Στα χρόνια του Κων/νου αχαλίνωτες και επικίνδυνες είχαν καταστεί οι αιρέσεις στην Εκκλησία της Νοτιανατολικής Αυτοκρατορίας καταλυτικές και είχαν εξελιχθεί σε θρησκευτικές διενέξεις και συγκρούσεις.
Σοβαρότερη απ’ όλες τις αιρέσεις ήταν εκείνη του Αρείου στην εκκλησία της Αλεξάνδρειας της Αιγύπτου, περί της Ουσίας του Υιού του Θεού.
Ο Άρειος ήταν πρεσβύτερος της εκκλησίας με ευρύτατη φιλοσοφική μόρφωση και άριστη γνώση των αγίων Γραφών. Παίρνοντας όμως από τον Ωριγένη την υπόταξη του Λόγου και από το Λουκιανό την άρνηση της Ομοουσιότητας, είχε διαμορφώσει μια δική του θεωρία, που βρήκε πολλούς οπαδούς και στον κλήρο και στο λαό. Είχε δογματίσει δηλαδή ότι ο Υιός και Λόγος του Θεού είναι μεν προ παντός χρόνου, άλλ’ όχι υπάρχων, «ην ότε ουκ ην», και ότι ο Θεός δεν ήτο πάντοτε Πατέρας, ούτε ο Υιός υπήρχε πριν γεννηθεί, δηλαδή πριν κτισθεί όχι από την ουσία του Πατέρα, αλλά ξένος αυτού κατ’ ουσίαν, άρα όχι και Θεός αληθινός. «Διέσπασε του δόγματος τα δεσμά, ίνα εν τη ελευθερία αυτού εισδύσεις εις τα βασίλεια των μυστηρίων και ερευνήση αυτά και, ει δυνατόν, ψηλαφήση και υπαγάγη αυτά υπό την ιδίαν αντίληψιν», γράφει ο Άγιος Νεκτάριος.*
*Αλλά πριν προχωρήσουμε στην αφήγηση, κρίνουμε σκόπιμο να παραθέσουμε λίγες σκέψεις του αγίου Νεκταρίου, μεταφρασμένες στην απλή Νεοελληνική γλώσσα, που επισημαίνουν την αδυναμία του ανθρώπινου νου, συνεπώς και της φιλοσοφίας, να συλλάβουν τα δόγματα της χριστιανικής θρησκείας, και δίνουν χειροπιαστά την ουσία της φοβερής αίρεσης του Αρείου, που τόσο έχει ταλανίσει την Εκκλησία:
«Τον χριστιανισμό, που από την εμφάνισή του νομίστηκε σκάνδαλο από τους Ιουδαίους και μωρία από τους Έλληνες, ζητούσαν αμφότεροι, και οι Ιουδαίοι και οι Έλληνες, μέσα από τα φιλοσοφικά τους χωνευτήρια, να τον αναδείξουν, από θρησκεία εξ αποκαλύψεως που είναι, σε κάποιο σύστημα μάλλον φιλοσοφικό, που να ικανοποιεί τις απαιτήσεις της υπερήφανης ανθρώπινης φιλοσοφίας, ή να επαναπαύει το θρησκευτικό συναίσθημα του ανθρώπου.
Οι φιλόσοφοι, περιφρονώντας τις απαιτήσεις της καρδιάς, που τέρπεται μέσα στο μυστήριο της θρησκείας, ζητούσαν να ικανοποιήσουν το νου με απόλυτο τρόπο, υποτάσσοντας σ’ αυτόν κάθε αλήθεια. Άλλ’ αγνοούσαν ότι υπάρχουν και αλήθειες, που δε γίνονται αντιληπτές από τον πεπερασμένο νου του ανθρώπου, που είναι ανώτερες της νοητικής μας αντιλήψεως, εκείνης που λαμβάνει γνώση αυτών, πείθεται για την πραγματικότητά τους και μαρτυρεί περί της υπερφυσικής υπάρξεώς τους. αγνοούσαν ότι ο άνθρωπος δε γεννήθηκε για να γίνει μονάχα φιλόσοφος, αλλά και θρησκευτικό ον. Φιλοσοφούν οι άνθρωποι αυτοί, άλλ’ αποδεικνύονται αφιλοσόφητοι για τον άνθρωπο, διότι ο άνθρωπος δεν είναι νους μονάχα, αλλά και καρδιά. Οι δυνάμεις τούτων των δύο κέντρων, καθώς βοηθούνται αμοιβαίως, αναδεικνύουν τον άνθρωπο τέλειο και διδάσκουν σ’ αυτόν όσα ουδέποτε θα μπορούσε να διδαχθεί μονάχα δια μέσου του νου.
