Οι τουρκικές δυνάμεις πριν από την επίθεση που προξένησε την Μικρασιατική καταστροφή – Σαράντου Ι. Καργάκου.

Ο πόλεμος είναι κάτι σαν μεγάλο «τεστ». Η νίκη δεν έρχεται από μία και μόνη επιτυχία αλλά έπειτα από μια σειρά επιτυχιών. Αν, όμως, στο τελικό εγχείρημα δεν πετύχεις το ποθούμενο αποτέλεσμα, τότε όλες οι προηγούμενες επιτυχίες διαγράφονται. Και μένει η ήττα. Αυτό συνέβη με τον ελληνικό στρατό τον «πανταχού νικήσαντα» στη Μικρά Ασία. Έχασε, όμως, την τελευταία μάχη και του έμεινε το στίγμα της αποτυχίας. Αντίθετα ο Κεμάλ, που δεν ήταν καρικατούρα ηγέτη, ήξερε να χάνει για να μαθαίνει το πώς να νικήσει στην κρίσιμη μάχη. Στη φάση της «μεγάλης νωχέλειας» του ελληνικού στρατού, αυτός βρισκόταν σε κατάσταση πυρετού. Θα δώσουμε το λόγο σ’ έναν ειδικό στρατιωτικό ιστορικό, έστω κι αν κάποια από όσα λέγει έχουν ήδη λεχθεί και θα λεχθούν και πάλι:

«Έναντι των Ελλήνων ο Μουσταφά Κεμάλ συνεκέντρωσεν, ό,τι καλύτερον είχεν ο Τουρκικός Στρατός και παν ό,τι ηδύνατο να διατεθή εκ των άλλων μετώπων. Το Δυτικόν Μέτωπον, όπως εκλήθη υπό των Τούρκων, το προς τους Έλληνας εστραμμένον, υπερήσπιζον δύο στρατιαί υπό τον Στρατηγόν Ισμέτ Πασσάν. Το συγκρότημα των δυνάμεων τούτων, υπό την ονομασίαν «Ομάς στρατιών Δυτικού Μετώπου», είχε ολικήν δύναμιν 180.000 ανδρών, κατανεμημένων εις 7 Σώματα Στρατού, 18 Μεραρχίας Πεζικού, 5 Μεραρχίας Ιππικού και στοιχεία τινά ανεξάρτητα Πεζικού, Ιππικού, Πυροβολικού. Επί πλέον διέθετε περί τα 50 αεροπλάνα. Το στρατηγείον του Ισμέτ Πασσά, στρατηγού πολυπείρου και δεδοκιμασμένου, ευρίσκετο εις Ακ Σεχήρ, επί της σιδηροδρομικής γραμμής της Βαγδάτης και 100 χιλιόμετρα Νοτιοανατολικώς (του ) Αφιόν».29

Οι Τούρκοι στρατιώτες, κατά τη φάση αυτή, δεν ήσαν οι Τούρκοι του προηγούμενου καιρού. Στη φάση της μοιραίας «αγραναπαύσεως» του ελληνικού στρατού, ο τουρκικός στρατός υποβλήθηκε σε εντατική εκπαίδευση και σε πυκνές κι επίπονες ασκήσεις. Παράλληλα ιδρύθηκε στο Ικόνιο κέντρο για την εκπαίδευση αξιωματικών του πυροβολικού, από το οποίο κέντρο πέρασαν διαδοχικά όλοι οι αξιωματικοί του όπλου αυτού. Και πέρα από αυτά, εκπονήθηκαν και εκτυπώθηκαν νέοι και βελτιωμένοι κανονισμοί και δημιουργήθηκαν πλήθος έμπεδα (κέντρα εκπαιδεύσεως νεοσυλλέκτων) σε πλείστες πόλεις που μερικές είναι γνωστές ακόμη και σήμερα στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό: Καισάρεια, Νίγδη, (Ικόνιο), Καραμάν κ.α.30

Το θέρος του 1922 ο εχθρός, για να προκαλέσει ψυχολογικό κλονισμό, διέσπειρε φήμες περί μελλοντικής επιθέσεως χωρίς ακριβή προσδιορισμό της επιθετικής του αιχμής. Έτσι όλη η γραμμή μετώπου ήταν σε εκνευριστική ένταση. Ωστόσο, το Γενικό Στρατηγείο δεν είχε συγκεντρώσει καμμιά συγκεκριμένη πληροφορία. Βέβαια αλίευση φημών υπήρχε και μάλιστα – εξ αιτίας παραπλανητικών πληροφοριών – υπήρχε αδυναμία αξιολογήσεως, λόγω του όγκου τους. Λεγόταν, για παράδειγμα, ότι θα εκδηλωθεί επίθεση προς την Νικομήδεια, προς το Εσκή Σεχίρ, το Αφιόν Καραχισάρ, ακόμη και προς το Αϊδίνιο. Πάντως, ο κύριος όγκος των τουρκικών δυνάμεων – όχι σε ολική έκταση εμφανής – είχε συγκεντρωθεί προ του Αφιόν, ενώ οι συνεχείς δηλώσεις του Κεμάλ προς τον διεθνή τύπο, ότι «θα ρίξει τους Έλληνες στη θάλασσα», δεν άφηναν καμμιά αμφιβολία για τα μελλοντικά σχέδιά του.

