Η κατά Λατίνων διδασκαλία του Νικολάου εξ Υδρούντος: Η μοναρχία του Πατρός – Σωτήρη Ν. Κόλλια.

Σημαντική για τους Ανατολικούς Πατέρες θεωρήθηκε η μοναρχία του Πατρός, ως βάση της θείας ενότητος. Όρος ο οποίος έχει τη ρίζα του στον άγιο Γρηγόριο Θεολόγο ο οποίος τονίζει: «Ημίν μοναρχία, το τιμώμενον… και προς το εν τω εξ αυτού σύννευσις».1 Με τον όρο «μοναρχία» του Θεού Πατρός η θεολογική γραμματεία της ανατολής θέλει να δείξει το Θεό Πατέρα ως μοναδική πηγή και αρχή της υπάρξεώς του Υιού και του Πνεύματος.2 Ομοίως και ο Νικόλαος εξ Υδρούντος προβάλλει τη μοναρχία του Πατρός ως την αναγκαία προϋπόθεση για την κατανόηση της Ορθοδόξου διδασκαλίας περί της εκπορεύσεως του αγίου Πνεύματος. Ο Υδρούντιος μοναχός ομοφρονεί με τον άγιο Ιωάννη Δαμασκηνό και αναφέρει ότι «δια τον Πατέρα τουτέστιν δια το είναι τον Πατέρα έστιν ο Υιός και το Πνεύμα»,3 που σημαίνει ότι ο άναρχος Πατήρ στην Τρισυπόστατη Θεότητα αποτελεί πάντοτε το αίτιον της αΐδιας υπάρξεως των άλλων δύο θείων προσώπων: «Μόνος γαρ ο Πατήρ αγέννητος, ου γαρ εξ ετέρας αυτώ υποστάσεως το είναι. Και μόνος ο Υιός γεννητός, εκ της του Πατρός γαρ ουσίας ανάρχως και αχρόνως γεγέννηται. Και μόνον το Πνεύμα το άγιον εκπορευτόν εκ της ουσίας του Πατρός, ου γεννώμενον άλλ’ εκπορευόμενον, ούτω με της θείας διδασκούσης γραφής».4
Ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα προέρχονται εκ του αιτίου ως αιτιατά. Τον όρο «αίτιον» κατοχύρωσαν κυρίως οι Καππαδόκες Πατέρες εισάγοντάς τον στις ενδοτριαδικές σχέσεις, όπου τονίζουν ότι το αίτιον αναφέρεται μόνο και αποκλειστικά στο πρόσωπο του Πατρός.5 Έτσι, διασφαλίζεται η μοναδικότητα του αιτίου χωρίς να συγχέονται οι υποστάσεις.6 Ο αγέννητος Πατήρ είναι η αΐδια πηγή,7 η οποία γεννά ανάρχως και αχρόνως τον Μονογενή Υιό και εκπορεύει ανάρχως και αχρόνως το Πνεύμα το Άγιο. Χωρίς τα δύο τελευταία πρόσωπα να υπολείπονται από τον τέλειο Πατέρα είναι τέλεια και αυτά. Η κάθε τριαδική υπόσταση είναι αληθινός και τέλειος Θεός και όχι μόνο ένα μέρος της Θεότητος˙ ταυτόχρονα δεν έχουμε τρεις θεούς αλλά έναν Θεό, επειδή οι τρεις υποστάσεις έχουν μία κοινή θεία ουσία. Δηλαδή, στην αγία Τριάδα υπάρχει παράλληλα και διάκριση και ένωση, όπου η διάκριση έγκειται στο προσωπικό ιδίωμα της κάθε υποστάσεως και η ενότητα στην ομοουσιότητα των τριών προσώπων.
