Η πίστη στο φως – Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτσ.

Εκφωνήθηκε μία ημέρα, κατά τη διάρκεια
προσευχής των φοιτητών

«Ο Θεός είναι φως και δεν υπάρχει σ’ αυτόν
καθόλου σκοτάδι» (Α΄Ιωάν. 1-5)

«Να είστε υιοί του φωτός» (Α΄ Τιμ. 5,5)

Κύριοι, εμείς, πιστεύουμε στο Θεό.
Οι αντίμαχοί μας, λένε περιπαικτικά: εσείς πιστεύετε στο σκοτάδι:
-Πώς αυτό; Αναρωτιόμαστε έκπληκτοι. Εμείς πιστεύουμε στο Θεό, επειδή ποθούμε το φως. Πώς λοιπόν λένε πως πιστεύουμε στο σκοτάδι; Αν όπως λέτε πιστεύουμε στο σκοτάδι, δανείστε μας εσείς από το φως, που φωτίζει την ζωή σας.
Οι αντίπαλοι απαντούν:
-Ναι, θα σας δανείσουμε από το φως μας, για να σκορπίσετε τα σκοτάδια σας. Ορίστε το φως μας, κατά την γνώμη μας.
«Δεν υπάρχει Θεός, ούτε θεοί, μόνο η φύση υπάρχει καί οι νόμοι της φύσης. Μελετάμε την φύση, και τους νόμους της. Οι νόμοι της φύσης σιγά σιγά μας είναι ολοένα και πιό κατανοητοί. Συστηματοποιούμε τους νόμους της φύσης σε πολυάριθμες επιστήμες. Χρησιμοποιούμε αυτές τις επιστήμες και τις έχουμε μαζί μας και μπροστά μας, όπου και να πάμε, σαν δαυλούς. Φωτίζουν τον δρόμο μας. Ακολουθώντας τες βαδίζουμε σ’ ένα σίγουρο δρόμο χωρίς να σκοντάφτουμε και να περιπλανιόμαστε.
Χρειαζόμαστε, για παράδειγμα, να εξετάσουμε την θάλασσα, μελετάμε την επιστήμη για την θάλασσα και μέσω αυτής, μελετούμε τα μυστικά του βυθού της. Χωρίς την βοήθεια της επιστήμης θα νόμιζε κανείς πως ο θαλάσσιος βυθός είναι ένας λαβύρινθος του θεϊκού οίκου. Η επιστήμη όμως του Ποσειδώνα και των Νυμφών μας αποκαλύπτει χταπόδια, θαλάσσιες αράχνες, κοράλλια.
Εάν μας χρειαστεί να γνωρίσουμε τα «σωθικά της γης, η γεωλογία, η ορυκτολογία, μας προσφέρουν την υπηρεσία του, εξορίζοντας τον βασιλιά του κάτω κόσμου, τον Πλούτωνα και τους αυλικούς του.
Εάν μας χρειαστεί να δούμε, τι είδους διαδικασίες βρίσκονται σε εξέλιξη πίσω από τον φλοιό ενός δένδρου –υπάρχουν η βοτανική και η χημεία, οι οποίες δεν γνωρίζουν τις Νηρηίδες.
Εάν θελήσουμε να δούμε τι συμβαίνει κάτω από το ανθρώπινο δέρμα, υπάρχει η φυσιολογία, η οποία διώχνει όλα τα κακά και καλά πνεύματα από το ανθρώπινο είδος.
Εάν θελήσουμε να πετάξουμε ψηλά στα μακρινά ουράνια ύψη, η αστρονομία θα μας οδηγήσει εκεί ψηλά στα ουράνια χωρίς να ρωτήσουμε τον Απόλλωνα, την Αφροδίτη, τον Κάστορα και τον Πολυδεύκη.
Εάν θελήσουμε να γνωρίσουμε τα είδη μέτρων, τα σχήματα και τους αριθμούς, θα μας διαφωτίσουν για να όλα αυτά τα Μαθηματικά, χωρίς να ρωτήσουμε τους Πυθαγόρειους μυστικιστές.
Αν επιθυμούμε να γνωρίσουμε τα σύννεφα και τους κεραυνούς, θα απευθυνθούμε στην Φυσική χωρίς να ρωτήσουμε τον Δία καί τον Πέρουν, τον βασιλιά των αρχαίων σλαβικών θεοτήτων.
Αν, επιθυμούμε υγεία, τότε θα απευθυνθούμε στην Ιατρική και όχι στον Εσκούλαπο.
Αν επιθυμούμε γόνιμα εδάφη, απευθυνόμαστε στην γεωπονική κάι όχι στην θεά Δήμητρα.
Η επιστήμη λοιπόν εκτόπισε όλους τους θεούς, από την φύση και η γνώση αντικατέστησε την κάθε ανάγκη του ανθρώπου για πίστη. Κατά συνέπεια η επιστήμη είναι το δικό μας φως, και η πίστη σας είναι το σκοτάδι σας! Αποβάλλετε λοιπόν το σκοτάδι σας και δεχτείτε το δικό μας φως».
