Πώς εξελίχθηκε η εικονομαχία; – Ιωάννου Ν. Παπαιωάννου.

Ως προϊστορία της εικονομαχίας μπορείς να θεωρήσεις τον 360ο κανόνα της συνόδου της Ελβίρας στην Ισπανία, γύρω στα 300 μ. Χ. που ώριζε: «να μην υπάρχουν εικόνες στις εκκλησίες και να μη ζωγραφίζεται στους τοίχους ό,τι είναι άξιο σεβασμού και λατρείας». Ομοίως και τον 82ο κανόνα της Πενθέκτης συνόδου Κων/πόλεως στα 692 μ. Χ. που απαγόρευε: «περί του μη τους ζωγράφους εν τω δακτυλοδεικτείν τον Πρόδρομον αμνόν εγχαράττειν» (Εκδ. Αθηνών, ιστορία του ελλην. Έθν. Τόμ. Η’ σελ. 254).
Ως πρώτον εικονομάχον αυτοκράτορα θα ήταν δυνατόν να παρουσιάσεις το Φιλιππικό Βαρδάνη (711-713 μ. Χ.) που διάταξε την καταστροφή των παραστάσεων των έξι οικουμενικών συνόδων και την αντικατάστασή τους με εικόνες του αυτοκράτορα, του πατριάρχη και παραστάσεις του Ιπποδρόμου. Η ενέργεια του προκάλεσε την διατάξει να ιστορηθούν οι έξι οικουμενικές σύνοδοι στην εκκλησία του αγίου Πέτρου (Ν.Δ. Πάσσα, βυζ. Διαμάχη εικονοφόβων και εικονοφίλων, σελ. 22).
Στα 723 μ.Χ. ο Άραβας χαλίφης Yazid (Ιζίδ) εξέδωσε διάταγμα σύμφωνα με το οποίο εικόνες και εκκλησίες έπρεπε να καταστρέφονται και ορίσθηκαν εκτελεστές Εβραίοι και Μουσουλμάνοι. Διασώθηκε η φήμη ότι κάποιος Ιουδαίος μάγος ονομαζόμενος «τεσσαρακοντάπηχυς» υποσχέθηκε στον Ιζίδ συνεχή βασιλεία τριάντα ετών, αν διέταζε την καταστροφή των χριστιανικών εικόνων, αλλά ο Χαλίφης πέθανε αμέσως στα 724 μ. Χ. Πάντως είναι γεγονός ότι οι μουσουλμάνοι μέμφονταν τους χριστιανούς για τη λατρεία των εικόνων των λειψάνων και των αγίων της εκκλησίας, λέγοντας ότι η χριστιανική πίστη είναι πολυθεϊσμός καθώς και ότι μονοφυσίτες και Παυλικιανοί είχαν εναντιωθεί στις εικόνες (Εκδ. Αθηνών, ιστορία του Ελλην. Έθν. Τόμ. Η’, σελ. 255). Αλλά παρ’ όλα αυτά η εικονομαχία άρχισε με το Λέοντα Γ’ τον Ίσαυρο και τον υιό του Κων/νο τον Ε’.
Οι Ίσαυροι Λέων ο Γ’ και Κων/νος ο Ε’, άριστοι αυτοκράτορες για το στρατό και τη διοικητική οργάνωση, κατά τους ιστορικούς Baynes – Moss, είχαν σώσει τη Βυζαντινή αυτοκρατορία από τις σφοδρές επιθέσεις του Ισλάμ, χρειάσθηκαν για την προσπάθειά τους τον κλήρο της Φρυγίας και χρεωστούσαν κάποιες παραχωρήσεις στους κληρικούς: «Οι αυστηρών αρχών επίσκοποι της Φρυγίας ενθαρρύνθηκαν από ψιθύρους των ποιμνίων τους, ότι οι ήττες των χριστιανών θα έπρεπε να εξηγηθούν από τη διαφθορά της χριστιανικής εκκλησίας. Ενστικτωδώς επανήλθον στη γλώσσα, που χρησιμοποιήθηκε κάποτε από τον άγιο Επιφάνιο, ο οποίος κατεδίκαζε τις καταχρήσεις των εικόνων ως ειδωλολατρεία. Η εικονομαχία προκύπτει από μια εξέταση συνειδήσεως εκ μέρους των χριστιανών, που διετήρουν ζωντανούς τους ενδοιασμούς τους επί του θέματος της λατρείας των εικόνων παρά τη συμφωνία που επικυρώθηκε περί το 400 μ. Χ. μεταξύ χριστιανισμού και τεχνών, για την οποία ο Επιφάνιος δεν συμφωνεί˙ διαμαρτυρίες ακούσθηκαν από καιρό σε καιρό, οι οποίες έφεραν στη μνήμη τις απαγορεύσεις της Πεντατεύχου˙ χρειάζονταν μόνον ένας πειστικός κήρυκας να μετατρέψει αυτή τη λανθάνουσα διαμαρτυρία σε επίσημη αντίθεση» (Baynes – Moss, βυζάντιο, σελ. 172).
