Πρόταση των Συμμάχων για ανακωχή Στη Μικρ-ασία (Άνοιξη του 1922) – Σαράντου Καργάκου.

Το να παρακολουθήσει κανείς τις μετέπειτα εξελίξεις μοιάζει σαν είσοδος σε μία σκοτεινή αίθουσα όπου προβάλλεται κάποια παλιά βουβή κινηματογραφική ταινία. Ο ελληνικός κόσμος, τόσο της παλαιάς Ελλάδος όσο και της Μικράς Ασίας είχε πέσει σε μια ψυχολογική παγίδα, ενώ ο στρατός του, που ως τότε – για μια δεκαετία – ήταν το καμάρι του, ένιωθε καταδικασμένος όπως ο ταύρος στην αρένα που ο τραγικός αγώνας του είναι ο αναπόφευκτος θάνατος. Είχε εμπλακεί σε μία περιπέτεια, που ίσως όπως λένε οι Ισπανοί, ήταν αγώνας χωρίς αύριο («ηο manana).
Σ’ εκείνη την κρίσιμη στιγμή ήλθε η πρόταση των Συμμάχων για ανακωχή. Συγκεκριμένα, στις 9 Μαρτίου (ν.η.) 1922 συναντήθηκαν στο Παρίσι οι υπουργοί των Εξωτερικών της Γαλλίας Πουανκαρέ, της Αγγλίας Κώρζον και της Ιταλίας Σκάντζερ. Την πρωτοβουλία για τη σύσκεψη είχε η Γαλλία, η οποία επιθυμούσε ολοκληρωτική ακύρωση της Συνθήκης των Σεβρών, η οποία συνθήκη, όπως είχε λεχθεί προκάλεσε περισσότερα προβλήματα, απ’ όσα – υποτίθεται – θα έλυνε. Στις 15 Μαρτίου ο Γάλλος πρεσβευτής στην Αθήνα Μαρσιγύ επέδωσε στον Έλληνα υπουργό Εξωτερικών Γ. Μπαλτατζή μία διακοίνωση, υπογεγραμμένη στις 13/26 Μαρτίου από τους Πουανκαρέ, Κώρζον, Σκάντζερ, στην οποία αναφέρουν ότι μετά από πενθήμερες συσκέψεις κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ωρίμασαν οι συνθήκες για μια νέα συνάντηση των ενδιαφερομένων μερών αλλά οι συζητήσεις κρίνεται σκόπιμο να γίνουν με βάση καινούργιους όρους. Και η διακοίνωση κλείνει με τα ακόλουθα:
«Επειδή γενικόν είναι συμφέρον, όπως η συνάθροισις αύτη γίνη άνευ αναβολής, θα ηθέλομεν να δυνηθώμεν να καθορίσωμεν την ημέραν ενάρξεως των διασκέψεων τούτων εντός τριών εβδομάδων από της ημερομηνίας της παρούσης επιστολής».
Οι όροι ήδη είχαν προαποσταλεί αρκετές ημέρες ενωρίτερα και σε γενικές γραμμές περιελάμβαναν την κατάπαυση των εχθροπραξιών σε ημερομηνία ακαθόριστη προς το παρόν, πάντως εντός του 1922. Οι εμπόλεμοι να κρατήσουν τις δυνάμεις τους σε απόσταση «εκτός βολής», ώστε να μην έλθουν σε άμεση επαφή και προκληθεί γενική ανάφλεξη. Στο διάστημα τούτο της ανακωχής να μη γίνεται και από τους δύο εμπόλεμους καμμιά ενίσχυση του στρατού τους σε άνδρες και υλικό. Για την εφαρμογή των όρων αυτών, συμμαχικές επιτροπές ελέγχου θα προσκολληθούν «εις εκάτερον των εμπολέμων». Τα αρχηγεία και των δύο αντιμαχομένων «υποχρεούνται να αποδεχθώσι και εκτελέσωσι ευσυνειδήτως τας διοικητικάς αποφάσεις των Συμμαχικών κρατών». Ο έκτος όρος περιελάμβανε πρόταση ανακωχής διαρκείας τριών μηνών, που θα ανανεωνόταν μέχρις ότου οι δύο αντίπαλοι οδηγηθούν σε κάποιο διακανονισμό, ώστε να υπογραφεί ειρήνη. Χρονικό όριο προς απάντηση ήταν ένα 15ήμερο.
