Η κατά Λατίνων διδασκαλία του Νικολάου εξ Υδρούντος: Η δια του Υιού πέμψη του αγίου Πνεύματος – Σωτήρη Ν. Κόλλια.

Υπάρχει σαφής και κατηγορηματική διάκριση μεταξύ εκπορεύσεως του αγίου Πνεύματος και φανερώσεως ή πέμψεως ή αποστολής αυτού. Και ακριβώς σε αυτό το σημείο στηρίζεται η διδασκαλία του Νικολάου, καθώς θεωρεί ότι κομβικό σημείο της διαφωνίας με τους Λατίνους είναι η διασαφήνιση της αχρόνου εκπορεύσεως και της εν χρόνω αποστολής του Πνεύματος στον κόσμο, λέγοντας ότι οι Λατίνοι αγνοούν την «αποστολήν των θείων και πνευματικών χαρισμάτων» από τον Υιό.1 Το Πνεύμα το Άγιο εκπορεύεται από τον Πατέρα και φανερώνεται εν χρόνω δια του Υιού, κάτι που τονίζει εμφαντικά ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός: «Πνεύμα άγιον του Θεού και Πατρός, ως εξ αυτού εκπορευόμενον, όπερ και του Υιού λέγεται, ως δι’ αυτού φανερούμενον και τη κτίσει μεταδιδόμενον, άλλ’ ουκ εξ αυτού έχον την ύπαρξιν».2 Ο Υιός είναι η υπόσταση δια της οποίας πέμπεται το άγιο Πνεύμα από το αίτιον, τον Πατέρα δηλαδή. Έχουμε, συνεπώς, εκπόρευση εκ του Πατρός και πέμψη δια του Υιού: «εν Πνεύμα άγιον, εκ Θεού την ύπαρξιν έχον, και δι’ Υιού πεφηνός.3». Η διαδικασία που δηλώνεται με την πρόθεση «δια» δεν προσβάλλει τη μοναδικότητα του αιτίου.4 Η πρόθεση «δια» υποδηλώνει μεσιτεία του Υιού στην εν χρόνω αποστολή του Πνεύματος και όχι την αιτία υπάρξεως του Πνεύματος. Ο Υιός συμμετέχει μόνο στην αποστολή του Πνεύματος στον κόσμο και γι’ αυτό το Πνεύμα το Άγιο εκπορεύεται αϊδίως εκ μόνου του Πατρός και στην εν χρόνω έκφανσή του προς τον κόσμο πέμπεται και εκ του Υιού.
Η δε αποστολή είναι ιδιότητα που ανήκει και στα τρία πρόσωπα5. Επιπροσθέτως λέγει ο Νικόλαος: «Το μεν (Πνεύμα) γαρ ην και προ ην εξ αϊδίου παρά του Πατρός εκπορευόμενο, και εν τω Υιώ αναπαυόμενον».6 Αυτό σημαίνει ότι το Πνεύμα δεν έχει την αρχή του εις τον Υιό στον Οποίο αναπαύεται, αλλά μόνον την πέμψη και αποστολή. Φράσεις που δανείζεται από τον Ιερό Χρυσόστομο που διδάσκει σχετικώς: «Εγώ δε παιδαγωγούμενος υπό των αγίων γραφών, υμνώ τον Πατέρα, τον αεί Πατέρα τυγχάνοντα, υμνώ τον Υιόν, τον εκ της πατρώας ουσίας αχρόνως εκλάμψαντα, υμνώ το Πνεύμα το άγιον, το εκ του Πατρός εκπορευόμενον και εν Υιώ αναπαυόμενον»,7 και τον άγιο Ιωάννη Δαμασκηνό που λέγει: «Πιστεύομεν εις εν πνεύμα το άγιον, το κύριον και ζωοποιόν, το εκ του πατρός εκπορευόμενον και εν Υιώ αναπαυόμενον, το τω Πατρί και Υιώ συμπροσκυνούμενον και συνδοξαζόμενον ως ομοούσιόν τε και συναΐδιον, το του Θεού Πνεύμα».8
Οι Λατίνοι, όμως, δεν κάνουν διάκριση μεταξύ εκπορεύσεως και αποστολής ή πέμψεως, λόγω της αδυναμίας τους να αντιληφθούν και να αποδεχθούν τη θεολογική διάκριση της αχρόνου προόδου του αγίου Πνεύματος, μόνο από τον Πατέρα, και της χρονικής προόδου, δηλαδή, της αποστολής των χαρισμάτων του στον κόσμο.9 Γι’ αυτό και ο Νικόλαος, καταγράφοντας τα λόγια του Νικολάου Μεθώνης, συμπεραίνει, ότι σύμφωνα με τη διδασκαλία τους, όλοι όσοι έχουν σταλεί από το Θεό, οι άγγελοι, οι προφήτες και οι Απόστολοι, έχουν εκπορευτεί εκ του Πατρός και του Υιού. Και εκφράζει το παράλογο αυτής της καταστάσεως λέγοντας ότι κατά αυτόν τον τρόπο ή το Πνεύμα υποβιβάζεται σε κτιστό ή τα κτιστά προβιβάζονται σε θεότητα,10 καθώς θα ήμαστε αναγκασμένοι να δεχθούμε ότι η αποστολή αφορά αποκλειστικά σε κτιστά (άρα κτιστό και το Πνεύμα) ή σε εκπόρευση ακτίστων προσώπων (άρα άκτιστοι οι άγγελοι, οι προφήτες και οι Απόστολοι), οπότε οδηγούμαστε σε δογματικό αδιέξοδο.
Ο Νικόλαος υπογραμμίζει τον κίνδυνο αιρέσεων, που ελλοχεύει από τη σύγχυση των όρων εκπόρευση και πέμψη. Η εσφαλμένη ταύτιση των δύο είναι εμφανής στην περίπτωση της βαπτίσεως του Ιησού από τον Ιωάννη τον Πρόδρομο. Κατά το Ευαγγέλιο ο Βαπτιστής μαρτύρησε: «τεθέαμαι το Πνεύμα καταβαίνον ως περιστεράν εξ ουρανού, και έμεινεν επ’ αυτόν» (Ιω. 1, 32)11 άρα σύμφωνα με τους Λατίνους ο Υιός και Λόγος του Θεού εκπόρευσε το άγιο Πνεύμα και ταυτόχρονα το δεχόταν επί της κεφαλής Του. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός εισάγει διχοτόμηση του Υιού που παραπέμπει στην αίρεση του Νεστορίου, ο οποίος διέκρινε τον ένα Χριστό σε δύο πρόσωπα».12
Εάν η εκπόρευση ταυτιζόταν με την πέμψη, τότε και ο Υιός που εστάλη από τον Πατέρα αναγκαστικά θα εκπορεύεται και από τον Πατέρα, «ίνα και το του Πνεύματος ιδίωμα σφετερίσηται», συμπεραίνει ο Νικόλαος.13 Και δεν διστάζει να χαρακτηρίσει ως σαβελλιανιστή, τον συμφωνούντα με αυτή τη δοξασία, καθώς συγκεντρώνει σε ένα πρόσωπο την Τριάδα.14 Και συνεχίζει στο ίδιο θέμα να επιχειρηματολογεί με συγκεκριμένα παραδείγματα. Κάνει λόγο πάλι για τον Ιωάννη τον Πρόδρομο, για τον οποίο ειπώθηκε: «Ιδού εγώ αποστέλλω τον άγγελόν μου προ προσώπου σου» (Ματθ. 11,10).15 Απεστάλησαν και οι μαθητές για να διαδώσουν το μήνυμα της εν Χριστώ σωτηρίας στα μήκη και πλάτη του γνωστού τότε κόσμου. Και όλοι οι άγιοι που εστάλησαν από το Θεό σε κάθε γενιά ως όργανα για τη μετάνοια και λύτρωση των ανθρώπων. Αν, λοιπόν, κάθε αποστελλόμενος εκπορευόταν από το Θεό «ουδ’ αν αριθμώ ράδιον είη περιλαβείν τα ούτως».16
Ο Νικόλαος έχοντας στη σκέψη του τη φράση του Μ. Βασιλείου ότι το Πνεύμα «αποστελλόμενον δε παρά Θεού και δι’ Υιού χορηγούμενον»17 αναφέρει ότι η πέψμη, δεν δηλώνει την προαιώνια ύπαρξη του Πνεύματος αλλά μόνο την εν χρόνω συγκατάβαση του Θεού για την αποστολή του Πνεύματος προς τους ικανούς να το δεχθούν, κατά τη ρήση του ιερού Φωτίου: «Το μεν Πνεύμα διανεμεί χαρίσματα τοις αξίοις».18 Η άπειρη θεία αγάπη για τα δημιουργήματα εκδηλώνεται με τη διανομή των χαρισμάτων του τρίτου προσώπου της αγίας Τριάδος μέσω του οποίου χαριτώνονται όσοι αναζητούν την ουράνια και θεία μακαριότητα.