Στη θεολογία του ο Νικόλαος θέτει ως αφετηρία την κοινή παραδοχή, ότι η θεότητα είναι μονάδα. Μονάδα είναι και το ένα σύμφωνα με το κοινό της ουσίας˙ η μονάδα είναι και τριάδα κατά τις υποστάσεις.8 Και κάθε μία από τις υποστάσεις είναι μονάδα και μία κατά το προσωπικό ιδίωμα, με το οποίο ξεχωρίζει από τις υπόλοιπες υποστάσεις. Και ιδίωμα του Πατρός είναι ότι δεν αναφέρεται σε άλλη αρχή αλλά ο Ίδιος είναι αρχή του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Του Υιού είναι ιδίωμα το γεννητό˙ του Πνεύματος η εκπόρευση.9
Συμπερασματικά, αίτιο γεννήσεως του Υιού και εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος είναι η υπόσταση του Πατρός, οπότε ο Υιός γεννάται και το άγιο Πνεύμα εκπορεύεται εκ της θείας ουσίας κατά την πατρική υπόσταση. Γράφει χαρακτηριστικά ο θεολόγος Νικόλαος: «δια τον Πατέρα έχει ο Υιός και το Πνεύμα, πάντα, α έχει, τουτέστιν δια το, τον Πατέρα έχειν αυτά πλην της αγεννησίας και της γεννήσεως και της εκπορεύσεως».10 Αυτό βεβαίως σημαίνει ότι στην εκπόρευση του Πνεύματος δεν συμμετέχει ο Υιός όπως και στη γέννηση του Υιού δεν συμμετέχει το Πνεύμα.11 Το άγιο Πνεύμα εκπορεύεται προαιωνίως εκ μόνου του Πατρός. Η εκπόρευση είναι το υποστατικό γνώρισμα του Πνεύματος, στην οποία δεν συμμετέχει ο Υιός.
Εάν το άγιο Πνεύμα εκπορευόταν από τον Πατέρα και τον Υιό, τότε θα καταρριπτόταν η μοναρχία του Πατρός καθώς θα είχε ανάγκη της βοηθείας του Υιού για να εκπορεύσει το Πνεύμα, με αποτέλεσμα να εισαχθεί δυαρχία στη Θεότητα, τουτέστιν να εξοριστεί η μοναρχία από τη δυαρχία στη Θεότητα.12 Αλλά κάτι τέτοιο είναι άτοπο και απαράδεκτο για τον Νικόλαο που συμπεραίνει ότι «της μονάδος αρχής ούσης δυάδος τε, και παντός αριθμού».13 Η ανάγκη εκπορεύσεως του Πνεύματος και από τον Υιό σημαίνει αυτομάτως και αμφισβήτηση της τελειότητος του Πατρός, κάτι για το οποίο κατηγορεί τους Λατίνους ο Υδρούντιος μοναχός, καθώς θεωρεί: «τελειούν ου τελειούμενον».14 Εάν το Πνεύμα εκπορεύεται από τον Πατέρα και τον Υιό, δεν θα είναι πια όλη η Θεότητα μονάδα, γιατί δεν θα είναι μοναδικός ο Πατήρ.15 Η εκπόρευση του Πνεύματος, όμως, από τον Πατέρα είναι τέλεια και κατά συνέπεια δεν χρειάζεται τη συμβολή του Υιού καθώς αυτή θα ήταν περιττή,16 καθώς σημειώνει και ο ιερός Φώτιος: «ει γαρ του Πνεύματος η εκπόρευσις η εκ του Πατρός τελεία, τελεία δε ότι Θεός τέλειος εκ Θεού τελείου, τι ποτ’ αν η εκ του Υιού συνειςενέγκη»;17 Είναι ιδίωμα του Πατρός, λοιπόν, να προάγει το Πνεύμα και να γεννά αϊδίως τον Υιό. Του Υιού είναι ιδίωμα να γεννάται από τον Πατέρα φυσικώς και σε αυτό μόνο διαφέρουν μεταξύ τους, δηλαδή κατά τον τρόπο της αΐδιας υπάρξεως, καθώς ένα είναι στην ουσία και στη φύση και στην αξία και στη δύναμη.18 Η μοναρχία του Πατρός ως αιτία των άλλων δύο θείων προσώπων διαφυλάσσει τη μοναδικότητα των προσώπων, καθώς ο Πατήρ ως αιτία της υπάρξεως του Υιού και του αγίου Πνεύματος συνιστά και τη ρίζα αυτής της ενότητος.19
