Η Αγία Σοφία.

Η φημισμένη εκκλησία. Η Αγία Σοφία εις την Κωνσταντινούπολιν, δηλαδή ο ναός της Σοφίας του Θεού, είναι η μεγαλυτέρα και η πλέον φημισμένη εκκλησία, που οικοδόμησαν οι βυζαντινοί πρόγονοί μας.
Την ανέγερσίν της ήρχισεν ο αυτοκράτωρ Ιουστινιανός εις τα 532 μ. Χ., και δια να αποπερατωθή, εχρειάσθησαν εξ ολόκληρα έτη, αν αφαιρέση κανείς μόνον είκοσιν ημέρας. Ο εξαίρετος αυτός βασιλεύς εφιλοτιμήθη να την κοσμήση με ό,τι πολυτελές και πολύτιμον υπήρχε τότε εις τον κόσμον και εδαπάνησε μυθικά ποσά δια την εποχήν του χάριν τούτου.
Το μέγα έργον εξετέλεσαν δύο σπουδαίοι αρχιτέκτονες, ο Ανθέμιος και ο Ισίδωρος, τέκνα και οι δύο της ελληνικής Ιωνίας. Ούτοι υπελόγισαν και την τελευταίαν αρχιτεκτονικήν λεπτομέρειαν με τολμηρούς και σοφούς υπολογισμούς και της εδώρησαν εις κομψότητα και τέχνην την χάριν της ωραίας πατρίδος των.

Η Μεγάλη Εκκλησία, όπως έλεγον οι βυζαντινοί την Αγίαν Σοφίαν, είναι ωραίος και μεγαλοπρεπής ναός, πραγματικόν καλλιτέχνημα, και το τελειότερον οικοδόμημα της τέχνης του Βυζαντίου.
Επί χίλια έτη ήτο η Μητρόπολις της Ορθοδοξίας και το θρησκευτικόν κέντρον της Αυτοκρατορίας και η ζωή της είναι στενά συνδεδεμένη με την ζωήν και την ιστορίαν του Ελληνισμού. Εκεί μέσα ήρχιζε κάθε θρησκευτικόν, πολιτικόν και πολεμικόν γεγονός και εις την Αγίαν Σοφίαν έπαιρνε τέλος. Εις αυτήν έγινεν, ολίγας ώρας προ της αλώσεως, και η αλησμόνητος τελευταία λειτουργία, η οποία ήναψε την λαμπάδα της ελπίδος δια την ανάστασιν του Έθνους.
Τέχνη και κάλλος. Το εξωτερικόν της Αγίας Σοφίας δεν φανερώνει τίποτε από το κάλλος και την τέχνην της. Είναι κτήριον φορτωμένον με τοίχους, που το περιτριγυρίζουν, και εις την κορυφήν του κάθεται βαρύς ο τρούλλος, εις ύψος 50 μέτρων από την γην.
Αλλά μία βυζαντινή εκκλησία δεν κρίνεται από το εξωτερικόν, όπως ο αρχαίος ναός. Όλοι οι θησαυροί είναι εντός αυτής˙ διότι εκεί μέσα συγκεντρώνονται οι χριστιανοί, εκεί γίνεται από τον ιερέα η λειτουργία. Δι’ αυτό έπρεπε να εισέλθης εις την Αγίαν Σοφίαν, δια να απολαύσης την τέχνην της, δια να χαρής την μαγείαν της ευμορφιάς της.
Ας κάμωμεν λοιπόν έως εκεί μίαν ευσεβή επίσκεψιν.
Επάνω από την εσωτερικήν θύραν του νάρθηκος έβλεπες ωραιοτάτην ψηφιδωτήν εικόνα. Ο Λυτρωτής με κατάλευκον μετάξινον μανδύαν κάθεται εις τον θρόνον του˙ εις τα πόδια του γονατισμένος ο αυτοκράτωρ με την βασιλικήν πορφύραν προσεύχεται ταπεινός. Από την πρώτην στιγμήν ο άνθρωπος αισθάνεται την θείαν δύναμιν και αιωνιότητα.
Όταν διέβαινες την θύραν, θα έμενες θαμβωμένος από τας μακράς σειράς των κιόνων˙ υψώνοντο άλλοι από πράσινα και άλλοι από πορφυρένια μάρμαρα και ήσαν στεφανωμένοι με λευκά κιονόκρανα, που είχον δαντελλωτά σκαλίσματα. Καμπυλόγραμμοι αψίδες ήνωνον ανά δύο τους κίονας με πολλήν χάριν.
Εις το μέσον ακριβώς του ναού τέσσαρες μεγάλοι στύλοι, με τας αρμονικάς αψίδας, αι οποίαι τους ήνωνον, δέχονται τον μεγάλον και βαρύν θόλον, τον τρούλλον. Και όμως αυτός φαίνεται, ωσάν να κρέμεται ελαφρά ελαφρά από τον ουρανόν από αόρατον χρυσήν άλυσιν!