Αυτά λένε οι αντίμαχοί μας και εμείς έκπληκτοι τους απαντάμε:
«Εμείς ήδη διαθέτουμε το φως, που θεωρείτε ότι κατέχετε. Η επιστήμη είναι και δική μας και δική σας κατάκτηση. Οπουδήποτε μπορεί ο δαυλός της επιστήμης να φωτίσει τον δρόμο της ζωής, τον χρησιμοποιούμε όπως και εσείς. Αλλά και η πίστη μας στο Θεό είναι ένα μεγάλο «συν» για μας. Η πίστη μας στον Θεό είναι ένας επιπλέον δαυλός, τον οποίο χρησιμοποιούμε, ενώ εσείς τον απορρίπτετε, πετώντας τον! Βρίσκεται σε βαθύτερο σκοτάδι όποιος έχει περισσότερους δαυλούς, για να φωτίζεται;
Είναι αλήθεια πως η επιστήμη φώτισε με άπλετο φως την φύση. Όμως συγχρόνως εξόρισε από την φύση όχι μόνο τους ημίθεους αλλά καί τόν Θεό. Η επιστήμη ισοπέδωσε και τον δρόμο που οδηγεί στην αληθινή πίστη. Η επιστήμη από την μιά «καθάρισε» τον ναό της φύσης από τα είδωλα, και από την άλλη εγκαταστάθηκε η ίδια σ’ αυτόν τον ναό. Η επιστήμη μας διαφώτισε για τον βυθό της θάλασσας και για τα ύψη των νεφελών και σκόρπισε το υπόγειο και επίγειο σκοτάδι. Εξαιτίας του φωτός της επιστήμης εξαφανίστηκαν όλοι οι ψευδο-θεοί, όλα τα σημαντικά και ασήμαντα πνεύματα, την ύπαρξη των οποίων έπλασε η ανθρώπινη φαντασία μας. Εξαιτίας όμως του φωτός της επιστήμης έλαμψε πολύ περισσότερο το αληθινό πνεύμα της φύσης, ο αληθινός και μοναδικός Θεός. Εμείς, λοιπόν δεν πιστεύουμε, στο σκοτάδι, αλλά στο φως.
Στη φύση, όπως λέτε, κυριαρχούν νόμοι. Εάν είναι έτσι, τότε στην φύση επικρατεί η λογική. Και εάν πάλι είναι έτσι, τότε στη φύση επικρατεί ο νους. Έτσι δεν είναι; Ας υποθέσουμε ότι δεν είναι έτσι. Ας υποθέσουμε ότι οι νόμοι δεν σημαίνουν κάτι το λογικό και δεν προϋποθέτουν τον έλλογο νου. Τότε, όμως οι νόμοι δεν προϋποθέτουν μία σειρά, και αν αυτοί δεν προϋποθέτουν μία τάξη, τότε οι νόμοι δεν είναι νόμοι και τότε δεν υφίστανται. Κάτι που δεν αποδέχεστε ούτε εσείς ούτε εμείς. Γιατί, αν δεν υφίστανται οι νόμοι τότε αναμφίβολα ούτε η φύση δεν υφίστανται. Και όλοι μπορούμε να φανταστούμε την φύση χωρίς νόμους. Σ’ αυτό συμφωνούμε και εσείς καί εμείς.
Συμφωνούμε λοιπόν και εσείς και εμείς, ότι υπάρχουν νόμοι, εμείς όμως προχωρούμε ένα βήμα πιό μπροστά από σας και λέμε: Οι νόμοι σημαίνουν λογική. Η φύση διατηρείται με τους νόμους της, άρα: Η φύση διατηρείται λόγο του νου! Αυτός ο Νους, λόγω του οποίου η φύση συντηρείται, είναι ανώτερος από τον ανθρώπινο νου. Ο ανθρώπινος νους είναι μόνον ένα νεύρο αυτού του μεγάλου φυσικού νου. Αλλά υπάρχουν νεύρα, υπάρχει και το κέντρο αυτών των νεύρων λέμε εμείς. Το κέντρο όλων των νεύρων στο σύμπαν ή στο κέντρο όλων των νεύρων στην φύση, το άλφα και το ωμέγα της συνολικής τάξης που υπάρχει στα πράγματα, είναι ο Θεός μας. Ο Θεός μας λοιπόν είναι και ο νους και το φως μας. Για ποιό λόγο λοιπόν να ισχυρίζεστε πως εμείς πιστεύουμε στο σκοτάδι;
Φανταστείτε δύο μυρμήγκια, που θα είχαν όλα τα επιστημονικά μας εργαλεία σε σμίκρυνση, και με την βοήθεια αυτών των μικροεργαλείων θα κατάφερναν να εξετάσουν ένα δάκτυλο του χεριού μας. Φανταστείτε τα, να εξετάζουν με ακρίβεια την νευρική δομή του δακτύλου μας και την ισορροπημένη κυκλοφορία του αίματός μας. Φανταστείτε τα τώρα μετά από αυτήν την δύσκολη εξέταση να ξεκουράζονται και να τσακώνονται γύρω από αυτό λέγοντας: «Το ανθρώπινο δάκτυλο είναι ένα θαύμα», θα έλεγε το ένα. «Αυτό το δάκτυλο είναι ένας ολόκληρος κόσμος, σ’ αυτόν τον κόσμο επικρατούν νόμοι, τα νεύρα διασταυρώνονται τέλεια και το αίμα μέσω των φλεβών κινείται με συνεχή και κανονική ροή». Το δεύτερο μυρμήγκι θα έλεγε: Ναι, αλλά από πού ξεκινάνε και πού τελειώνουν αυτά τα νεύρα; Και από πού ξεκινάει να ρέει και πού επιστρέφει αυτό το αίμα; Εγώ πιστεύω, θα έλεγε στη συνέχεια το μυρμήγκι στο συνάδερφό του, πως όλα αυτά τα νεύρα έχουν ένα κέντρο. Αυτό το κέντρο το ονομάζω εγκέφαλο, και πιστεύω πως όλα αυτά τα αυλάκια του αίματος ξεκινάνε από μία δεξαμενή, την οποία εγώ ονομάζω καρδιά.