Εάν το άγιο Πνεύμα εκπορεύεται και από τον Υιό τότε κοινοποιείται το πατρικό ιδίωμα και συγχέονται Πατήρ και Υιός σε ένα πρόσωπο. Και πώς μπορεί να υπάρξει ο Πατήρ, αφού δεν κρατά για τον Εαυτό Του όλο το πατρικό ιδίωμα αλλά το μοιράζεται με τον Υιό, αφού και ο Υιός προσλαμβάνει κάτι από το πατρικό ιδίωμα, αναρωτιέται ο Νικόλαος.20
Και συνεχίζει απευθυνόμενος προς του Λατίνους ερωτώντας τους ότι, εφ’ όσον ισχυρίζονται πως το Πνεύμα εκπορεύεται και από τον Πατέρα και από τον Υιό, δεν θα έπρεπε και ο Υιός να γεννάται και από τον Πατέρα και από το Πνεύμα, αφού «ο Πατήρ και το Πνεύμα εν εισί τη φύσει»;21
Το πρόβλημα των Λατίνων έγκειται στο ότι δεν διακρίνουν μεταξύ κοινών και υποστατικών ιδιωμάτων στην Τρισυπόστατη Θεότητα. Και εφ’ όσον θεωρούν την εκπόρευση κοινό ιδίωμα των τριών προσώπων και ισχυρίζονται πως τα πρόσωπα έχουν κοινή ουσία κατά συνέπεια έχουν και κοινά ιδιώματα. Ο Νικόλαος τονίζει ότι «καθόλου δε ουδέν ίδιον τινός υποστάσεως ετέρα υποστάσει εφαρμόζειν δύναται»,22 δίδοντας έμφαση στο ακοινώνητο των ιδιωμάτων. Διαφορετικά συνάγεται ότι το Πνεύμα θα προάγει και τον εαυτό του προάγοντας έτερο Πνεύμα και αυτό άλλο και ούτω καθεξής.23 Ισχυρίζονται, δηλαδή, οι Λατίνοι, ότι αφού ο Χριστός είπε: «εγώ και ο Πατήρ εν εσμέν» (Ιω. 10, 30), τότε δεν υπάρχει καμία διαφορά μεταξύ Πατρός και Υιού.24 Κατ’ αυτόν τον τρόπο, εάν το Πνεύμα εκπορεύεται από τον Πατέρα εκπορεύεται και από τον Υιό. Τότε, όμως, συμπεραίνει ο Νικόλαος, θα έπρεπε το Πνεύμα να εκπορεύεται και από τον εαυτό του εφ’ όσον όλα είναι κοινά, διότι, «και ότι ομοούσιον και ομόδοξον Πατρί και Υιώ».25 Σε αυτή την περίπτωση, εντούτοις, προκύπτουν και άλλες συνέπειες: Αφού, όπως ισχυρίζονται οι Λατίνοι, όλα είναι κοινά στη Θεότητα θα έχουμε γέννηση του Υιού εκτός από τον Πατέρα και από το άγιο Πνεύμα.26 Αλλά και ο Πατήρ θα γεννιόταν και θα εκπορευόταν από τον Υιό και το άγιο Πνεύμα.27 Αυτή η θεολογία μόνο τερατολογία θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί, σύμφωνα με τον Μ. Φώτιο,28 γι’ αυτό ο Νικόλαος εφιστά την προσοχή των Λατίνων «στο διάφορον των υποστάσεων» και «στην των προσώπων διάκρισιν».29 Τα πρόσωπα, δηλαδή οι υποστάσεις, δεν είναι ένα αλλά τρία και δεν δυνάμεθα να ισχυριστούμε ότι το ένα, δηλαδή το Πνεύμα, προέρχεται από τα άλλα δύο.
