισημοποιήσουν και να διαφυλάξουν το ορθόδοξο δόγμα από κάθε παραχάραξη, στην Α’ και Β’ Οικουμενική σύνοδο συνέταξαν το σύμβολο της Πίστεως. Αυτό θα αποτελούσε έκτοτε τον αλάθητο γνώμονα για κάθε αντιπαράθεση. Για τον ίδιο λόγο και ο Νικόλαος κάνει εκτενή αναφορά στο σύμβολο της Πίστεως τονίζοντας το αμετάβλητό του και την απαγόρευση κάθε προσθήκης και συμπληρώσεως στα άρθρα του. Σημειώνει εμφαντικά ότι το σύμβολο της Πίστεως πρέπει να διατηρηθεί «ακαινοτομήτως».12 Η προσθήκη οποιαδήποτε φράσεως πλέον στην ομολογία πίστεως του χριστιανικού δόγματος θα ερχόταν σε αντίθεση με τη θεάρεστη διδασκαλία των ιερών Πατέρων,13 καθότι αυτό θα σήμαινε την αμφισβήτηση της θεοπνευστίας των οικουμενικών συνόδων και της ικανότητας των Πατέρων και Διδασκάλων να θεολογούν ως ενιαίο σώμα αλάνθαστα14 Εξάλλου, θυμίζει στους αντιφρονούντες Λατίνους ότι η Γ’ Οικουμενική σύνοδος στην Έφεσο (431) όρισε σταθερά να μη γίνει ούτε αφαίρεση ούτε προσθήκη στο σύμβολο της Πίστεως.15 Ο Ζ’ κανόνας της συνόδου αναφέρει κατηγορηματικά: «Τούτων αναγνωσθέντων, ώρισεν η αγία σύνοδος, ετέραν πίστιν μηδενί εξείναι προφέρειν, ήγουν συγγράφειν, ή συντιθέναι, παρά την ορισθείσαν παρά των αγίων Πατέρων, των εν τη Νικαέων συναχθέντων πόλει, συν αγίω Πνεύματι. Τους δε τολμώντας ή συντιθέναι πίστιν ετέραν, ή γουν προκομίζειν, ή προφέρειν τοις θέλουσιν επιστρέφειν εις επίγνωσιν της αληθείας, ή εξ ελληνισμού, ή εξ ιουδαϊσμού, ή γουν εξ αιρέσεως οιασδηποτούν˙ τούτους, ει μεν είεν επίσκοποι, ή κληρικοί, αλλοτρίους είναι τους επισκόπους της επισκοπής, και τους κληρικούς του κλήρου˙ ει δε λαϊκοί είεν, αναθεματίζεσθαι».16 Είναι, επομένως, ανεπίτρεπτο για κάθε ορθόδοξο να αντιβαίνει σε αποφάσεις οικουμενικής συνόδου.
Συνεπώς, δεν δύναται να γίνει αποδεκτή η προσθήκη της φράσεως «εκ του Υιού» στο όγδοο άρθρο του Συμβόλου της Πίστεως.17 Η απολυτότητα της συνόδου της Εφέσου πηγάζει από τη βαθιά πεποίθηση ότι το συναχθέν σύμβολο εκφράζει την αλήθεια, που έπρεπε να διατηρηθεί απαραχάρακτη στους αιώνες.
Ο Νικόλαος υπενθυμίζει στους Λατίνους ότι κανείς από τη δυτική εκκλησία δεν αντιτάχθηκε στα δόγματα που θεμελιώθηκαν στις έξι πρώτες οικουμενικές συνόδους, αλλά αντιθέτως όλοι συμφώνησαν και υπέγραψαν τις αποφάσεις τους. Διότι τον ιερό όρο της πίστεώς μας, συνεχίζει, όλες οι σύνοδοι διαδοχικά τον βεβαίωσαν, στις οποίες συμμετείχαν ως πρόεδροι εξέχουσες προσωπικότητες της ρωμαϊκής εκκλησίας. Οι τελευταίοι αναντίρρητα ψήφισαν και όρισαν να μην προστεθεί κανένα επιπλέον δόγμα ούτε να αφαιρεθεί κάτι από τον διατυπωμένο όρο της πίστεως.18 Κατηγορεί, συνεπώς, τους Λατίνους για αθέτηση των αποφάσεων, που ελήφθησαν και με δική τους έγκριση κατά τους παρελθόντες αιώνες σημειώνοντας: «κοινή ψήφω τα της πλάνης απελάσαντες δόγματα».19 Παράλληλα, τους θυμίζει τις ενέργειες παπών, οι οποίοι υπερασπίσθηκαν με ζήλο την ορθοδοξία πολεμώντας την προσθήκη του Filioque στο σύμβολο της Πίστεως, όπως οι πάπες Γρηγόριος ο Διάλογος (450- 604), Ζαχαρίας (741-752), Λέων Γ’ (795-816) και Βενέδικτος Γ’ (855- 858). Μάλιστα διηγείται το γεγονός, όπου ο πάπας Λέων Γ’ αποκήρυξε συνοδικώς την προσθήκη το 809 και διέταξε να χαραχθεί το σύμβολο ελληνιστί και λατινιστί, σε δύο αργυρές πλάκες άνευ της προσθήκης και να αναρτηθούν σε περίοπτη θέση στη βασιλική του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη.20