Εάν ο νους είναι ο διδάσκαλος του φυσικού κόσμου, η καρδιά είναι διδάσκαλος του υπερφυσικού κόσμου, που ίσως καθ’ ομοίωσή του πλάστηκε ο αισθητός κόσμος, του οποίου τότε μαθαίνομε τα καθέκαστα ακριβώς, όταν δια της καρδιάς διδαχθούμε τα του υπερφυσικού κόσμου. Φιλόσοφος χωρίς καρδιά, δηλαδή χωρίς θρησκευτικό συναίσθημα, είναι αφιλοσόφητος, διότι δεν είδε το σύνολο, αλλά το μέρος».1
Ο Κωνσταντίνος με τη μεγάλη οξυδέρκειά του, δίχως καν να γνωρίζει στην ουσία τις διδασκαλίες του Αρείου, κατάλαβε το μεγάλο κίνδυνο διασπάσεως του πληρώματος της Εκκλησίας. Ανήσυχος, έστειλε το σύμβουλό του επίσκοπο της Κορδούης (Γκόρντοβας) Όσιο τον Ισπανό στην Αλεξάνδρεια, να προτρέψει τον επίσκοπο Αλεξανδρείας Αλέξανδρο και τον Άρειο για την επίλυση του προβλήματος και για την εκκλησιαστική ενότητα. Άλλ’ η ενέργειά του αυτή δεν είχε κανένα θετικό αποτέλεσμα. Ούτε ο Αλέξανδρος ούτε ο Άρειος επηρεάστηκαν από την αυτοκρατορική παρέμβαση, ενώ ο σάλος και οι συγκρούσεις μεταξύ των χριστιανών οξύνονταν.2
Ο Κων/νος έγραψε στον επίσκοπο Αλεξανδρείας Αλέξανδρο και στον Άρειο και τους παρακάλεσε να φροντίσουν να επιλύσουν το πρόβλημα με διάλογο. Αποτέλεσμα και πάλι κανένα. Έστειλε και άλλη επιστολή, στην οποία, μεταξύ άλλων, έγραφε και τα εξής παρακλητικά λόγια: «Δώσε μου πίσω γαλήνιες ημέρες και αμέριμνες νύχτες, για να διασωθεί και για μένα κάποια ευχαρίστηση καθαρού φωτός και ήσυχου βίου, ειδάλλως είναι ανάγκη να στενάζω και με δάκρυα γενικά να στενοχωρούμαι και να παραδεχτώ ότι δε θα ζήσω ήσυχα στον αιώνα».3
Όλες οι εκκλήσεις του απέβησαν άκαρπες και ο Κων/νος αποφάσισε να συγκαλέσει Οικουμενική σύνοδο Πατέρων της Εκκλησίας στη Νίκαια της Βιθυνίας το 325 μ. Χ., την πρώτη Οικουμενική στην ιστορία των Συνόδων, για την εξασφάλιση της ηρεμίας και της ενότητας των χριστιανών στους κόλπους της εκκλησίας από τα πέρατα της Αυτοκρατορίας.
Έργο της Θείας Πρόνοιας υπήρξε πράγματι εκείνη την εποχή η παρουσία του Μεγάλου Κων/νου στο θρόνο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η σύγκληση της Α’ Οικουμενικής Συνόδου και η αντιμετώπιση της αίρεσης του Αρείου αποδείχτηκε τελικά η μεγαλύτερη προσφορά του Κων/νου στην Εκκλησία.
Οι εργασίες της συνόδου άρχισαν στις 19 Ιουνίου. Σ’ αυτή την Οικουμενική σύνοδο μετείχαν 318 Πατέρες, στους οποίους προΐσταντο ο αιωνόβιος επίσκοπος Κων/πόλεως Μητροφάνης δια του πρεσβυτέρου του Αλεξάνδρου (μετέπειτα επισκόπου) και ο Αλεξανδρείας Αλέξανδρος, που ακολουθείτο από το νεαρό διάκονό του Αθανάσιο. Ο ηλικιωμένος Πάπας Σίλβεστρος εκπροσωπήθηκε από τον επίσκοπο Κορδούης Όσιο και δυο Ρωμαίους ιερείς, το Βίτωνα και το Βικέντιο, καθώς μας πληροφορεί ο Γελάσιος.4
Οι επίσκοποι, συνοδευόμενοι από τους πρεσβυτέρους και διακόνους τους, μεταξύ των οποίων βρίσκονταν και άτομα εξειδικευμένα στη διαλεκτική, συγκεντρώθηκαν στη Νίκαια της Βιθυνίας με αυτοκρατορικές δαπάνες από τα πέρατα της Ευρώπης, της Ασίας και της Αφρικής. Κατά το Νικηφόρο Κάλλιστο συνάχτηκαν «άνδρες εν αρετή και αγιότητι διαλάμποντες από τας εκκλησίας Ευρώπης, Αφρικής και Ασίας ευρισκομένους».5