Με το Fillioque προκαλείται μείωση της μοναρχίας του Πατρός, που είναι η αρχή και αιτία της Τριάδος εισάγοντας και δεύτερη αρχή στη Θεότητα. Οι Λατίνοι βασίζουν την τριαδολογία τους στην ουσία και όχι στις υποστάσεις της Αγίας Τριάδος. Συγχέουν και ταυτίζουν την αΐδια εκπόρευση του αγίου Πνεύματος προς την εν χρόνω αποστολή Του.30 Η διάκριση, όμως, ουσίας και ενεργείας είναι αναγκαία διότι με αυτή διασφαλίζεται τόσο η υπερβατικότητα του Θεού όσο και η πραγματικότητα της κοινωνίας μεταξύ Θεού και ανθρώπου.31
Ο συγγραφέας μας με διεισδυτική κρίση αντιλαμβάνεται την παραχάραξη της ορθοδόξου πίστεως από τους Λατίνους, ώστε το έργο του δεν παραλείπει να διερευνήσει όλες τις πτυχές της προσθήκης του Fillioque. Κατόπιν τετραπλής εξετάσεως (φυσικώς, υποστατικώς, υπαρκτικώς, ενεργητικώς) αποδεικνύει το άτοπο των Δυτικών.
Συγκεκριμένα, εάν οι Λατίνοι θεωρούν την εκπόρευση και εκ του Υιού φυσικώς, αυτό αντιβαίνει τη μία κοινή φύση του Πατρός, του Υιού και του αγίου Πνεύματος και οδηγεί, επομένως, στην παραδοχή ότι το Πνεύμα αυτοεκπορεύεται και σφετερίζεται τα ιδιώματα του Πατρός, δηλαδή, τη γέννηση του Υιού και την εκπόρευση του Πνεύματος.32
Εάν πάλι οι Λατίνοι ισχυρίζονται ότι ο Υιός εκπορεύει το άγιο Πνεύμα υποστατικώς, αυτό θα σήμαινε ότι μία ομοούσια με τις άλλες δύο υποστάσεις θα εκπορευόταν από αυτές, πράγμα παντελώς αδύνατο. Αποτέλεσμα αυτής της λογικής θα ήταν να αλλοιωθεί η απλότητα και η ασυνθετότητα της μίας θείας φύσεως.33
Εάν όμως, οι δυτικοί ορίζουν το Fillioque σε αναφορά με τον τρόπο υπάρξεως του Πνεύματος, αυτό θα καθιστούσε το τρίτο πρόσωπο της αγίας Τριάδος κτίσμα, καθώς θα όφειλε την ύπαρξή του σε δύο ανώτερες αρχές, κάτι το οποίο ο Νικόλαος ανάγει στην καταδικασθείσα από τη Β’ οικουμενική σύνοδο (381) αίρεση του Μακεδονίου.34
Τέλος εάν οι αντιφρονούντες ισχυρίζονται ότι το άγιο Πνεύμα εκπορεύεται από τον Υιό κατ’ ενέργεια, ο Νικόλαος επισημαίνει ότι σε αυτή την περίπτωση δεν ομιλούν για τη φύση του Πνεύματος αλλά για τη διανομή των χαρισμάτων του τους αξίους.35 Η κατ’ ενέργεια ή κατ’ έκφανση πρόοδος είναι έργο των τριών θείων υποστάσεων και πραγματοποιείται εκ Πατρός, δι’ Υιού, εν αγίω Πνεύματι. Συνιστά, δηλαδή, κοινή τριαδική ενέργεια, στην οποία συμμετέχει βέβαια και ο Υιός, καθώς «πάντα όσα ποιεί ο Πατήρ, ομοίως και ο Υιός και το Πνεύμα ποιούσιν».36