Πρέπει να σημειώσεις ότι υπήρξε και μία μερίδα εκκλησιαστικών ανδρών που είχε ενστερνισθεί την εικονοκλαστική κίνηση στη βυζαντινή Μικρά Ασία, με επικεφαλής το μητροπολίτη Κλαυδιουπόλεως Θωμά και τον επίσκοπο Νακωλείας Κων/νο, που θεωρείται «ο πραγματικός πνευματικός υποκινητής της βυζ. Εικονομαχίας, τον οποίον οι ορθόδοξοι ωνόμασαν αιρεσιάρχη», (G. Ostrogorsky, ιστορ. Βυζ. Κράτ., τόμ. Β’, σελ. 26). Αυτοί υπείχαν ηθική ευθύνη μεγάλη, καθόσον από πολλούς ιστορικούς γράφεται ότι προέβησαν στην αφαίρεση, ίσως και καταστροφή των εικόνων στις περιοχές επιρροής των.
Ο Θεοφάνης συγκεκριμένα σου τονίζει ότι το 726 μ. Χ. «ήρξατο ο δυσσεβής Λέων της κατά των αγίων και σεπτών εικόνων καθαιρέσεως λόγον ποιείσθαι». Ωστόσο οι ερευνητές επισημαίνουν πως «τότε ήρχισε να εκφράζεται με αντιπάθεια κατά των εικόνων. Το μοναδικό διάταγμα του Λέοντα Γ’ εκδόθηκε το 730 μ. Χ. Κακώς οι ιστορικοί κάνουν λόγο για δύο διατάγματα (726 και 730). Ο Λέων Γ’, χωρίς να προσβάλλει κατά μέτωπο τα ενδόμυχα συναισθήματα των υπηκόων του, άρχισε να κάνει λόγο στις λαϊκές συγκεντρώσεις για επίβουλη προπαγάνδα κατά των εικόνων και σύμφωνα με το χρονικό του Νικηφόρου η εκστρατεία (κατά των εικόνων) άρχισε μετά την έκρηξη που ενεφάνισε νέο νησί το 726 μ. Χ. μεταξύ Θήρας και Θηρεσίας. Πιστεύθηκε ότι ήταν εκδήλωση της θείας οργής εναντίον της ειδωλολατρικής λατρείας» (Ν. Δ. Πάσσα, βυζ. Διαμάχη εικονοφ. Και εικονοφίλων σελ. 29-30).
Αμέσως με το πρώτο επεισόδιο έχεις διάσπαση της συνεργασίας Εκκλησίας – πολιτείας, που ωδήγησε στην καθαίρεση του πατριάρχου Γερμανού: κάποιος αξιωματικός έλαβε την εντολή να κατεβάσει την εικόνα του Χριστού, που βρισκόταν πάνω από τη χρυσή πύλη των ανακτόρων και να την αντικαταστήσει με την παράσταση του Σταυρού, όπου είχε χαραχθεί και το εξής επίγραμμα:
Άφωνον είδος, και πνοής εξηρμένον
Χριστόν γράφεσθαι μη φέρων ο Δεσπότης
Ύλη γεηρά, ταις γραφαίς πατουμένη
Λέων συν υιώ, τω νέω Κωνσταντίνω
Σταυρού χαράττει τον τρισόλβιον τύπον
Καύχημα πιστών, εν πύλαις ανακτόρων.
