Σχέδια των Μικρασιατών (1922) στην άμμο – Σαράντου Ι. Καργάκου.

Ωστόσο, υπάρχουν μαρτυρίες ότι πίσω από το
κίνημα των «Αμυνιτών»
βρισκόταν τώρα η κυβέρνηση των Αθηνών και ο Αρμοστής Αριστείδης Στεργιάδης. Ο Μιχαήλ Ροδάς στο βιβλίο του γράφει ότι ο ελληνικός λαός αντιλαμβανόταν «ότι το κατασκεύασμα της αυτονομίας απετέλει τραγικήν κωμωδίαν της Κυβερνήσεως και του Υπάτου Αρμοστού (Στεργιάδη), απετέλει μίαν απόπειραν διεξόδου εκ του χάους, απόπειρα όμως η οποία απεθράσυνε περισσότερον τον εχθρόν και απεκάλυπτε την αδυναμίαν της ελληνικής πολιτικής».17 Πιθανώς, το σχέδιο περί αυτονομίας, να ήταν ένα από τα «χάπια σωτηρίας» που χρησιμοποίησαν οι κυβερνήσεις των Αθηνών μέσα στο χάος της απελπισίας.

Όσο απίστευτο και αν φαίνεται, δεν αποκλείεται πολιτικοί κύκλοι των Αθηνώ να θέλησαν να αξιοποιήσουν το κίνημα των «Αμυνιτών», προκειμένου να βγουν από το αδιέξοδο των λαβυρίνθων μέσα στους οποίους είχαν μπει. Πέρα, λοιπόν, από την επιχείρηση στη Θράκη, σχεδιάστηκε η ίδρυση αυτονόμου κράτους στην Ιωνία. Ουσιαστικά η κυβέρνηση είχε αποδεχθεί το σχέδιο που της είχε υποβληθεί στις 28 Ιανουαρίου 1922, το οποίο υπέγραφαν ως Προεδρείο της Εθνικής Αμύνης οι Τ.Κ. Σταυρίδης, Γ. Τζιώτης, Λ.Ι. Ιασονίδης, Π. Μπεκές, Λ. Καζανόβας και Α. Αντύπας. Έτσι, ένα μήνα πριν από τη μεγάλη επίθεση του Κεμάλ, τον Ιούλιο του 1922, ο Ύπατος Αρμοστής Αριστείδης Στεργιάδης καθόρισε το σκοπό του νέου πολιτεύματος που θα διείπε «την εν τω μέλλοντι οργάνωσιν και διοίκησιν της Μ. Ασίας».

Το σχέδιο αυτό βασιζόταν στην αρχή ότι το αριθμητικά, οικονομικά και πνευματικά ισχυρότερο ελληνικό στοιχείο, «άπαξ αποδοθέν εις ελευθερίαν, δεν δύναται να επανέλθη εις την Οθωμανικήν διοίκησιν». Από την άλλη η Ελλάς, ως κυριαρχούσα δύναμη μέχρι στιγμής στη μείζονα περιοχή της Ιωνίας, «καλείται να θέση τα θεμέλια διοικήσεως ευσταθούς της περιοχής ταύτης και να εκπονήση πολιτικόν καταστατικόν χάρτην αυτής». Και το επιμύθιο: «Το ούτω δημιουργούμενον καθεστώς θέλει παραμείνη υπό την εγγύησιν του Ελληνικού ελευθερωτού στρατού».