Φως, πολύ φως, περιχύνεται από παντού. Ο κολοσσιαίος ναός, παρά τον όγκον του, φαίνεται ελαφρός με την αρμονίαν του φωτός και των χρωμάτων, την χάριν των γραμμών και τον απαστράπτοντα πλούσιον στολισμόν.
Κάτω από τον θόλον, υψωμένος ως πύργος από πολύχρωμα μάρμαρα, λάμπει χρυσοποίκιλτος ο άμβων, τον οποίον εδόξασαν μεγάλοι ιεράρχαι, όπως ο Φώτιος˙ λάμπει και ο βασιλικός θρόνος, τον οποίον ετίμησαν ο Ηράκλειος, ο Βουλγαροκτόνος και τόσοι άλλοι αυτοκράτορες.
Αντικρύ από την είσοδον, εις το ιερόν, και επάνω εις την Αγίαν Τράπεζαν, λαμποκοπούν τα ολόχρυσα Ευαγγέλια με τα πολύτιμα πετράδια και τα χρυσά σκεύη˙ λάμπουν και τα πολύχρωμα μάρμαρα του τέμπλου και τα κρεμασμένα εις αυτό πολύτιμα αφιερώματα των πιστών.
Όπου και να στρέψης τους οφθαλμούς, θα ίδης παντού ωραίας ψηφιδωτάς εικόνας της Πίστεως, από μωσαϊκά χρυσά ή βαθυγάλαζα, τα οποία φεγγοβολούν.
Σειραί από πολυελαίους με αργυροδεμένα κρύσταλλα ήνωνον κάτω από τας τολμηράς αψίδας τους κίονας, τον ένα με τον άλλον, και έχυνον το φως των, που ηνώνετο με το φως των αναριθμήτων χρυσών κανδηλών. Και τα πολύχρωμα μάρμαρα με τα ωραία κυματιστά νερά αποτελούν μίαν έγχρωμον αρμονίαν και αστράπτουν, άλλα επάνω εις τους κίονας και άλλα κάτω εις το δάπεδον.
Γαλάζια, πράσινα, σμαράγδινα, κόκκινα, κίτρινα, ροδόχροα, λευκά μάρμαρα από χιλίους τόπους και χίλια λατομεία, αποτελούν πολυανθισμένον κήπον και λαμποκοπούν τα χρώματά των και φέγγει όλος ο ναός.
Και από τα είκοσι τέσσαρα μεγάλα παράθυρα του θόλου και τα άλλα αδέλφια των του κτηρίου καταβαίνει την ημέραν και περιχύνεται εις όλον τον ναόν άφθονον το φως˙ φωτίζει την λαμπράν και ωραίαν διακόσμησιν, και νομίζεις, ότι η Αγία Σοφία είναι εις ολοφώτεινος ήλιος, που εκπέμπει μυρίας ακτίνας και μυρίας λάμψεις!
Κατοικία Υψίστου. Τί μεγαλείον δεν ενέπνεεν ο χώρος του ναού! Ο επισκέπτης της Μεγάλης Εκκλησίας με την φαντασίαν του ας ανάψη τώρα τους μεγάλους πολυελαίους και τας αναριθμήτους κανδήλας, ας ενθυμηθή τας θαυμασίας πομπάς και λειτουργίας, τας στέψεις, τας συνόδους, και τότε θα εννοήση τι ήτο η Αγία Σοφία!
Ο χριστιανός, λέγει κάποιος βυζαντινός χρονογράφος, ησθάνετο, ότι ο Κύριος είναι κάπου εκεί πλησίον και ότι ευχαρίστως παραμένει εις τον ναόν τούτον, τον οποίον ο άνθρωπος οικοδόμησεν ως κατοικίαν του Υψίστου.
Ν. Α. Κοντόπουλος.

Από το βιβλίο: Αναγνωστικόν της πέμπτης τάξεως του δημοτικού σχολείου. Ν. Κοντοπούλου – Δ. Κοντογιάννη, Γ. Καλαματιανού Θ. Γιαννοπούλου. Αθήναι 1952
Οργανισμός Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Ιστορικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.