Σε αυτό το σημείο φαίνεται η ασυνέπεια των Λατίνων, οι οποίοι, ενώ είχαν συμβάλει στην οριστική σύνταξη του συμβόλου της πίστεως, αναιρούν εκ των έσω την εγκυρότητά του εισάγοντας αυθαίρετα την προσθήκη του Filioque.21 Ο Νικόλαος θεωρεί, λοιπόν, πως εκείνοι που βεβηλώνουν και νοθεύουν με τις αντιλήψεις τους την αλήθεια της ορθοδοξίας πρέπει να αποκόπτονται από τους κόλπους της,22 καθότι πιστεύει ότι μόνο ιερόσυλος και ασεβής μπορεί να χαρακτηριστεί εκείνος που εναντιώνεται στις αποφάσεις τόσων συνόδων της εκκλησίας προσφέροντας δική του και αθεμελίωτη διδασκαλία περί των θείων.23 Παράλληλα, είναι τόσο βέβαιος για την ορθότητα των δογμάτων της ανατολικής εκκλησίας, ώστε την εναντίωση προς αυτήν την παρομοιάζει με την παράνοια κάποιου να αναζητά το φως όταν είναι μεσημέρι. Όποιος, δηλαδή, μετά την εύρεση της αληθείας ψάχνει κάτι περισσότερο, αυτό είναι εκ του πονηρού και τότε αναζητά μόνο το ψεύδος.24
Ο Νικόλαος καλεί τους Λατίνους να τηρήσουν αυτά που δογμάτισαν με θεοπνευστία οι σύνοδοι.25 Προτείνει τη φρόνιμη συμπόρευση με τα δόγματα προκειμένου να αποφευχθεί ο σκανδαλισμός των πιστών.26 Ταυτόχρονα καλεί κληρικούς και λαϊκούς να σταματήσουν οποιαδήποτε δημόσια εξέλιξη για τη χριστιανική πίστη, προκειμένου να μη δημιουργηθούν φιλονικίες.27
Έτσι, αποφαίνεται ότι, οι κληρικοί που αντιτίθενται στα δόγματα της εκκλησίας πρέπει να διαγράφονται από το σύνολο της ιεραρχίας, ενώ οι λαϊκοί, που αντιδικούν να διαγράφονται από το ποίμνιο της εκκλησίας.28 Η αυστηρότητα, που τον διακατέχει ενάντια στους διαβάλλοντες το ορθό δόγμα, πηγάζει από τα λόγια του Χριστού: «ο αθετών εμέ και μη λαμβάνων τα ρήματά μου, έχει τον κρίνοντα αυτόν˙ ο λόγος ον ελάλησα, εκείνος κρινεί αυτόν εν τη εσχάτη ημέρα» (Ιω. 12, 48). Εξάλλου, θεωρεί τη διδασκαλία του Filioque ως βλασφημία κατά του αγίου και ζωοποιού Πνεύματος,29 τη μόνη ασυγχώρητη αμαρτία κατά τα λεγόμενα του ιδίου του Κυρίου: «Δια τούτο λέγω υμίν, πάσα αμαρτία και βλασφημία αφεθησεται τοις ανθρώποις, η δε του Πνεύματος βλασφημία ουκ αφεθήσεται τοις ανθρώποις˙ και ος εάν είπη λόγον κατά του υιού του ανθρώπου, αφεθήσεται αυτώ˙ ος δ’ είπη κατά του Πνεύματος του αγίου, ουκ αφεθήσεται αυτώ ούτε εν τω νυν αιώνι ούτε εν τω μέλλοντι» (Ματθ. 12, 31-32)30 . Γράφει ο Νικόλαος βασιζόμενος στον Νικόλαο Μεθώνης: «Ει δε μη σαφώς βλασφημείται το Πνεύμα της θείας αποπίπτον τιμής».31 Βλασφημία κατά του Αγίου Πνεύματος σημαίνει ουσιαστικά την άρνηση του Θεού και την οριστική αποκοπή του ανθρώπου, ιδία θελήσει, από το Δημιουργό του, όπου η αμετανόητη αυτή θέση του διαρκεί μέχρι τέλους. Ήδη, βέβαια, οι άνθρωποι αυτοί έχουν περιέλθει στον πνευματικό θάνατο, από τον οποίο μόνο η μετάνοια και η ολοκληρωτική μεταστροφή τους μπορεί να τους λυτρώσει. Η βλασφημία, όμως, κατά του Πνεύματος θεωρείται ως η αμετάκλητη απόφασή τους να απομακρυνθούν από το Θεό και να διαστρέφουν το θέλημά Του διαδίδοντας αιρετικές διδασκαλίες. Γι’ αυτό ο Νικόλαος είναι τόσο καυστικός μαζί τους ονομάζοντάς τους βλάσφημους, διότι η κακοδοξία του Filioque παραχαράσσει το Τριαδικό δόγμα και ανατρέπει το θεμέλιο της ορθοδοξίας.