«Εγώ δεν πιστεύω σ’ αυτόν», θα φώναζε το πρώτο μυρμήγκι. «Δεν υπάρχουν ούτε ο εγκέφαλος, ούτε η καρδιά». «Υπάρχουν μόνο τα νεύρα και το αίμα, και οι νόμοι που τα διοικούν. Εμείς μπορούμε να μιλάμε μόνο για όσα βλέπουμε. Βλέπουμε το δάκτυλο, που υπάρχει. Τόν εγκέφαλο και την καρδιά δεν τα βλέπουμε, άρα δεν υπάρχουν. Η πίστη σου για τον εγκέφαλο και την καρδιά , φίλε μου, θα έλεγε το ένα μυρμήγκι στο άλλο είναι πίστη στο σκοτάδι.
Φανταστείτε, αυτά τα δύο μυρμήγκια-επιστήμονες να έχουν ένα τηλεσκόπιο σε μικρογραφία και να παρατηρούν μέσα από αυτό το φως του ήλιου. Γιά παράδειγμα, φανταστείτε τα να βλέπουν μέσω του τηλεσκοπίου τους μόνον μερικές ακτίνες του ήλιου, αλλά να μην βλέπουν τον ήλιο. Το ένα μυρμήγκι θα έλεγε: «εμείς βλέπουμε πολλές ακτίνες του φωτός, ξέρουμε την δύναμή τους και το χρώμα τους, και γνωρίζουμε τις ώρες που εμφανίζονται και χάνονται. Αυτά είναι όλα όσα γνωρίζουμε, εδώ τελειώνουν οι γνώσεις μας. Κατέχουμε όλα όσα μπορούμε να γνωρίζουμε για το φως του ήλιου.
Έτσι θα έλεγε το ένα μυρμήγκι. Το άλλο θα απαντούσε: Ναι. Πράγματι εμείς δεν γνωρίζουμε τίποτε περισσότερο απ’ αυτά που εσύ ανάφερες, αλλά εγώ πιστεύω, πως όλες αυτές οι ακτίνες προέρχονται από ένα μεγάλο και για μας αόρατο κέντρο φωτός, από το οποίο αμέτρητες ακτίνες απλώνονται παντού. Αυτό το κέντρο στο οποίο εγώ πιστεύω, το ονομάζω ήλιο». Το πρώτο μυρμήγκι θα θύμωνε και θα έλεγε για όλα αυτά: «Πώς μπορείς να μιλάς για κάτι, που δεν βλέπεις; Πώς μπορείς να αφήνεσαι σε τέτοιου είδους φαντασιώσεις; Ποιός ήλιος; Οι ακτίνες απλώνονται μέχρι το άπειρο, και πουθενά δεν υπάρχει το κέντρο τους. Η πίστη σου στον ήλιο είναι πίστη στο σκοτάδι».
Τέτοιοι είμαστε και εμείς, όπως αυτά τα μικρά μυρμήγκια, εμείς και οι δικοί μας αντίπαλοι. Και εμείς και αυτοί εξετάζουμε αυτόν τον κόσμο και τον παρατηρούμε. Ο κόσμος αυτός σε σύγκριση με όλο το σύμπαν φαίνεται όπως ένα δάκτυλο στο σώμα μας. Και εμείς και οι αντίπαλοί μας βλέπουμε τα νεύρα της φύσης και ακούμε την κυκλοφορία του αίματός της. Δεν συμφωνούμε όμως σε ένα. Εμείς πιστεύουμε ότι διά μέσω των νεύρων της φύσης ενεργεί ένας καθολικός νους, και δια μέσου της κυκλοφορίας του αίματος της φύσης ρέει μία ζωή, η οποία έχει το κέντρο της, την καρδιά της. Οι αντίπαλοί μας, μας περιπαίζουν λέγοντας: «Εσείς πιστεύετε στο σκοτάδι». Εμείς λέμε στη συνέχεια: «Όλα αυτά τα κομμάτια του φωτός που μας αποκαλύπτουν οι επιστήμονες είναι μόνον μέρη ενός μεγάλου Φωτός. Πιστεύουμε σ’ αυτό το Φως και το ονομάζουμε Θεό». Οι αντίπαλοί μας μάς εμπαίζουν λέγοντας : «Πιστεύετε στο σκοτάδι».
Πέστε μας, κύριοι, πέστε μας, ποιός από εμάς βρίσκεται στο σκοτάδι; Εμείς, που αναζητούμε με τον νου μας περισσότερο φως από αυτό που βλέπουν τα μάτια μας και από το φως που προσφέρει η επιστήμη, ή οι δικοί μας αντίμαχοι, που ικανοποιούνται μόνο με εκείνα που βλέπουν με τα μάτια τους και ακούνε τα αυτιά τους; Πέστε μας: σας φαίνεται, πως η πίστη μας στον Θεό είναι – πίστη στο σκοτάδι; Πέστε μας το συντομότερο, επειδή από την πίστη μας ή από την απιστία μας εξαρτάται ολόκληρη η ζωή μας! Πέστε μας όσο το δυνατόν πιό σύντομα, επειδή ποιός ξέρει μέχρι πότε θα ζούμε κάτω από το φως του ήλιου; Ποιός ξέρει, ίσως ο θάνατος μας περιμένει μπροστά από την πόρτα αυτού του κτηρίου.
Κύριοι, εμείς πιστεύουμε στην αθανασία της ζωής. Οι αντίμαχοι μας, μας κοροϊδεύουν λέγοντας πως εμείς πιστεύουμε στο σκοτάδι.