Η ελληνική κυβέρνηση, μέσω του Γ. Μπαλτατζή, έσπευσε να απαντήσει αμέσως στη διακοίνωση αυτή, «επιθυμούσα να συντελέση εις την αποκατάστασιν της ειρήνης εν τη Εγγύς Ανατολή και εκ σεβασμού προς τας συμβουλάς των Μεγάλων Δυνάμεων». Και η απάντηση ήταν καταφατική, ότι δηλαδή η Ελλάς δέχεται τους όρους περί ανακωχής που περιέχονται στη διακοίνωση. Ο καιρός των μεγάλων λόγων είχε παρέλθει κι είχε έλθει η στιγμή των ταπεινών λόγων. Οι εκπρόσωποι της Ελλάδος είχαν τα μάτια του σκύλου που, ενώ τρώει κλοτσιές, ελπίζει σε μια καλύτερη μεταχείριση. Ακόμη και ο νηφάλιος και χαμηλών τόνων ιστορικός Διονύσιος Κόκκινος γράφει:
«Η απόφασις των Δυνάμεων ανέτρεπεν άρδην την Συνθήκην των Σεβρών όσον αφεώρα την Μικράν Ασίαν. Η υποβληθείσα συγχρόνως με την διακοίνωσιν έκθεσις των Συμμάχων απεκάλυπτε δια μίαν ακόμην φοράν ότι εις τας αποφάσεις των δεν ελαμβάνοντο καθόλου υπ’ όψιν τα κηρύγματα περί ελευθερίας και ανεξαρτησίας των λαών, τα οποία τόσον πολύ είχαν ακουσθεί εις τα συνέδρια ειρήνης. Η έκθεσις αύτη ορθώς εχαρακτηρίσθη ως αληθές σφαγείον των χριστιανικών λαών της Ανατολής».1
Μια περικοπή από την έκθεση – σφαγείο είναι αρκετή για να δείξει την ορθότητα μιας φράσης του Ρισελιέ: «Για την πολιτική, η προδοσία είναι θέμα ημερομηνίας». Και για την αφελή Ελλάδα ίσχυσε για μία ακόμη φορά το Σολωμικό: « Άλλα σου έταξαν στα στήθη / μα σε γέλασαν φρικτά». Τα όνειρα του Ελληνισμού για μια διευρυμένη Ελλάδα εξανεμίσθηκαν, για να μην πούμε ότι έγιναν εφιάλτης. Οι τρεις Δυνάμεις – για την εδραίωση της ειρήνης – δηλώνουν μεταξύ άλλων και τα ακόλουθα στην έκθεσή τους:
«Επιθυμούσι να αποκαταστήσωσι το Τουρκικόν Έθνος και την Τουρκικήν δύναμις εις τα εδάφη, άτινα δύνανται να θεωρηθώσιν ως ανήκοντα εις αυτήν μετά της Κωνσταντινουπόλεως, της ενδόξου και ιστορικής αυτής πρωτευούσης ως κέντρου, ωσαύτως δε και μετά εξουσίας επιτρεπούσης εις την Τουρκίαν να επαναλάβη σθεναράν και ανεξάρτητον εθνικήν ύπαρξιν».
Με άλλα λόγια, από τις ηττηθείσες δυνάμεις, μόνον η Τουρκία ανακτούσε – τουλάχιστον πρώτη – το δικαίωμα ενός πλήρους επανεξοπλισμού. Βέβαια στην έκθεση υπάρχουν και μερικά ψελλίσματα περί σεβασμού των μειονοτήτων και περί της ανάγκης εκεί, που ζουν ανάμεικτοι πληθυσμοί, να διαμορφωθεί το ανάλογο κλίμα, ώστε «να ζήσωσι εν τω μέλλοντι υπό συνθήκας αμοιβαίας εμπιστοσύνης και αξιοπρεπείας». Άλλ’ αυτά ήσαν απλά ευχολόγια. Κατά τα λοιπά ίσχυσε ο λόγος του Άμλετ: «Λόγια, λόγια, λόγια».