Ο μοναχός Νικόλαος αναρωτιέται πού έγκειται η παραβίαση της ανατολικής εκκλησίας, αφού διατηρεί απαραχάρακτα όσα κήρυξαν ο Χριστός, οι Απόστολοι και όλες οι σύνοδοι, σε αντίθεση με τη Δυτική εκκλησία που αρνήθηκε τα θεία και συνοδικά διδάγματα.32 Άλλωστε, αποφαίνεται, ότι η υπερνοητή και υπέρλογη Θεότητα δεν υπόκειται σε συλλογισμούς και ελέγχους,33 υπενθυμίζοντάς τους τα λόγια του αποστόλου Παύλου: «τα του Θεού, ουδείς οίδεν ει μη το Πνεύμα το εκ του Θεού» (Α’ Κορ. 2, 11).34 Ταυτόχρονα τους συμβουλεύει να σταματήσουν να ερευνούν τα θεία με ακρισία, καθώς «το δε πως ου πολυπραγμονούμεν, αλλοτρίας της πίστεως την πολυπραγμοσύνην ηγούομενοι».35 Και προειδοποιεί εκείνους που επιδιώκουν να αλλοιώσουν την αλήθεια της εκκλησίας να μην προσπαθούν να καινοτομήσουν θεολογώντας «εκ της κοιλίας» τους, διότι αυτά είναι πάνω από τη δύναμή τους.36 Τις αβάσιμες απόψεις περί εκπορεύσεως του αγίου Πνεύματος και από τον Υιό, ο Νικόλαος τις θεωρεί τόσο αφελείς που τις παρομοιάζει με νηπιακές, δηλαδή ασύνετες και παράλογες σαν τις συμπεριφορές των μικρών παιδιών, που χωρίς σκέψη εύκολα επηρεάζονται από οτιδήποτε τους κάνει εντύπωση: «μηκέτι ώμεν του λοιπού νήπιοι κλυδωνιζόμενοι και περιφερόμενοι παντί ανέμω της διδασκαλίας».37
Θεωρεί ότι η εκκλησία είναι ο αδιαφιλονίκητος θεματοφύλακας των δογμάτων και με την αυθεντία που τη διακρίνει είναι η μόνη που μπορεί να διατηρεί τη διδασκαλία της ανόθευτη από κάθε παραχάραξη.38 Παροτρύνει, λοιπόν, τους Λατίνους αντί να πολεμούν τους ορθοδόξους, να διοχετεύσουν την ενέργειά τους τηρώντας την αρετή της αγάπης και της ταπεινότητας. Παράλληλα απορεί με τους δυτικούς που επιθυμούν την ένωση, προσπαθούν όμως παράλληλα να αποσυνθέσουν το σώμα της εκκλησίας. Γράφει: «Τι γαρ όφελος χριστιανούς ονομάζεσθαι και τους ομοδούλους του Χριστού δούλους κατασφάττειν ακρίτως σπουδάζειν, και το καλώς συναρμοσθέν σώμα της εκκλησίας εις μίαν πίστιν διαρρήξαι, και διαφθείραι το του Χριστού ποίμνιον, υπέρ ου Χριστός απέθανε;»39
Το αδιαμφισβήτητο κριτήριο του γνησίου βιώματος της πίστεώς μας καταγράφεται στα ακόλουθα λόγια του Νικολάου που βασίζονται σαφώς στο συνοδικό της Ζ’ οικουμενικής συνόδου: «Σεβώμεθα και ομολογούμεν την μίαν εν Τριάδι θεότητα ομοούσιον. Ως οι προφήται είδον, ως ο Χριστός εφανέρωσεν, ως εδίδαξαν οι απόστολοι, και η εκκλησία παρέλαβεν, ως εδογμάτισαν οι διδάσκαλοι, η οικουμένη ως συμπεφρόνηκεν, η χάρις ως έλλαμψεν και αποδέδεικται η αλήθεια. Ην τη αυτού εκκλησία εβράβευσεν ο του Θεού και Πατρός ομοούσιος και συναΐδιος Λόγος, ο μονογενής Υιός, Ιησούς ο Χριστός. Αυτώ η δόξα και το κράτος και η βασιλεία, άμα τω Πατρί και τω συναϊδίω και ομοουσίω αυτών αγίω Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας αμήν».40

Υποσημειώσεις.