-«Πώς αυτό; Αναρωτιόμαστε έκπληκτοι. Αφού εμείς πιστεύουμε στον Θεό επειδή λαχταρούμε το φως. Πώς λοιπόν λέτε πως πιστεύουμε στο σκοτάδι; Έχετε την δυνατότητα να μας δανείσετε από το φως που ισχυρίζεστε ότι έχετε στην ζωή σας, ρωτάμε τους αντιπάλους μας.
Οι αντίπαλοί μας, μας απαντούνε:
-«Ναι, θα σας δανείσουμε από το φως μας για να σκορπίσετε τα σκοτάδια σας. Ορίστε, δείτε που υπάρχει το φως μας». Αυτή είναι η γνώμη μας:
«Η αθανασία της ζωής δεν υπάρχει. Υπάρχει η ζωή και ο θάνατος. Η ζωή είναι σύντομη ενώ ο θάνατος διαρκεί πολύ. Ο θάνατος είναι σαν μία ατελείωτη γραμμή. Η ζωή είναι σαν μία τελεία στην μέση αυτής της γραμμής. Η νεκρή και η ζώσα ύλη αποτελείται από τα ίδια συστατικά στοιχεία. Τα συστατικά αυτά στοιχεία είναι τα άτομα. Τα άτομα συγκεντρώνουν στον κενό χώρο μία φορά με ένα τρόπο, άλλη φορά με τον άλλο τρόπο, και με την ομαδοποίησή τους σχηματίζουν κάθε στιγμή διαφορετικά σώματα. Μιά μέρα, εξαιτίας ενός τυχαίου γεγονότος, τα άτομα ομαδοποιήθηκαν και σχημάτισαν μία ασυνήθιστη φιγούρα, που ονομάστηκε άνθρωπος. Όσο σ’ αυτή την φιγούρα υπάρχει μία συγκεκριμένη αναλογία ατόμων και διαφορετικών στοιχείων, τα οποία συνθέτουν το ανθρώπινο σώμα, μέχρι τότε αυτή η φιγούρα υπάρχει και εκτελεί κάποιες συγκεκριμένες λειτουργίες. Όταν αυτή η αναλογία μεταξύ των ατόμων διαταραχθεί τότε αυτή η φιγούρα καταρρέει σαν πύργος στην άμμο. Όταν αυτή η φιγούρα χάσει την ισορροπία της καταρρέει και δεν μπορεί να εμφανιστεί στο φως με την ίδια μορφή. Έτσι πιστεύουμε, και την πίστη μας αυτή εγγυώνται σημαντικοί διανοητές όπως ο Δημόκριτος, ο Λουκρήτιος, ο Στράους, ο Έρνστ Χέκελ. Η σκέψη μας είναι φως. Δεχτείτε την σκέψη μας και αρνηθείτε την αφελή πίστη σας στο σκοτάδι».
Έτσι μας λένε. Κι εμείς με έκπληξη απαντάμε: «Μα προσέξτε, εσείς είστε που πιστεύετε στο σκοτάδι και όχι εμείς. Εσείς πιστεύετε ότι ολόκληρη η ανθρώπινη ζωή απλώνεται ανάμεσα σε δύο τάφους, ένας τάφος είναι η γέννηση, από τον οποίο ο άνθρωπος βγαίνει και ο δεύτερος τάφος είναι ο θάνατος, στο οποίο ο άνθρωπος μπαίνει! Εσείς πιστεύετε, πως ένας άνθρωπος πριν την γέννησή του δεν υπήρχε πουθενά στο σύμπαν. Πιστεύετε ότι υπήρχε μόνον στην μορφή ατόμων, τα οποία ανήκαν σε διαφορετικά άλλα σώματα. Και εσείς είστε που πιστεύετε ότι ένας άνθρωπος μετά τον θάνατό του δεν θα βρίσκεται πουθενά, παρά πάλι μόνο σε σκόρπια άτομα, τα οποία θα ανήκουν σε διαφορετικά, άλλα ξένα σώματα. Εσείς πιστεύετε ότι ο άνθρωπος δεν υπήρχε ούτε σαν ιδέα πριν την γέννησή του. Εσείς είστε που πιστεύετε ότι ο άνθρωπος δεν θα υπάρχει μετά τον θάνατό ούτε σαν ιδέα. Εσείς είστε που δεν έχετε φως και όχι εμείς! Εσείς είστε που δεν πιστεύετε, πως το σύμπαν έχει νου και μάτια, εμείς πιστεύουμε πως έχει. Τα άτομα στα οποία πιστεύετε είναι δίχως νου και δίχως μάτια! Τα άτομα είναι για σας τα είδωλά σας, που δεν βλέπουν και δεν σκέφτονται. Εσείς δηλαδή, δεν έχετε φως κατά την διάρκεια της ζωής σας. Δεν πιστεύετε στην ύπαρξη του φωτός ούτε σ’ αυτή ούτε και στην άλλη ζωή.
Εμείς πιστεύουμε στην αθανασία της ζωής, επειδή πιστεύουμε στον αθάνατο Νου του σύμπαντος, που είναι η πηγή της ζωής. Η ύπαρξη των φυσικών νόμων αποδεικνύει την ύπαρξη ενός καθολικού θεϊκού Νου, την ύπαρξη της αθάνατης ζωής. Όλα αυτά είναι το ένα με το άλλο τόσο στενά ενωμένα, που δεν μπορούμε να φανταστούμε το ένα χωρίς το άλλο. Η φύση δεν μπορεί να διαχωριστεί από τους νόμους, γιατί αυτοί την συντηρούν. Οι νόμοι δεν μπορούν να υπάρχουν χωρίς τον Νου, επειδή οι ίδιοι είναι νους. Ο νους δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς την ζωή, επειδή ο νους είναι συνείδηση και η συνείδηση είναι η ζωή. Η ζωή δεν μπορεί να είναι κάτι το τυχαίο και το περαστικό, αφού ο Νους του σύμπαντος είναι αιώνιος και αμετάβλητος.