Ο Νικόλαος στη διδασκαλία του χρησιμοποιεί τον όρο «πρόοδος» με την έννοια της εκπορεύσεως καθ’ ύπαρξιν του πνεύματος, της οποίας αίτιος είναι μόνο ο Πατήρ, λέγοντας: «και ομού και άμα όθεν η πρόοδος αυτού (του Πνεύματος) παριστάς, ότι παρά του Πατρός, ο και σαφέστερον εποίησεν, δια το επαγαγείν, το Πνεύμα της αληθείας, ο παρά του Πατρός εκπορεύεται»,19 αλλά και με την έννοια της φανερώσεως και αποστολής του αγίου Πνεύματος από τον Υιό και τον Πατέρα, λέγοντας: «αυτός (ο Υιός) δε πέμψειν παρά του Πατρός υπισχνείται. Την τε ταυτοβουλίαν της όλης Τριάδος και το εν και κοινόν δεικνύς θέλημα. Κανταύθα γαρ την ευδοκίαν αυτού τε και του Πατρός αποστολήν είναι νομίστεον. Ως αν ει είπεν ότι ελεύσεται κατά κοινήν ευδοκίαν και θέλησιν αυτού (του Υιού) τε και του Πατρός».20 Ο Νικόλαος εκφράζει την πατερική ορθόδοξη διδασκαλία περί της διττής εννοίας της προόδου. Η πρώτη πρόοδος του αγίου Πνεύματος είναι άναρχη και αναίτια και έχει ως σημείο αναφοράς της την υπόσταση του Πατρός και αφορά την υποστατική ύπαρξη του αγίου Πνεύματος, ενώ η δεύτερη πρόοδος πραγματοποιείται εν χρόνω και συντελείται λόγω συγκεκριμένης αιτίας σχετιζομένης με τη σωτηρία της κτιστής δημιουργίας. Η διαφορά της αϊδίου εκπορεύσεως του Πνεύματος από τον Πατέρα και της εν χρόνω αποστολής του μπορεί κάλλιστα να ταυτιστεί και με την άχρονη και προαιώνια γέννηση του Υιού από τον Πατέρα και την εν χρόνω γέννησή του κατά σάρκα από τη Θεοτόκο.21 Όσο άτοπο είναι να ταυτίσει κανείς τις δύο γεννήσεις του Υιού, τόσο άτοπη θεωρείται και η σύγχυση μεταξύ εκπορεύσεως του Πνεύματος και αποστολής του στον κόσμο, καθώς λέγει ο Νικόλαος «έτερον το χορηγείσθαι το Πνεύμα και το εκπορεύεσθαι».22
Το καίριο σημείο είναι η χρονική δραστηριότητα, καθώς οτιδήποτε εμπεριέχει χρόνο, αυτό δεν είναι αΐδιο γέννημα του Πατρός. Αν η εκπόρευση γινόταν χρονικώς αυτό θα σήμαινε ότι υπήρξε κάποτε στιγμή που το Πνεύμα δεν υπήρχε και ότι εν καιρώ δημιουργήθηκε. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν υφίσταται στην Τρισυπόστατη Θεότητα, καθώς τονίζει ο θεολόγος Νικόλαος: «προαιώνιος και υπέρχρονος, επεί και το Πνεύμα τοιούτον».23
Σε καμία δε περίπτωση δεν μπορεί να νοηθεί ότι το Άγιο Πνεύμα αποστέλλεται κατά την ουσία και τη θεότητα. Οπότε το Πνεύμα φανερώνεται παρά του Πατρός και του Υιού προς τους πιστούς, οι οποίοι μετέχουν όχι της φύσεώς του αλλά της χάριτος και των ενεργειών του. Η πέμψη του Πνεύματος είναι έργο της κοινής ενεργείας των τριών υποστάσεων, οι οποίες ενεργούν ως μία αρχή. Δηλαδή, στην αποστολή του Πνεύματος συμμετέχει και το ίδιο το Πνεύμα, εφ’ όσον η αποστολή είναι ενέργεια στην οποία μετέχουν όλα τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος.
Συνοψίζοντας, θέλουμε να τονίσουμε ότι με τον όρο «εκπόρευση» νοείται ο τρόπος υπάρξεως και αναφέρεται στην αΐδια και άχρονη υποστατική προβολή του Αγίου Πνεύματος εκ μόνου του Πατρός, ενώ με τον όρο «πέμψη» νοείται η έκχυση των χαρισμάτων και αναφέρεται στην εν χρόνω φανέρωση, μετάδοση και χορηγία των χαρισμάτων και ενεργειών του Πνεύματος. Διαβλέπουμε, λοιπόν, τη δυσκολία των Λατίνων να διακρίνουν μεταξύ της αϊδίου εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος μόνο εκ του Πατρός και της εν χρόνω αποστολής του από τον Υιό, όπως ακριβώς θεολόγησε ο Κύριος.
Η αντιρρητική θεολογία του Νικολάου σχετικά με τη λατινική κακοδοξία του Fillioque εδράζεται πρωτίστως στη σωστή ερμηνεία της Αγία Γραφής. Για το λόγο αυτό, αφού εκθέσει τα παρερμηνευομένα από τους Λατίνους αγιογραφικά χωρία, προχωρεί στην αναίρεσή τους, δίδοντας το γνήσιο περιεχόμενό τους.
Οι Λατίνοι, προκειμένου να αποδείξουν την ορθότητα της προσθήκης τους, προτάσσουν τις φράσεις του Αποστόλου Παύλου «Πνεύμα Υιού» (Γαλ. 4, 6) και «Πνεύμα Χριστού» (Ρωμ. 8, 9).24 Οι Λατίνοι θεωρούν, ότι σύμφωνα με αυτές τις φράσεις το άγιο Πνεύμα ανήκει στον Υιό – λόγω της γενικής πτώσεως – και επομένως ισχύει η σχέση αιτίας – αιτιατού.25 Προβάλλουν, δηλαδή, το αξίωμα, ότι, όταν κάτι έχει την αναφορά του σε κάτι άλλο, τότε υποχρεωτικά οφείλει σε αυτό και την ύπαρξή του. Φρονούν, ότι, όπως ο Υιός, που έχει μεν ίδια υπόσταση, γεννάται από τον Πατέρα, ομοίως και το Πνεύμα ως ιδιαίτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος εκπορεύεται και από τον Υιό καθώς είναι «Πνεύμα του Υιού», σύμφωνα με το: «Ότι δε εστέ υιοί, εξαπέστειλεν ο Θεός το Πνεύμα του Υιού αυτού εις τας καρδίας ημών» (Γαλ. 4, 6).
O Νικόλαος αντικρούει τις κακοδοξίες των Λατίνων, που στηρίζονται σε κακοποιημένη ερμηνεία των αποστολικών ρήσεων «Πνεύμα Υιού» και «Πνεύμα Χριστού» και προσυπογράφει την ορθόδοξη διδασκαλία της εκκλησίας μας πως ο Απόστολος Παύλος σε καμία περίπτωση δεν αναφέρεται σε διττή εκπόρευση του αγίου Πνεύματος από τον Πατέρα και τον Υιό. Ακολουθεί βασικά τον ιερό Φώτιο, ο οποίος έκανε εκτενή λόγο αναφορικά με τις συγκεκριμένες φράσεις, οπότε η υποστηρικτική του γραμμή ομοιάζει σε πολλά σημεία, ενώ αλλού καταθέτει τη δική του επιχειρηματολογία. Διασαφηνίζει, λοιπόν, πως οτιδήποτε ανήκει σε κάποιο, δεν σημαίνει αυτόματα ότι εκπορεύεται από αυτόν. Και ο Υιός, συνεχίζει, λέγεται ότι έχει το είναι Του από τον Πατέρα, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι και εκπορεύεται από τον Πατέρα.26 Ακόμα και αν δεχτούμε, λέγει, ότι το Πνεύμα είναι του Υιού «τις ουν ο λόγος δι’ ον το του Υιού λεγόμενον είναι Πνεύμα, και εκ του Υιού λέγοιτ’ αν είναί τε και εκπορεύεσθαι;».27 Όπως ο ιερός Φώτιος διαπιστώνει: «άλλο σημαίνει, το Πνεύμα του Υιού αυτού, και έτερον μυσταγωγεί, Το Πνεύμα το εκ του Πατρός εκπορευόμενον»,28 ομοίως ο Νικόλαος διαφοροποιεί το ρήμα «είναι» συντασσόμενο μετά γενικής από το ρήμα «εκπορεύομαι». Και οι δύο παραθέτουν φράσεις, που περιέχουν τη λέξη Πνεύμα μετά γενικής πτώσεως και δείχνουν πως ουδόλως αυτές συνεπάγονται εκπόρευση: «ου μόνον Πατρός λέγεται και Υιού, αλλά και συνέσεως και σοφίας Πνεύμα και Πνεύμα βουλής και ισχύος και Πνεύμα φόβου Θεού και Πνεύμα υιοθεσίας και πραότητος και αγάπης και πίστεως και δυνάμεως επιστήμης τε και αισθήσεως και κρίσεως και καύσεως και πληρώσεως», λέγει ο Νικόλαος.29 «Πνεύμα γνώσεως, σωφρονισμού, επαγγελίας, αποκαλύψεως, ευσεβείας, ταπεινώσεως», τονίζει ο Μ. Φώτιος.30 Οι παραπάνω είναι φράσεις που αναφέρονται στα χαρίσματα του αγίου Πνεύματος και όσο αδιανόητη είναι η σκέψη πως το Πνεύμα εκπορεύεται από τα χαρίσματά του άλλο τόσο αυθαίρετη είναι η σκέψη πως οι φράσεις «Πνεύμα Υιού» και «Πνεύμα Χριστού» σημαίνουν εκπόρευση εκ του Υιού.