Όλα αυτά ήσαν μια διπλωματική παραλλαγή που – έστω κι αν είχαν τη συμμαχική αποδοχή, και δεν την είχαν ολικώς – δεν θα γίνονταν δεκτά από την κεμαλική αρχή, που είχε de facto αναγνωρισθεί ως επίσημο τουρκικό κράτος. Το σουλτανάτο ήταν ένα σιωπηλό φάντασμα. Οι πολιτικοί και διπλωματικοί ελιγμοί λίγα μπορούν να προσφέρουν όταν αχνοφέγγει στον ορίζοντα η προοπτική της ήττας. Σ’ έναν πόλεμο η διπλωματία ασκείται δια των όπλων στο πεδίο της μάχης. Διότι τότε ισχύει κατ’ αντίστροφη φορά η αρχή του Κλαούζεβιτς: «Η πολιτική είναι συνέχεια του πολέμου με άλλα μέσα». Τα άλλα μέσα είναι η ισχύς του στρατού σε αριθμό ανδρών και πολεμικό υλικό. Οι παλαιοί αναγνώστες θα ενθυμούνται την κυνική δήλωση του Στάλιν στη Γιάλτα: «Πόσες μεραρχίες διαθέτει αυτός ο Πάπας;»! Ο σοβιετικός «πάπας» μετρούσε τα πάντα με την στρατιωτική υπεροχή. Συνεπώς, το Βατικανό, γι’ αυτόν, δεν ήταν υπολογίσιμη δύιναμη.

Όπως γράφουμε σε παλιά εργασία μας,18 το «Σχέδιο Αυτονομήσεως ήλθε πολύ αργά, για να μπορεί να εφαρμοστεί: ο τριετής αγώνας είχε προκαλέσει θύματα πολλά και στις δύο πλευρές˙ έμειναν ακόμη ανεπούλωτες πληγές και τα μίσος μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων ήταν αγεφύρωτο. Εξ άλλου ο Κεμάλ είχε ξεκαθαρίσει στο εσωτερικό την κατάσταση, είχε θέσει εκποδών τους αντιπάλους του, είχε δημιουργήσει σχέσεις οικονομικές με τους Συμμάχους της Ελλάδος και δεν είχε, συνεπώς, κανένα λόγο να είναι διαλλακτικός. Συνεπώς, το σχέδιο για τις τότε συνθήκες, συνθήκες του 1922, ήταν ανεφάρμοστο. Εκινείτο στα όρια της ουτοπίας. Την τελική λύση θα έδιναν τα όπλα. Ο Κεμάλ, άλλωστε, είχε πάρει τη μεγάλη απόφαση. Μερικά παραπλανητικά κτυπήματα σε διάφορα σημεία έδειχναν πως έψαχνε να βρει το αδύνατο σημείο, για να στρέψει την επιθετική του αιχμή, όταν θα έλθει η κατάλληλη στιγμή. Και η κατάλληλη στιγμή ήταν η αποφράδα ημέρα της 13ης Αυγούστου (π.η.) του 1922.

Σημείο αιχμής ήταν το Αφιόν Καραχισάρ, το Μαύρο Φρούριο του Οπίου, που ουσιαστικά η αφιονισμένη ελληνική στρατιωτική και πολιτική ηγεσία είχε αφήσει απροστάτευτο. Ο νέος Αρχιστράτηγος ο Γ. Χατζανέστης, όταν έφθασε στη Μικρά Ασία είχε κάποια σχέδια μακρινά κα απρόσιτα. Είδαμε, άλλωστε, που κατέληξαν. Από την άλλη, το όλο παρουσιαστικό του δεν ενέπνεε ούτε ενθουσιασμό ούτε εμπιστοσύνη στους στρατιώτες. Γι’ αυτό υπήρξε τόση κινητοποίηση για το σχέδιο περί αυτονομίας που, παρότι είναι πράξη απελπισίας κρίνεται πολύ αυστηρά. Το υπόμνημα περί αυτονομίας που επιδόθηκε στον Παπούλα ήταν μια νεφελώδης κατασκευή που ελάμβανε υπόψη πολλά, πλην της πραγματικότητας. Γράφει σύγχρονος ιστορικός:

