Η μεγάλη κληρονομιά.

Ο Βυζαντινός Λεωνίδας.

Ας έρθωμε πεντακόσια χρόνια πίσω, Μάιο μήνα.
Δυο μήνες τώρα πολιορκούν σφιχτά οι Τούρκοι την περήφανη Κωνσταντινούπολη. Οι Έλληνες, χωρίς καμιά βοήθεια από τους άλλους χριστιανούς, παλαίουν μόνοι στον άνισο και σκληρόν αγώνα. Ούτε πουλάκι δεν μπορεί πια να πετάξη και να μπη στη βασιλεύουσα, για να φέρη τουλάχιστο στους πολιορκημένους παρηγοριά και ελπίδα.
Εκατόν πενήντα, το λιγώτερο, χιλιάδες εκλεκτοί μαχητές του Μωάμεθ έχουν ριζώσει στα τείχη της Κωνσταντινουπόλεως και ζητούν να την πνίξουν στη σιδερένια αγκαλιά τους. Τετρακόσια πλοία γύρω γύρω, αδιάβατος φράχτης, της κλείνουν τη θάλασσα και της κόβουν την αναπνοή.
Και ο Μωάμεθ, σαν άλλος πικροχάροντας, την περιτριγυρίζει και βρυχάται και βούλεται το κεφάλι να της πάρη.
Η πολυδοξασμένη όμως Πόλη δεν πέφτει. Τα τείχη της, τα χιλιοτρυπημένα από τις εχθρικές βόμβες, αντέχουν ακόμη˙ οι υπερασπιστές της, λιγώτεροι από δέκα χιλιάδες, είναι γενναίοι και ακατάβλητοι.
Και ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, σαν το σαραντάπηχο Διγενή, προσμένει το Χάροντα Μωάμεθ να μετρηθή μαζί του. Ο Σουλτάνος είναι μεγάλος και τρανός στη δύναμη, αλλά και ο δικός μας βασιλιάς είναι λιοντάρι στην καρδιά.
Και πάνω απ’ όλα προστατεύει τη θεοφύλακτη Πόλη η Οδηγήτρια Θεοτόκος, η υπέρμαχος στρατηγός!

«Παράδωσέ μου την Πόλη, παραγγέλνει στον Παλαιολόγο ο Μωάμεθ. Είσαι ελεύθερος να φύγης και συ και όσοι άλλοι χριστιανοί θέλουν με όλους τους θησαυρούς σας. Εκεί κάτω στην Πελοπόννησο μπορείς να βασιλεύσης ανενόχλητος. Κι εκείνους που θα θελήσουν να μείνουν εδώ, κανένας δε θα τους πειράξη… Ειδεμή θα πάρω την Πόλη με το σπαθί μου και θα την αφανίσω…».
«Μωλόν λαβέ»! του απάντησε ο βυζαντινός Λεωνίδας. Ούτε εγώ έχω δικαίωμα να σου την παραδώσω ούτε άλλος κανένας. Ανήκει στους προγόνους μας και στα παιδιά μας… ανήκει στους Έλληνες που είναι κληρονομία τους… Έλα να την πάρης!…».
Η 28 Μαΐου του 1453, τελευταία μέρα της βυζαντινής αυτοκρατορίας, ξημέρωσε θλιμμένη και βουβή. Σιγή βασιλεύει παντού, που προμηνά τη θύελλα. Και να˙ δεν πέρασε πολλή ώρα και τα τουρκικά πυροβόλα σείουν και πάλι από τα θεμέλια τους ρημαγμένους πύργους της πρωτεύουσας. Οι κήρυκες του Σουλτάνου τρέχουν στο στρατόπεδο και διαλαλούν, ότι ο στρατός, άμα πάρη την Πόλη, θα έχη τρεις μέρες το δικαίωμα να λαφυραγωγή, να καίη, να φονεύη, να σκλαβώνη.
Το άγριο κήρυγμα γέμισε ενθουσιασμό τα φανατικά εκείνα κοπάδια, που διψούσαν τη σφαγή και την αρπαγή, όπως λαχταρά το κρύο νερό ο κατάκοπος οδοιπόρος. Και η βάρβαρη χαρά τους ετράνταζε τον αέρα ανεβαίνοντας έως τον ουρανό.