Φυσικά, η παραχώρηση στην Τουρκία «της ενδόξου και ιστορικής αυτής πρωτευούσης» σήμαινε και εκχώρηση της θρακικής ενδοχώρας:
«Οι Γάλλοι, καθόλου εχθρικοί προς την ιδέα της παραχωρήσεως ολόκληρης της ανατολικής Θράκης στον Κεμάλ, επρότειναν προς εξοικονόμηση των πραγμάτων και τήρηση των φαύλων ισορροπιών ως όριο την πολυσυζητημένη κατά το πρόσφατο παρελθόν γραμμή Αίνου – Μηδείας. Ο Κώρζον την γραμμή Ραιδεστού – Μηδείας, πολύ πιο κοντά στην – ενδιαφέρουσα την Αγγλίαν – Κπολη. Τελικώς, προς συγκερασμόν των απόψεων επροτάθη η γραμμή Γόνου – Μηδείας».2
Ενώ, όμως, αυτά συζητούσαν στο Παρίσι, στη Γένοβα παράλληλα (βλ. παραπάνω) γινόταν νέα διάσκεψη (28 Μαρτίου 1922) με βασικό θέμα τα οικονομικά προβλήματα της Ευρώπης. Ο Γούναρης έσπευσε κι εκεί και ανέπτυξε τις ελληνικές θέσεις. Είναι μάλιστα εντυπωσιακό ότι στη διάσκεψη αυτή συμμετείχε, ως εκπρόσωπος τέως εμπολέμου κράτους, και ο Τσιτσέριν υπουργός Εξωτερικών της Σοβιετικής Ενώσεως, που εξέπληξε τους πάντες με τη διπλωματική του εμβρίθεια. Έτσι ο Γούναρης είχε την ευκαιρία να μιλήσει με πολλούς, ν’ ακούσει λόγια καλά, αλλά που δεν συνοδεύονταν με έργα έμπρακτης συμπαραστάσεως.
Ήταν φυσικό η δημοσιοποίηση των όρων, των τόσο μειωτικών για την Ελλάδα, καθώς και η δημοσιοποίηση της ελληνικής αποδοχής, προτού μάλιστα εκδηλωθεί διάθεση θετική της κεμαλικής Τουρκίας, να προκαλέσει στην Ελλάδα πολιτική τρικυμία. Στη Μ. Ασία, όμως, προκάλεσε αγωνία. Διότι ο εκεί Ελληνισμός αφηνόταν και πάλι στα χέρια των Τούρκων, και μάλιστα Τούρκων εθνικιστών εναντίον των οποίων είχαν, έμμεσα ή άμεσα, πολεμήσει παρά το πλευρό του ελληνικού στρατού. Έπρεπε να αναζητήσουν μια λύση μόνοι για να σωθούν. Η εμπιστοσύνη προς τις ελληνικές κυβερνήσεις είχε κλονισθεί.
Εν τω μεταξύ ο Κεμάλ, με την τακτική που εφαρμόζει ο «Σταχτής Λύκος», δεν είχε μιλήσει, δεν είχε ανοίξει τα χαρτιά του. Άφησε τους Έλληνες να το πράξουν. Η τόσο γρήγορη αποδοχή των όρων από την ελληνική κυβέρνηση, η οποία το προηγούμενο θέρος είχε απορρίψει άλλους πιο ευνοϊκούς γι’ αυτή, τον έπεισε για την αδυναμία της Ελλάδος να ανταποκριθεί σε νέες τυχόν περιπέτειες. Έτσι ήλθε η στιγμή να παρουσιάσει τα δικά του «χαρτιά». Φυσικά κατέβαλε προσπάθεια να μη θίξει τις Μεγάλες Δυνάμεις, που τώρα φρόντιζε να τις προσεταιρισθεί, για να απομονώσει την Ελλάδα.
Στις διπλωματικές ενέργειες που συνεχίζονταν αδιαλείπτως για μια λύση μειωτική αλλά όχι και ταπεινωτική για τις νικήτριες δυνάμεις, ο Κεμάλ με διακοίνωση έθετε τον ακόλουθο βασικό όρο:
«Η Κυβέρνησις της μεγάλης Εθνοσυνελεύσεως της Τουρκίας είναι υποχρεωμένη να επιμείνη εις την άποψίν της σχετικώς προς την ανάγκην του ν’ αρχίση η εκκένωσις ταυτοχρόνως μετά της ανακωχής»
(Ξεν. Στρατηγός, όπ. π. σ. 331).
