Δια ποίον λόγον εις την τελετήν της Αναστάσεως δεν αναγινώσκεται το ευαγγέλιον, που διατάσσει το Τυπικόν, δηλαδή, το «Οψέ Σαββάτων τη επιφωσκούση…», αλλά το Β’ εωθινόν «Διαγενομένου του Σαββάτου…»;
Το ευαγγέλιο της ακολουθίας της Αναστάσεως κατέχει μία περίεργη και ιδιόρρυθμη θέσι στην παννυχίδα του Πάσχα, που δεν συναντάται σε καμμία άλλη περίπτωσι ούτε στις εν χρήσει ακολουθίες του βυζαντινού λειτουργικού τυπικού ούτε στην χειρόγραφο παράδοσί των. Διαβάζεται δηλαδή αυτό μετά την απόλυσι του μεσονυκτικού και πριν από το «Δόξα τη αγία…», δηλαδή την έναρξι του όρθρου, με άλλα λόγια σε μία λειτουργικώς νεκρά περίοδο. Και μόνη η θέσις του αυτή δείχνει, ότι πρόκειται για κάτι το μεταγενέστερο και εμβόλιμο στοιχείο στην όλη πασχαλινή ακολουθία. Αυτό πιστοποιείται και από τα χειρόγραφα. Είκοσι περίπου Τυπικά, από αυτά που εδημοσίευσε κατά το τέλος το περασμένου και τις αρχές του αιώνός μας ο Δμητριέβσκη και που καλύπτουν ολόκληρο σχεδόν την περίοδο της χειρογράφου παραδόσεως από τον ΙΑ’ μέχρι και τον ΙΘ’ αιώνα, μαρτυρούν ότι η ακολουθία της Αναστάσεως δεν περιελάμβανε ευαγγελικό ανάγνωσμα, αλλά μόνον την θυμίασι, το «Δόξα τη αγία…» και την ψαλμωδία του «Χριστός ανέστη». Και σήμερα δε ακόμη η ακολουθία της Αναστάσεως όπως τελείται από τους σλάβους δεν περιλαμβάνει ευαγγελικό ανάγνωσμα. Μόνο τρία Αγιορειτικά Τυπικά από τα δημοσιευόμενα από τον Δμητριέβσκη, και αυτά πολύ μεταγενέστερα, του ΙΘ’ αιώνος, προβλέπουν εν προκειμένω ανάγνωσι ευαγγελικής περικοπής, το Τυπικό της Μονής Φιλοθέου του έτους 1813, της Μονής Αγίου Παύλου του έτους 1850 και Βατοπεδίου του έτους 1869. Δύο εξ άλλου παλαιότερα Τυπικά, το ένα που περιέχεται στον υπ’ αριθμ. 1877 κώδικα της Βιβλιοθήκης του Βατικανού του έτους 1292 και το άλλο στο Κανονάριο του κώδικος υπ’ αριθμ. 150 της Μονής Σινά του Ι- ΙΑ’ αιώνος, έχουν ευαγγελικό ανάγνωσμα, αλλά το μεν πρώτο το τοποθετεί μετά την είσοδο στον ναό και προ του κανόνος, δηλαδή στην θέσι του ευαγγελίου του όρθρου των Κυριακών και των εορτών, το δε δεύτερο στο τέλος του όρθρου, όπως στην συνήθη ακολουθία του ασματικού όρθρου των Κυριακών, που εψάλλετο στους ενοριακούς ναούς της εποχής εκείνης. Αντιθέτως το ασματικό Τυπικό της Αγίας Σοφίας της Κωνσταντινουπόλεως του Ι’ αιώνος (κώδικες Πάτμου 266 και Τιμίου Σταυρού 40) δεν προέβλεπε την ανάγνωσι εωθινού ευαγγελίου όχι μόνο στο τέλος του όρθρου του Πάσχα, αλλά και σε όλους τους όρθρους των Κυριακών της περιόδου του Πεντηκοσταρίου.