Ο Νικόλαος επιπροσθέτως κάνει λόγο για τις φράσεις «Θεός Αβραάμ» – «Θεός Ισαάκ» – «Θεός Ιακώβ», που αν και εκφέρονται με τον ίδιο τρόπο (όνομα + γενική) δεν υπονοούν εκπόρευση του Θεού από τον Αβραάμ, τον Ισαάκ ή τον Ιακώβ.31 Ή πάλι χρησιμοποιεί τις φράσεις «Πατήρ Υιού», «Θεού Χριστού» για να αποδείξει ότι εάν δεχτούμε τη λογική των Λατίνων τότε ο Πατήρ «εκ του Χριστού εκπορευέσθω, ίν’ εκ του Πνεύματος και εις τον Πατέρα και εις όλην αυτήν την θεότητα το βλάσφημον διαβή».32 Ο Νικόλαος, όμως, δεν αντλεί παραδείγματα μόνο από την αγία Γραφή αλλά και από την κοινωνική ζωή. Λέγει, λοιπόν: «Επειδή τα πολλά των προς αλλήλων εισί τε και λέγονται, ως Πατήρ και Υιός, δούλος και δεσπότης, διπλά ήμισυ, μείζον έλασσον, τα τοιαύτα πάντα και εξ αλλήλων αν είεν και εκπορεύοιντο. Είπερ το τινός ον και λεγόμενον, εκ τούτου πάντως ούπερ εστί τε και λέγεται και έστι και εκπορεύεται. Και μην το κτήμα του δε τινός εστί κτήμα, ως σου ο ίππος και ο οίκος και το ιμάτιον, έσται δη κατά την σην πρότασιν εκ του σου ο ίππος και ο οίκος και το ιμάτιον, επειδή κατά την σην πρότασιν, εκ του σου ο ίππος ων τε και εκπορευεόμενος».33 Η εμμονή των Λατίνων στην τυπική ερμηνεία της φράσεως «Πνεύμα Υιού» είναι πρόδηλος για τον συγγραφέα μας, καθώς η χρήση της γενικής δεν δηλώνει οπωσδήποτε υποστατική σύνδεση. Τα έμψυχα και άψυχα όντα ή τα έμβια όντα (ζώα) που βρίσκονται στην κατοχή κάποιου ουδεμία υπαρξιακή σχέση έχουν με αυτόν. Οπότε, η γενική «Υιού» εν προκειμένω δεν φανερώνει αιτία υπάρξεως ή εκπορεύσεως του Πνεύματος. Η σχέση Πατρός και Υιού και η σχέση Πατρός και Πνεύματος είναι σχέση αιτίας και αιτιατού, καθώς ο Πατήρ είναι η αρχή και αιτία της υπάρξεως των άλλων δύο υποστάσεων. Αντιθέτως, η σχέση μεταξύ Υιού και Πνεύματος δεν είναι σχέση αιτίας – αιτιατού. Διασαφηνίζει, λοιπόν, πως, οτιδήποτε ανήκει σε κάποιον, δεν σημαίνει αυτόματα ότι εκπορεύεται και από αυτόν.
Άλλωστε κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας μας η επίμαχη φράση του Αποστόλου Παύλου δηλώνει την ομοουσιότητα των δύο προσώπων και ουδεμία σχέση έχει με την αρχή και αιτία υπάρξεως του Αγίου Πνεύματος. Η έκφραση «Πνεύμα Υιού» δηλώνει μόνο το ομοούσιο και ομοφυές των δύο αυτών υποστάσεων, καθώς «λέγεται ότι είναι του Υιού (το Πνεύμα) ως ομοούσιο και αποστελλόμενο μέσω αυτού», σύμφωνα με τον ιερό Φώτιο.34 Και γι’ αυτό οι ορθόδοξοι Πατέρες χρησιμοποιούν αδιακρίτως τη φράση αυτή λόγω της ομοουσιότητας των υποστάσεων. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος αναφέρεται στους χαρακτηρισμούς που αποδίδονται στο Πνεύμα το άγιο χωρίς να περιπλέκονται οι ιδιότητές του, προφανώς επηρεασμένος από το χωρίο του Ησαΐα 11, 2: «Πνεύμα Θεού λέγεται, πνεύμα Χριστού, νους Χριστού, πνεύμα κυρίου, αυτό κύριος, πνεύμα υιοθεσίας, αληθείας, ελευθερίας, πνεύμα σοφίας, συνέσεως, βουλής, ισχύος, γνώσεως, ευσεβείας, φόβου Θεού».35 Ομοίως και ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος αποφαίνεται: «Ποτέ μεν Πνεύμα το άγιον λέγεται, ποτέ δε Πνεύμα Υιού, ποτέ δε Πνεύμα Πατρός˙ ουκ εν συγχύσει κηρυττόμενον, αλλά το αδιάσπαστον της θείας ουσίας ερμηνευόμενον».36 Ο ηγούμενος Νικόλαος συνεχίζει εξηγώντας ότι η εν λόγω φράση δεν δηλώνει τη συναΐδιο με τον Πατέρα και τον Υιό ύπαρξη του αγίου Πνεύματος, το οποίο «και πάση κτίσει αχώρητον»,37 αλλά την προσφορά των χαρισμάτων του, χάρη των οποίων τα πάντα δημιουργούνται και ανακαινίζονται στις καρδιές των χριστιανών38. Κάνει σαφή το διαχωρισμό μεταξύ της εκπορεύσεως του Πνεύματος από τον Πατέρα και των δοθέντων χαρισμάτων του αγίου Πνεύματος από τον Υιό στους αξίους να τα δεχθούν. Και επεξηγεί, επικαλούμενος το χωρίο 12, 7- 11 της Α’ προς Κορινθίους επιστολής του Αποστόλου Παύλου,39 στο οποίο αναφέρεται ότι διαφορετικά δώρα δόθηκαν στους πιστούς ανάλογα προς το συμφέρον τους. Κατ’ επιρροή του αγίου Κυρίλλου Ιεροσολύμων που διδάσκει: «Ούτω και το πνεύμα το άγιον, εν ον και μονοειδές και αδιαίρετον, εκάστω διαιρεί την χάριν καθώς βούλεται»,40 ο Νικόλαος λέγει: «Εκάστω δε δέδοται, φησίν, η φανέρωσις του Πνεύματος προς το συμφέρον. Ως μεν γαρ δια του Πνεύματος δίδοται λόγος σοφίας. Άλλω δε λόγος γνώσεως κατά το αυτό Πνεύμα, ετέρω δε πίστις εν τω αυτώ Πνεύματι άλλω δε, χαρίσματα ιαμάτων εν τω αυτώ Πνεύματι, άλλω δε ενεργήματα δυνάμεων, άλλω δε προφητεία, άλλω δε διακρίσεις πνευμάτων, ετέρω δε γένη γλωσσών. Ταύτα δε πάντα ενεργεί το εν και το αυτό Πνεύμα διαιρούν ιδία εκάστω, καθώς βούλεται»41 Το φωτισμό της καρδιάς του ανθρώπου διενεργεί το Πνεύμα το άγιο μόνο στις αγαθές, ενάρετες και αφοσιωμένες στο Θεό ψυχές. Αυτή εξάλλου υπήρξε και η υπόσχεση του Ιησού Χριστού, ότι θα συμπαρίσταται αοράτως μεθ’ ημών «πάσας τας ημέρας έως της συντελείας του αιώνος» (Ματθ. 28, 20), στέλοντας το άγιο Πνεύμα το οποίο θα μείνει στον κόσμο εις τον αιώνα: «και εγώ ερωτήσω τον πατέρα και άλλον παράκλητον δώσει υμίν, ίνα μένη μεθ’ υμών εις τον αιώνα, το Πνεύμα της αληθείας, ο ο κόσμος ου δύναται λαβείν, ότι ου θεωρεί αυτό ουδέ γινώσκει αυτό˙ υμείς δε γινώσκετε αυτό, ότι παρ’ υμίν μένει και εν υμίν έσται, ουκ αφήσω υμάς ορφανούς˙ έρχομαι πορος υμάς» (Ιω. 14, 16-18) και το οποίο Πνεύμα «οδηγήσει υμάς εις πάσαν την αλήθειαν» (Ιω. 16, 13). Πρόκειται για τη μεγαλύτερη δωρεά του ουρανού προς τη γη. Από τη λαμπρή ημέρα της Πεντηκοστής οι άνθρωποι ζουν στη χάρη του αγίου Πνεύματος και κοινωνούν των ανεκτιμήτων δωρεών του.