Αν ο Νους είναι αιώνιος και αμετάβλητος, τότε ο θάνατος είναι μόνο κάτι που υπάρχει στη ζωή, επειδή αν ο θάνατος ήταν κάτι το σπουδαίο και σημαντικό εναντίον της ζωής, θα ήταν τότε κάτι σημαντικό αλλά και αντίθετο με τον Νου. Ό,τι είναι εναντίον του Νου είναι και ενάντια στους νόμους της φύσης και γι’ αυτό το λόγο δεν υφίσταται. Ο θάνατος δηλαδή, δεν υπάρχει σαν κάτι σπουδαίο και απόλυτο στον κόσμο. Ο θάνατος δεν υπάρχει σαν μία γραμμή, στην οποία η ζωή είναι μία τελεία. Πιό σωστά μπορούμε να πούμε, πως ο θάνατος είναι σαν μία τελεία στην ατελείωτη γραμμή της ζωής.
Στη συνέχεια, αποδεικνύουμε την πίστη μας στους αντιπάλους μας με τον εξής τρόπο:
Το ένστικτό μας για την αθάνατη ζωή είναι το πιό δυνατό απ’ ότι τα ένστικτά μας! Προσέξτε, η φύση είναι σε θέση να ικανοποιήσει όλα τα ένστικτα, με τα οποία μας εφοδίασε. Δεν υπάρχει ούτε ένα ένστικτό που δεν ικανοποιούμε πλήρως σ’ αυτή τη ζωή. Έτσι λοιπόν, ένα μεγάλο, ίσως το μεγαλύτερο μέρος του εαυτού μας πεθαίνει, ικανοποιώντας λίγο πολύ τα ένστικτά του. Κανένας όμως από εμάς δεν πεθαίνει ικανοποιώντας ένα ένστικτο, το πιό ισχυρό, το ένστικτο της αθανασίας. Ακόμη και αυτοί που αυτοκτονούν φεύγουν από αυτή την ζωή, αλλά επειδή είναι διψασμένοι και πεινασμένοι για μία καλύτερη ζωή. Ακόμη και αυτοί που ήταν πλούσιοι και ευτυχισμένοι και ικανοποίησαν όλες τις επιθυμίες τους σ’ αυτήν την ζωή, όταν πεθαίνουν κλαίνε. Για ποιό λόγο; Επειδή πεθαίνουν διψασμένοι και πεινασμένοι για την αθάνατη ζωή! Ακόμη και εκείνοι που έζησαν εκατό χρόνια παρόλο που ζούσαν μονότονες και ομοιόμορφες μέρες, όταν πεθαίνουν κλαίνε. Γιατί; Γιατί κλαίνε αφού ζούσαν με τρόπο βαρετό; Επειδή ναι μεν, αυτή η ζωή τους είναι βαρετή, θέλουν όμως και ελπίζουν μία καλύτερη ζωή και δεν είναι σίγουροι, εάν θα ζήσουν αυτή τη μετά θάνατο. Γι’ αυτό το λόγο θρηνούν την ώρα του θανάτου. Δεν έχουν εμπιστοσύνη στη φύση, παρόλο που η φύση τους έδωσε τόσες αποδείξεις για την ειλικρίνειά της και την πιστότητά της. Η φύση δεν τους εξαπάτησε σε τίποτε: Ικανοποίησε όλα τα ένστικτα που τους έδωσε. Παρόλα αυτά, αυτοί δεν έχουν εμπιστοσύνη στη φύση. Φοβούνται ότι η φύση δεν θα ικανοποιήσει το πιό δυνατό τους ένστικτο, το ένστικτο της αθανασίας. Νομίζουν, πως η φύση πραγματοποιεί όλες τις επιθυμίες σ’ αυτή τη ζωή, για να μπορέσει να τους στερήσει, εξαπατώντας τους, την βασική επιθυμία.
Νομίζουν ότι η φύση τους χορταίνει και τους ξεδιψάει σ’ αυτήν την ζωή, για να τους καταπιεί στο τέλος στο δικό της σκοτεινό φάρυγγα του θανάτου, όπως ο Κρόνος κατάπινε τα παιδιά του. Αλλά για πιό λόγο τόση αναξιοπιστία για την φύση; Δεν είναι αυτή η αναξιοπιστία παράλογη; Η φύση κάθε μέρα παρουσιάζεται τόσο ισχυρή και είναι σε θέση να ικανοποιήσει και τις πιό τερατώδες ανθρώπινες επιθυμίες. Πώς, δηλαδή, να μην την εμπιστευόμαστε; Πώς να μην πιστεύουμε πως θα μπορέσει να ικανοποιήσει την λαχτάρα μας και την επιθυμία μας για την ζωή μετά το θάνατο; Η λαχτάρα μας είναι τόσο φυσιολογική και φυσική. Και όλες τις επιθυμίες του ανθρώπου, η φύση μπορεί και με το παραπάνω να τις ικανοποιήσει
Έτσι λοιπόν αποδεικνύουμε με επιχειρήματα την πίστη μας:

«Το μεγάλο Πνεύμα του σύμπαντος που μας δημιουργεί, μας προικίζει με πολλές δυνατότητες και μας οδηγεί σε μία αναμφίβολη τελειότητα. Θα ήταν ακατανόητο, εάν μας κατέστρεφε με μία κίνηση, γιατί έτσι θα εμφανιζόταν ασυνεπές με τον εαυτό του. Και τελικά τό μεγάλο Πνεύμα του σύμπαντος θα εμφανιζόταν και μη οικονομικό, εάν ξεκινούσε συνεχώς μία διαδικασία από την αρχή, και μόνον με καινούργιους ανθρώπους, καταστρέφοντας με θάνατο εκείνους, που φτάνουν σε ένα υψηλό βαθμό τελειότητας. Και το μεγάλο Πνεύμα του σύμπαντος δεν μπορούμε να πούμε ούτε πως είναι ακατανόητο, ούτε πως είναι ασυνεπές ούτε πως είναι μη οικονομικό. Η φύση σε κάθε βήμα μας δείχνει την λογική του, την σταθερότητά του καί την οικονομία του.