Με τους προαναφερθέντες υποθετικούς συλλογισμούς ο Νικόλαος αποδεικνύει την αδυναμία των επιχειρημάτων των Λατίνων, καθώς επισημαίνει: «εκ τούτων τοιγαρούν το ασθενές του τοιούτου καινοφανούς υμών δόγματος καθοράται».37 Ξεκαθαρίζει, λοιπόν, ότι η εκπόρευση είναι ιδίωμα μόνο του Πνεύματος. Η προβολή ανήκει μόνο στον Πατέρα, ο Οποίος τον Υιό προβάλλει γεννητώς, το δε Πνεύμα εκπορευτώς. Παράλληλα, κατηγορεί τους Λατίνους για παρανόηση του ορθού δόγματος με το να ισχυρίζονται ότι εξαιτίας της πέμψεως του Πνεύματος από τον Υιό εκπορεύεται και από Αυτόν.38 Και αποφαίνεται ότι «το γαρ εκπορεύεσθαι ου το αποστέλλεσθαι νοητέον, αλλά το εκ του Πατρός έχειν την φυσικήν ύπαρξιν».39
Για τον θεολόγο μας είναι πολύ σημαντική η μοναδικότητα του κάθε προσώπου ώστε επανειλημμένα να τονίζει: «ακίνητα μένει και τα ονόματα και μόνος η τε και λέγηται Πατήρ ο Πατήρ, αλλά μη δύο Πατέρες, και μόνος Υιός και έτι μόνον Πνεύμα, και τούτο και δύο Υιοί και αδελφοί».40 Και σε άλλο σημείο: «εν ουν και το Πνεύμα, και Πνεύμα μόνον και ουδέτερον των λοιπών».41
Με τη μοναρχία του Πατρός, συνεπώς, δεν υποτιμώνται τα δύο άλλα θεία πρόσωπα, αλλά δηλώνεται η τάξη κατά την οποία ο Πατήρ γεννά αϊδίως τον Υιό και εκπορεύεται αϊδίως το Άγιο Πνεύμα, εκφράζοντας την ισότητα και ομοτιμία και φανερώνοντας παράλληλα την τελειότητα στην αγία Τριάδα, σύμφωνα με τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης: «ει ουν τελεία του Πατρός η τιμή, τελεία δε και του Υιού, προσεμαρτυρήθη δε και τω αγίω Πνεύματι της τιμής το τέλειον».42
Καταπληκτικά, αποφαίνεται ο Νικόλαος, ότι το Πνεύμα «εκ του Πατρός μόνου μονοτρόπως εκπορευόμενον»43 και δεν χωρίζεται, όπως ακριβώς συνημμένη είναι η γέννηση του Υιού στον Υιό και έτσι μένει σε Αυτόν.

Υποσημειώσεις.
1. Γρηγόριος Θεολόγος, τρίτος θεολογικός λόγος, σελ. 36, 76 Β. πρβλ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Γρηγόριος ο Θεολόγος, σελ. 91.
2. Περί της μοναρχίας του Πατρός βλ. ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΣ, Θέματα θεολογίας, σελ. 163 Νικολαΐδης, Επιφάνιος Κύπρου, σελ. 124- 132 και 231-236. MEYENDORFF, La procession, sel. 167, STANILOAE, Der Ausgang des Heligen Geistes.
3. Τρία συντάγματα, Cod. Vat. Pal. Gr. 232 f. 84r πρβλ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ, Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, έκδ. KOTTER, Die Schrifien des Johannes uon Damaskos, vol. 2, κεφ. 8, στ. 197- 198
4. Τρία συντάγματα, Cod. Vat. Pal. Gr. 232 f. 83r
5. Βλ. Γρηγόριος Νύσσης, πώς τρία πρόσωπα λέγοντες εν τη θεότητι ου φαμέν τρεις θεούς, σελ. 45, 133 ΒC. και 180, του ιδίου Προς Έλληνας εκ των κοινών εννοιών, σελ. 45, 180ΒC ΒΑΣΙΛΕΟΣ ΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ, Επιστολή 38, σελ. 32, 329 Πρβλ. Καλογήρου, το Τριαδικόν δόγμα, σελ. 345- 364.