Από όλα αυτά φαίνεται πόσο μεταγενεστέρα, αλλά και πόσο λίγο διαδεδομένη ήταν η πράξις, που τελικά επεκράτησε στην Εκκλησία μας τους τελευταίους καιρούς, να διαβάζεται δηλαδή ευαγγέλιο κατά την ακολουθία της Αναστάσεως. Από αυτό εξηγείται και η αστάθεια ως προς την εκλογή της περικοπής, που θα έπρεπε να διαβασθή. Η παλαιοτέρα μαρτυρία, που περιέχεται καθώς είδαμε στο Κανονάριο του Σινά, ορίζει ως ευαγγέλιο του όρθρου του Πάσχα το Β» εωθινό («Διαγενομένου του Σαββάτου…»). Η δευτέρα χρονολογικά είδησις του Βατικανού κώδικος 1877 μας παρέχει την πληροφορία ότι εδιαβάζετο το Α’ εωθινό, δηλαδή το τέλος του ευαγγελίου του εσπερινού του Πάσχα («…οι ένδεκα μαθηταί επορεύθησαν εις την Γαλιλαίαν…»), περικοπή όμως που δεν αναφέρεται στην διαπίστωσι του γεγονότος της αναστάσεως του Κυρίου και στην εμφάνησι του Κυρίου στας μυροφόρους γυναίκας, όπως η άλλη, αλλά στην πρώτη, κατά τον ευαγγελιστή Ματθαίο, εμφάνισι του αναστάντος στους μαθητάς. Από τα τρία Αγιορειτικά Τυπικά, που μνημονεύσαμε και που περιέχουν την ακολουθία της Αναστάσεως στην σημερινή της μορφή, το Τυπικό της Μονής Φιλοθέου διατάσσει το ευαγγέλιο του Μεγάλου Σαββάτου, δηλαδή το «Οψέ Σαββάτων…», προφανώς ολόκληρο χωρίς καμμιά περικοπή, ενώ τα δύο άλλα, του Αγίου Παύλου και του Βατοπεδίου, καθορίζουν ότι το ευαγγέλιο αυτό δεν ανεγινώσκετο ολόκληρο, αλλά μέχρι την φράσι «παρά τοις Ιουδαίοις μέχρι της σήμερον». Σήμερα επικρατεί στο Άγιον Όρος διπλή πράξις. Αλλού διαβάζεται το Β’ εωθινό ευαγγέλιο και αλλού το «Οψέ Σαββάτων…», ολόκληρο ή μέχρι το «Χαίρετε». Την ιδία διπλή λειτουργική πράξι μαρτυρεί ως κανονικώς ισχύουσαν και το Τυπικό της Μεγάλης Εκκλησίας. Κατ’ αυτό, στον μεν πατριαρχικό ναό αναγινώσκεται υπό του Πατριάρχου το «Οψέ Σαββάτων…» ολόκληρο, από άλλους «μέχρι της σήμερον» (δηλαδή οι στίχοι 11-15) και εσυνεχίζετο η ανάγνωσις από το «Οι δε ένδεκα μαθηταί…» έως τέλους. Από άλλους λέγει επίσης ότι ανεγιγνώσκετο το Β’ εωθινό. Η ανάγνωσις του Β’ εωθινού μαρτυρείται και από το έντυπο Πεντηκοστάριο και προτιμάται και από το Ημερολόγιο – Τυπικό της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Φανερά λοιπόν βλέπομε ότι πρόκειται για δύο διαφορετικές παραδόσεις, από τις οποίες η πρώτη, δηλαδή η ανάγνωσις της περικοπής «Οψέ Σαββάτων…», είναι η σχετικώς παλαιοτέρα και περισσότερο διαδεδομένη και η δευτέρα, η ανάγνωσις δηλαδή του Β’ εωθινού, νεωτέρα αλλά με τάσι να επικρατήση. Η αιτία πιθανόν ευρίσκετο στο γεγονός ότι το ευαγγέλιο «Οψέ Σαββάτων…» προανεγνώσθη στον εσπερινό και η επανάληψίς του δεν φαινόταν ενδεδειγμένη. Εξ άλλου είναι και κατά πολύ εκτενέστερο του Β’ εωθινού, το οποίο ως συντομώτερο κερδίζει διαρκώς έδαφος. Φαίνεται ότι αρχικώς στην ακολουθία της Αναστάσεως εισήχθη η ανάγνωσις του ευαγγελίου του Μεγάλου Σαββάτου, του «Οψέ Σαββάτων…», όταν χωρίσθηκε η παλαιά ακολουθία της παννυχίδος σε δύο μέρη και ο εσπερινός με την λειτουργία του Μεγάλη Βασιλείου εψάλλοντο το απόγευμα ή και το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου, ενώ η ακολουθία του μεσονυκτικού, του όρθρου και της λειτουργίας του Πάσχα την νύκτα. Επειδή δε ούτε η ακολουθία του όρθρου του Πάσχα, κατά την παλαιά παράδοσι που είδαμε, δεν περιελάμβανε την ανάγνωσι αναστασίμου εωθινού ευαγγελίου, αλλά ούτε και κατά την λειτουργία του Πάσχα ανεγινώσκετο αναστάσιμος περικοπή, αλλά κατά παλαιό πάλι έθος ο πρόλογος του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου, εθεωρήθη ως χρήσιμο και αναγκαίο πριν από την έναρξι της αναστασίμου ακολουθίας να επαναληφθή η ανάγνωσις της περικοπής του εσπερινού, που περιγράφει το γεγονός της αναστάσεως και που πολλοί, λόγω ακριβώς του χωρισμού των ακολουθιών δεν την είχαν ακούσει.
Οι ιερείς μας μπορούν αδιαφόρως να ακολουθούν, όπως και το κάμνουν άλλωστε, μία από τις δύο παραδόσεις κατά την κρίσιν των, ή μάλλον θα ήταν προτιμώτερο να τις ακολουθούν και τις δύο και να διαβάζουν τις περικοπές εναλλάξ, την μία τον ένα χρόνο και την άλλη τον άλλο, για να δίδεται η ευκαιρία στους πιστούς να ακούουν από δύο διαφορετικούς ευαγγελιστάς το χαρμόσυνο μήνυμα της αναστάσεως.
Από το βιβλίο του αειμνήστου Καθηγητού της Θεολογικής σχολής του Α.Π.Θ., Ιωάννου Μ. Φουντούλη: Απαντήσεις εις Λειτουργικάς απορίας. Τόμος Α’. ΣΤ’ έκδοσις.
Εκδόσεις της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήναι, 1991.
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.