Γιατί είχε θρησκευτικό χαρακτήρα η εικονομαχία; – Ιωάννου Ν. Παπαιωάννου.

Κανένας από τους ιστορικούς δεν σου αρνείται το θρησκευτικό χαρακτήρα στην Εικονομαχία, αλλά όπως λ.χ. ο Σπυρ. Ζαμπέλιος που «διστάζει να κατατάξη αυτήν μεταξύ των άλλων εκκλησιαστικών αιρέσεων» (Σπ. Ζαμπελίου, Βυ. Μελέται, σ. 247). Ωστόσο ο G. Ostrogorsky, σου ομολογεί αυτό που διστάζει ο Σπ. Ζαμπέλιος, πως «το ζήτημα των εικόνων συνδέθηκε και από τις δύο παρατάξεις με τη Χριστολογική δογματική διδασκαλία. Στην πραγματικότητα η εικονομαχία αποτελεί συνέχεια των αρχαίων Χριστολογικών ερίδων σε νέα μορφή (G. Ostrogorsky, ιστορία βυζ. Κρ., τόμ. Β’, σελ. 39).
Άλλοι ιστορικοί μάλιστα υπερθεματίζουν ότι «το θέμα των εικόνων θα προέκυπτε χωρίς αμφιβολία στο βυζάντιο, και μάλιστα όλες οι εκδοχές για τις πρώτες αιτίες και αφορμές υπογραμμίζουν τη θρησκευτική βάση της εικονομαχίας «ανεξάρτητα από τη μουσουλμανική ή σημιτική έκδοσή του, επειδή ακριβώς προσφερόταν ιδιαίτερα για Χριστολογικές συζητήσεις και το γεγονός αυτό το επιβεβαιώνει η όλη εξέλιξη της εικονομαχίας» (Παν/μίου Καίμπριτζ, ιστ. Βυζ. Αυτοκρ. Τ. Α’, σελ. 80).
Οι μελετητές και οι θεολόγοι μπορούν ακόμα να σου θέσουν υπόψη ότι το πρόβλημα για την απεικόνιση του θείου είναι παλαιότερο από την εικονομαχία, τις σχετικές χριστολογικές έριδες, αλλά και από τον Χριστιανισμό. Σου επικαλούνται ότι η Ιουδαϊκή παράδοση αποστέργει την παράσταση του Θεού. Στον χώρο των πρώτων Πατέρων της εκκλησίας ο Ιουστίνος, ο Αθηναγόρας ο Αθηναίος και ο Τερτυλλιανός με δισταγμό παρακολουθούν τη γένεση της χριστιανικής τέχνης… Αν συνδέσεις – και όλα σε οδηγούν ότι συνδέονται – την εικονοκλαστική κίνηση με αυτές τις προδρομικές τάσεις και θεωρήσεις, τότε αποβάλλεται κάθε χαρακτήρας της εικονομαχίας ως «επανάστασης» ή «μεταρρύθμισις» ή «ανακαίνισης».
Η ορολογία του όλου κινήματος σου προβάλλει τον θρησκευτικό χαρακτήρα. Είτε εικονομαχία, είτε εικονοφιλία, ή ακόμα και μοναχομαχία ονομάσεις, θρησκευτικό χαρακτήρα προσδίδεις. Αλλά και τα αποτελέσματα της διαμάχης, σε γενικές γραμμές αν θεωρήσεις, ότι για ένα διάστημα επιτεύχθηκε καίριο πλήγμα κατά του Μοναχισμού, αλλά πολύ σύντομα ο μοναχικός κόσμος που έμεινε ακλόνητος στις θέσεις του, υπερίσχυσε της δυνάμεως του κράτους, πάλι θρησκευτικό χαρακτήρα ανακαλύπτεις.
Ακόμα, εξετάζοντας τα κίνητρα και τα επιχειρήματα δεν ανευρίσκεις παρά μόνο θεολογικό περιεχόμενο και κανένα πολιτικό-οικονομικό-κοινωνικό περιεχόμενο. Και είναι εύγλωττη η κρίση ότι «αι δοξασίαι των εικονομάχων ουδέν το ορθολογικόν ή το φιλελεύθερον και το ανακαινιστικόν παρουσιάζουν. Είναι τουναντίον φορείς πνεύματος αυστηρού και ροπών αντιπνευματικών» (Μ.Ε.Ε. συμπλ. Διον. Ζακυθηνού, σελ. 213).