Ο Θεοδώρητος περιγράφει εναργέστατα τη συγκινητική εικόνα των επισκόπων συνέδρων, που είχαν υποστεί βασανιστήρια κατά την περίοδο των διωγμών: «Ήσαν μεν πολλοί με αποστολικά χαρίσματα, που διέπρεπαν, πολλοί που έφεραν τα ¨στίγματα του Κυρίου Ιησού Χριστού¨, κατά τον θείο Απόστολο, στα σώματά τους, όπως ο Ιάκωβος ο Αντιοχείας της Μυγδονίας, που ανέστησε νεκρούς και τους συνέταξε μεταξύ των ζωντανών, και έκανε και άλλα μύρια θαύματα, ο Παύλος ο Νεοκαισαρείας, που είχε δοκιμάσει τη λύσσα του Λικίνιου, έχοντας τα δυο του χέρια αχρηστευμένα από πυρακτωμένο σίδερο και τα κινητικά νεύρα νεκρωμένα. Άλλοι με βγαλμένο το δεξί μάτι, άλλοι με κομμένες τις δεξιές κλειδώσεις. Ένας από αυτούς ήταν ο Παφνούτιος ο Αιγύπτιος. Και γενικά ήταν σαν να έβλεπες συγκεντρωμένο «δήμο μαρτύρων».6
Γράφει και ο άγιος Θεοφάνης περί των συνοδικών αυτών, «ων οι πολλοί θαυματουργοί τε και ισάγγελοι υπήρχαν, τα στίγματα του Χριστού εν τω σώματι φέροντες εκ των προλαβόντων διωγμών, εφ’ οις και Παφνούτιος και Σπυρίδων και Μακάριος και Νισιβίνος Ιάκωβος, θαυματουργοί, και νεκρούς αναστήσαντες και πολλά παράδοξα ποιήσαντες».7
Σ’ εκείνη τη Σύνοδο, που καθόρισε για πολλούς αιώνες την πορεία της εκκλησίας, συγκεντρώθηκαν με την επίνευση του αγίου πνεύματος πολλοί άγιοι Πατέρες και Ομολογητές και μάρτυρες, «κεκοσμημένοι δι’ αποστολικών χαρισμάτων», μεταξύ των οποίων πρωτοστάτησαν στις συζητήσεις οι Άγιος Παφνούτιος Θηβών Αιγύπτου, άγιος Ευστάθιος Αντιοχείας, άγιος Μακάριος Ιεροσολύμων, άγιος Σπυρίδων, άγιος Ιάκωβος Αντιοχείας, άγιος Παύλος Νεοκαισαρείας, άγιος Μάξιμος, και άλλοι, και ο πρώτος των πρώτων, η ψυχή και η καρδιά της Συνόδου, ο Αθανάσιος, διάκονος τότε, αλλά πάντοτε Μέγας.
Ο Κων/νος, φτάνοντας στη Νίκαια νωρίς τον Ιούλιο, έκανε μια έκτακτη συνεδρίαση της Συνόδου στο παλάτι. Εκεί μπήκε ακολουθούμενος από λίγα μέλη της βασιλικής οικογενείας και όχι από φρουρούς. Γράφει ο Ευσέβιος: «Πέρασε ανάμεσά τους ωσάν άγγελος του Θεού φορώντας την αυτοκρατορική πορφύρα του που αστραποβολούσε, καθώς και τους ακτινοβόλους πολύτιμους λίθους. Αυτά ως προς το σώμα. Ως προς την ψυχή ήταν στολισμένος με το φόβο και την ευλάβεια. Με τα μάτια χαμηλά, κόκκινο το πρόσωπο, αργές κινήσεις… Αφού βρέθηκε στο μέσον, κάθισε σ’ ένα μικρό κάθισμα, επινεύοντας πρώτα στους επισκόπους να καθίσουν».8
Ο Γελάσιος γράφει τα εξής σχετικά με την είσοδο του Κων/νου στην αίθουσα των συνεδριάσεων: «Και όταν πέρασε μέσα, στάθηκε στο μέσον και προτίμησε να μη καθίσει πριν οι επίσκοποι του επινεύσουν. Τόσο μεγάλη ευλάβεια και αιδημοσύνη κατείχε το βασιλέα για τους επισκόπους.»9
Ο Θεοδώρητος γράφει: «Εισήλθε και αυτός τελευταίος μαζί με μικρή ακολουθία, αξιέπαινος έχοντας το μέγεθος, αξιοθαύμαστη την ώρα, αλλά θαυμασιότερη την αιδημοσύνη να επικάθεται στο μέτωπό του. Ζήτησε να του επιτρέψουν να καθίσει στο μικρό κάθισμα, που τέθηκε μπροστά του και κάθισαν όλοι μαζί».10
Πρώτα μίλησε ο επίσκοπος Καισαρείας Ευσέβιος προς τιμήν του αυτοκράτορα. Ύστερα έλαβε το λόγο ο αυτοκράτορας.