Εξυπακούεται ότι η εκκένωση αφορούσε πρωτίστως τον ελληνικό στρατό και δευτερευόντως τον αγγλικό. Ο Κεμάλ, με την απάντησή του αυτή, έδειχνε πως δεχόταν την ανακωχή αλλά με όρους που έθετε αυτός. Έδειχνε ακόμη πρόθυμος να στείλει αντιπροσώπους του στην Νικομήδεια (Ισμίτ), για να συζητήσουν με εκπροσώπους των συμμάχων τα διαδικαστικά μιας τέτοιας αποχωρήσεως και ανακωχής. Η ελληνική κυβέρνηση συνέχιζε την απεγνωσμένη προσπάθεια να σπάσει τη διπλωματική της απομόνωση, κυρίως να εξασφαλίσει εγγυήσεις για τη σωτηρία του μικρασιατικού ελληνικού στοιχείου. Άλλ’ επειδή τα στηρίγματά της είχαν πέσει και οι πρώην σύμμαχοι αλληθώριζαν προς τον Κεμάλ, «κατεγίνετο λοιπόν εις το να αποκαταστήση και διατηρή την υλικήν ευεξίαν του Στρατού, δι’ όσων ήτο δυνατόν να διαθέση πόρων, προσεπάθη δε όπως δια τούτου να διατηρή αμείωτον και το ηθικόν αυτού».3
Μία, όμως, κυβέρνηση που έχει χάσει το δικό της ηθικό, δεν μπορεί να ανεβάσει το ηθικό των πολυταλαιπωρημένων μαχητών, που όλο άκουγαν για τερματισμό και όλο βρίσκονταν σε μία κατάσταση κάθε φορά πιο οδυνηρή, η οποία στη συγκεκριμένη στιγμή έμοιαζε με τελματισμό. Σε όλες, όμως, τις δυσχερείς πολεμικές καταστάσεις, όταν λείπει ο πολιτικός ρεαλισμός δημιουργείται ένα περίεργο ψυχωτικό κλίμα, σαν αυτό που βίωσε η Γερμανία εξ αιτίας της πεισματικής εμμονής του Χίτλερ να προτιμήσει τη συντριβή του εαυτού του και του λαού του αντί μιας άλλης επιλογής. Γενικά οι έμφοβοι και οι περιδεείς, όπως ήταν οι τότε κυβερνώντες την Ελλάδα, επινοούν κάποιες εξωτερικές εικόνες για να εκλογικεύσουν τα αδιέξοδά τους και να δικαιολογήσουν τον πανικό και τα συνακόλουθα σφάλματά τους.
Ως επιμύθιο στα παραπάνω, ας προσθέσουμε κι ένα ακόμη διπλωματικής υφής περιστατικό: την άνοιξη του 1922 στο Βουκουρέστι έγινε σύσκεψη στην οποία συμμετείχαν ο βασιλιάς της Ρουμανίας Φερδινάνδος, ο βασιλιάς της Σερβίας Αλέξανδρος και από τη μεριά της Ελλάδος ο διάδοχος στο θρόνο Γεώργιος.
«Κατά το Συμβούλιον τούτο απεφασίσθη ίνα επιστρέφων αμέσως εις Αθήνας ο Διάδοχος Πρίγκηψ Γεώργιος αναγγείλει ότι παραιτουμένου του βασιλέως Κωνσταντίνου και ανερχομένου εις τον θρόνον του Διαδόχου Πρίγκηπος Γεωργίου με πρωθυπουργόν τον Βενιζέλον, η Γιουγκοσλαβία και η Ρουμανία και αν δεν μεταβάλουν οι Σύμμαχοι την έναντι της Ελλάδος πολιτικήν των, αι δύο αύται χώραι θα υποστηρίξουν δι’ όλων των μέσων την Ελλάδα ίνα κατισχύση των εχθρών της. Ο Διάδοχος πρίγκηψ Γεώργιος επιστρέψας αμέσως εις Αθήνας μετέδωσε τας αποφάσεις ταύτας της Ρουμανίας και της Γιουγκοσλαβίας. Δυστυχώς οι αντίπαλοι του Βενιζέλου ουδέν ν’ ακούσουν τοιούτον τι εδέχοντο».4
Ανεξάρτητα από το πόσο ισχυρή μπορούσε να ήταν η υποστήριξη των δύο βαλκανικών χωρών, πάντως μία τέτοια πολιτική μεταβολή από κάθε άποψη θα ήταν επωφελής. Αλλά χρειαζόταν μεγαλοψυχία. Και η πολιτική μεγαλοψυχία στην Ελλάδα είναι τόσο σπάνια όσο και τα τριαντάφυλλα στα Ιμαλάια. …

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Διον. Κόκκινος, όπ. π. σ. 1.314.

2. Γ. Θ. Γιαννόπουλος, όπ. π. σσ’. 37-38.

3. Ξεν. Στρατηγός, όπ. π. σ. 336.

4. Δημ. Βακκάς: «Μεγάλη Ελλάς – Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ως πολεμικός ηγέτης», σ. 435.

Από το βιβλίο του Σαράντου Ι. Καργάκου: «Η Μικρασιατική εκστρατεία, 1919 -1922». Από το Επος στην τραγωδία. Αθήνα 2013. Μέρος Γ.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Ιστορικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.