Εμείς δεν φοβόμαστε τον θάνατο, λέμε στους αντιπάλους μας και γιά ένα λόγο άλλο, επειδή βλέπουμε πως η ίδια η φύση είναι αντίθετη με τον θάνατο. Η φύση δεν θέλει να πεθάνει, η φύση θέλει να ζει. Αν κάτι στη φύση είναι σαφές, είναι η στάση της για αδιάκοπη συνεχή ζωή. Αν μην τίποτε άλλο, ο εγωισμός της φύσης μας εξασφαλίζει την αθάνατη ζωή. Η φύση θέλει να ζει, και ζει δια μέσω ημών. Αν ήθελε τον θάνατό μας, αυτό θα σήμαινε πως θα επιθυμούσε τον θάνατό της. Η φύση δεν θέλει εμείς που είμαστε μέρη της να πεθάνουμε, μόνον και μόνον επειδή γνωρίζει ότι αυτός ο θάνατος θα οδηγήσει πάλι σε μιά νέα ζωή. Δεν θα μπορούσαμε να πεθάνουμε, δεν θα μπορούσαμε να φύγουμε από αυτή τη ζωή, εάν ο θάνατος ήταν κάτι απόλυτο, όπως τον φανταζόμαστε. Δεν θα μπορούσαμε να φύγουμε απ’ αυτή τή ζωή ακόμη κι αν το θέλαμε. Δεν θα μπορούσαμε ούτε να αυτοκτονήσουμε, εάν δεν μπορούσαμε μετά το θάνατο πάλι να ζήσουμε. Η φύση δεν θα μας το επέτρεπε αυτό. Επειδή η φύση θέλει την ζωή. Εκείνη μας στέλνει τον θάνατο, και επιτρέπει την αυτοκτονία πιστέψτε, μόνον επειδή δεν φοβάται πως ο θάνατος θα μας καταστρέψει. Η φύση λοιπόν δεν φοβάται τον θάνατο, γιατί εμείς να τον φοβόμαστε;
Δεν φοβόμαστε τον θάνατο, λέμε εμείς στη συνέχεια, στους αντιπάλους μας επειδή η λογική μας μάς λέει, πως ο θάνατος δεν είναι σε θέση να καταστρέψει ένα Σαίξπηρ, έναν Γκαίτε, ένα Κάντ, έναν Τολστόι… με μιά λέξη να καταστρέψει τα πιό υψηλά δημιουργήματά του. Επειδή, αν η λογική μας το επέτρεπε αυτό, τότε θα έπρεπε να επιστρέψει και την σκέψη πως υπάρχει ακατανοησία στην φύση, και εάν επιτρέπεται η ακατανοησία, επιτρέπεται και η έλλειψη νόμων στην φύση, και αυτό αποκλείεται. Αν η φύση ήταν σε θέση να καταστρέψει εντελώς τον Σαίξπηρ, αυτό θα σήμαινε ότι η φύση είναι σε θέση να σταματήσει τον νόμο της εξέλιξης στην φύση. Ο Σαίξπηρ πριν τον θάνατό του, αναμφισβήτητα ήθελε όπως θέλουν οι άνθρωποι να ζήσει για να τελειοποιηθεί πνευματικά. Το ίδιο βέβαια θα ήθελε και ο Γκαίτε και ο Κάντ και ο Τολστόι, όπως και ολόκληρη η ανθρώπινη γενιά από τόν Αδάμ μέχρι σήμερα.
Ποιό μέρος της φύσης είναι ποιοτικά και ποσοτικά περισσότερο αξιοπρόσεκτο, αν δεν είναι το ανθρώπινο γένος; Η φύση θέλει να συνεχιστεί η ζωή και μετά τον θάνατο. Θέλει να συνεχιστεί η εξέλιξη και η τελειοποίηση που άρχισε. Και αφού η φύση το θέλει μπορεί εύκολα να το πραγματοποιήσει, γιατί δεν υπάρχουν εμπόδια στην πραγματοποίηση των επιθυμιών της.
Το ένστικτό μας για την αθανασία, δηλαδή, είναι ένστικτο της ίδιας της φύσης. Τα συμπεράσματα του νου μας μπορούν να μας εξαπατήσουν, αλλά η φύση και τα ένστικτα της φύσης ποτέ δεν μας εξαπατούν».
Έτσι απαντάμε στους αντιπάλους μας. Και στη συνέχεια τους ρωτάμε:
«Γιατί η πίστη μας είναι πίστη στο σκοτάδι; Αφού εμείς πιστεύουμε στην ύπαρξη του φωτός και μετά τον θάνατο και πριν την γέννηση και παρόλο που εσείς πιστεύετε σ’ αυτό το φως, ονομάζετε την πίστη μας, σκοτάδι. Προσέξτε, το σκοτάδι σας έχει περικυκλώσει και πάλι νομίζετε πως βρίσκεστε στο φως».