Όταν γίνηκε απόλυτη σιγή, ο Κων/νος από το χαμηλό κάθισμά του έφερε ολόγυρα στην αίθουσα το ήρεμο βλέμμα του και άρχισε να τους απευθύνει τα εξής παραινετικά λόγια:
«Ύψιστη μεν ευχή μου, φίλοι, ν’ απολαύσω τη δική σας χορεία, και αφού πέτυχα τούτο, ομολογώ ευχαριστίες στο Βασιλέα των όλων για όλα τα πράγματα, άλλ’ ιδιαίτερα, για το σπουδαιότερο, για το ότι δηλαδή μου επέτρεψε ν’ απολαύσω εδώ συγκεντρωμένους όλους σας και να ιδώ μία κοινή και ομόφρονα γνώμη όλων σας γενικώς. Για να μη εκμεταλλευτεί κάποιος βάσκανος εχθρός τα δικά μας, ούτε ο φιλοπόνηρος δαίμονας, τώρα που βγήκε από τα πόδια μας η θεομαχία των τυράννων με τη δύναμη του Σωτήρος, να περιβάλλει με άλλον τρόπο το θείο νόμο της βλασφημίας. Καθώς εγώ νομίζω, η εμφύλια διαμάχη στην εκκλησία του Θεού είναι δυσκολότερη από κάθε άλλον πόλεμο και φοβερή μάχη και μάλλον αυτά αποδεικνύονται πιο λυπηρά από τις εξωτερικές διαμάχες. Όταν λοιπόν αγαπούσα τις νίκες κατά των εχθρών χάρη στο νεύμα και τη συνέργεια του Αγαθοτέρου, νόμιζα, βέβαια, ότι δε λείπει τίποτε, παρά να γνωρίσω μεν την ευγνωμοσύνη στο Θεό, να συγχαίρω δε και με τους απελευθερωμένους από Εκείνον. Και επειδή για τη δική σας διάσταση παρά πάσαν ελπίδα πείσθηκα απ’ όσα άκουσα, δεν έστησα για δεύτερη φορά την ακοή μου να πληροφορηθώ, αλλά με τη σοβαρή επιθυμία να βρεθεί μια θεραπεία γι’ αυτό το κακό μέσω της δικής μου μεσολάβησης, έστειλα αμέσως για ν’ απαιτήσω τη δική σας παρουσία. Και χαίρω μεν βλέποντας τη δική σας ομήγυρη, αλλά θεωρώ ότι οι επιθυμίες μου θα είναι πλήρως ικανοποιημένες τότε, όταν θα μπορώ να σας βλέπω όλους ενωμένους σε μία απόφαση και ένα κοινό πνεύμα ειρήνης και ομόνοιας, να κυριαρχεί μεταξύ όλων σας, το οποίο σας ταιριάζει, ως καθιερωμένους στην υπηρεσία του Θεού να είσθε αποδεκτοί απ’ όλους. Μη λοιπόν καθυστερείτε, ω φίλοι και λειτουργοί του Θεού και του κοινού σε μας Κυρίου και Σωτήρος πιστοί δούλοι, να φέρετε από εκεί τα αίτια της διαστάσεώς σας ανάμεσά σας και ν’ αρχίσετε να επιλύσετε με ειρηνικούς τρόπους κάθε σύνδεσμο αμφιλογίας. Διότι έτσι θα έχετε διαπράξει και τα αρεστά στο Θεό όλων, και σε μένα τον σύνδουλό σας θα κάμετε εξαιρετική χάρη».11
Ο αυτοκράτορας μίλησε στα λατινικά και η ομιλία του μεταφράστηκε ευθύς στα ελληνικά.
Ακολούθησαν ομιλίες των συνέδρων, δίχως να λείπουν οι διχογνωμίες τους. Ο αυτοκράτορας παρακολουθούσε όλους τους ομιλητές ήρεμα και σιωπηλά. Με γλυκύτητα και προσήνεια παρενέβαινε πότε – πότε να τους καταπραΰνει μιλώντας τους ελληνικά. Πείθοντας μερικούς, οδηγώντας άλλους με τους συλλογισμούς του, εγκωμιάζοντας εκείνους που καλά ομιλούσαν και όλους οδηγώντας τους στην ομόνοια, πέτυχε να τους καταστήσει ομόγνωμους και ομόδοξους.12
Στη συνέχεια προήδρευσε των εργασιών της Συνόδου, εντυπωσιάζοντας βαθύτατα τους αγίους Πατέρες με την αξιοπρέπεια και τη χάρη των τρόπων του. Διηύθυνε τις εργασίες με μεγάλη επιδεξιότητα και φρόνηση, με γλυκύτητα και διακριτικότητα, για να συμφιλιώνει τα πνεύματα, που οξύνονταν.
Ο Άρειος κλήθηκε ν’ αναπτύξει τις ιδέες του. Η θεωρία του, που δεν ήταν παρά μια φιλοσοφική διδασκαλία υποταγμένη στο νου και μόνον, που αγνοούσε, όπως είπαμε παραπάνω, το Μυστήριο του χριστιανικού δόγματος, δέχτηκε μεγάλη πολεμική. Πολλοί Πατέρες έλαβαν το λόγο και τον αντέκρουσαν με ισχυρά επιχειρήματα. Ανάμεσα σ’ αυτούς διακρίθηκε ευθύς αμέσως ως ο δυναμικότερος πολέμιος του Αρείου ο διάκονος Αθανάσιος, ο βοηθός του επισκόπου Αλεξανδρείας Αλέξανδρος.
Φυσικά και σ’ αυτή τη θεόπνευστη σύνοδο δεν έλειψαν οι ανθρώπινες αδυναμίες των συνέδρων. Από τις πρώτες κιόλας συνεδριάσεις κάποιοι από τους Πατέρες νόμισαν πως βρήκαν την ευκαιρία να εκφράσουν στον αυτοκράτορα τα παράπονα και τις διαμαρτυρίες τους εναντίον συναδέλφων τους.13 Μερικοί κρατούσαν στο χέρι το χαρτί με γραμμένα όλ’ αυτά, και άλλοι είχαν φροντίσει να το λάβει ο αυτοκράτορας από την προηγούμενη μέρα. Ο Κων/νος κράτησε όλες τις αναφορές και ανακοίνωσε μια ορισμένη ημερομηνία, που θα επιλαμβανόταν αυτών των παραπόνων και των κατηγοριών.