6. Ο άγιος Σωφρόνιος, πατριάρχης Ιεροσολύμων, δίδει έμφαση στη μοναρχία του Πατρός λέγοντας: «Πιστεύω τοίνυν, μακάριοι, καθάπερ αρχήθεν πεπίστευκα, εις ένα Θεόν Πατέρα Παντοκράτορα, άναρχον παντελώς και αΐδιον, πάντων ορατών τε και αοράτων Ποητήν. Και εις ένα Κύριον Ιησούν Χριστόν τον Υιόν του Θεού τον μονογενή, τον αϊδίως και απαθώς, εξ αυτού γεννηθέντα του Θεού και Πατρός˙ και ουκ άλλην αρχήν ή τον Πατέρα γινώσκοντα, άλλ’ ουδέ άλλοθέν πόθεν ή εκ του Πατρός την υπόστασιν έχοντα˙ φως εκ φωτός ομοούσιον, Θεόν αληθινόν εκ Θεού αληθινού συναΐδιον. Εις εν Πνεύμα άγιον το εκ Θεού Πατρός εκπορευόμενον, τω φως και Θεόν και αυτώ γνωριζόμενον, και ον αληθώς Πατρί και Υιώ συναΐδιον, ομοούσιόν τε και ομόφυλον, και της αυτής ουσίας και φύσεως, και ωσαύτως δε και θεότητος», ΣΩΦΡΟΝΙΟΣ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ, επιστολή συνοδική προς Σέργιον πατριάρχην Κων/πόλεως, σελ. 87, 3152. Βλ. επίσης και τις απόψεις περί μοναρχίας των Μ. Βασιλείου, Κατά Σεβελλιανών, σελ. 31, 609 Β. του ιδίου, προς Ευνόμιον 2, 34, σελ. 29, 652 Α Γρηγορίου Θεολόγου, λόγος 29, σελ. 36 76 Β, του ιδίου, τρίτος Θεολογικός λόγος, σελ. 36 70, Γρηγορίου Νύσσης, πώς τρία πρόσωπα λέγοντες εν τη θεότητι ου φαμέν τρεις θεούς σελ. 45, 180, μόνου του Πατρός εκπορεύεται το Πνεύμα το άγιον, ΧΡΗΣΤΟΥ, Συγγράμματα Α, σελ. 40, 70 και του ιδίου, προς Ακίνδυνον Α’ ΧΡΗΣΤΟΥ, Συγγράμματα Α’. σελ. 205.
7. Πρβλ. ΜΑΤΣΟΥΚΑΣ, Κόσμος, άνθρωπος, κοινωνία, σελ. 57 και Νικολαΐδης, Επιφάνιος Κύπρου, σελ. 126.
8. Βλ. Μάξιμος ομολογητής, προς Θαλάσσιον ΚΗ’, CCSG 22, σελ. 205.
9. Τρία συντάγματα Cod. Vat. Pal. Gr. 232, ff. 18v -19r
10. Τρία συντάγματα.Cod. Vat. Pal. Gr. 232 ff. 84r – 84v πρβλ. Ιωάννης Δαμασκηνός, περί της αγίας Τριάδος σελ. 94, 824.
11. Βλ. Σωτηρόπουλος, θέματα θεολογίας, σελ. 186.
12. «η δυαρχία την μοναρχίαν από της μιας εξορίζει θεότητος», τρία συντάγματα, Cod. Vat. Pal. Gr. 232 f. 20r . Βλ. και τη διδασκαλία του ιερού Φωτίου περί δυαρχίας, Φώτιος Κων/πόλεως, περί της του αγίου Πνεύματος Μυσταγωγίας, σελ. 102, 292 ΑΒ, και 397 Α. πρβλ. Ορφανός η εκπόρευσις, θεολογία 50, (1979) 61.
13. Τρία συντάγματα Cod. Vat. Pal. Gr. 232 f. 19v Πρβλ. Ιωάννης Δαμασκηνός κατά Μανιχαίων διάλογος, έκδ. KOTTER, Die Schriften des Johannes uon Damaskos, vol. 4 κεφ. 10 στ. 20.
14. Τρία συντάγματα Cod. Vat. Pal. Gr. 232, f. 54v
15. «Ει δε το Πνεύμα εκ του Πατρός και του Υιού εκπορεύεται, ουκ έστι όλη μονάς η θεότης ουκ έστι γαρ μόνος Πατήρ ο Πατήρ», τρία συντάγματα, Cod. Vat. Pal. Gr. 232, f. 28v
16. Τρία συντάγματα, Cod. Vat. Pal. Gr. 232, ff. 20r – 20v
17. ΦΩΤΙΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ, Περί της του αγίου Πνεύματος μυσταγωγίας, σελ. 102, 321C
18. Τρία συντάγματα Cod. Vat. Pal. Gr. 232 f. 48v
19. Βλ. Νικολαΐδης, Επιφάνιος Κύπρου, σελ. 127 πρβλ. Ματσούκας, δογματική Β. σελ. 93- 94.