Οι ποικιλόμορφες ενέργειες του τρίτου προσώπου της αγίας Τριάδος δεικνύουν και τη διαφορετικού βαθμού ψυχική κατάσταση των ανθρώπων αλλά και την πρόνοια του Θεού για καταμερισμό της διακονίας ενός της εκκλησίας. Το αχρόνως εκπορευόμενο εκ του Πατρός άγιο Πνεύμα ενισχύει με τη χάρη του τους πιστούς. Έτσι καθίσταται κατανοητό, ότι χωρίς τον εσωτερικό φωτισμό, τον οποίο δίδει η χάρις του αγίου Πνεύματος, είναι αδύνατο να κατανοήσει ο άνθρωπος το θέλημα του Θεού και να διάγει την ένθεο ζωή. Μόνο αυτός αοράτως τελεσιουργεί την ανακαίνιση σώματος και ψυχής καθ’ ομοίωση Θεού.
Οπότε με τη φράση «Πνεύμα Υιού» νοείται η φανέρωση και η μετάδοση του Πνεύματος στους πιστούς και όχι η αΐδια εκπόρευση η οποία ανήκει μόνο στον Πατέρα, καθώς «ενός δε μόνου Πατέρα φύσει του μονογενούς Υιού αυτού, Κυρίου δε και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, και προβολέα του αγίου Πνεύματος.42
Ο ορθόδοξος συγγραφέας μας δεν αρκείται στην αναίρεση των λατινικών κακοδοξιών αλλά θεωρεί αναγκαία και τη διατύπωση της ορθής πίστεως, ώστε διευκρινίζει, ότι το Πνεύμα εύλογα ονομάζεται Πνεύμα Υιού καθώς μένει στον Υιό και μέσω Αυτού μεταδίδεται σε όσους μπορούν να το λάβουν.43 Δεν προέρχεται, όμως, από τον Υιό, για να μην λεχθεί ότι ο Υιός είναι πατέρας του Πνεύματος, ούτε ο Πατήρ παππούς του Πνεύματος, ούτε το Πνεύμα εγγονός του Πατρός και έτσι μπερδευτούν και μετατεθούν οι ιδιότητες, οι οποίες πρέπει να σώζονται ασυγχύτως.44 Γιατί μοναδικό ακοινώνητο προς τα άλλα, και κανένας συνδυασμός δεν είναι επιτρεπτός. Ένας Θεός υπάρχει με τρία ισότιμα πρόσωπα, χωρίς να υπάρχουν τρεις θεοί ούτε επιμέρους τρεις ουσίες θεότητος. Τρία είναι, βέβαια, τα πρόσωπα, αλλά συνάμα μία και πλήρης Θεότης, αναφερόμενη και στα τρία πρόσωπα και στο καθένα χωριστά. Αυτό που ειπώθηκε από τον απόστολο Παύλο για τον Υιό: «ότι εν αυτώ κατοικεί παν το πλήρωμα της θεότητος» (Κολ. 2, 9), αυτό πρέπει να ειπωθεί και για το καθένα από το υπόλοιπα θεία πρόσωπα.45 Σημειώνουμε, βέβαια, εδώ ότι ο Νικόλαος παραλείπει τη λέξη «σωματικώς» από τη φράση του αποστόλου Παύλου («…το πλήρωμα της θεότητος σωματικώς»), ώστε να αλλοιώνεται το νόημά της, αφού στην πλήρη μορφή της η φράση δεν αφορά και στα υπόλοιπα πρόσωπα της αγίας Τριάδος παρά μόνο στον Υιό. Στη συνέχεια, συμπληρώνει ο μοναχός Νικόλαος, ότι όλες οι άλλες ονομασίες του Θεού (ο Κύριος, ο Βασιλεύς, το αγαθόν, το ον, το σοφόν) χαρακτηρίζουν και όλη τη θεαρχία και καθεμία από τις θεαρχικές υποστάσεις. Και αντιστρόφως: Κάθε υπόσταση είναι πλήρης Θεός και γι’ αυτό δικαίως «συνονομάζεται εις Θεός, εις Κύριος, εις Βασιλεύς, αγαθότης μία, ουσία μία, σοφία μία, δικαιοσύνη, αλήθεια, δύναμις πάντα».46
Επιπροσθέτως, οι Λατίνοι αφορμώμενοι από τη φράση «εκ του πληρώματος αυτού ημείς πάντες ελάβομεν, και χάριν αντί χάριτος» (Ιω. 1, 16). Ισχυρίζονται ότι το Πνεύμα λαμβάνει την ύπαρξή του από τον Υιό. Για ισχυροποίηση των απόψεών τους επικαλούνται και τον απόστολο Παύλο που λέγει στους Κορινθίους σχετικά με τη φροντίδα που επέδειξε ο Θεός στους Ισραηλίτες κατά την παραμονή τους στην έρημο: «και πάντες το αυτό πόμα πνευματικόν έπιον˙ έπινον γαρ εκ πνευματικής ακολουθούσης πέτρας, η δε πέτρα ην ο Χριστός» (Α’ Κορ. 10, 4). Εδώ, βέβαια, η πέτρα προτυπώνει τον Χριστό και το θαυμαστό νερό ως «πνευματικό πόμα» ενέχει η θέση τύπου του Πνεύματος. Θεωρούν, λοιπόν, ότι όπως το πόμα πηγάζει από την πέτρα, κατ’ ακολουθία το άγιο Πνεύμα παρέχεται από τον Χριστό.47 Αυτός είναι ο συνειρμός τους και έτσι τον τεκμηριώνουν.
Σε αυτή την παρανόηση απαντά ο Νικόλαος ότι το Πνεύμα, που νοείται ως πόμα και ως αυτό που μεταδίδεται από το πλήρωμα του Χριστού σε εμάς, δικαίως θα μπορούσε να ονομαστεί «από τον Χριστό». Αλλά αυτό δεν είναι το παντελώς Πνεύμα, το όλο πλήρωμα του Χριστού. Γιατί εκείνο εκπορεύεται μόνο από τον Πατέρα και μένει στον Υιό. Εύλογα το πλήρωμα του Χριστού και είναι και λέγεται απλώς Πνεύμα Χριστού, όπως και Πνεύμα δυνάμεως και σοφίας Χριστού και Θεού και δύναμη και σοφία.48 Ο Υδρούντιος μοναχός προβάλλοντας την αντιστοιχία της Τριαδικής Θεότητος με εικόνες από τη φυσική ζωή, που τις αντλεί από την Παλαιά Διαθήκη, αποδεικνύει τις θέσεις του. Η σκέψη του ξεδιπλώνεται ως εξής: Ο Πατέρας ονομάζεται πηγή νερού ζωής στο βιβλίο του προφήτη Ιερεμία.49 Και ο Υιός ονομάζεται ποταμός, γιατί είπε ο Ψαλμωδός ότι ο ποταμός του Θεού θα γεμίσει με νερά.50 Απομένει να ονομαστεί αναλόγως το Πνεύμα νερό. Έτσι, αποκαλείται νερό ζωής και νερό που δίδει αιώνια ζωή. Από την πηγή, λοιπόν, και ο ποταμός γεννάται και όλο το νερό πηγάζει. Και το πλήρωμα του ποταμού ονομάζεται νερό αλλά και πιο απλά νερό του ποταμού, όπως και νερό της πηγής. Από τον ποταμό παίρνουμε μέρος του νερού, για να αντλήσουμε και να πιούμε, δεν θα λέγαμε, όμως, ότι πηγάζει και από τον ποταμό όπως από την πηγή.51
Ο Νικόλαος ονομάζει τον Χριστό ποταμό του Θεού «πεπληρωμένο των υδάτων του όλου Πνεύματος»,52 από τον Οποίο «ποταμοί εκ της κοιλίας αυτού ρεύσουσιν ύδατος ζώντος»,53 δηλαδή, το Πνεύμα, το οποίο επρόκειτο να λάβουν οι πιστεύοντες σε Αυτόν.54 Ο Νικόλαος διευκρινίζει εν προκειμένω, ότι δεν ομιλεί για τη συναΐδιο με τον Πατέρα και τον Υιό υπόσταση του Πνεύματος «αλλά περί της πνευματικής δωρεάς, της μελλούσης δίδοσθαι τοις πιστεύουσιν μετά την αυτού του Πνεύματος κάθοδον».55 Η έννοια του χρόνου δεν υφίσταται αναφορικά με την ύπαρξη του Πνεύματος ως τρίτου προσώπου της αγίας Τριάδος, ενώ η φανέρωσή του στον κόσμο έχει αρχή. Χρονική είναι άλλωστε και η δωρεά των χαρισμάτων του, η οποία έλαβε χώρα μόνο μετά την κάθοδο του αγίου Πνεύματος στον κόσμο.56 Γιατί έπρεπε «πρώτον υπέρ ημών τον αμνόν του Θεού τυθήναι, τον αίροντα την αμαρτίαν του κόσμου και το κατάκριμα της αράς λυθήναι και τότε τυχείν ημάς και της του Πνεύματος δωρεάς».57 Έπρεπε, δηλαδή, πρώτα να εκπληρώσει ο Υιός τη θεία οικονομία, να δοξασθεί με το πάθος και με την ανάστασή Του να επανέλθει στον Πατέρα.58 Ο Ιησούς Χριστός βάδισε και έδειξε την οδό της σωτηρίας και της θεώσεως. Στο δρόμο αυτό περνούν οι πιστοί μόνο μέσω της χάριτος του ζωοποιού Πνεύματος, το οποίο αναγεννά πνευματικά τον άνθρωπο. Χωρίς το Πνεύμα τίποτα από όσα επετέλεσε ο Χριστός δεν είναι δυνατόν να καταστεί κτήμα του ανθρώπου˙ χωρίς το Πνεύμα είναι αδιανόητος η δια του Χριστού οικονομία.59 Αυτή η εσωτερική προσέγγιση ενεργείται δια του Αγίου Πνεύματος σύμφωνα με τον απόστολο Παύλο: «η αγάπη του Θεού εκκέχυται εν ταις καρδίαις ημών δια Πνεύματος αγίου του δοθέντος ημίν» (Ρωμ. 5, 5).