Σαν έφτασε η προσδιορισμένη μέρα, καθώς μας πληροφορεί ο Σωκράτης, ο Κων/νος σύστησε στους κατήγορους να κάψουν αυτές τις αναφορές, παρατηρώντας τους ότι ο Χριστός διατάσσει, όποιον αγωνιά να λάβει τη συγχώρηση, να συγχωρήσει τον αδελφό του. («Κελεύει Χριστός αφιέναι τω αδελφώ τον αφέσεως τυχείν επειγόμενον»).14
Ο Σωζομενός δίνει την απάντηση του Κων/νου με τα εξής λόγια: «Αυτές οι κατηγορίες, είπε, έχουν τον καιρό τους την ημέρα της μεγάλης κρίσεως και δικαστή τους τον μέλλοντα να κρίνει τότε όλους. Σε μένα, βέβαια, που είμαι άνθρωπος, δεν επιτρέπεται να τραβάω σε μια τέτοια ακρόαση ιερείς κατηγόρους και κατηγορούμενους. Διότι σ’ αυτούς δεν επιτρέπεται να παρέχουν τους εαυτούς τους για κρίση από άλλον. Πηγαίνετε λοιπόν, και να μιμηθείτε τη θεία φιλανθρωπία συγχωρώντας ο ένας τον άλλον, και σαν πάψουν να υπάρχουν κατηγορούμενοι, θα πεισθούμε και θα μελετήσουμε τα ζητήματα της πίστεως, για τα οποία έχουμε έλθει εδώ».15
Τα υπομνήματα που του υπέβαλαν μερικοί με κατηγορίες κατά επισκόπων, γράφει ο Ζωναράς, δεν τα διάβασε, ούτε κίνησε διαδικασία έρευνας, αλλά μπροστά σ’ όλους τα έρριξε στη φωτιά λέγοντας: «Και αν ακόμα έβλεπα με τα μάτια μου κάποιον αρχιερέα να διαπράττει ένα σφάλμα, θα τον κάλυπτα με την πορφύρα μου».16
Όρισε μια μέρα για να συζητηθούν και επιλυθούν τα θέματα που αναφέρονταν σε λίγα απ’ αυτά.
Οι συνεδριάσεις γίνονταν καθημερινά. Οι εργασίες μέσα, βέβαια, από διαφωνίες και αντεγκλήσεις προχωρούσαν ικανοποιητικά. Ο Άρειος κλήθηκε πολλές φορές να δώσει εξηγήσεις και οι προτάσεις του συζητήθηκαν προσεκτικά σε όλες τους τις λεπτομέρειες.
Όλον αυτόν τον καιρό ο Αθανάσιος, μόλις εικοσάχρονος τότε, μικρός το δέμας, αλλά με μεγάλη ευφυΐα, θαυμάσια κατάρτιση στα ελληνικά γράμματα και την Αγία Γραφή, διακρίθηκε για την επιχειρηματολογία του, με την οποία κατέρριψε τις θεωρίες του Αρείου, θεσπίζοντας ότι «Πίστις καθολική αύτη εστίν, ίνα ένα Θεόν εν Τριάδι και Τριάδα εν Μονάδι σεβώμεθα, μήτε συγχέοντες τας υποστάσεις, μήτε την ουσίαν μερίζοντες».
Με βάση κυρίως τα επιχειρήματα του Αθανασίου οι 318 Άγιοι Πατέρες κατεδίκασαν τον αιρετικό Άρειο. Και αποφασίστηκε απ’ όλους με ψηφοφορία, γράφει ο Ρουφίνος, και θεσπίστηκε να γραφεί στο Σύμβολο της Πίστεως η λέξη «ομοούσιος» για τον Υιό, για ν’ αναγνωρίζεται ότι είναι της ίδιας ουσίας με τον Πατέρα.17
Μετά από εντατικές εργασίες δύο μηνών, έφτασε η τελευταία μέρα, που η σύνοδος θα λάβαινε επισήμως τις τελικές αποφάσεις της για τα μεγάλα θέματα της εκκλησίας. Κάθε μέλος ήταν παρόν στο κεντρικό οικοδόμημα του παλατιού.