1. Τρία συντάγματα, Cod, Vat, Pal. Gr. 232 f. 89r
2. Βλ. Ιω. 15, 26.
3. Τρία συντάγματα, Cod Paris, Suppl, gr. 1232, f. 19r πρβλ. Ματθ. 10, 24 και Λουκά 6, 40.
4. Τρία συντάγματα, Cod. Paris, Suppl. Gr. 1232, f. 54v
5. Ο Μ. Φώτιος αναφέρει σχετικώς: «Ει γαρ αυτός ούτος ο Δημιουργός του γένους και προνοητής νυν μεν το Πνεύμα διδάσκει εκπορεύεσθαι του Πατρός, ουδαμώς προστιθείς, ότι και εξ αυτού, άλλ’ εκείνον (τον Πατέρα) αίτιον, μόνον, ώσπερ της εαυτού γεννήσεως, ούτω και της του Πνεύματος εκπορεύσεως», Φώτιος Κων/πόλεως, περί της του αγίου πνεύματος Μυσταγωγίας, σελ. 102, 300Α.
6. «Ως από ενεργούντων ενεργούμενον, μάλλον δ’ ει προς δύο αρχάς το άγιον αναχθήσεται πνεύμα, το πολυύμνητον της μιας αρχής οίχεται τέλος, όταν έλθη εκείνος, το Πνεύμα φησί, δεικνύς την ίσην τω Πατρί πάντως και τω Υιώ δόξαν του Πνεύματος. Ου γαρ είπεν ενταύθα, ως ανωτέρω λέλεχα, ότι ο Πατήρ δώσει, ή εγώ πέμψω, άλλ’ όταν έλθη, ως αυτοκίνητον και αεικίνητον», τρία συντάγματα, Cod. Vat. Pal. Gr. 232 f. 54r – 54v.
7. Τρία συντάγματα Cod. Vat. Pal. Gr. 232 f. 54v
8. Ο Νικόλαος παραθέτει την άποψη των Λατίνων που υποστηρίζουν για τον Υιό: «Αλλά ταπεινών φασίν εαυτόν κατά την ανθρωπότητα, το ότι και εξ εαυτού ουκ εδήλωσε», τρία συντάγματα Cod. Vat. Pal. Gr. 232 f. 90r
9. «Άλλ’ εγώ την αλήθειαν λέγω υμίν, συμφέρει υμίν ίνα εγώ απέλθω. Εάν γαρ μη απέλθω, ο παράκλητος ουκ ελεύσεται προς υμάς, εάν δε πορευθώ, πέμψω αυτόν προς υμάς» (Ιω. 16, 7).
10. Τρία συντάγματα, Cod. Vat. Pal. Gr. 232, f. 90v
11. «Τω γαρ αυτού θελήματι τις ανθέστηκεν; Τοιγαρούν, μηδείς τω την αλήθειαν ειπόντι αντιστήναι τολμήσει, ουδείς γαρ οίδε τα του αληθούς Θεού και Πατρός ει μη ο αληθής Υιός και Θεός, και ο αληθής Θεός ο παράκλητος ως ήδη και είρηται», τρία συντάγματα Cod. Vat. Pal. Gr. 232 f. 90v
12. «Κανείς εις το Πνεύμα το άγιον, το Κύριον και ζωοποιόν, το εκ του Πατρός εκπορευόμενον, το συν Πατρί και Υιώ συμπροσκυνούμενον και συνδοξαζόμενον,. Και ταύτα, οίαπερ ο ων εν τοις κόλποις του Πατρός εξηγήσατο, μηδαμώς καινήν προσθήκην κενώς επί των ιδιοτήτων της μιας θεότητας των τριών επιφέροντες υποστάσεων˙ άλλ’ ώσπερ Χριστός όντως η αλήθεια τα τέκνα της εκκλησίας κατέχειν εμυσταγώγησεν, άτινα και κρατεί κατ’ αυτού του Σωτήρος και των αυτού διδάγματα μαθητών, ως και οι θείοι μετ’εκείνους της οικουμένης φωστήρες θεαρέστως και ευσεβώς εδογμάτισαν, και η εκκλησία παράλαβε και μέχρι τέλους αιώνων του Θεού ευδοκούντος ακαινοτομήτως κρατήσειεν», τρία συντάγματα, Cod. Paris. Suppl. Gr. 1232, f. 16v