Η επιχειρηματολογία των εικονομάχων σου αποκαλύπτει θρησκευτική τη βάση του όλου κινήματος, καθόσον οι κύριες θέσεις των μόνον θρησκευτικές φαίνονται να είναι: Απατηλή, χαρακτηρίζουν την τέχνη του αγιογράφου, «που με τα χρώματά της παρασύρει τη σκέψη του ανθρώπου από την υψηλή λατρεία, που ανήκει στο Θεό, προς τη χυδαία και υλιστική λατρεία των κατασκευασμένων αντικειμένων» (Παν/μίου Καίμπριτζ, ιστ. Βυζ. Αυτοκρατ. Τόμ. Α’, σελ. 86). Οι εικονομάχοι αντιδρούσαν στη χρήση των εικόνων για πολλούς λόγους: (Παρέθεταν τις γραφικές και πατερικές καταγγελίες των ομοιωμάτων – πίστευαν ότι η λατρεία φυσικών και άλλων υλικών αντικειμένων δεν ήταν μόνον άπρεπη και αντιχριστιανική, αλλά και σημάδι ειδωλολατρείας˙ καταδίκαζαν την υπερβολική λατρεία των αγίων, υποστηρίζοντας ότι γινόταν συχνά αυτοσκοπός και αποσπούσε το λάτρη από την παραδειγματική μίμηση της ζωής και από την αγάπη, που για τους αγίους αποτελούσε το μόνο έγκυρο μέτρο χριστιανικής συμπεριφοράς. Διατύπωσαν επίσης το δόγμα αυτού που θα ονομάζαμε ηθική θεωρία των εικόνων, σύμφωνα με το οποίο οι αρετές των αγίων είναι οι πραγματικές εικόνες, που οι ευσεβείς πρέπει να αναπαρασταίνουν μέσα στη συνείδησή τους… Επετέθησαν στη χρήση των εικόνων με βάση Χριστολογικά ερείσματα: Έθεσαν σαν πρώτο αξίωμα ότι η θεία φύση είναι κάτι το εντελώς «απερίγραπτον», και κατά συνέπεια δεν μπορεί να απεικονιστεί ή να αναπαραχθεί με οποιοδήποτε τρόπο μέσα από την τέχνη…» (Παν/μίου Καίμπριτζ, ιστορ. Βυζ. Αυτοκρ. Τόμ. Α’, σελ. 86-87).
Από την πλευρά των εικονοφίλων πάλι η επιχειρηματολογία είναι αποκλειστικά θρησκευτικού χαρακτήρα˙ «Μία εικόνα του Χριστού δεν ήταν παρά μία αναπαράσταση του Ενσαρκωμένου Λόγου, που έγινε σάρκα και έζησε ανάμεσά μας τέλειος άνθρωπος, αλλά μέσα στα όρια των ανθρώπινων δυνατοτήτων. Κανένας λογικός άνθρωπος, δεν θα σκεφτόταν κοιτώντας μίαν εικόνα ότι ο ζωγράφος έχει διαχωρίσει την ψυχή του μοντέλου από το σώμα… Όταν οι πιστοί ατενίζουν μία εικόνα του Χριστού, μ’ όλο που βλέπουν εκεί μόνο τον Χριστόν άνθρωπο, δεν ξεχωρίζουν την ανθρώπινη από τη θεϊκή του υπόσταση, αλλά αντίθετα την ίδια στιγμή η σκέψη τους στρέφεται προς την αόρατη απεριόριστη θεότητα… Τον Χριστόν τόσοι άνθρωποι είδαν, άγγιξαν και άκουσαν, ακόμα και ύστερα από την Ανάστασή Του και όποιος λέγει ότι δεν μπορεί να απεικονιστεί, επικυρώνει ότι πραγματικά ποτέ δεν ενσαρκώθηκε, κι έτσι αρνιέται όχι μόνο το Ευαγγέλιο αλλά και τη σωτηρία που κέρδισε η ανθρωπότητα με την Ανάσταση» (Παν/μίου Καίμπριτζ, ιστορ. Βυζ. Αυτοκρ. Τ. Α’, σελ. 91).
Και τα πρόσωπα που πρωταγωνίστησαν στη διαμάχη της εικονομαχίας υπήρξαν κυρίως θρησκευτικές προσωπικότητες. Ο Κων/νος Ε’, ο πολεμικώτερος των εικονομάχων αυτοκρατόρων υπήρξε η ψυχή της συνόδου της Ιερείας και ο κυριώτερος θεωρητικός αυτής και συμμετείχε στις εργασίες. Και οι αποφάσεις της συνόδου της Ιερείας κανένα κοινωνικό- πολιτικό – οικονομικό χαρακτήρα δεν είχαν, παρά μόνο θρησκευτικό καθόσον «καθόριζαν ρητά την καταστροφή όλων των εικόνων της θρησκευτικής χριστιανικής πίστεως, αναθεμάτιζαν τον Πατριάρχη Γερμανό, τον Ιωάννη Δαμασκηνό, ενώ εξεθείαζαν τον αυτοκράτορα σαν ίσο προς τους αποστόλους και απειλούσαν τους οπαδούς των εικόνων όχι μόνο με μαρτύριο και ανάθεμα, αλλά ακόμα με την παράδοσή τους, χωρίς καμμιά διάκριση των περιπτώσεων στην ανελέητη καταδίωξη του κράτους» (Ν. Δ. Πάσσα, βυζαντινή διαμάχη εικονοφόβων και εικονοφίλων, σελ. 53). Εξάλλου από πλευράς εικονοφίλων πρωταγωνίστησαν οι εξής: Ιωάννης Δαμασκηνός, Θεόδωρος Στουδίτης, Πατριάρχες Ταράσιος και Νικηφόρος, ο Στέφανος ο Νέος και ο Μεθόδιος, αποκλειστικά θρησκευτικές προσωπικότητες και μεγάλης θεολογικής καταρτίσεως άνθρωποι.