Ο αυτοκράτορας, αφού άκουσε υπομονετικά και προσεκτικά, όλα όσα ειπώθηκαν, προσπάθησε με την πασίγνωστη προσήνειά του και με τη χρήση της ελληνικής γλώσσας, να τους κρατήσει στην ενότητα της πίστεως και να υπογράψουν όλοι τις αποφάσεις της Συνόδου.18
Ο Γελάσιος δίνει τη λήξη της Συνόδου ως εξής: «Ο δε βασιλεύς Κων/νος επί τη εκθέσει της ορθής και αποστολικής πίστεως, της εκ Πνεύματος Αγίου δια των τριακοσίων αγίων ημών πατέρων εκφωνηθείσης, ώσπερ δι’ ενός στόματος, και κυρωθείσης παρά πάντων των συνδραμόντων εις την αγίαν εκείνων της πίστεως ακρόασιν, και τας χείρας απλώσας, και το όμμα τείνας εις τον ουρανόν προς τον Θεόν, ευφήμοις ρήμασιν ανύμνησε τον των πάντων ημών Σωτήρα και ευεργέτην Θεόν, ότι την ποθουμένην αυτώ των επισκόπων ομόνοιαν, και την περί της ορθής και σωτηρίου πίστεως αυτών ομοφωνίαν αυτώ επρτυτάνευσε. Τοσούτος ήν ο πάντα άριστος εκείνος και θεοφιλής βασιλεύς περί την των του Θεού εκκλησιών φροντίδα και την των ποιμένων ειρηνικωτάτην ομόνοιαν».19
Με τη λήξη των εργασιών της Συνόδου, ο Κων/νος κάλεσε στο παλάτι τους Πατέρες, να τους περιποιηθεί, αλλά και για να γιορτάσουν όλοι μαζί την εικοστή επέτειο της βασιλείας του (τα Βικενάλια). Ανάμεσα σ’ εκείνους βρίσκονταν και πολλοί με κάθε λογής αναπηρία εξαιτίας των βασανιστηρίων, τους οποίους ο αυτοκράτορας αντιμετώπιζε με ιδιαίτερη αγάπη. Καθώς είδε σε μερικούς συνοδικούς να έχουν βγαλμένους τους δεξιούς οφθαλμούς, γράφει ο Θεοδώρητος, και μαθαίνοντας ότι αυτό συνέβη εξαιτίας της ευσέβειάς τους κατά τους διωγμούς, έφερνε στα χείλη του τις πληγές τους, πιστεύοντας ότι με το φίλημα αντλούσε ευλογία από αυτές.20
Ικανοποιημένος από την ομοφωνία των πατέρων, γράφει και ο Ζωναράς, τους έδινε το χέρι και ασπάζονταν τα ανάπηρα μέλη και μέρη του κορμιού όλων, όσοι έφερναν πάνω τους τα σημάδια της ομολογίας υπέρ του Σωτήρος, και τους μακάριζε μάλιστα για τις αναπηρίες, που είχαν αποκτήσει λόγω της πίστεώς τους.21
Τον άγιο παφνούτιο, επίσκοπο των Θηβών της Αιγύπτου, εν ζωή θαυματουργό (θεράπευε αρρώστους με μόνη την προσευχή του κ.λ.π.), που ο τύραννος Μαξιμίνος (Ντάια) του είχε αφαιρέσει το δεξί του μάτι, του είχε αχρηστέψει το αριστερό του πόδι και στη συνέχεια τον είχε στείλει στα ορυχεία, ο αυτοκράτορας τίμησε υπερβολικά, καθώς μας πληροφορεί ο Σωκράτης, καλώντας τον πολλές φορές στο παλάτι και καταφιλώντας το μέρος, όπου το μάτι του ήταν βγαλμένο («Σφόδρα δε ο βασιλεύς ετίμα τον άνδρα και συνεχώς επί τα βασίλεια μετεπέμπετο και τον εξωρυγμένον οφθαλμόν κατεφίλει. Τοσαύτη προσήν τω βασιλεί Κωνσταντίνω ευλάβεια.»22). Και ο Ρουφίνος γράφει ότι προσκαλούσε συχνά στο παλάτι του τον άγιο Παφνούτιο με πολύ σεβασμό και αγάπη και του «παραχωρούσε θερμά φιλία στο σκαμμένο μάτι του λόγω της ομολογίας της πίστεώς του».23
Η πρώτη Οικουμενική σύνοδος της Νικαίας κατάρτισε τον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας, το Σύμβολο της Πίστεως, με τα επτά πρώτα άρθρα του, συνέταξε και επέβαλε είκοσι Κανόνες, που αφορούν κυρίως τη διοίκηση της Εκκλησίας και την Ιεροσύνη, καθόρισε την ημέρα εορτασμού του Πάσχα, την αργία της Κυριακής και αποκήρυξε τη διδασκαλία του Αρείου, φέρνοντας τη γαλήνη στην εκκλησία και διασώζοντας την ορθή πίστη από προφανέστατη εκτροπή. Η σπουδαιότητα της Συνόδου έγκειται ακόμα και στην ήττα του Γνωστικισμού, του φιλοσοφικού δηλαδή πνεύματος εκείνης της εποχής, που είχε την τάση να ερμηνεύει τα πάντα με τη γνώση, δίχως να παραδέχεται το δόγμα και το μυστήριο.
Ο Κων/νος, αποδεικνύοντας την αμετάθετη απόφασή του να στηρίξει μέχρις εσχάτων τα θεσπισθέντα από την οικουμενική σύνοδο και από το χέρι του κυρωθέντα, με διάταγμά του εξόρισε τον Άρειο, αποκαλώντας τον «μαθητή του Πορφυρίου», Νεοπλατωνικού φιλόσοφου, διέταξε να καούν τα συγγράμματά του και επέβαλε την ποινή του θανάτου για όποιον συλλαμβανόταν να κρύβει τα αιρετικά συγγράμματα εκείνου, γιατί πίστευε πως η σύνοδος δε θα μπορούσε να δώσει τέλος σ’ αυτό το πρόβλημα, αν οι αποφάσεις της δεν καλύπτονταν από νόμο. «Σεις, βέβαια, είστε επίσκοποι στα εσωτερικά της εκκλησίας, είπε στους επισκόπους, εγώ όμως τάχθηκα από το Θεό επίσκοπος στα εκτός της εκκλησίας.* Και τους συμβούλεψε να ομονοούν και να μη στασιάζουν και δίνουν αφορμές για χλεύη.