Οι άγριες φωνές, οι αλαλαγμοί, οι τυμπανοκρουσίες και οι φοβεροί κανονιοβολισμοί έφταναν έως την καρδιά της πόλης και αποτελούσαν βέβαιη για τους χριστιανούς προειδοποίηση.
Ο Κωνσταντίνος είδε τη μεγάλη στιγμή, που έφτανε. Να μοιράση ο φτωχός αυτοκράτορας πλούτη και αγαθά, σαν το Μωάμεθ, δεν είχε. Είχε όμως ανεξάντλητη υπομονή, πίστη στο Θεό και είχε πάρει τη γενναία απόφαση να υπερασπίση και με τη ζωή του την πατρική κληρονομιά.
Έδωσε λοιπόν διαταγή να γίνη λιτανεία, για να ζητήσουν τη θεία βοήθεια και να εμψυχώση με την πίστη λαό και πολεμιστές. Η Μεγάλη Οδηγήτρια ίσως να άπλωνε άλλη μια φορά τα προστατευτικά Της χέρια ψηλά από τους πύργους, για ν’ απομακρύνη τους άπιστους εχθρούς.
Αλλά και ο ίδιος δεν έμεινε αργός. Ακούραστος επιθεώρησε τα τείχη, έδωσε οδηγίες, είπε λόγια θερμά και με το παράδειγμά του έδινε θάρρος στους υπερασπιστές.
-Ο κίνδυνος είναι μεγάλος, τους έλεγε. Αλλά ο Θεός είναι μαζί μας. Σαν το φαρμακερό φίδι, ο εχθρός θέλει να χύση το δηλητήριό του στην Πόλη μας και σαν το ανήμερο λιοντάρι θέλει αν μας σπαράξη. Εκείνοι στηρίζονται στο πλήθος και εμείς στο Θεό και στη γενναιότητά μας. Θα αγωνιστούμε σαν Έλληνες για την πίστη μας, την πατρίδα μας, τους αγαπημένους μας…
Οι γενναίοι υπερασπιστές, μας λέγουν οι ιστορικοί της εποχής εκείνης, «έκαναν καρδιά λιονταριού» ακούοντας τα πατριωτικά λόγια του αγαπημένου τους αυτοκράτορα.
Η τελευταία λειτουργία.
Είχε πια νυχτώσει. Μεγάλες φωτιές φώτιζαν τώρα το εχθρικό στρατόπεδο˙ και τα πλοία φωταγωγημένα φώτιζαν και εκείνα τη θάλασσα. Ένας πύρινος κύκλος έπνιγε τη δυστυχισμένη Πόλη. Αλλά οι Χριστιανοί δεν έχασαν το θάρρος τους. η Αγία Σοφία, ο θρυλικός ναός της Χριστιανοσύνης, από νωρίς είχε γεμίσει κόσμο. Ποτέ έως τώρα δεν είχε συγκεντρώσει τόσο πλήθος. Γινόταν λειτουργία και είναι η τελευταία, που έγινε σ’ αυτή.
Οι συγγενείς του Βασιλιά, οι τιτλούχοι της Αυλής, οι στρατιωτικοί αρχηγοί και οι πολεμιστές – όσοι δεν ήταν στα τείχη -, οι ευγενείς άρχοντες, οι ιερωμένοι, το άμαχο πλήθος, πτωχοί και πλούσιοι, όλοι ήταν συγκεντρωμένοι μέσα και έξω στο ναό. Μόνο ο βασιλικός θρόνος ήταν ακόμη άδειος.
Ανάμεικτοι όλοι, χωρίς καμία διάκριση κοινωνική, γονατιστοί, με μια καρδιά και μια ψυχή σαν ένας άνθρωπος, ένωναν τη δέησή τους προς τον Παντοδύναμο για τη σωτηρία της «Θεοφυλάκτου πόλεως»:
«Σώσον, Κύριε, τον λαόν Σου…».
Αργά και με κατάνυξη προβαίνει η λειτουργία˙ ο Κωνσταντίνος κάποια στιγμή με ελάχιστους αξιωματούχους έφτασε έφιππος εμπρός στο ναό. Τώρα άρχιζε το άλλο χρέος του, το χρέος του χριστιανού. Ο Βασιλιάς των ολίγων ανθρώπων ερχόταν να παρουσιαστή στο Βασιλιά όλου του κόσμου, να ζητήση την επιείκειά του.