«Δεν αντέχει, βεβαίως, σε αυστηρή κριτική η επιχειρηματολογία του υπομνήματος. Η πρόβλεψη – φερ’ ειπείν – ότι ¨μόνη η έκρηξις του Μικρασιατικού κινήματος θα επηρεάση (ευμενώς, εννοείται!!) το ηθικόν του τουρκικού πληθυσμού, ουδέποτε ενθουσιασθέντος από τα σχέδια του φιλόδοξου Πασά (δηλαδή του Κεμάλ) της Ανατολής¨ ή ακόμη η παραδοξοτέρα ότι θα διετάσσετο υπό του αυτόνομου κράτους η στρατολογία των Μουσουλμάνων και η συγκρότηση ¨ταγμάτων εργασίας¨ κατά το σύστημα του Κεμάλ, επρόδιδαν ασυγχώρητη άγνοια ή υποεκτίμηση των συνθηκών κα αναπαρήγαν τις αδικαίωτες αυταπάτες υπό τις οποίες είχε σταλή η Ελλάς στην Μ. Ασία.

Η ιδέα, συνεχίζει ο ίδιος ιστορικός, ότι εθελοντικός στρατός θα μπορούσε να αντικαταστήση τον εμπειροπόλεμο και ωργανωμένο στρατό, τον οποίο είχε στείλει η Ελλάς εκεί, δημιουργούμενος εκ του μηδενός, εφοδιαζόμενος και τροφοδοτούμενος από το ¨πουγγί¨ των πλουσίων ομογενών καθώς κα από την επιτόπια φορολογία, πέραν της οφθαλμοφανούς απλοϊκότητος της, προσέκρουε και στην ατομάτως αναβλύζουσα απορία: πώς αυτοί οι άνδρες δεν είχαν διατεθή μέχρι τότε, ούτε επί κυβερνήσεως Βενιζέλου ούτε επί των διαδόχων του; Μήπως δεν εγνώριζαν οι ομογενείς, αλλά κυρίως οι εντόπιοι, χάριν ποίων εγίγνετο ο αγών;».19

Δεν έλειπε από τους Μικρασιάτες ο πατριωτισμός. Απλώς, επί 500 χρόνια σε συνθήκες δουλείας, μπορεί να διέπρεψαν σε ειρηνικά έργα, δεν είχαν όμως καμμιά πολεμική εμπειρία, καμμιά πολεμική παράδοση. Όταν εγκαταστάθηκαν στη μητροπολιτική Ελλάδα στις μετέπειτα πολεμικές περιπέτειες έδειξαν μεγάλες πολεμικές αρετές. Από την άλλη – κι αυτό ήταν ευθύνη των ελληνικών κυβερνήσεων, του Στεργιάδη και των εκάστοτε Αρχιστρατήγων – βαυκαλίζονταν επί μία τριετία με την ιδέα ότι ο ελληνικός στρατός είναι ικανός να συντρίψει και χωρίς τη δική τους πολεμική συνδρομή του Κεμάλ. Με άλλα λόγια, εξ αιτίας του διχασμού και του πολιτικού ναρκισσισμού («εμείς θα πετύχουμε όπου απέτυχαν οι άλλοι») έλειψε στον πόλεμο αυτό η πανεθνική κινητοποίηση. Δεν έγινε ούτε αυτό που έκανε αργότερα ο φερόμενος σαν άθεος και σαν αντιεθνικιστής Στάλιν, που όταν είδε τα γερμανικά τανκς να φθάνουν προ της Μόσχας, δεν δίστασε να ζητήσει τη συνδρομή της εκκλησίας και να χαρακτηρίσει τον διεξαγόμενο πόλεμο όχι ιδεολογικό αλλά Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο.

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

17. Ξεν. Στρατηγός, όπ. π. σ. 315.

18. Σ. Ι. Κ: «Μικρασιατικός πόλεμος», σ. 73.

19. Γ. Θ. Γιαννόπουλος: «Η εις Άδου Κάθοδος…», σσ’. 43-44.

Από το βιβλίο του Σαράντου Ι. Καργάκου: «Η Μικρασιατική εκστρατεία, 1919 -1922». Από το Επος στην τραγωδία. Αθήνα 2013. Μέρος Γ.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Ιστορικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.