*Ο Κων/νος, λέγοντας ότι ο ίδιος τάχθηκε από το Θεό ως επίσκοπος στα εκτός της Εκκλησίας, εννοούσε ότι ως πιστός χριστιανός και βασιλέας θα προστάτευε την εκκλησία. Ο προτεστάντης Μάουερ, διαστρεβλώνοντας την έννοια αυτών των λόγων, και πιστεύοντας ότι και ο Μέγας Κων/νος και οι άλλοι αυτοκράτορες της βυζαντινής αυτοκρατορίας ήσαν παράλληλα και αρχηγοί της Εκκλησίας, νομοθέτησε κατά το 1852 ότι «ο βασιλεύς (Όθων) είναι ο αρχηγός της Εκκλησίας του Βασιλείου της Ελλάδος»!
Ο άγιος Ευστάθιος (260 – 360 μ. Χ.), όντας επίσκοπος Αντιοχείας, συμμετέσχε στην Α’ Οικουμενική σύνοδο – καταπολέμησε με σφοδρότητα τον Άρειο και με τα παρακάτω λόγια εκφράζει τις ευχαριστίες του προς το Μ. Κων/νο για τις Αποφάσεις εκείνης της Συνόδου:
«Ευχαριστούμεν Θεώ, κράτιστε βασιλεύ, τω την επίγειον συνθύνοντί σοι βασιλείαν˙ τω την πλάνην των ειδώλων δια σου καταργήσαντι, και των πιστών καταστήσαντι εν παρρησία τον εύθυμον. Πέπαυται κνίσσα δαιμόνων˙ καταλέλυται πολυθεΐας Ελληνικής τα σεβάσματα˙ το της αγνωσίας απελαύνεται σκότος˙ τω της θεογνωσίας φωτί η οικουμένη καταυγάζεται˙ Πατήρ δοξολογείται˙ Υιός συμπροσκυνείται˙ το Πνεύμα το άγιον καταγγέλλεται˙ Τριάς ομοούσιος, μία θεότης εν τρισί προσώποις και υποστάσεσι κηρύττεται.
Ταύτη τειχίζεται, βασιλεύ, το της ευσεβείας σου κράτος˙ ταύτην ημίν άσυλον διαφύλαττε. Μηδείς, αιρετικός, υποδύς την Εκκλησίαν, εν τι της Τριάδος αφαιρείτω, καταλιμπάνων το λειπόμενον άτιμον. Άρειος ημίν ο της μανίας επώνυμος του λόγου και της συνελεύσεως αίτιος˙ ος, ως ουκ ίσμεν όπως, τω πρεσβυτερίω της Αλεξανδρέων εγκαταλεγείς Εκκλησίας, ελάνθανεν ημάς, της των τρισμακαρίων προφητών και αποστόλων διδασκαλίας υπάρχων αλλότριος.
Τον γαρ μονογενή Υιόν και Λόγον του Πατρός αποστερείν της ομοουσιότητος του Πατρός ουκ εντρέπεται, και τη κτίσει τον κτίστην ο κτιστολάτρης συναριθμείν επείγεται. Τούτον αν πείσειας, αυτοκράτωρ, μεταφρονούντα, τοις αποστολικοίς μη αντιτείνειν διδάγμασιν˙ ή τοις εν οις εάλω κακοδοξίας εγκείμενον ασεβήμασιν, άρδην της Χριστού και ημών αφανίσειας επαύλεως, ως αν μη της θολεράς αυτού λογοθωπείας τας των απλουστέρων ψυχάς εργάσηται θέραμα.»
Ο άγιος Νεκτάριος τονίζει τη σημασία της Α’ Οικουμενικής Συνόδου με αυτά τα λόγια:
«Εάν στο Σωτήρα Χριστό οφείλουμε την αληθινή γνώση του Θεού, στην Αγία Α’ Οικουμενική Σύνοδο οφείλουμε την υποτήριξή της, διότι, εάν αυτή δε συνεκροτείτο, τολμώ να πώ ότι η αληθινή ορθόδοξος πίστη θα εξαφανιζόταν και το έργο της Σωτηρίας θα έμενε ημιτελές. Η συγκρότηση λοιπόν της Α’ Οικουμενικής συνόδου ήταν κατ’ επίνευση της Θείας Βουλής, για να διαφυλάξει τέλειο το έργο της Σωτηρίας, και ως ασφαλής θεματοφύλακας να το παραδώσει στις επόμενες γενεές. Πάντως εκ θείου Πνεύματος εκινήθησαν οι θείοι Πατέρες που ανέλαβαν τον αγώνα κατά του Αρείου, και ο Μέγας Αυτοκράτορας άγιος Κων/νος κατά θείαν έμπνευση προέβη στη συγκρότηση της αγίας Οικουμενικής Συνόδου. Το Πνεύμα το Θείον ήταν εκείνο που έδωσε στους αγίους Πατέρες στόμα και σοφία, στην οποία δεν μπόρεσαν ν’ αντισταθούν, ούτε ν’ αντιμιλήσουν οι αντίθετοί της. Αυτό τους δίδαξε να συμπεραίνουν περί του Ενανθρωπήσαντος Θεού και να σέβονται την αληθινή και σωτήρια φιλοσοφία περί του Τριαδικού Θεού».24