Πριν αρχίσει η όλη διαδικασία στις 17 Ιαν. 730 μ. Χ. είχε συγκληθεί σύσκεψη από εκκλησιαστικούς και κοσμικούς άρχοντες, όπου προτάθηκε το διάταγμα για έγκριση. Ο Πατριάρχης Γερμανός αρνήθηκε να υποταχθεί στη θέληση του Λέοντα Γ’ και καθαιρέθηκε, για ν’ ανέλθει στον πατριαρχικό θρόνο ο σύγκελλος Αναστάσιος στις 22 Ιανουαρίου του 730. Σύμφωνα με τη διήγηση του Στεφάνου του Νέου (P. G. 100, 1084 C) σημειώθηκε βίαια αντίδραση ευσεβών γυναικών: «Εν τη αυτή καθαιρέσει (ενν. της εικόνος του Χριστού από της Χαλκής πύλης) ζήλω θείω ρωσθείσαι τίμιαι γυναίκες και ρωμαλέως εισπηδήσασαι και της κλίμακος δραξάμεναι και τον καθαιρέτην Σπαθάριον χαμάζε προστρίψασαι, και τούτον διασύρασαι, τω θανάτω παράπεμψαν˙ και ευθέως εισδραμούσαι καταλαμβάνουσι τον πατριαρχικόν οίκον, λιθοβολούσαι τον δυσσεβή Αναστάσιον» (δηλαδή ενώ γινόταν η καθαίρεση της εικόνας, τίμιες και ευσεβείς γυναίκες, ενδυναμωθείσες από ένθεο ζήλο και με δύναμη εισήλθαν στο χώρο εκείνο και αφού έπιασαν με τα χέρια τους την σκάλα γκρέμισαν κάτω τον αξιωματικό και αφού δημιουργήθηκε συμπλοκή τον κτύπησαν και τον θανάτωσαν. Και στη συνέχεια κατευθύνθηκαν στο σπίτι του πατριάρχου λιθοβολώντας τον ασεβή πατριάρχη Αναστάσιο). Βέβαια ακολούθησε συμπλοκή μεγαλύτερη, όπου σκοτώθηκαν και στρατιώτες, συνελήφθησαν οι γυναίκες και θανατώθηκαν από την ανακτορική φρουρά, μετά από εισήγηση του Αναστασίου.
Με βία και αίμα άρχισε η εικονομαχία, με βία και αίμα διατηρήθηκε ως το τέλος. Αλλά συνήθως διακρίνουν δύο περιόδους, την πρώτη περίοδο που διήρκησε ως το 815 μ. Χ. με ένα διάλλειμα από το 787 μ. Χ. μέχρι το 815 μ. Χ. και τη δεύτερη περίοδο από το 815 μ. Χ. ως το 843 μ. Χ.
Στην πρώτη περίοδο ως κυριώτερα γεγονότα θα εντόπιζες πρώτα – πρώτα την εξέγερση των Ιταλικών στρατιών σε συνδυασμό με την ιδεολογική αντίθεση του Πάπα Γρηγορίου Β’ αρχικά και του Γρηγορίου Γ’ στη συνέχεια και τη στάση των Ελλαδικών με επικεφαλής τους στρατηγούς Αγαλλιανό και Στέφανο, που ανεκήρυξαν αυτοκράτορα κάποιον άγνωστον Κοσμάν, όμως η εικονομαχία είχε επιτύχει με την υποστήριξη του στρατού. Ύστερα θα έπρεπε να παρατηρήσεις ότι ο Κων/νος Ε’ που διαδέχθηκε τον Λέοντα Γ’ προώθησε δυναμικά, αλλά και θεολογικά την υπόθεση της εικονομαχίας, συγγράφοντας θεολογικές πραγματείες και συγκαλώντας τη σύνοδο της Ιερείας στα 754 μ. Χ. Αντιμετώπισε με επιτυχία τη στάση του γυναικαδέλφου του Αρτάβασδου, ο οποίος τον ανέτρεψε στα 742 μ. Χ. και απέσπασε από τη Ρώμη τις ελληνίζουσες νοτιο-ιταλικές επαρχίες της Καλαβρίας και της Σικελίας.
Βέβαια στην εικονοκλαστική σύνοδο των ετών 753 μ. Χ. και 754 μ. Χ. διακηρύχθηκε η απαγόρευση της λατρείας των εικόνων και αναθεματίσθηκαν οι εικονολάτρες. Αλλά σ’ αυτή τη σύνοδο δεν υπήρχαν ούτε ο Πάπας, ούτε οι πατριάρχες της ανατολής, ούτε αντιπρόσωποί τους, ούτε υπήρχε τότε πατριάρχης στην Κων/πολη και γι’ αυτό ωνομάσθηκε – ακέφαλη σύνοδος» (G. Ostrogorsky, ιστορ. Βυζ. Κρ. Τ. Β’, σελ. 39). Και στη συνέχεια ο Κων/νος Ε’ στράφηκε «όχι μόνον εναντίον των εικόνων, αλλά και εναντίον των λειψάνων των αγίων, ακόμα απαγόρευσε και τη λατρεία των αγίων, καθώς και της Θεοτόκου» (G. Ostrogorsky, ιστορ. Βυζ. Κρ., τ. Β’, σελ. 42).