13. Οι πατέρες της εκκλησίας επιτάσσουν σεβασμό στο σύμβολο της πίστεως. Συγκεκριμένα ο Μ. Βασίλειος παρατηρεί: «και μηδεμίαν των εκεί λέξεων αθετείν, άλλ’ ειδέναι, ότι τριακόσιοι δέκα και οκτώ, αφιλονείκως συνιόντες, ουκ άνευ της του αγίου πνεύματος ενεργείας εφθέγξαντο», ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ, Επιστολή ΡΙΔ’ σελ. 32, 529 Α. Ομοίως και ο άγιος Κύριλλος αποφαίνεται: «Κατ’ ουδένα δε τρόπον σαλεύεσθαι προς τινών ανεχόμεθα την ορισθείσαν πίστιν, ήτοι το της πίστεως σύμβολον, παρά των αγίων ημών πατέρων, των εν Νικαία συνελθόντων κατά καιρούς. Ούτε μην επιτρέπομεν εαυτοίς, ή εταίροις, ή λέξιν αμείψαι των εγκειμένων εκείσε, ή μίαν γουν παραβήναι συλλαβήν, μεμνημένοι του λέγοντος: «Μη μέταιρε όρια αιώνια, α έθεντο οι πατέρες σου». Ου γαρ ήσαν αυτοί οι λαλούντες, άλλ’ αυτό το πνεύμα του Θεού και Πατρός». Κύριλλος Αλεξανδρείας επιστολή ΧΧΧΙΧ, σελ. 77, 180-181 Α.
14. Ο ιερός Φώτιος διερωτάται: «Τις είπε των ιερών και περιωνύμων πατέρων ημών το Πνεύμα του Υιού εκπορεύεσθαι; Ποία σύνοδος οικουμενικαίς ομολογίαις στηριζομένη και διαπρέπουσα, μάλλον δε τις ιερέων και αρχιερέων θεόλεκτος σύλλογος, ου ταύτην την διάνοιαν και πριν φανήναι τη του παναγίου Πνεύματος επιπνοία κατεψηφίσατο… εδογμάτισεν ευθύς των οικουμενικών και αγίων επτά συνόδων η δευτέρα το πνεύμα το άγιον εκ του Πατρός εκπορεύεσθαι, διεδέξατο η τρίτη εβεβαίωσεν η τετάρτη, σύμψηφος η πέμπτη κατέστη, συνεκήρυξεν η έκτη, επεσφράγισε λαμπρώς αγωνισμάτων η εβδόμη. Καθ’ εκάστην αυτών έστι περιφανώς καθοράν παρρησιαζομένην την ευσέβειαν, και το πνεύμα του Πατρός, άλλ’ ου του Υιού θεολογούμενον εκπορεύεσθαι». Φώτιος Κων/πόλεως, περί της του αγίου πνεύματος Μυσταγωγίας, σελ. 102, 284 Α- 285 Β.
15. «Δει τοίονυν ειδέναι ότι η τρίτη σύνοδος ήτις εγένετο εν Εφέσω τα δόγματα και το σύμβολον όπερ η πρώτη εποίησε σύνοδος, και η δευτέρα ανεπλήρωσε αύτη επεκύρωσε και βέβαιον ες αεί κρατηθήναι ηθέλησε και μήτε έλλειψιν υποφήναι μήτε προσθήκην στερρώς διωρίσάτο, ούτω λέγουσα ώρισεν η αγία και οικουμενική σύνοδος ετέραν πίστιν μηδεμία εξείναι προφέρειν ή συγγράφειν, ή συντιθέναι, ή φρονείν, ή διδάσκειν, ήπαραδιδόναι έτερον σύμβολον τοις θέλουσιν επιστρέφειν εις επίγνωσιν της αληθείας εξ ελληνισμού ή ίουδαϊσμού», τρία συντάγματα, Cod. Vat. Pal. Gr. 232, ff. 11v -12r. Eναντίον πάσης προσθήκης ή αφαιρέσεως από το σύμβολο της Πίστεως τάσσεται ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος: «Την εις Πατέρα, και Υιόν, και άγιον Πνεύμα ομολογίαν ακλινή και βεβαίαν φυλάττητε, μηδέν προστιθέντες, μηδέ αφαιρούντες, μηδέ σμικρύνοντες της μιας Θεότητος το γαρ ελαττωθέν, του παντός εστίν ελάττωσις, τους δε άλλο τι φρονούντας, ή λέγοντας, ή φύσεων μέτροις το εν διαλύοντας, ή διατειχίζοζντας, ως λύμην της Εκκλησίας, και της αληθείας ιόν, αποπέμποισθε, μη μισούντες, άλλ’ ελεούντες του πτώματος», Γρηγόριος Θεολόγος λόγος 36 Ι, σελ. 36, 277 Β.