Ακολούθως, το Πνεύμα εγκαινιάζει την τρίτη φάση του σωτηριώδους σχεδίου του Θεού60 και με την Πεντηκοστή εμφανίζεται αισθητικώς. Τότε προσφέρεται στους ανθρώπους η πρώτη αληθινή γνώση του. Προφανώς επηρεασμένος από τον άγιο Γρηγόριο Θεολόγο, ο Νικόλαος χρησιμοποιεί εκφραστικά σχήματα του μεγάλου Καππαδόκου Πατρός που επικεντρώνονται στη δράση του αγίου Πνεύματος. Πρώτος ο άγιος Γρηγόριος μίλησε για τη «σωματική» εμφάνιση του Πνεύματος, μετά την Ανάληψη του Κυρίου. Όπως δηλαδή, ο Υιός επικοινώνησε με τους ανθρώπους «σωματικώς» έπρεπε και το Πνεύμα το άγιο να φανεί «σωματικώς».61 Παράλληλα με τον Γρηγόριο Θεολόγο που χωρίζει σε τρία στάδια τη δράση του Πνεύματος: «το μεν πρώτον, αμυδρώς˙ το δε δεύτερον, εκτυπώτερον˙ το δε νυν τελεότερον»,62 ο Νικόλαος ομοφρονεί λέγοντας ότι τώρα το Πνεύμα παρευρίσκεται και ενεργεί τελειώτερα, καθώς τώρα είναι ο κατεξοχήν καιρός της δράσεώς του.63 Οι σωματικές μας αισθήσεις δεν είναι ασφαλές κριτήριο για την αποδοχή ή απόρριψη της υπάρξεως κάποιου όντος, καθώς υπάρχουν πράγματα που ξεπερνούν τις ανθρώπινες δυνατότητες (νοητικές και αισθητικές). Ώστε, εάν κάποιος δεν είναι παρών, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει. Ομοίως και το άγιο Πνεύμα μέχρι την ημέρα της Πεντηκοστής ήταν αφανέρωτο στους ανθρωπίνους οφθαλμούς και γι’ αυτό η γνώση του ήταν ελλιπής, αλλά ουδόλως αυτό συνεπάγεται πως δεν υπήρχε αμιγώς, αχράντως, αοράτως και απεριγράπτως με τον Πατέρα και τον Υιό. Μάλιστα παρ’ όλο που λόγω της προαιωνίας υποστάσεώς του ήταν πανταχού παρόν ως τρίτο πρόσωπο της αδιαιρέτου και ομοουσίου Τριάδος και πληρωτικό του κόσμου, οι άνθρωποι δεν είχαν την εμπειρία οράσεώς του και αδυνατούσαν να αναχθούν από τα αγιαστικά του ενεργήματα σε αυτό, όπως ακριβώς συμβαίνει με την αδυναμία αναγωγής από τα υλικά τεχνήματα στον τεχνίτη τους. Πρώτα οι απόστολοι, κατά την Πεντηκοστή, έγιναν δεκτές όχι απλώς των πνευματικών χαρισμάτων αλλά και αυτόπτες μάρτυρες της εν κόσμω φανερώσεως του αγίου Πνεύματος. Ήταν το γεγονός, όπου το Πνεύμα – αυτοπροσώπως πλέον – καθιστούσε φανερή την ύπαρξή του. Εφ’ εξής η κάθοδος και η αγιαστική του χάρη είναι απαραίτητες προϋποθέσεις για την τέλεση των Μυστηρίων, για την ορθή κατανόηση της ακαταλήπτου θείας αληθείας, για το εν γένει λατρευτικό, διδακτικό, ποιμαντικό έργο της εκκλησίας. Βεβαίως, η γνώση του εξαρτάται από την πνευματική κατάσταση των πιστών και γι’ αυτό, σύμφωνα με τον άγιο Γρηγόριο Θεολόγο, μιλάμε για αμυδρότερη ή εντονότερη παρουσία του.64
Από την άλλη, η αδιαλλαξία των Λατίνων τροφοδοτείται από τα λόγια του Χριστού: «εκ του εμού λήψεται, και αναγγελεί υμίν» (Ιω. 16, 14), τα οποία σημαίνουν, κατά τη γνώμη τους, ότι το Πνεύμα οφείλει την ύπαρξή του στον Υιό, αφού λαμβάνεται από Εκείνον.65 Σε αυτή την πρόκληση ο Νικόλαος απαντά, ότι προηγουμένως ο Χριστός είχε διακηρύξει: «εγώ εξ εμαυτού ουκ ελάλησα, άλλ’ ο πέμψας με Πατήρ αυτός μοι εντολήν δέδωκεν τι είπω και τι λαλήσω» (Ιω. 12, 49), δηλαδή, όλα όσα είπε τα έχει ακούσει από τον Πατέρα.66 «Τούτο ουν φησί και παρά του Πνεύματος˙ ότι ουκ αφ’ εαυτού λαλήσει, άλλ’ όσα αν ακούση λαλήσει», σημειώνει ο Νικόλαος.67 Και επομένως δεν εννοούσε ότι από Εμένα θα ληφθεί και θα αναγγελθεί σε εσάς, αλλά είπε: «όταν δε έλθη εκείνος, το πνεύμα της αληθείας, οδηγήσει υμάς εν τη αληθεία πάση, ου γαρ λαλήσει αφ’ εαυτού, άλλ’ όσα ακούσει λαλήσει, και τα ερχόμενα αναγγελεί υμίν» (Ιω. 16, 13).68 Συνεπώς, δηλώνει ξεκάθαρα, ότι και ο Ίδιος (ο Υιός) και το Πανάγιο Πνεύμα όλα όσα έχουν πει ή πρόκειται να πουν, τα έχουν ακούσει από τον Πατέρα.69 Το «λήψεται» εκ του Υιού σημαίνει ότι το Άγιο Πνεύμα λαμβάνει από τον Υιό ό,τι πηγάζει από τον Πατέρα, δηλαδή, το Πνεύμα αποκαλύπτει τον Ίδιο τον Υιό, πηγή του Οποίου είναι ο Πατήρ. Ο Μ. Φώτιος, αντιμετωπίζοντας παρόμοιες λατινικές προκλήσεις με την ανωτέρω φράση, αναφέρει ότι ο Κύριος λέγοντας ότι «θα λάβει» το Πνεύμα από τον Ίδιο, διακηρύττει απροκάλυπτα και για ποιο σκοπό θα λάβει, όχι όμως για να εκπορευτεί ούτε να λάβει υπόσταση όπως το κατανοούν οι Λατίνοι αλλά «τα ερχόμενα αναγγείλαι υμίν».70 Και διευκρινίζει αμέσως ο Χριστός ότι «πάντα όσα έχει ο Πατήρ, εμά εστίν» (Ιω. 16, 15). Άρα, η φράση « εκ του εμού λήψεται» δεν δύναται να εμπεριέχει την έννοια της αιτίας της υπάρξεως του Πνεύματος αλλά αυτή της πέμψεως ή αποστολής και αυτό που «λαμβάνει» το Πνεύμα από τον Υιό είναι οι θείες ενέργειες, που είναι κοινές, τις οποίες, βεβαίως, το Πνεύμα έχει εξ αϊδίου, αλλά λαμβάνει εκ του Υιού και τις μεταδίδει εν χρόνω στην κτίση.71 Κατά συνέπεια, με την ανωτέρω αγιογραφική φράση βεβαιώνεται η πέμψη του Πνεύματος από τον Υιό, η οποία εμπεριέχει την έννοια του χρόνου, καθώς αυτή συντελείται σε συγκεκριμένη χρονική στιγμή, σε αντιδιαστολή με την εκπόρευση του Πνεύματος, η οποία είναι άχρονη και αΐδια. Ο Μ. Φώτιος διδάσκει σχετικώς: «Το εκ του εμού λήψεται προς το πατρικόν παραπέμπει πρόσωπον και ως την των χαρισμάτων ενέργειαν ως αιτίου παρά του πατρός ιερολογείται το πνεύμα λαμβάνειν».72 Γι’ αυτό ο Νικόλαος κάνει κατηγορηματικά σαφές πως το ρήμα «λαμβάνω» δεν είναι ταυτόσημο ή συνώνυμο με το ρήμα «εκπορεύω» τονίζοντας: «ουδέ ταυτόν λήψις και εκπόρευσις»73 και συνεπώς «όθεν ουδ’ ει τι πρόσωπον εξ ετέρου λαμβάνον τι, εξ εκείνου και εκπορεύεται».74
Η μη ορθή κατανόηση των κειμένων της Καινής Διαθήκης και η παρανόησή τους από τους Λατίνους τους οδηγούν σε αυθαίρετα συμπεράσματα και κακοδοξίες. Το άτοπο των ισχυρισμών των αντιφρονούντων, οι οποίοι ερμηνεύουν αποσπασματικά και κατά το δοκούν φράσεις της αγίας Γραφής, μόνο ασύνετο και παιδαριώδες θα μπορούσε να το χαρακτηρίσει ο Νικόλαος λέγοντας: «όπερ και δήλον τυφλώ το της υπερβασίας υμών επί της αγίας Τριάδος ατελές εύρεμα».75
Τέλος, αναφέρουμε ότι σημαντική διαφορά μεταξύ ορθοδόξων και Λατίνων έγκειται στον τρόπο προσεγγίσεως του μυστηρίου της Αγίας Τριάδος, καθώς στην Ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία οι θεολόγοι σκέπτονται αγιοπατερικά ενώ οι Λατίνοι σχολαστικά και ορθολογικά, χωρίς να παραδέχονται ότι η ανθρώπινη λογική είναι πεπερασμένη και ότι τη γνώση την αποκαλύπτει μόνο η χάρις του Αγίου Πνεύματος.