Κατέβηκε από το άλογό του και μπήκε στο ναό από τις λεγόμενες βασιλικές πύλες του νάρθηκος. Περνώντας την κεντρική διπλή σειρά των κιόνων έφτασε στο βασιλικό θρόνο. Δεν κάθισε όμως, ούτε στάθηκε όρθιος. Γονάτισε και έμεινε εκεί προσευχόμενος σιωπηλά. Τριγύρω του ολόθερμα έτρεχαν τα δάκρυα των πιστών και θερμές ανέβαιναν οι παρακλήσεις τους.
Ο μεγάλος ναός ήταν γυμνός από τα πολύτιμα σκεύη του και τα αφιερώματα˙ είχαν θυσιαστή και αυτά για τον αγώνα και είχαν γίνει σπαθιά και ασπίδες και τόξα. Μόνο τα φώτα των πολυελαίων, η λάμψις από τα πολύχρωμα μάρμαρα – λευκά, τριανταφυλλένια, κόκκινα, πράσινα, γαλάζια, σμαράγδινα – και τα χρυσογάλαζα ψηφιδωτά δίνουν κάποια μεγαλοπρέπεια και φωτίζουν τις σιωπηλές εικόνες και τα θλιμμένα πρόσωπα των χριστιανών.
Και οι ψαλμωδίες και οι ευχές του κλήρου και του χορού ανεβαίνουν κατανυκτικά ζητώντας το έλεος του Παντοκράτορα: «Σώσον, Κύριε, τον λαόν Σου…».

Έξαφνα καταπαύουν οι στεναγμοί και σιγά ο θόρυβος. Σε όλον τον απέραντο ναό δεν ακούεται άλλο τίποτε παρά η φωνή του λειτουργού:
«Μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε…».
Ο Παλαιολόγος σηκώνεται και προβαίνει προς την Ωραία Πύλη. Τα βασιλικά του ιμάτια είναι σκονισμένα ακόμη από τα τρεχάματα της μέρας, τα μάτια του είναι δακρυσμένα, στο πρόσωπό του είναι ζωγραφισμένος ο πόνος. Αλλά το βήμα του είναι σταθερό. Φανερώνει την απόφασή του, που είναι και απόφαση όλου του λαού, να πεθάνη για την τιμή της πατρίδας.
Βγάζει το βασιλικό στέμμα και γονατίζει τρεις φορές εμπρός στην εικόνα του Λυτρωτού και της Θεομήτορος. Τα χείλη του σαλεύουν ευλαβικά. Ζητεί συγχώρηση.
Έπειτα σηκώνεται, κρατεί με βία τους λυγμούς, που τον έπνιγαν, και στρέφει τα βλέμματά του στο πλήθος:
-Χριστιανοί, συγχωρήσετε τις αμαρτίες μου, και ο Θεός ας συγχωρήση τις δικές σας!… είπε.
-Ας είσαι συγχωρημένος! Απαντούν οι εκκλησιαζόμενοι, χωρίς να μπορούν να κρατήσουν το θρήνο τους, που πλημμύρισε τους θόλους του μεγάλου ναού. Και οι γυμνοί τοίχοι επανέλαβαν και εκείνοι πένθιμοι λυγμούς και συγχώρηση:
-Ας είσαι συγχωρημένος!…
Πήρε κατόπιν από τα χέρια του λειτουργού, όπως συνήθιζαν οι βυζαντινοί αυτοκράτορες, το δισκοπότηρο, το ασπάστηκε και μεταλαμβάνει. Ο λειτουργός ψιθυρίζει δακρυσμένος:
«Μεταλαμβάνει ο δούλος του Θεού Κωνσταντίνος…».
Εκείνη τη νύχτα εκοινώνησαν όλοι με την αυτή αγάπη και πίστη: Να συγχωρήσουν ο ένας τον άλλο και να πολεμήσουν και να πεθάνουν για το Θεό και την πατρίδα, παρά να ζήσουν σκλάβοι των απίστων.
Ποιά ελληνική ψυχή θα λησμονήση ποτέ την τελευταία Λειτουργία;
Και ενώ ακόμη αυτά συνέβαιναν στο ναό, ο Παλαιολόγος έτρεξε στα ανάκτορά του. Δεν πήγαινε να δώση τις βασιλικές του προσταγές˙ πήγαινε σαν ένας ταπεινός άνθρωπος, να ζητήση συγχώρηση από τους άλλους ανθρώπους, που ήταν οι υπηρέτες του.