16. Σύνταγμα Β, σελ. 200-201/ ομοίως και η Ζ’ οικουμενική σύνοδος όρισε: «Μετά πάσης τοίνων ακριβείας ερευνήσαντές τε και διασκεψάμενοι και τω σκοπώ της αληθείας ακολουθήσαντες, ουδέν αφαιρούμεν, ουδέν προστίθεμεν, αλλά πάντα τα της καθολικής εκκλησίας αμείωτα διαφυλάττομεν» Mansi 13, 376C, πρβλ. στο ίδιο 397D.
17. Ο Σ. Αγουρίδης αναφέρει τα παρακάτω: «Ό,τι αποτελεί το κυρίως σκανδαλώδες εις την περίπτωσιν του Filioque υπήρξεν η είσοδός του εις το σύμβολον της Πίστεως, παρά την ρητήν προς τούτο απαγόρευσιν όλων των οικουμενικών συνόδων, αι οποίαι αναθεματίζουν οιανδήποτε αλλοίωσιν του συμβόλου Νικαίας – Κων/πόλεως». Αγουρίδης τινά περί του Filioque, σε. 6.
18. «Τον γαρ της πίστεως ημών ιερόν όρον πάσαι κατά διαδοχάς εβεβαίωσαν, αις οι πρόεδροι και λαμπτήρες της ρωμαϊκής εκκλησίας αναντιρρήτως συνεψηφίσαντο και δόγμα προστεθήναι μηδέν έτι τεθείκασι, μήτ’ αφαιρεθήναι του ρηθέντος όρου της πίστεως» τρία συντάγματα, Cod. Vat. Pal. Gr. 232 f. 51r
19. Τρία συντάγματα Cod. Vat. Pal. Gr. 232, f. 10v
20. Ο Νικόλαος αναφέρει ουσιαστικά τα λεγόμενα του Μ. Φωτίου περί του θέματος: «Ο μέντοι θείος Γρηγόριος ο Διάλογος ου πολύ μετά την έκτην σύνοδον ακμάσας, ρωμαϊκή φωνή και γράμμασιν εθεολόγησεν, εκ του Πατρός μόνου προβάλλεσθαι το πνεύμα το άγιον. Ζαχαρίας δε, εν πέντε και εξήκοντα και εκατόν έτεσιν ύστερον τα συγγράμματα του Διαλόγου διερμηνεύων φωνής, το παράκλητον πνεύμα, φησίν, εκ του Πατρός προέρχεται, και εν τω Υιώ μένει παρά του Προδρόμου τούτο μαθών, ιδόντος το Πνεύμα καταβαίνον ωσεί περιστεράν και μένον επ’ αυτόν, Λέων δε και Βενέδικτος οι μεγάλοι Ρώμης ες ύστερον αρχιερείς ελληνιστί κατά την ιεράν μυσταγωγίαν εκφωνείσθαι το σύμβολον της πίστεως εν τη Ρώμη και ταις άλλαις υπό ταύτην εκκλησίαις ενομοθέτησαν, ίνα μη το στενόν της διαλέκτου βλασφημίας παράσχη πρόφασιν. Ούτος δε ο Λέων και το θησαυροφυλάκιον της αποστολικής εκκλησίας ρωμαίων ανοίξας, ασπίδας δύο τοις ιεροίς κειμηλίοις συναποτεθησαυρισμένας εξήνεγκεν, ελληνικοίς και γράμμασιν και ρήμασιν εχούσας την ευσεβή της πίστεως έκθεσιν, και ταύτας ενώπιον υπαναγνωσθήναι του ρωμαϊκού πλήθους εδικαίωσε», τρία συντάγματα Cod. Vat. Pal. Gr. 232 f. 51r – 52r, πρβλ. Φώτιος Κων/πόλεως, κατά των της παλαιάς Ρώμης περί της εκπορεύσεως του αγίου πνεύματος, ότι εκ μόνου του Πατρός εκπορεύεται, σελ. 102, 393-394. Πολλοί πάπες της Ρώμης αντέδρασαν στον πολιτικό αγώνα του Καρλομάγνου υπέρ του Fillioque βλ. σχετικά ΜΠΙΛΑΛΗΣ, Η αίρεσις του Fillioque, σελ. 80- 82. Πρβλ. του ιδίου ορθοδοξία και Παπισμός Β’ σελ. 115 ANDERSEN, Geschichte des Christentums I σελ. 133, Καλογήρου Ενότης, σελ. 355 Παναγιωτόπουλος, Μεθόδιος, σελ. 99 RUNCIMAN, Δύση και ανατολή, σελ. 51, Ρωμανίδης, δογματική και συμβολική θεολογία, σελ. 327- 328 Στεφανίδης, εκκλησιαστική, σελ. 344 Σωτηρόπουλος, θέματα θεολογίας, σελ. 140 -141 Φειδάς, εκκλησιαστική Β’ σελ. 97 Φούγιας, Έλληνες και Λατίνοι, σελ. 167.