Από την εποχή αυτή βλέπεις να εξελίσσεται η εικονομαχία σε μοναχομαχία και να ξεσπάει εγκληματικός διωγμός εναντίον των μοναχών κυρίως και κατά δεύτερο λόγο εναντίον των εικονοφίλων. Σύμφωνα με τον G. Ostrogorsky (ιστ. Βυζ. Κράτ., τ. Β’, σελ. 41) «η αντιμοναστική αυτή τάση φαίνεται ότι βρήκε υποστηρικτές στη Μικρά Ασία και ιδιαίτερα στον Μικρασιατικό στρατό, όπως και σε ένα τμήμα του πληθυσμού της πρωτεύουσας. Οι μοναχοί άρχισαν πια να διώκονται όχι μόνο για το εικονόφιλο φρόνημά τους, αλλά και για τον απλό λόγο ότι ήταν μοναχοί και εξαναγκάζονταν να αποβάλουν το μοναχικό σχήμα. Πολλά μοναστήρια έκλεισαν ή μεταβλήθηκαν σε στρατώνες, σε δημόσια λουτρά ή σε άλλα δημόσια καταστήματα και κατασχέθηκαν από τον αυτοκράτορα τα απέραντα κτήματά τους». Και ο Κ. Krumbacher σου υπογραμμίζει ότι: «Ο Κωνσταντίνος Ε’ την αντίστασιν των εικονοφίλων μοναχών προσεπάθησε να καταβάλη δια συστηματικών διωγμών, οίτινες σκληρότεροι απέβησαν κατά τα τέλη της βασιλείας του, δι’ αιματηρών μαρτυρίων, δημεύσεων, και εξαναγκασμού των μοναχών εις απόρριψιν του σχήματος. Ο ασεβής ούτος καταχλευασμός της χριστιανικής πίστεως ετρόμαζε και αυτούς τους ενδίδοντας εις τας θελήσεις του πατριάρχας» (K. Krumbacher, ιστορ. Βυζ. Λογ., τ. Γ’, σελ. 341).
Ιδιαίτερα ο Θεοφάνης μνημονεύει το Μιχαήλ Λαχανοδράκοντα στρατηγό των Θρακησίων ο οποίος «αποστείλας Λέοντα τον νοτάριον αυτού τον επιλεγόμενον Κουλούκην, και Λέοντα από αββάδων τον Κουτζοδάκυτλον, έπρασε (=πυρπόλησε) πάντα τα μοναστήρια ανδρείά τε και γυναικεία και πάντα τα ιερά σκεύη και βιβλία και κτήνη και όσα ην εις υπόστασιν αυτών (=όλη την περιουσία τους) και τας τούτων τιμάς εισεκόμισε τω βασιλεί. Όσα δε εύρε μοναχικά και πατερικά βιβλία πυρί κατέκαυσεν. Και ει που λείψανον αγίου εφάνη τις έχων εις φυλακτήριον και τούτω τω πυρί παρέδωκεν, τον δε έχοντα αυτό, ως ασεβούντα εκόλαζεν. Και πολλούς μεν των μοναχών δια μαστίγων ανήλωσεν (=αποτελείωσε), έστι δε ους δια ξίφους (=μερικούς θανάτωσε με ξίφος), αναριθμήτους δε ετύφλωσεν. Και των μεν τας υπήνας (=και μερικών μοναχών τα γένια) κηρελαίω (=με κερί και λάδι) αλείφων υφήπτε πυρ (= άναβε φωτιά) και ούτω τα τε πρόσωπα αυτών και τας κεφαλάς κατέκαιεν. Τους δε μετά πολλάς βασάνους ταις εξορίαις παρέπεμπεν. Και τέλος ουκ είασεν εις όλον το υπ’ αυτόν θέμα έναν άνθρωπον μοναδικόν περιιιβεβλημένον σχήμα» (Θεοφ. 445-28-446-15). Και σε κοσμικούς φέρθηκε βάναυσα ο Κων/νος Ε’, μάλιστα διέταξε να εκτελέσουν «δεκαεννέα ανώτερους αξιωματούχους, πολιτικούς και στρατιωτικούς, μεταξύ των οποίων τον πρωτοστράτορά του, το λογοθέτη του δρόμου, το δομέστικο των εξουβίτων, τον κόμη του θέματος Οψικίου και τους στρατηγούς της Θράκης και της Σικελίας» (G. Ostrogorsky, ιστ. Βυζ. Κράτ. Τ. Β’, σελ. 41).