Ο Νικόλαος ολοκληρώνει τη διδασκαλία του με την ευχή: «Αλλά μη ημίν γένοιτο ετέρα διδασκαλία εγκύψαι, άλλ’ η τη των ορθοδόξων αγίων τε και θεοφόρων πατέρων εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις συνάμα τω ομοουσίω Πατρί και τω αγίω και συναϊδίω και ζωοποιώ Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων αμην».76
Υποσημειώσεις.
1. Τρία συντάγματα, Cod. Vat. Pal. Gr. 232, f. 34v
2. Ιωάννης Δαμασκηνός, ομιλία εις το άγιον Σάββατον, PG 96, 605 Β. Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης διδάσκει για το άγιο Πνεύμα: «εκ Πατρός εκπορευόμενον, εκ του Υιού λαμβανόμενον» Γρηγόριος Νύσσης, περί του αγίου Πνεύματος, κατά Μακεδονιανών των Πνευματομάχων, PG 45, 1313 Β. Πρβλ. Επιφάνιος Κύπρου, Αγκυρωτός, PG. 43, 148. Βασίλειος Καισαρείας, περί του αγίου Πνεύματος, SC 17, κεφ. Ε’, 9. Κύριλλος Αλεξανδρείας, εις Ιωάννην ΙΑ’ PG 74, 540, Ιωάννης Χρυσόστομος, κατά Ιωάννην PG 59, 422-423. Φώτιος Κων/πόλεως, περί της του αγίου Πνεύματος μυσταγωγίας, PG 102, 300 ΑΒ.
3. Τρία συντάγματα Cod. Vat. Pal. Gr. 232 f. 75r. Πρβλ. Γρηγόριος Θαυματουργός, έκθεσις της πίστεως, PG. 10, 984 – 985 και Γρηγόριος Νύσσης, εις τον βίον του αγίου Γρηγορίου του Θαυματουργού PG. 46, 912D. -913 Α.
4. Για την πρόθεση «δια», βλ. Θεοδωρούδης, η εκπόρευσις του αγίου Πνεύματος, σελ. 108-110 Παπαδόπουλος, πατρολογία Β’, σελ. 599 και Σωτηρόπουλος, θέματα θεολογίας, σελ. 201- 205.
5. Βλ. τρία συντάγματα, Cod. Vat. Pal. Gr. 232 ff. 83v -84r
6. Τρία συντάγματα, Cod. Vat. Pal. Gr. 232, f. 64r
7. Ιωάννης Χρυσόστομος, εις τον Ευαγγελισμόν της Θεοτόκου, και κατά Αρείου δυσσεβούς, PG 62, 768.
8. Ιωάννης Δαμασκηνός, έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, έκδ. KOTTER Die Schriften des Johannes uon Damaskos, vol 2, κεφ. 8, στ. 172- 175.
9. Βλ. Θεοδωρούδης, η εκπόρευσις του αγίου Πνεύματος, σελ. 111-113.
10. «ει ταυτόν αποστολή και εκπόρευσις, εκπορευτά αν είη κατά το Πνεύμα το άγιον και πάντα τα εις διακονίαν αποστελλόμενα λειτουργικά πνεύματα και οι παρά του Θεού αποσταλέντες προφήται και οι απόστολοι εκπορευτοί, ιν’ ή το Πνεύμα εις κτίσιν κατάγηται, ή η κτίσις ανάγηται εις θεότητα» τρία συντάγματα, Cod. Vat. Pal. Gr. 232 ff. 36r – 36v, πρβλ. Νικόλαος Μεθώνης, Κεφαλαιώδεις έλεγχον του παρά Λατίνοις καινοφανούς δόγματος του ότι το Πνεύμα το άγιον εκ του Πατρός και του Υιού εκπορεύεται, Δημητρακόπουλος, εκκλησιαστική βιβλιοθήκη σελ. 372- 373.
11. Πρβλ. Φώτιος Κων/πόλεως, περί της του αγίου Πνεύματος μυσταγωγίας, PG 102, 372 AB.
12. “ει δε λέγεις και εκ του Υιού κατά την άρτι παρ’ υμίν κρατούσαν καινοφωνίαν, πώς συνάψης τούτω, το ερχόμενον και μένον επί τον Ιησούν, ει μη κατά Νεστόριον τον διπρόσωπον διέλης τον ένα Χριστόν εις δύο, ιν’ ούτως είπης το Πνεύμα καταβαίνον από του Πατρός και του Υιού, και ερχόμενον και μένον ως επ’ άλλο πρόσωπον, πάντως τον Ιησούν», τρία συντάγματα, Cod. Vat. Pal. Gr. 232 ff. 61v -62r
13. Τρία συντάγματα, Cod. Vat. Pal. Gr. 232 f. 57r
14. «Και τάχα συ μεν ουκ οκνήσεις και τούτο δούναι, ίνα καθαρώς σαβελλίζων και εις εν τη Τριάδα πρόσωπον συνάγων αναφανής», Τρία συντάγματα, Cod. Vat. Pal. Gr. 232, f.57r πρβλ. Φώτιος Κων/πόλεως, περί της του αγίου πνεύματος μυσταγωγίας, 102, 289 ΑΒ, Νικόλαος Μεθώνης Κεφαλαιώδεις έλεγχοι του παρά Λατίνοις καινοφανούς δόγματος του ότι το Πνεύμα το άγιον εκ του Πατρός και του Υιού εκπορεύεται, έκδ. Δημητρακόπουλος Εκκλησιαστική βιβλιοθήκη, σελ. 361.
15. Πρβλ. Μάρκ. 1, 2 – Λουκά 7, 27.
16. Τρία συντάγματα, Cod. Vat. Pal. Gr. 232 f. 57v
17. Τρία συντάγματα, Cod. Vat. Pal. Gr. 232 f. 74r Ο Μ. Βασίλειος γράφει σχετικώς: «Ούτε ουν αλλότριον της του Θεού δόξης το Πνεύμα, εκ του αρρήτου στόματος αρρήτως εκπεφηνός, ούτε αυτός ο Θεός, αλλά Θεού Πνεύμα, και παρά Θεώ. Αποστελλόμενον δε παρά Θεού και δι’ Υιού χορηγούμενον. Ως λέγεται μεν, εκ του πατρικού προσώπου, το Πνεύμα το εμόν ο εστίν επί σοι. λέγεται δε υπό του Κυρίου ότι Παράκλητον πέμψω υμίν, ον δη και καλεί το Πνεύμα της αληθείας. Ένα μεν ουν Πατέρα, ένα δε Υιόν, εν δε Πνεύμα, κατά την θείαν παράδοσιν ομολογητέον», Βασίλειος Καισαρείας, ομιλία περί του αγίου πνεύματος, σελ. 31, 1433. Και ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας λέγει: (Το Πνεύμα) δι’ αυτού δε του Υιού τη κτίσει χορηγούμενον», Εις Ιωάννην, ΙΑ, PG 74, 540D.
18. Φώτιος Κων/πόλεως, περί της του αγίου Πνεύματος μυσταγωγίας, PG 102, 340A.