21. Προς επίρρωση των ανωτέρω στο σύγγραμμα του Σπυρίδωνος Μπιλάλη, η αίρεσις του Fillioque σελ. 87, διαβάζουμε: «Η εκκλησία της Ρώμης, δι’ όλων των επισκόπων της, επί μακρούς αιώνας, μέχρι του σχίσματος, αποκρούει, μετ’ επιμονής, πάσαν απόπειραν προσθήκης του Fillioque» ενώ στη σελίδα 95 λέγει: «Άπαντες οι πάπαι Ρώμης των δέκα πρώτων αιώνων ωμολογούν το σύμβολο της πίστεως άνευ του Fillioque».
22. Ο Νικόλαος αναφέρει ότι οι ίδιοι οι Λατίνοι στις συνόδους νομοθέτησαν μάλιστα να εκδιώξουν εντελώς από την εκκλησία όποιον τολμήσει να εναντιωθεί στα δόγματά της: «αλλά και τον κατατολμήσοντα παντάπασιν απορραγήναι της εκκλησίας» τρία συντάγματα Cod. Vat. Pal. Gr. 232 f. 51r. Πρβλ. ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΣ, θέματα θεολογίας, σελ. 135.
23. «Η βέβηλος τοίνυν έρις του τύπου σχολαζέτω˙ και γαρ αληθώς ασεβής και ιερόσυλος ος μετά τοσούτων επισκόπων απόφασιν τη οικεία τι ποτέ γνώμη καταλιμπάνει προς την έρευναν» τρία συντάγματα, Cod. Vat. Pal. Gr. 232 ff. 12v -13r
24. «Επρίπερ’ εσχάτης παρανοίας εστί το μεσούσης ημέρας φως σεσοφισμένον ζητείν. Ο γαρ τι μετά την εύρεσιν της αληθείας διερευνώμενο περαιτέρω ψεύδος ζητεί», Τρία συντάγματα Cod. Vat. Pal. Gr. 232 f. 13r .
25. «αμαρτάνετε δε, καθ’ έτερον λόγον, πρώτον μεν, την υπό των επτά συνόδων βεβαιωθείσαν έκθεσιν της πίστεως τη προσθήκη ταύτη περιποιούντες και μόνοι τότε των απάντων» τρία συντάγματα, Cod. Vat. Pal. Gr. 232 f. 49v
26. Λέγει ο Νικόλαος: «Ει γαρ ο σκανδαλίζων ένα, φρικτής άξιος εκρίθη παρά τοις ευαγγελίοις κολάσεως οι την οικουμένην όλην σχεδόν σκανδαλίζοντες, ποίαν αξίαν εύροιεν κόλασιν;» τρία συντάγματα Cod. Var. Pal. Gr. 232, f. 49v . πρβλ. Φώτιος Κων/πόλεως, κατά των της παλαιάς Ρώμης περί της εκπορεύσεως του αγίου πνεύματος, ότι εκ μόνου του Πατρός εκπορεύεται, σελ. 102, 397C.
27. «Μηδείς ουν κληρικός, ή στρατευόμενος, ή ετέρας αιρέσεως οίασδήποτε περί της των χριστιανών πίστεως δημοσία συναγομένων όχλων και ακροωμένων εις το εξής διαλέξεις ποιήσαι τομάτω ταραχάς εκ τούτου και κακοδοξίας προφάσεις επινοών˙ τη κρίσει γαρ ύβριν ποιεί της αγίας συνόδου, ος τις αν παρ’ εκείνων κριθέντα και ορθώς τυπωθέντα πάλιν ανακυλίειν εκ διαλέξεως και δημοσιεύειν φιλονεικείοι (sic) τρία συντάγματα, Cod. Vat. Pal. Gr. 232 ff. 13r – 13v. σχετικά διαβάζουμε στον ΞΔ’ κανόνα της Πενθέκτης οικουμενικής συνόδου: «Ότι ου χρη δημοσία λόγιον, λόγον κινείν ή διδάσκειν, αξίωμα εαυτώ διδασκαλικόν εντεύθεν περιπιούμενον, άλλ’ είκειν τη παραδοθείση παρά του Κυρίου διατάξει, και το ους τοις την χάριν του διδασκαλικού λαβούσι λόγου διανοίγειν, και τα θεία παρ’ αυτών εκδιδάσκεσθαι» σύνταγμα Β, σελ. 453- 454.