Πέστε εσείς, κύριοι, πέστε ποιός από εμάς είναι στο σκοτάδι; Εμείς, που ψάχνουμε με το νου μας περισσότερο φως, απ’ αυτό που προσφέρουν οι επιστήμονες, ή οι αντίπαλοί μας, οι οποίοι ικανοποιούνται με όσα τα μάτια επιφανειακά βλέπουν και με όσα τα αυτιά επιφανειακά ακούνε; Πέστε μας: σας φαίνεται ότι η πίστη μας στην αθάνατη ζωή είναι πίστη στο σκοτάδι; Πέστε μας όσο το δυνατόν πιό νωρίς, επειδή απ’ αυτή την πίστη μας η απιστία μας εξαρτάται ολόκληρη η ζωή μας. Πέστε μας όσο το δυνατόν πιό γρήγορα, επειδή ποιός ξέρει μέχρι πότε ακόμη θα ζήσουμε μαζί κάτω απ’ αυτόν τόν ήλιο; Ποιός ξέρει, ίσως ο θάνατος μας περιμένει μπροστά από την πόρτα αυτού του κτηρίου. Πριν λοιπόν έλθει ο θάνατος, πρέπει να ξέρουμε αν υπάρχει θάνατος.
Εμείς κύριοι, πιστεύουμε στην ενότητα της ανθρώπινης γενιάς.
Οι αντίπαλοί μας, μας χλευάζουν και μας λένε: πιστεύετε στο σκοτάδι!
-Μα γιατί; Αναρωτιόμαστε έκπληκτοι. Εμείς πιστεύουμε στην ενότητα του ανθρώπινου γένους λόγω της επιθυμίας μας για φως. Για ποιό λόγο ισχυρίζεστε ότι εμείς πιστεύουμε στο σκοτάδι. Μπορείτε εσείς, να μας δώσετε λίγο δανεικό φως; ρωτάμε εμείς τους αντιπάλους μας. Και οι αντίπαλοι μας απαντάνε:
-Ναι, θα σας δώσουμε λίγο δανεικό φως, για να διώξετε το σκοτάδι σας. Ορίστε, δείτε, που βρίσκετε το φως μας: «Το ανθρώπινο γένος δεν παρουσιάζει καμία ενότητα. Ανάμεσα στους ανθρώπους δεν υπάρχει καμία μεταφυσική και οργανική ενότητα. Ιστορία της ανθρωπότητας δεν υπάρχει, υπάρχουν μόνο ιστορίες μεμονωμένων ανθρώπων.
Γι’ αυτό το λόγο, ο κάθε άνθρωπος, πρέπει να αντικρίζει στον εαυτό του, ολόκληρη την έννοια της ζωής. Πρέπει όσο το δυνατό περισσότερο να συγκεντρωθεί στον εαυτό του και να αποξενωθεί από τους άλλους ανθρώπους. Ο καθένας πρέπει να φροντίζει να αναπτυχθεί, να εκμεταλλευτεί όλες τις σωματικές και πνευματικές του ικανότητες, να αγγίζει τα όρια των δυνατοτήτων του. Ο άνθρωπος εκτός από τον εαυτό του δεν έχει κανένα και τίποτε, που να αξίζει την αληθινή προσοχή. Δεν πρέπει να έχει πολλά αισθήματα ενοχής για τον κόσμο που τον περικυκλώνει. Πρέπει να θεωρεί τον εαυτό του ως σπινθήρα, που αναπήδησε από το σκοτάδι και πάλι θα βυθιστεί σύντομα στο σκοτάδι. Γι’ αυτό το λόγο πρέπει να φροντίζει να φωτίζει όσο το δυνατόν πιό λαμπερά και να καίει όσο το δυνατόν πιό δυνατά. Δεν πρέπει να φωτίζει και να καίει για να φωτίσει και να ζεστάνει και τους άλλους, αρκεί να φωτίζει και να καίει μόνον για τον εαυτό του. Όλοι οι άνθρωποι είναι σαν ένα σμήνος σπινθήρων, οι οποίοι απερίσκεπτα περιπλανιούνται από εδώ και από εκεί, μέχρι να σβήσουν! Είναι απερίσκεπτο να μιλάμε για την έννοια της ιστορίας της ανθρωπότητας. Είναι δύσκολο να αγγίξουμε την ενότητα της ζωής επειδή δεν υπάρχει. Υπάρχει το πεπρωμένο των μεμονωμένων ανθρώπων. Αυτή είναι η σκέψη μας.
«Εγκαταλείψτε την πίστη σας στο σκοτάδι, και δεχτείτε την σκέψη μας, που είναι το φως μας».
Έτσι μιλάνε οι αντίπαλοί μας και εμείς ξαφνιασμένοι απαντάμε:
«Μα, κοιτάξτε εσείς πιστεύετε στο σκοτάδι, και όχι εμείς. Εμείς πιστεύουμε, πως υπάρχει και μεταφυσική και οργανική ενότητα ανάμεσα στους ανθρώπους. Δεν υπάρχει ούτε ένας άνθρωπος που να δημιουργήθηκε απερίσκεπτα και χωρίς σκοπό. Ο στόχος της ζωής στην γη δεν είναι για κάθε άνθρωπο μεμονωμένος και χωριστός, είναι κοινός για όλους τους ανθρώπους. Όλοι οι άνθρωποι, είναι μέλη ενός μεγάλου οργανισμού, που ήρθε στη γη, και που δια μέσω όλης της ιστορίας αναπτύσσεται, μεγαλώνει, πονάει, ανθίζει και στο τέλος θα τελειώσει την ροή του, όπως την ξεκίνησε. Αυτός ο οργανισμός –είναι ολόκληρη η ανθρωπότητα με την ιστορία της από την εμφάνιση του πρώτου ανθρώπου στη γη, μέχρι την εξαφάνιση του τελευταίου ανθρώπου από την γη.