Ίσως να επικαλεστούν μερικοί ότι υπήρξε πτώση του μορφωτικού επιπέδου με την εικονομαχία και επομένως υπήρξε και κοινωνικό- πολιτικός χαρακτήρας σ’ αυτήν την κίνηση. Οι περισσότεροι όμως συμφωνούν ότι «οι χρόνοι αυτοί δεν πρέπει να χαρακτηρισθούν ως εποχή σκοταδισμού… Στην εικονομαχία κρύβονται πνευματικές ανησυχίες που αντανακλούν τον βαθύ ψυχισμό των λαών της αυτοκρατορίας με την ποικίλη ιστορική και πολιτιστική παράδοση» (Εκδ. Αθηνών, ιστ. Ελλην. Έθν. Τόμ. Η’, σελ. 29). Και έρχεται ένας κορυφαίος βυζαντινολόγος ο Frans Dolger να σου τονίσει ότι το σκοτάδι υπήρξε κατεξοχήν σ’ εκείνους που τους αποδίδονται τάσεις και ιδέες μεταρρύθμισης και ανακαίνισης και ότι βλέπει «την άρνηση των εικόνων συνυφασμένη μ’ ένα σκοτεινό ασιατικό ρεύμα… Το σκοτεινό ασιατικό ρεύμα που στράφηκε κατά των εικόνων απαιτούσε ειδικώτερα το απόλυτο χάσμα ανάμεσα στην ανθρώπινη όραση και στο πρόσωπο του Θεού. το θείο τόθελε η ασιατική ψυχή αόρατο. Σ’ αυτό διακρίνεται ριζικά ο Ασιάτης από τον Έλληνα, που δεν θα πίστευε στους Ολυμπίους, αν δεν είχε την έμπνευση να τους πλάσει ο ίδιος και την ευκαιρία να τους βλέπει κάθε μέσα. Φυσικά ο χριστιανισμός που ήταν ταραγμένος να συναντηθεί με την Ελλάδα και να συγχωνευθεί μαζί της στο πνεύμα της Ευρώπης, ξεκίνησε από την ενσάρκωση του Θεού Λόγου»… O Dolger «ανάγει την πάλη κατά των εικονομάχων στο φωτεινό ελληνικό τμήμα της ψυχής των βυζαντινών» (Παν. Κανελλοπούλου, ιστορία Ευρωπαϊκού πνεύματος, τόμ. 1ος, σελ. 53-54).
Αλλά και τις μεταβολές που επέφεραν οι εικονομάχοι στις εκκλησίες, αν εξετάσεις, σχηματίζεις τη γνώμη ότι δεν πρόκειται για πολιτική – κοινωνική – οικονομική κίνηση. Καθόσον αντί για εικόνες έβαλαν στις εκκλησίες ζωγαφιές δένδρων, πουλιών, ζώων ή σκηνές από τον Ιππόδρομο. Και το ναό της Θεοτόκου των Βλαχερνών «τα του Χριστού άπαντα μυστικά εξάραντος, οπωροφυλάκιον και ορνεοσκοπείον την Εκκλησίαν εποίησεν. Δένδρα και όρνεα παντοία, θηρία τε και άλλα τινά εγκύκλια, δια κισσοφύλων, γεράνων τε κα κορωνών και ταώνων ταύτην περιμουσώσας ίνα, είπω άκοσμον αληθώς έδειξεν» (Βίος Στεφάνου Νέου, P. G. 100, 1120, Ν. Δ. Πάσσα, βυζ. Διαμ. Εικον. Και εικ., σελ. 61- 62). Επομένως θρησκευτικό χαρακτήρα και περιεχόμενο συναντάς και στις λεπτομέρειες της δραστηριότητας των εικονομάχων, ούτε βρίσκεις κανένα διανοητή ν’ αποδίδει σ’ αυτές τις δραστηριότητες πολιτική ή κοινωνική σημασία.