28. «ώστε ουν ει μεν κληρικός είη ο ταύτα ποιών του συλλόγου των κληρικών εκπεσείται. Ει δε στρατευόμενος της στρατείας». Τρία συντάγματα Cod. Vat. Pal. Gr. 232, f. 14r
29. «Περί βλασφημίας βλ. Αθανάσιος Αλεξανδρείας Μαρτυρίαι εκ της γραφής σελ. 28, 41 Β, του ιδίου, Διάλογος εν τη κατά Νικαίαν Συνόδω, προς Άρειον, σελ. 496 Β και Γρηγόριος Θεολόγος, λόγος ΛΔ’ εις τους Αιγύπτου επιδημήσαντας, σελ. 36, 252 Β.
30. Πρβλ. Μάρκ. 3, 29 και Λουκ. 12, 10.
31. Τρία συντάγματα, Cod. Vat. Pal. Gr. F. 23v πρβλ. Νικόλαος Μεθώνης, Κεφαλαιώδεις έλεγχοι του παρά Λατίνοις καινοφανούς δόγματος του ότι το Πνεύμα το άγιον εκ του Πατρός και του Υιού εκπορεύεται, Δημητρακόπουλος, εκκλησιαστική βιβλιοθήκη, σελ. 363, και βασιζόμενος στον ιερό Φώτιο λέγει ο Νικόλαος: «την βλασφημίαν των οιομένων εκπορεύεσθαι τούτο (το Πνεύμα) και εκ του Υιού» Φ. 48, πρβλ. Φώτιος Κων/πόλεως, κατά των της παλαιάς Ρώμης περί της εκπορεύσεως του αγίου Πνεύματος, ότι εκ μόνου του Πατρός εκπορεύεται, σελ. 102 396, Πρβλ. Θεοδωρούδης, η εκπόρευσις του αγίου πνεύματος, σελ. 20.
32. «Η των Γραικών εκκλησία, ήτις κρατεί καθώς παρά Χριστού του ποιητού πάντων και διδασκάλου έμαθε και παρά των αποστόλων και πασών των συνόδων, ένθα ήσαν τοσούτοι και τοιούτοι μέγιστοι Ρωμαίοι και άλλοι οικουμενικοί αρχιερείς ή εκείνων των υπό των τούτων αναθέματι αφ’ εαυτών προστιθέμενοι;» τρία συντάγματι αφ’ εαυτών προστιθέμενοι;» τρία συντάγματα Cod. Vat. Pal. Gr. 232 f. 14r
33. «Αλλά τις χρεία τοσαύτα περί της υπέρ νουν και λόγον θεότητος βρότειον μετά συλλογισμών και ελέγχων, α τη κτίσει και ου τω κτίστη προσκήσει χριστιανούς ευσεβείς διαλέγεσθαι», τρία συντάγματα Cod. Vat. Pal. Gr. 232 ff. 71v -72r
34. Τρία συντάγματα Cod. Vat. Pal. Gr. Ff. 81r – 81v
35. Τρία συντάγματα Cod. Vat. Pal. Gr. 232 f. 81r
36. «Μηδείς τοιγαρούν απιστήτω του υγιούς και ορθοδόξου των πατέρων θεσπίσματος, και εκ της κοιλίας αυτού καινοφρονείν πειραθείη, και τα αυτώ μη προσήκοντα, ως υπέρ δύναμιν την αυτού πεφυκότα, σφετερίσαι θελήσειε, και μαθητής υπάρχων κατά των θείων διδασκάλων επαίρεσθαι» Τρία συντάγματα, Cod. Vat. Paris, Suppl. Gr. 1232, f. 18v
37. Τρία συντάγματα, Cod. Vat. Pal. Gr. 232, ff. 90v -91r
38. «Τα θεία μεν των αποστόλων, ως έφημεν, και πατέρων ευσεβή δόγματα, α μέχρι του νυν η εκκλησία του Θεού κρατούσα ου σαλευθήσεται υπό των τους δαιμονιώδεις ατμούς και ζιζάνια εναντίων δια της σφων ακανθηφορούσης αναφερόντων κακίας» τρία συντάγματα, Cod. Paris, Suppl, gr. 1232 f. 17v
39. Τρία Συντάγματα, Cod. Paris. Suppl. Gr. 1232 f. 19r
40. Τρία Συντάγματα, Cod. Vat. Pal. Gr. 232 f. 91r. Πρβλ. GOUILLARD, Le synodikon del’ orhodoxie, TM 2, (1967), 51.

Από το βιβλίο: Για το δόγμα και τη λατρεία…, του Σωτήρη Ν. Κόλλια.
Μία πρωτότυπη προσέγγιση στα αντιμαχόμενα σημεία μεταξύ Ορθοδόξων και Λατίνων μέσα από ανέκδοτα χειρόγραφα

Εκδόσεις Γρηγόρη, Φεβρουάριος του 2019

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.