19. Τρία συντάγματα, Cod. Vat. Pal. Gr. 232 f. 38v. Πρβλ. Νικόλαος Μεθώνης, κεφαλαιώδεις έλεγχοι του παρά Λατίνοις καινοφανούς δόγματος του ότι το Πνεύμα το άγιον εκ του Πατρός και του Υιού εκπορεύεται, Δημητρακόπουλος, εκκλησιαστική βιβλιοθήκη σελ. 374.
20. Τρία συντάγματα, Cod. Vat. Pal. Gr. 232 ff. 38r – 38v
21. Βλ. Σωτηρόπουλος , θέματα θεολογίας, σελ. 153.
22. Τρία συντάγματα, Cod. Vat. Pal. Gr. 232 f. 35r
23. Τρία συντάγματα, Cod. Vat. Pal. Gr. 232 f. 37v
24. Λέγει ο Νικόλαος σχετικά με τους Λατίνους: «Αλλά και του Υιού και του Χριστού φης λέγεσθαι το Πνεύμα. Εξαπέστειλε ο Θεός το Πνεύμα του Υιού αυτού εν ταις καρδίαις ημών. Και πάλιν, ει τις Πνεύμα Χριστού ουκ έχει, πώς ουν το του Υιού ον, ουχί και εκ του Υιού είναι λέγοιτ’ αν;», τρία συντάγματα, Cod. Vat. Pal. Gr. 232 f. 58r
25. Για τη σχέση αιτίας – αιτιατού βλ. και τη διδασκαλία του ιερού Φωτίου, περί της του αγίου Πνεύματος μυσταγωγίας, PG 102, 320 – 321. πρβλ. HERGENROTER, Photius.
26. «Αυτίκα γαρ ο Υιός του Πατρός ων Υιός τε και Λόγος και εκ του Πατρός έχων το είναι, ουχί και εκ του Πατρός εκπορεύεσθαι λέγεται», τρία συντάγματα, Cod. Vat. Pal. Gr. 232, f. 58v
27. Τρία συντάγματα, Cod. Vat. Pal. Gr. 232 f. 58v
28. Φώτιος Κων/πόλεως περί της του αγίου Πνεύματος μυσταγωγίας, PG. 102, 332 B.
29. Τρία συντάγματα, Cod. Vat. Pal. Gr. 232 ff. 45v – 46r
30. Φώτιος Κων/πόλεως, περί της του αγίου Πνεύματος μυσταγωγίας, PG. 102, 333C – 336A.
31. Βλ. τρία συντάγματα, Cod. Vat. Pal. Gr. 232, f. 41v. Πρβλ. Νικόλαος Μεθώνης, κεφαλαιώδεις έλεγχοι του παρά Λατίνοις καινοφανούς δόγματος του ότι το Πνεύμα το άγιον εκ του Πατρός και του Υιού εκπορεύεται, Δημητρακόπουλος, εκκλησιαστική βιβλιοθήκη, σελ. 376.
32. Τρία συντάγματα, Cod. Vat. Pal. Gr. 232 f. 42r
33. Τρία συντάγματα, Cod. Vat. Pal. Gr. 232 ff. 59r -59v
34. Φώτιος Κων/πόλεως, περί της του αγίου Πνεύματος μυσταγωγίας, PG. 102, 279-280.
35. Γρηγόριος Θεολόγος, θεολογικός πέμπτος, περί αγίου πνεύματος, κεφ. 29 στ. 12- 15, έκδ. J. BARBEL, Gregor uon Nazianz, Die funf Theologischen Reden, Patmos Verlag, Dusseldorf 1963
36. ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Ομιλία εις την αγίαν Πεντηκοστήν. PG. 63, 935-936. Και ο ιερός Δαμασκηνός δογματίζει: «Πνεύμα Θεού λέγεται, Πνεύμα Χριστού, νους Χριστού, Πνεύμα Κυρίου, Αυτοκύριος, Πνεύμα υιοθεσίας αληθείας, ελευθερίας, σοφίας» Ιωάννης Δαμασκηνός, έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, έκδ. KOTTER, Die Schriften des Johannes uon Damaskos , vol 2 κεφ. 13, στ. 79-80.
37. Τρία συντάγματα, Cod. Vat. Pal. Gr. 232 f. 58r.
38. «τούτο έστι το και κτίζεσθαι λεγόμενον, και τοις εγκάτοις ημών εγκαινίζεσθαι, θείον και πνευματικόν χάρισμα», τρία συντάγματα Cod. Vat. Pal. Gr. 232, f. 58r Πρβλ. ΡΑΝΤΟΒΙΤΣ, Γρηγόριος Παλαμάς, σελ. 161.
39. H περικοπή έχει ως εξής: «Εκάστω δε δέδοται η φανέρωσις του Πνεύματος προς το συμφέρον. Ω μεν γαρ δια του Πνεύματος δίδοδται λόγος σοφίας, άλλω δε λόγος γνώσεως κατά το αυτό Πνεύμα, ετέρω δε πίστις εν τω αυτώ Πνεύματι, άλλω δε χαρίσματα ιαμάτων εν τω αυτώ Πνεύματι, άλλω δε ενεργήματα δυνάμεων, άλλω δε προφητεία, άλλω δε διακρίσεις πνευμάτων, ετέρω δε γένη γλωσσών, άλλω δε ερμηνεία γλωσσών. Πάντα δε ταύτα ενεργεί το εν και το αυτό Πνεύμα, διαιρούν ιδία εκάστω καθώς βούλεται» (Α’ Κορ. 12, 7-11).
40. Λέγει παρακάτω ο άγιος Κύριλλος: «Τινός μεν γαρ συγκέχρηται γλώσση προς σοφίαν. Άλλου φωτίζει την ψυχήν εν προφητεία, άλλω δε δίδωσι δύναμιν απελάσαι δαίμονας, άλλω δε δίδωσιν ερμηνεύσαι τας θείας γραφάς. Άλλου την σωφροσύνην ενισχύειν, άλλον διδάσκει τα περί ελεημοσύνης, άλλον διδάσκει νηστεύειν και ασκείν, άλλον διδάσκει καταφρονείν των του σώματος πραγμάτων, άλλον ετοιμάζει προς μαρτύριον˙ άλλα εν άλλοις… άλλω δε χαρίσματα ιαμάτων εν τω αυτώ Πνεύματι˙ άλλω δε ενεργήματα δυνάμεως, άλλω δε προφητεία˙ άλλω δε διακρίσεις πνευμάτων˙ ετέρω δε γένη γλωσσών˙ άλλω δε ερμηνεία γλωσσών. Πάντα δε ταύτα ενεργεί το εν και το αυτό πνεύμα, διαιρούν ιδία εκάστω καθώς βούλεται», Κύριλλος Ιεροσολύμων, κατήχησις XVI IA’ PG 33, 933 A -936 A.
41. Tρία συντάγματα, Cod. Vat. Pal. Gr. 232 ff. 68v – 69r πρβλ. Α’ Κορ. 12- 7- 11.
42. Ιωάννης Δαμασκηνός, έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, έκδ. KOTTER, Die Schriften des Johannes uon Damaskos, vol. 2, κεφ. 8, στ. 26- 33. Και ο άγιος Γρηγόριος ο Θεαυματουργός αναφερόμενος στην Τρισυπόστατη Θεότητα αναφέρει: «Εις Θεός Πατήρ Λόγου ζώντος σοφίας υφεστώσης και δυνάμεως και χαρακτήρος αΐδίου τέλειος τελείου, γεννήτωρ Πατήρ Υιού μονογενούς. Και εις Κύριος, μόνος εκ μόνου, Θεός εκ Θεού, χαρακτήρ και εικών θεότητος, λόγος ενεργός, σοφία της των όλων συστάσεως περιεκτική. Και δύναμις της όλης κτίσεως ποιητική. Υιός αληθινός εκ αληθινού Πατρός, αόρατος εξ αοράτου, και άφθαρτος εξ αφθάρτου, και αθάνατος εξ αθανάτου, και αΐδιος εξ αϊδίου. Εν Πνεύμα άγιον, εκ Θεού την ύπαρξιν έχον, και δι’ Υιού πεφηνός, δηλαδή τοις ανθρώποις» ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΣ ,Έκθεσις της πίστεως, σελ. 10, 984- 985, πρβλ. Γρηγόριος Νύσσης, εις τον βίον του αγίου Γρηγορίου του Θαυματουργού PG46, 912 D- 913 A.
43. «και δι’ αυτού (του Υιού) τοις δυναμένοις μεταλαμβάνειν μεταδιδόμενον (το Πνεύμα)», τρία συντάγματα, Cod. Vat. Pal. Gr. 232 ff. 59v -60r
44. Τρία συντάγματα, Cod. Vat. Pal. Gr. 232 f. 60r. Πρβλ. Ορφανός, η εκπόρευσις, Θεολογία 50, (1979), 63.
45. Βλ. τρία Συντάγματα, Cod. Vat. Pal. Gr. 232 f. 60v
46. Τρία συντάγματα, Cod. Vat. Pal. Gr. 232 f. 61r
47. Βλ. τρία συντάγματα, Cod. Vat. Pal. Gr. 232 ff. 62r – 62v
48. Βλ. τρία συντάγματα, Cod. Vat. Pal. Gr. 232, f. 62v
49. «ότι δύο και πονηρά εποίησεν ο λαός μου˙ εμέ εγκατέλειπον πηγήν ύδατος ζωής, και ώρυξαν εαυτοίς λάκκους συντετριμμένους» (Ιερ. 2, 13).