20. «Πώς γαρ ει Πατήρ ο μη μόνος, μηδ’ όλον εαυτώ το πατρικόν συντηρών ιδίωμα αλλά τι τούτου και τω Υιώ συμμεριζόμενος», Τρία συντάγματα Cod. Vat. Pal. Gr. 232 f. 22r
21. Τρία συντάγματα Cod. Vat. Pal. Gr. 232 f. 23r
22. Τρία συντάγματα Cod. Vat. Pal. Gr. 232 f. 33r
23. Βλ. τρία συντάγματα Cod. Vat. Pal. Gr. 232 ff 25r -25v. Σε έτερο σημείο παραπέμποντας στη διδασκαλία του Μ. Φωτίου λέγει ο Νικόλαος: «Ει περ εξ ενός αιτίου, δηλαδή του Πατρός ότε Υιός και το Πνεύμα προεληλύθασι, προβάλλεται δε πάλιν ο Υιός το Πνεύμα, προβαλείται και το Πνεύμα τον Υιόν, ομοτίμως γαρ προήγαγεν άμφω ο Πατήρ και προβολεύς. Είπερ ο Υιός τω Πατρί κοινωνεί της του αγίου Πνεύματος προβολής, και το άγιον Πνεύμα ταύτης κοινωνήσει, πάντα γαρ όσα του Πατρός κοινά προς τον Υιόν, ταύτα και προς το Πνεύμα το άγιον. Και λοιπόν έσται και αίτιον άμα και αιτιατόν. Ο και της Ελλήνων μυθολογίας τερατωδέστερον», τρία συντάγματα, Cod. Vat. Pal. Gr. 232, ff. 47v – 48r , πρβλ. Φώτιος Κων/πόλεως, κατά των της παλαιάς Ρώμης περί της εκπορεύσεως του αγίου Πνεύματος, ότι εκ μόνου του Πατρός εκπρεύεται. Σελ. 102, 392 – 393. Ομοίως στη μυσταγωγία του ο ιερός Φώτιος αποφαίνεται: «Έτι δε, ει εκ του Πατρός ο Υιός γεγέννηται, το δε Πνεύμα εκ του Πατρός και του Υιού εκπορεύεται, τις η καινοτομία του Πνεύματος, μη και έτερόν τι αυτού εκπορεύεσθαι, ως συνάγεσθαι κατά την θεοβλαβή γνώμην μη τρεις, αλλά τέσσερας τας υποστάσεις, μάλλον δε απείρους, της δε τετάρτης ελληνικής υπερελάσωσι πολυθεΐας;» Φώτιος Κων/πόλεως, περί της του αγίου Πνεύματος Μυσταγωγίας, σελ. 102, 317 ΑΒ.
24. Λέγουν οι Λατίνοι: «Ει γαρ εκ του Πατρός φώμεν το Πνεύμα εκ δε του Υιού μη φώμεν εκπορεύεσθαι, αντιφθεγξόμεθα τω Υιώ λέγοντι εγώ και ο Πατήρ εν εσμέν», τρία συντάγματα, Cod. Vat. Pal. Gr. 232 f. 54v.
25. Τρία συντάγματα, Cod. Vat. Pal. Gr. 232 f. 52v
26. Τρία συντάγματα, Cod. Vat. Pal. Gr. 232 f. 55v
27. Τρία συντάγματα, Cod. Vat. Pal. Gr. 232 f. 55v
28. Τρία συντάγματα, Cod. Vat. Pal. Gr. 232 f. 48r. Πρβλ. Φώτιος Κων/πόλεως, κατά των της παλαιάς Ρώμης περί της εκπορεύσεως του αγίου Πνεύματος, ότι εκ μόνου του Πατρός εκπορεύεται, σελ. 102, 392 – 393.
29. Τρία συντάγματα,
30. Πρβλ. Θεοδωρούδης, η εκπόρευσις του αγίου Πνεύματος σελ. 18.
31. Βεβαίως η διδασκαλία περί διακρίσεως ουσίας και ενεργείας θα τελειοποιηθεί από τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά τον 14ο αιώνα. πρβλ. PANTOBITΣ, Γρηγόριος Παλαμάς, σελ. 143- 176.