Επειδή αισθανόμαστε την ενότητα της ανθρώπινης γενιάς δεν κλεινόμαστε μόνον στον εαυτό μας και δεν αποξενωνόμαστε από τους άλλους ανθρώπους. Αισθανόμαστε ότι η ανθρωπότητα έχει ένα σώμα και μία ψυχή, δεχόμαστε αυτήν την μεταφυσική και οργανική ενότητά της και γι’ αυτό το λόγο στεναχωριόμαστε με όλους τους πόνους της και χαιρόμαστε με όλες τις χαρές της.
Όλοι οι άνθρωποι στην γη, συνθέτουν έναν άνθρωπο, έναν παν-άνθρωπο. Αυτός ο παν-άνθρωπος είναι ηλικιωμένος πολλές χιλιάδες χρόνια και απλώνεται σ’ όλο τον πλανήτη μας. Ολόκληρη η ιστορία του ανθρώπου συντάσσει την ιστορία του πανανθρώπου. Αυτός ο πανάνθρωπος έχει μεγαλύτερη δύναμη και μεγαλύτερη νοημοσύνη από την δική μας ατομική δύναμη και νοημοσύνη. Αν σκεφτούμε πως είμαστε διασκορπισμένοι και διαχωρισμένοι, νιώθουμε σαν ορφανά παιδιά, αδύναμοι και φτωχοί. Σαν όμως σκεφτούμε πως ο εαυτός μας βρίσκεται σε μία ενότητα με την υπόλοιπη ανθρώπινη γενιά, τότε νιώθουμε όπως νιώθουμε σήμερα –την ημέρα της ομαδικής χριστιανικής προσευχής.
Γι’ αυτό το λόγο σήμερα προσευχόμαστε και για όλους εκείνους τους ανθρώπους, που είναι αδύναμοι και δεν έχουν την ελευθερία τους. Προσευχόμαστε γι’ αυτούς, γιατί ο λαός μας κατανοεί την μοίρα τους και γιατί θα αισθανθούμε ανακούφιση σαν πληροφορηθούμε την απελευθέρωσή τους.
Προσευχόμαστε για όλους όσους είναι χειρότεροι από εμάς και είναι λιγότερο φωτισμένοι από εμάς. Γιατί, όταν οι τέτοιου είδους άνθρωποι γίνουν καλύτεροι και φωτιστούν, θα αισθανθούμε και εμείς καλυτέρα, όπως ένα υγιές μέρος του σώματος αισθάνεται πιό υγιές, όταν γιατρεύεται ένα άλλο άρρωστο μέρος.
Προσευχόμαστε και για όσους είναι πιό δυνατοί και πιό πολιτισμένοι από εμάς. Προσευχόμαστε και τους βλέπουμε σαν τα πουλιά εκείνα, που πετούνε μπροστά και κόβουν με τα φτερά τους τον αέρα. Προσευχόμαστε για να μην αποθαρρυνθούν και να μην κουραστούν, επειδή όσο αυτοί προοδεύουν, εμείς αισθανόμαστε πως έχουμε ένα ασφαλές καταφύγιο.
Προσευχόμαστε για την Ευρώπη, επειδή είναι η ευρύτερη γειτονιά μας, η εστία μας, από την οποία εμείς όπως και οι υπόλοιποι λαοί ζεσταινόμαστε από την φλόγα της και φωτιζόμαστε.
Προσευχόμαστε και για την Αμερική, την δεύτερη πιό φωτισμένη ήπειρο στον κόσμο. Προσευχόμαστε για αυτόν τον νέο κόσμο, που είναι γεμάτος ενθουσιασμό και πρωτοβουλίες, γεμάτος από αισιοδοξία και χαρούμενη θέληση για ζωή.
Προσευχόμαστε και για τους λαούς των άλλων ηπείρων. Προσευχόμαστε και για τους μαύρους και τους ερυθρόδερμους και για τους λαούς που ανήκουν στην κίτρινη φυλή.
Προσευχόμαστε και για εκείνους τους ανθρώπους που πιστεύουν στον Μωχάμετ ή στον Βούδα. Προσευχόμαστε και για εκείνους που προσκυνούν τον Ιεχωβά. Προσευχόμαστε και για τους αντιπάλους μας, αυτούς που ονομάζουν την πίστη μας, πίστη στο σκοτάδι. Προσευχόμαστε και για εκείνους που πιστεύουν στις μάγισσες. Προσευχόμαστε και για εκείνους που προσκυνούν τον ήλιο και τα αστέρια. Ακόμη και για τους προληπτικούς και δεισιδαίμονες και για όλους τους άθεους του πλανήτη μας. Με μιά λέξη προσευχόμαστε για όλα τα παιδιά της γης, για όλους τους αδελφούς και τις αδελφές μας.
Προσευχόμαστε, επειδή η πίστη μας έτσι ορίζει. Ορίζει έτσι να προσευχόμαστε. Πέστε μας λοιπόν κύριοι, πέστε μας, είναι η πίστη μας, πίστη στο σκοτάδι;

Από το βιβλίο του Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτσ: «ΟΜΙΛΙΕΣ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΗ ΓΙΑ ΤΑ ΣΥΜΒΟΛΑ ΚΑΙ ΣΗΜΕΙΑ». Τόμος Β’
Εκδόσις Ορθόδοξος Κυψέλη: Δεκέμβριος 2014.

Η/Υ επιμέλεια Αικατερίνας Κατσούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.