-Συγχωρήστε με!… τους είπε προσπαθώντας να κρατήση την ψυχραιμία του.
Οι γέροι αυλικοί και οι υπηρέτες των ανακτόρων συγχώρησαν με θρήνους τον αγαπημένο τους αυτοκράτορα. Αλλά και ο Κωνσταντίνος δεν κρατήθηκε˙ ξέσπασε σε δάκρυα…
«Και από ξύλο ή και από πέτρα αν ήταν ένας άνθρωπος, δε θα μπορούσε να μη θρηνήση την ώρα εκείνη», μας λέγει ένας σύγχρονος, που είδε με τα μάτια του τη σκηνή.
Η άλωση.
Η μεγάλη ώρα της αγάπης και της συγγνώμης πέρασε. Το εχθρικό στρατόπεδο ησυχάζει και οι φωτιές έχουν σβήσει. Η νύχτα προχωρεί, ενώ μαύρα σύννεφα καλύπτουν τον ουρανό. Σιγή βασίλευε παντού˙ μόνο η φωνή του φρουρού διακόπτει πότε πότε την παγερή ησυχία:
-Φύλακες γρηγορείτε!
Στην ερημιά αυτή ο Κωνσταντίνος, έχοντας μόνο συνοδό τον ιστορικό Φραντζή, κάλπασε από τα ανάκτορα προς τα τείχη. Για τελευταία φορά θέλησε να εμψυχώση τους υπερασπιστές.
Γύρισε ένα ένα τους πύργους, επιθεώρησε μια μια τις πύλες˙ είδε όλους τους φρουρούς και όλους τους φύλακες και τους έδινε θάρρος να φυλάγουν άγρυπνοι τα τείχη.
Λίγο όμως πριν να ξημερώση η αυγή, οι σάλπιγγες διακόπτουν τη νυκτερινή ησυχία. Οι Τούρκοι έκαναν την τελική τους επίθεση. Ο Μωάμεθ άγριος πρόσταξε να πάρουν την Πόλη.
Οι Έλληνες σπεύδουν στα τείχη, προβάλλοντας τα στήθη τους˙ πρώτος έφτασε και ο Κωνσταντίνος.
-Στο καλό και ο Θεός μαζί σας!… έσβησαν οι τελευταίοι αποχαιρετισμοί μέσα στην κραυγή της μάχης.
Την άλλη μέρα ο γενναίος αυτοκράτορας των Ελλήνων έπεσε ηρωικά, ανάμεσα στους πολλούς, στου Ρωμανού την Πύλη, σαν ένας απλός στρατιώτης. Ο θάνατός του, σφράγισε τη μεγάλη, που μας άφησε, κληρονομιά, δίνοντας αξία στ’ αναφαίρετα γι’ αυτή δικαιώματά μας. Την ίδια μέρα έπεσε και η άπαρτη βασιλεύουσα, που ήταν «σκέπη της πατρίδος, καταφύγιον των Χριστιανών, ελπίς και χαρά όλων των Ελλήνων και καύχημα της Ανατολής».
«Κι η Δέσποινα ταράχτηκε και δάκρυσαν οι εικόνες!…»
Με την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως έσβησε πια και η ζωή της βυζαντινής μας αυτοκρατορίας˙ δεν έσβησε όμως και το ελληνικό γένος.
Η τελευταία λειτουργία, ο ηρωικός Παλαιολόγος και η άλωση απετέλεσαν τώρα τη νέα μεγάλη κληρονομία του. Δεν τη λησμόνησε˙ τουναντίον με την ανάμνησή της έζησε τα χρόνια της σκλαβιάς του και τα χείλη του από την πρώτη στιγμή ψιθύρισαν:
-Σώπασε, κυρά Δέσποινα, και μην πολυδακρύζης˙
πάλι με χρόνους, με καιρούς, πάλι δικά σας είναι».

Από το βιβλίο: Αναγνωστικόν της πέμπτης τάξεως του δημοτικού σχολείου. Ν. Κοντοπούλου – Δ. Κοντογιάννη, Γ. Καλαματιανού Θ. Γιαννοπούλου. Αθήναι 1952
Οργανισμός Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Ιστορικά, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.