50. «ο ποταμός του Θεού επληρώθη υδάτων˙ ητοίμασας την τροφήν αυτών» (Ψαλμ. 64, 10).
51. Αναφέρει ο Νικόλαος: «Και πλήρωμα δε το ύδωρ του ποταμού και απλώς το ύδωρ του ποταμού, ως και της πηγής λέγεται. Εκ δε του ποταμού μέρος μέντοι του ύδατος αρύεσθαι και πίνειν φαίημεν αν, όλον δε το ύδωρ ουκ αν ρηθείη ώσπερ εκ της πηγής ούτω και εκ του ποταμού εκπορεύεσθαι» Τρία συντάγματα, Cod. Vat. Pal. Gr. 232, ff. 62v – 63r . Πρβλ. Βασίλειος Καισαρείας, ηθικά, PG 31, 721, ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ, εις τα άγια Φώτα, PG 36, 353 Ιωάννης Χρυσόστομος, κατά Ιωάννην, σελ. 59, 183.
52. Τρία συντάγματα, Cod. Vat. Pal. Gr. 232 f. 63v. O Νικόλαος χρησιμοποιεί εμφαντικά τη λέξη «όλου» για να αντιδιαστείλει το αδιάσπαστο της υποστάσεως του αγίου Πνεύματος προς τα χαρίσματά του που μερίζονται ανάλογα με την πνευματική κατάσταση των ανθρώπων.
53. Τρία συντάγματα, Cod. Vat. Pal. Gr. 232, f. 63v. πρβλ. Ιω. 7, 38.
54. Και ο ιερός Χρυσόστομος σημειώνει: «Ο το του ποταμού αναιρούμενος ύδωρ, ου το του ποταμού, αλλά το της πηγής λαμβάνει», ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Κατά Ιωάννην, σελ. 59, 378.
55. Τρία συντάγματα, Cod. Vat. Pal. Gr. 232, f. 64r.
56. «Το μεν (Πνεύμα) γαρ ην και προ ην εξ αϊδίου παρά του Πατρός εκπορευόμενον, και εν τω Υιώ αναπαυόμενον, ούπω δε ην, ούτ’ αυτό αυτοπροσώπως επιδημήσαν εν τη γη, ούτε η διανομή τε και δωρεά των χαρισμάτων, άπερ αυτό ενεργεί κατά το ειρημένον, ταύτα δε πάντα ενεργεί το εν και το αυτό Πνεύμα» ,τρία συντάγματα, Cod. Vat. Pal. Gr. 232, f. 64r
57. Βλ. τρία συντάγματα, Cod. Vat. Pal. Gr. 232 ff. 64r – 64v
58. Τρία συντάγματα, Cod. Vat. Pal. Gr. 232 f. 64v
59. Σχετικά αποφαίνεται ο Μ. Αθανάσιος: «Δια τούτο ο Λόγος και Υιός του Πατρός ενωθείς σαρκί, γέγονε σαρξ, άνθρωπος τέλειος, ίνα οι άνθρωποι ενωθέντες Πνεύματι, γένωνται εν Πνεύμα. Αυτός ουν εστί Θεός σαρκοφόρος, και ημείς άνθρωποι πνευματοφόροι» Αθανάσιος Αλεξανδρείας, περί της ενσάρκου επιφανείας του Θεού Λόγου, PG 26, 996 C.
60. Στην πρώτη φάση τοποθετείται η αϊδίως εις τον νου του Θεού προΰπαρξη της εκκλησίας και στη δεύτερη φάση τίθεται η χρονική περίοδος από τη δημιουργία του ανθρώπου έως την κατά σάρκα γέννηση του Χριστού. Η τρίτη φάση αρχίζει με την κάθοδο του αγίου Πνεύματος στους μαθητές την ημέρα της Πεντηκοστής με την οποία ουσιαστικά ιδρύεται η εκκλησία. Για τις σχέσεις Πνεύματος και εκκλησίας βλ. ΤΣΑΚΩΝΑΣ, Η περί Παρακλήτου – Πνεύματος διδασκαλία του Ευαγγελιστού Ιωάννου, σελ. 244 – 258.
61. «Έπρεπε γαρ Υιού σωματικώς ημίν ομιλήσαντος και αυτό φανήναι σωματικώς», Γρηγόριος Θεολόγος, εις την Πεντηκοστήν, PG 36, 444C
62. Γρηγόριος Θεολόγος εις την Πεντηκοστήν, PG. 36 444 ΒC.
63. Τρία συντάγματα, Cod. Vat. Pal. Gr. 232 f. 64v
64. Λέγει ο Νικόλαος κατ’ επιρροή του αγίου Γρηγορίου Θεολότου: «Και αυτό το Πνεύμα φανερούν ημίν εαυτό από σωματικής τε και αισθητικής οπτάνσεως απαρξάμενον, καθώς εχωρούμεν την πρώτην γνώσιν αυτού παραδέχεσθαι όπερ και ουσιώδη παρουσίαν ο αυτός ονομάζει Πατήρ, συγκρίνων πρότερον και κοινήν αυτού μετά Πατρός και Υιού πανταχού παρουσίαν τε και διαφοράν ταύτης κακείνης τοσαύτην διδούς όσην αν είποι τις αυτού τινός φανερώς παρόντος και ενεργούντος αυτοπροσώπως προς απόντα μεν, και δια τούτο δε μη φαινόμενον. Δια δε της οικείας ενεργείας αναλόγως παραδεικνύμενον, ή αμυδρότερον, ή ενεργέστερον ως έστιν ιδείν και μη φαινόμενον τον τεχνίτην από του ιδίου τεχνήματος. Όθεν καίτοι πάντα τη ουσία πληρούν αυτό, και πληρωτικόν είναι κόσμου κατά την ουσίαν εν άλλοις αποφηνάμενος, προς ένδειξιν του πανταχού πάντοτε παρείναι αυτό μετά Πατρός και Υιού των ομοουσίων και αχωρίστων και τα πάντα πληρούν, αμιγώς, αχράντως, αοράτως απεριγράπτως», τρία συντάγματα, Cod. Vat. Pal. Gr. 232 ff. 64v -65r. Πρβλ. Γρηγόριος Θεολόγος εις την Πεντηκοστήν, PG. 36, 444 BC.
65. Λέγουν οι Λατίνοι: «Και πώς, φησί, το εξ αυτού λαμβάνουν και αναγγέλλουν, ουκ εξ αυτού; εκ του εμού γαρ, φησί, λήψεται, και αναγγελεί υμί», τρία συντάγματα, Cod. Vat. Pal. Gr. 232, f. 56r. Η λατινική αυτή σκέψη περί του συγκεκριμένου χωρίου εδράζεται στη διδασκαλία του Θωμά Ακινάτη, στο έργο του Summa contra Gentiles, IV, 24.
66. Τρία συντάγματα, Cod. Vat. Pal. Gr. 232 f. 56v
67. Τρία συντάγματα, Cod. Vat. Pal. Gr. 232 f. 56r
68. Τρία συντάγματα, Cod. Vat. Pal. Gr. 232 f. 56r
69. Πρβλ. Επιφάνιος Κύπρου Πανάριον, PG. 42, 497 CD.
70. Φώτιος Κων/πόλεως, περί της του αγίου Πνεύματος μυσταγωγίας, PG. 102, 309 A.
71. Βλ. τρία συντάγματα, Cod. Vat. Pal. Gr. 232, f. 56r f. 77v Για τα δωρηθέντα χαρίσματα λέγει ο Μ. Φώτιος: «των χαρισμάτων εκείνων, οις ενισχύσει τους μαθητάς των ερχομένων μεν την επίγνωσιν συν ευσταθεί και απεριτρέπτω φρονήματι φέρειν», Φώτιος Κων/πόλεως, περί της του αγίου Πνεύματος μυσταγωγίας, σελ. 312 Β.

72. Φώτιος Κων/πόλεως, περί της του αγίου Πνεύματος μυσταγωγίας, PG. 102, 312 B.
73. Τρία συντάγματα, Cod. Vat. Pal. Gr. 232, f. 40r
74. Τρία συντάγματα, Cod. Vat. Pal. Gr. 232 f. 40r
75. Τρία συντάγματα, Cod. Vat. Pal. Gr. 232, f. 53r
76. Τρία συντάγματα, Cod. Vat. Pal. Gr. 232 f. 131r – 131v.

Από το βιβλίο: Για το δόγμα και τη λατρεία…, του Σωτήρη Ν. Κόλλια.
Μία πρωτότυπη προσέγγιση στα αντιμαχόμενα σημεία μεταξύ Ορθοδόξων και Λατίνων μέσα από ανέκδοτα χειρόγραφα

Εκδόσεις Γρηγόρη, Φεβρουάριος του 2019

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Μελέτες - εργασίες - βιβλία. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.