Και στην εποχή του Λέοντα Δ’ (775-780 μ. Χ.) θα διαπίστωνες τη διατήρηση και επικράτηση της εικονομαχικής κίνησης, μερικές φορές με ηπιότερα μέσα, αλλά χωρίς να εκλείψουν οι μαστιγώσεις και οι φυλακίσεις. Αλλά ο διάδοχός του στο θρόνο η Ειρήνη η Αθηναία μετά το θάνατό του – καταγόμενη από τη εικονόφιλη Αθήνα, ήταν και η ίδια εικονόφιλη – επανέφερε, ύστερα από την Ζ’ οικουμενική σύνοδο της Νίκαιας στα 787 μ. Χ. την προσκύνηση των εικόνων. «Με πρόεδρο της συνόδου τον πατριάρχη Ταράσιο, τη συμμετοχή 350 περίπου επισκόπων και μεγάλου αριθμού μοναχών… εφαρμόζοντας συνετή πολιτική, δέχθηκε στους κόλπους της εκκλησίας τους πρώην εικονομάχους επισκόπους, αφού προηγουμένως ζήτησε ν’ αποκηρύξουν μπροστά της την αίρεσή τους… Βέβαια κάποιοι αδιάλλακτοι, οι λεγόμενοι ζηλωτές, απέκρουαν κάθε συμβιβαστική λύση και αντιπαρετίθεντο στην άλλη μετριοπαθή παράταξη των λεγόμενων πολιτικών, οι οποίοι ανεγνώριζαν την ανάγκη της προσαρμογής στις κρατικές σκοπιμότητες και στην πολιτική δεοντολογία και ήταν πρόθυμοι να συνεργασθούν με τους φορείς της κρατικής εξουσίας, όσο βέβαια η κυβέρνηση έμεινε πιστή στην ορθοδοξία. Στη σύνοδο της Νικαίας επικράτησε η μετριοπαθής αυτή παράταξη και έτσι έκλεισε η α’ περίοδος της εικονομαχίας.
Με τον Λέοντα Ε’ τον Αρμένιο και τη σύνοδο του 815, που κατεδίκασε η Ζ’ οικουμενική σύνοδο και αναγνώρισε τις αποφάσεις της εικονοκλαστικής συνόδου του 754 μ. Χ. εντοπίζεις και την αρχή της β’ περιόδου της εικονομαχίας. Η σύνοδος εισήγαγε ένα είδος μετριοπαθέστερης εικονοκλαστικής τακτικής, τονίζοντας ότι δεν θεωρεί τις εικόνες σαν είδωλα, πλην όμως διέταξε την καταστροφή τους. ύστερα από συνωμοσία του Μιχαήλ, δολοφονήθηκε στα 820 μ. Χ,. ο Λέων Ε’ και ανήλθε στο θρόνο ο Μιχαήλ Β’, οπότε σταμάτησαν οι διωγμοί εναντίων των εικονοφίλων για να ξαναρχίσουν πάλι με το διάδοχο του Μιχαήλ Θεόφιλο. Σκληροί διωγμοί επανήρχισαν εναντίων των μοναχών: «Εντελώς ιδιότυπο μαρτύριο υπέστησαν οι αδελφοί Θεόδωρος και Θεοφάνης από την Παλαιστίνη, όταν με πύρινο σίδερο έγραψαν (= διέταξαν να εγκαυθούν) στα μέτωπά τους εικονοκλαστικούς στίχους (δώδεκα τριμέτρους)˙ για τον λόγον αυτόν έμειναν γνωστοί με την επωνυμία «γραπτοί» (G. Ostrogorsky, ιστορ. Βυζ. Κράτ. Τόμ. Β’, σελ. 78 κ.ε.) Ο Κων. Μανασσής σου διασώζει σε στίχους το σκληρό γεγονός:
«Τον ιερόν Θεόδωρον, τον θείον Θεοφάνην
επιφοραίς βαρυαλγών βασάνων εκπιέσας
και φλουν του σώματος αυτών βουνεύροις εκλεπίσας
έστιξε και τα μέτωπα μέχρις αυτών οφρύων,
και τύπους ενεχάραξεν αυτοίς ιαμβαπλόκους.