32. «ει μεν φυσικώς είπητε, λέγομεν ότι τούτο αμήχανον. Φύσις γαρ μία Πατρός και Υιού και αγίου Πνεύματος. Και ει τούτο παραχωρήσωμεν, αυτό εξ εαυτού εκπορευθήσεται, ώσπερ εκ του Πατρός και ιδού και Πατήρ το Πνεύμα. Ου και δοκεί τα ίδια εαυτώ σφετερίσθη. Τούτο γαρ Πατρός ίδιον, το γεννάν τον Υιόν και το Πνεύμα προβάλλειν ουσιωδώς, ως αιτίου τούτων υπάρχοντος˙ ου τι αυτό πότερον;», τρία συντάγματα, Cod. Vat. Pal. Gr. 232 ff. 86r – 86v.
33. «Ει δε πάλιν υποστατικώς ερείτε, αλλά και τούτο αδύνατον παντελώς. Μία γαρ υπόστασις εκ δύο ομοουσίων, ομοούσιος ταύταις ούσα και συναΐδιος, εκπορεύεσθαι υποστάσεων, σύνθεσιν ή μάλιστα σύγχυσιν της απλής και ασυνθέτου φύσεως δείκνυσιν», τρία συντάγματα, Cod. Vat. Pal. Gr. 232 f. 86v.
34. «ει μεν κατά τον της υπάρξεως, άδειά σοι και κτίσμα φάναι το Πνεύμα, ότι εκ των δύο το εν παρήχθη εις ύπαρξιν. Όπερ της του Μακεδονίου βλασφημίας κατ’ ουδέν εστίν έλαττον», τρία συντάγματα, Cod. Vat. Pal. Gr. 232 ff. 86v -87r.
35. «ει τε κατ’ ενέργειαν φατέ εκπορεύεσθαι, ουκ άρα την φύσιν θεολογείτε του Πνεύματος, αλλά την των χαρισμάτων αυτού διανομήν την παρ’ αυτού τοις αξίοις χαριζομένην αείποτε και ουκ ίσως τη κατά φύσιν εκ του Πατρός εκπορεύσει την και εκ του Υιού την ούσαν κατ’ ενέργειαν δογματίζετε» τρία συντάγματα, Cod. Vat. Pal. Gr. 232, f. 87r
36. Τρία συντάγματα, Cod. Vat. Pal. Gr. 232, f. 88v
37. Τρία συντάγματα, Cod. Vat. Pal. Gr. 232, f. 87r
38. «Λοιπόν η εκπόρευσις ίδιον μόνω τω Πνεύματι πέφυκεν, ως τω Πατρί το προβάλλειν, τον μεν Υιόν γεννητώς, το δε Πνεύμα εκπορευτώς˙ το δε παρά του Υιού πέμπεσθαι το Πνεύμα, δια τούτο και εξ αυτού εκπορεύεσθαι λέγετε, ουκ ορθώς και ου κατά ακρίβειαν του της θεολογίας ορθού δόγματος τούτο νοείτε», τρία συντάγματα, Cod. Vat. Pal. Gr. 232, ff. 53r – 53v
39. Τρία συντάγματα, Cod. Vat. Pal. Gr. 232, f. 53v
40. Τρία συντάγματα, Cod. Vat. Pal. Gr. 232, f. 60r
41. Τρία συντάγματα, Cod. Vat. Pal. Gr. 232 61r
42. «Το γαρ αναιρείν το ομότιμον απόδειξίς εστί του μη νομίζειν μετέχειν της τελειότητος», Γρηγόριος Νύσσης, περί του αγίου Πνεύματος, κατά Μακεδονιανών και Πνευματομάχων, F. MUELLER, Gregori Nysseni opera, vol. 3, sel. 95.
43. Τρία συντάγματα, Cod. Vat. Pal. Gr. 232 f. 61r.

Από το βιβλίο: Για το δόγμα και τη λατρεία…, του Σωτήρη Ν. Κόλλια.
Μία πρωτότυπη προσέγγιση στα αντιμαχόμενα σημεία μεταξύ Ορθοδόξων και Λατίνων μέσα από ανέκδοτα χειρόγραφα

Εκδόσεις Γρηγόρη, Φεβρουάριος του 2019

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Μελέτες - εργασίες - βιβλία. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.