Βαρύνουσα επίσης είναι η γνώμη του Κων/νου Παπαρρηγόπουλου περί της σημασίας της Α’ Οικουμενικής Συνόδου:
«Εάν ο καθορισμός του συμβόλου της πίστεως δεν εξησφαλίζετο από των εισηγήσεων της των Αρειανών αιρέσεως, ήτις Σωτήρος φύσιν, ο Χριστιανισμός, αποβαίνων απλούν νέον φιλοσοφικόν δόγμα, ήθελε τάχιστα ανατραπή. Εντεύθεν δε ου μόνον ο μεσαιωνικός Ελληνισμός ήθελε στερηθή το κυριώτερον της υπάρξεως αυτού έρεισμα, αλλά και σύμπας ο πολιτισμός έμελλε ν’ αποβάλη το ισχυρότατον ελατήριον της δαιμονίου αναπτύξεως, ήν έλαβεν επί 1500 έτη, χάρις εις τας πρώτας Οικουνεμικάς Συνόδους, ας συνεκάλεσεν ο Κων/νος ο Μέγας και ο Θεοδόσιος ο Μέγας».25
Το άψογο ρόλο του Κων/νου στην οργάνωση, αρτιότητα και υποδειγματικότητα της Α’ Οικουμενικής συνόδου επισημαίνει και ο άγιος Αμβρόσιος γράφοντας ότι, εάν μια διάσκεψη πρόκειται να γίνει για ένα θέμα πίστης, οφείλει να είναι μια διάσκεψη των επισκόπων, όπως συνέβη υπό τον Αύγουστο Κων/νο, ο οποίος δεν καθόρισε κανένα νόμο εκ των προτέρων, άλλ’ άφησε στους επισκόπους την ελευθερία της κρίσης.26
Ο Bury γράφει σχετικώς: «Ο Χριστιανισμός δεν είναι μια μονοθεϊστική φιλοσοφία, αλλά μια ζωή εν Χριστώ. Όταν αυτή η πεποίθηση επιβλήθηκε με τη συντριπτική δύναμη της Οικουμενικής Συνόδου της Νικαίας, ο Κων/νος συμφώνησε με μια καλή εύνοια».
Τέλος, επί των ημερών του Μ. Κων/νου έγινε σύγκληση και αρκετών άλλων τοπικών εκκλησιαστικών συνόδων, για την επίλυση διαφόρων εκκλησιαστικών θεμάτων, όπως της Αρελάτης, της Αγκύρας, της Νεοκαισάρειας, η δεύτερη της Αρελάτης και η Ελιβερτινή.
Υποσημειώσεις.
1. Αγ. Νεκταρίου: Αι Οικουμενικαί σύνοδοι, σελ. 78, 83.
2. Σωκρ. Εκκ. Ιστ. Βιβλ. 1 κεφ. 6 και 8.
3. Ευσ’. Β. Κ. Λόγ. 2, κεφ. 72.
4. Φωτ. Βιβλ. κώδ. 88, Γελασίου Εκκλ. ιστ. Βιβ. 2, κεφ. 5.
5. Μελετίου εκκλ. ιστ. 1ος τόμος σελ. 331.
6. Θεοδώρ. Εκκλ. ιστρ. Βιβλ. 1, κεφ. 6.
7. Θεοφάνους Χρονογραφία τ. 108, σελ. 97.
8. Ευσ’. Β. Κ. Λόγ. 3, κεφ. 10.
9. Γελάσ’. εκκλ. ιστορία βιβλ. 2, κεφ. 6 τ. 85, σελ. 1312.
10. Θεοδώρ. Εκκλ. ιστ. Βιβλ. 1, κεφ. 6.
11. Ευσ’. Β. Κ. βιβ. 3, κεφ. 12.
12. Β. Κ. 3 βιβλ. Σωζ. Εκκλ. ιστ. 1, 19 Θεοδώρ. Εκκλ. ιστ. 1, 6.
13. Σωζ. Εκκλ. ιστ. Βιβλ. 2, κεφ. 10.
14. Σωκρ. Εκκ. Ιστ. Βιβλ. 1, κεφ. 8.
15. Σωζομ. Εκκλ. ιστ. Βιβ. 1 κεφ. 17.
16. Ζων. Επιτομή βιβλ. 13, κεφ. 4.
17. Ρουφ. Εκκλ. ιστορία βιβλ. 10, κεφ. 10.
18. Θεοδώρ. Ιστ. Εκκλ. 1 βιβλ. κεφ. 13.
19. Γελάσ’. εκκλ. ιστ. Βιβλ. 2, κεφ. 28.
20. Θεοδώρ. Εκκλ. ιστ. Βιβλ. 1, κεφ. 10.
21. Ζων. Επιτομή βιβλ. 13, κεφ. 4.
22. Σωκρ. Εκκλ. ιστ. Βιβλ. 1 κεφ. 11.
23. Ρουφ. Εκκλ. ιστ. Βιβλ. 10, κεφ. 10.
24. Αγ. Νεκταρίου, Αι Οικουμενικαί σύνοδοι, σελ. 93.
25. Παπαρρηγόπουλου Κων. Η σχέση του Νέου Ελληνισμού με το Βυζάντιο» Ιστορικαί πραγματείαι, 1976.
26. Αγ. Αμβροσίου επιστολή ΧΧΙ, παρ. 15 386 μ. Χ.
Από το βιβλίο: Μέγας Κωνσταντίνος : Κατηγορίες και αλήθεια, του Κωνσταντίνου Καραστάθη. Αθήναι, Απρίλιος του 2012 Εκδόσεις “ΑΘΩΣ”.
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.