Ούτοι μεν ουν την κέντησιν την επιμετωπίαν
ως στέφος καταμάργαρον λιθολαμπές εφόρουν…
Ο δε κράτωρ Θεόφιλος περί μεν τας εικόνας
και τα στηλογραφήματα των ιερών προσώπων
άγαν σκαιώς και πονηρώς και κακοτρόπως είχεν».
(Comst. Manassis, Compendium Chronicum, στ. 4787-4789). Αλλά και άλλων ονομαστών μοναχών διωγμούς θα είχες να αναφέρεις: «Ο Θεόφιλος διέταξε να κάψουν με πυρωμένα σίδερα τα χέρια του μοναχού Λαζάρου, του διασημοτέρου αγιογράφου της εποχής, όταν αρνήθηκε να συμμορφωθεί με το απαγορευτικό αυτοκρατορικό διάταγμα (Παν. Καίμπριτζ, ιστ. Βυζ. Κράτους, τ. Α’, σελ. 102). Τότε «απαγορεύθηκε στους μοναχούς να κυκλοφορούν στους δρόμους της πρωτεύουσας. Έγιναν οι αποδιοπομπαίοι της βυζ. Κοινωνίας»… Αλλά ο Θεόφιλος «τιμώρησε το Μεθόδιο για εφτά χρόνια, να βρίσκεται σε στενότατα τάφο, αντί για φυλακή, μαζί με δύο ληστές, αφού προηγουμένως τους έδειρε ανηλεώς. Ο τάφος είχε μικρή οπή, από την οποία έρριχναν την ελάχιστη τροφή και το νερό. Το δεύτερο χρόνο ο ένας ληστής πέθανε… Παρά την ανυπόφορη δυσοσμία οι δύο όντως γενναίοι άντεξαν» (Ν. Δ. Πάσσα, βυζ. Διαμάχη εικονοφίλ. Και εικονοφόβων, σελ. 144 και σελ. 169).
Και αφού λάβεις υπόψη σου την παρατήρηση ότι «παρά την αυτοκρατορική κάλυψη, η εικονοκλαστική πολιτική δεν βρήκε την αναμενόμενη απήχηση στα λαϊκά στρώματα, αντίθετα προς το στρατό, που φέρεται ότι πρωτοστάτησε σε όλες τις εκδηλώσεις καταναγκασμού» (Εκδοτ. Αθηνών ιστ. Ελλην. Έθν. Τ. Η’, σελ. 30) μπορείς να εννοήσεις πως εύκολα σχετικά η Θεοδώρα στις αρχές του 843 μ.Χ. «μία γυναίκα, μία χήρα, μία αυτοκράτειρα και μία αγία αποκατέστησε ορθοδοξία» (Βaynes – Moss, βυζ. Σελ. 174). Ο πατριάρχης των εικονομάχων Ιωάννης ο Γραμματικός «αυτοτραυματίσθηκε στην κοιλιακή χώρα… έγινε έκπτωτος του πατριαρχικού θρόνου… η πλήρωση του πατριαρχικού θρόνου έγινε από τον παλαιό μαρτυρικό μοναχό Μεθόδιο στις 4 Μαρτιου 843» (Ν. Δ. Πάσσα, βυζ. Διαμάχη εικονοφίλων και εικονοφόβων, σελ. 169). Και στις 11 Μαρτίου του 843 μ. Χ. «Η εικονομαχία τελείωσε ομαλά. Η βυζαντινή εκκλησία διατηρεί άθικτη τη συνδιαλλαγή του 4ου μ. Χ. αι., κατά την οποία συμβιβάσθηκαν η τέχνη με την πίστη» (Baynes – Moss, βυζάντιο, σελ. 175).

Συνεχίζεται. …

Από το βιβλίο: Ιστορικές γραμμές, του Φιλολόγου – Ιστορικού, Εκπαιδευτικού Μ.Ε., Ιωάννου Ν. Παπαϊωάννου.
Τόμος Β’. Λάρισα 1979

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Παράβαλε και:
Η εικονομαχία ήταν πολιτική και κοινωνική κρίση; – Ιωάννου Ν. Παπαιωάννου.

Κατηγορίες: Ιστορικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.