Τέλος μία απόδειξη του θρησκευτικού χαρακτήρος της εικονομαχίας σου προσφέρει και το γεγονός ότι πολεμήθηκε σκληρά επί του θρησκευτικού πεδίου και από τον Πάπα της Ρώμης. Μάλιστα οι Πάπες της Ρώμης προσπάθησαν να μεταπείσουν αρχικά τους εικονομάχους αυτοκράτορες, περιέθαλψαν φυγάδες μοναχούς και εικονοφίλους και όταν η διαφωνία έγινε αγεφύρωτη, τότε στράφηκαν προς τους Φράγκους. Δεν προηγήθηκε η πολιτική διαφοροποίηση και μετά ακολούθησε η θρησκευτική διαφωνία στο θέμα της εικονομαχίας, αλλά υπήρξε πρώτη η θρησκευτική διαφωνία και μετά ακολούθησε η πολιτική αποξένωση.
Αλλά και τη νίκη των εικονοφίλων αν φυλοκρινήσεις θα την έβλεπες νάχει καθαρά θρησκευτικό χαρακτήρα, να είναι απηλλαγμένη πολιτικό – κοινωνικό – οικονομικών αναστατώσεων, αντεκδικήσεων και να ικανοποιεί όχι μόνον ολίγους αλλά την πλειοψηφία του λαού των βυζαντινών, θα μπορούσες να την χαρακτηρίσεις πνευματική – θεολογική νίκη, με κάποια Ανώτερη Χάρη κερδισμένη.
Και να δεχόσουν ότι η Εικονομαχία έθιξε λαϊκά ήθη και επομένως είχε κάποιον κοινωνικό – πολιτικό χαρακτήρα θα σου απαντούσε κανείς με την άποψη του Αλεξ. Διομήδη ως εξής: «Αύτη (η εικονομαχία) έθιξε παλαιότατα λαϊκά ήθη και τον με αυτά βαθειά συνυφασμένον εις την συνείδησιν των μεγάλων μαζών τρόπον της θρησκευτικής ευλαβείας. Η κατάλυσις των εικόνων, η απαγόρευσις της προσκυνήσεως των εικόνων του Θεού, του Χριστού, της Παναγίας, των Αγίων και των Μαρτύρων, εις την θαυματουργόν ιδιότητα των οποίων επίστευον οι πολλοί, ήτο ως να αφαιρούσαν από τους πιστούς αυτό το αντικείμενον της ευλαβείας των» (Αλεξ. Διομήδη, βυζ. Μελέται, τόμ. Β’, σελ. 119).
Τέλος το γεγονός ότι οι εικονομάχοι κατέστρεψαν έργα τέχνης, αποκλειστικά θρησκευτικής εμπνεύσεως, σου προσφέρει άλλη μία απόδειξη ότι θρησκευτικός κυρίως υπήρξε ο χαρακτήρας της εικονομαχίας.
Κοντολογής θα επαναλάμβανες τις παρακάτω γνώμες του Διον. Ζκυθηνού για το χαρακτήρα της εικονομαχίας: «Η εσφαλμένη αντίληψις περί της σημασίας της εικονομαχίας εδημιούργησε την εντύπωσιν ότι οι δύο πρώτοι Ίσαυροι υπήρξαν πολιτικοί μεταρρυθμισταί και αναμορφωταί της κοινωνίας. Νεώτεροι έρευναι απέδειξαν ότι αι πλείσται των αποδιδομένων εις αυτούς καινοτομιών ή υπήρξαν παλαιότεραι της αρχής των ή δεν είχαν την σημασίαν, την οποίαν οι παλαιότεροι ανεύρισκον εις αυτάς». Και καταλήγει: «Κατά την ημετέραν γνώμην ούτε η κοινωνική, ούτε η πολιτική θεωρία ικανοποιούν την σημερινήν έρευναν. Είναι βέβαιον ότι οι Ίσαυροι δεν υπήρξαν κοινωνικοί μεταρρυθμισταί, αλλά και η «μοναχομαχία» και τα ληφθέντα κατά της εκκλησιαστικής ιδιοκτησίας οικονομικά μέτρα ήσαν φαινόμενα δευτερογενή. Καθ’ ημάς ο πρωτογενής χαρακτήρ της εικονομαχίας υπήρξε θρησκευτικός και πνευματικός» (Μ. Ε. Ε., συμπλ. Σελ. 213).

Από το βιβλίο: Ιστορικές γραμμές, του Φιλολόγου – Ιστορικού, Εκπαιδευτικού Μ.Ε., Ιωάννου Ν. Παπαϊωάννου.
Τόμος Β’. Λάρισα 1979

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Ιστορικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.