Οι Τούρκοι, περισσότερο για συγχυτικούς και λιγώτερο για πολεμικούς σκοπούς, θέλησαν στις 8 Αυγούστου να αιφνιδιάσουν τη φρουρά της Ορτάντζας, επί του Μαιάνδρου και να υφαρπάσουν όλα τα εκεί εναποθηκευμένα τρόφιμα. Τρεις ημέρες αργότερα ένα τουρκικό Σύνταγμα πεζικού ενισχυμένο με πυροβόλα κτύπησε τμήματα του Γ’ Σώματος Στρατού στο Μπιλετζίκ, αλλά αποκρούσθηκε. Οι Τούρκοι δεν πέτυχαν στο βαθμό που επεδίωκαν τον αντικειμενικό τους σκοπό. Απεναντίας, με την επίθεσή τους αφύπνισαν την κεντρική διοίκηση, που αποφάσισε να εξετάσει τη μαχητική ικανότητα των δυνάμεων, οι οποίες βρίσκονταν σε επαφή με τον αντίπαλο. Άλλ’ οι φήμες που συνεχώς έφθαναν από την ΚΠολη, φήμες συχνά μεθοδευμένες από τον Κεμάλ και διοχετευμένες από τον προπαγανδιστικό του μηχανισμό, έκαναν την ελληνική στρατιά να μην έχει σαφή προσανατολισμό.

Η ελληνική διοίκηση υστέρησε – κακώς – στο ζήτημα της κατασκοπείας, στο οποίο υπερείχε σαφώς κατά την έναρξη των εχθροπραξιών με τους Τούρκους. Κατά τη διεξαγωγή μιας πολεμικής επιχειρήσεως οι κατάσκοποι είναι οι «ιεραπόστολοι» της κάθε δυνάμεως στα νώτα αλλά και σε κάθε σημείο της άλλης. Κι όμως, ενώ κυκλοφορούσαν οι κατάλληλα χαλκευμένες και διοχετευμένες φήμες περί επικειμένης επιθέσεως του Κεμάλ, στη Νικομήδεια ένας Τούρκος αυτόμολος στις 8 Αυγούστου, την ημέρα κατά την οποία έγινε το εγχείρημα εναντίον της Ορτάντζας, παρουσιάσθηκε στις γραμμές της Ι Μεραρχίας κι έδωσε πληροφορίες σημαντικές. Συγκεκριμένα, ότι οι απένταντι της ελληνικής γραμμής παρατεταγμένες τουρκικές δυνάμεις, ενισχύθηκαν προσφάτως με δύο τουρκικές μεραρχίες (την 57 και 23η), ενώ άλλες τρεις εκάλυπταν πλήρως τα προς Ν. του ποταμού εδάφη. Η πληροφορία αυτή σε συνδυασμό με την αεροπορική επιχείρηση που πραγματοποιήθηκε στον πέριξ του Ακάρ χώρο δεν ανησύχησαν ποσώς ούτε τη Διοίκηση της Στρατιάς, ούτε και αυτή του Α’ Σώματος Στρατού,
που είχε την άμεση ευθύνη για την προάσπιση της περιοχής.

Τις επόμενες ημέρες αεροπορικές αναγνωρίσεις εκ μέρους του ελληνικού στρατού έδειξαν – πλην της μετακινήσεως κάποιων φορτηγών αυτοκινήτων – ότι σε γενικές γραμμές επικρατεί γαλήνη στα τουρκικά στρατεύματα. Είναι σαν τη γαλήνη που προηγείται της τρικυμίας. Πάντως, ο στρατηγός Ν. Τρικούπης, Διοικητής του Α’ Σώματος Στρατού, είχε διαισθανθεί τον κίνδυνο και είχε λάβει κάποια μέτρα με δική του πρωτοβουλία για την καλύτερη αμυντική οργάνωση των θέσεών του. Κι αυτό χωρίς εξουσιοδότηση του Αρχιστρατήγου. Άλλ’ εν τω μεταξύ έναντί του ο Ισμέτ είχε συγκεντρώσει 18 μεραρχίες και περίμενε την άφιξη άλλων οκτώ.31 Η ανησυχία του Τρικούπη δεν εστιαζόταν τόσο στον όγκο των προ αυτού δυνάμεων, όσο στην έλλειψη πληροφοριών. Στον πόλεμο, όπως έχουμε γράψει αλλού, οι πληροφορίες είναι όπλο. Το πρόβλημα ακόμη ήταν όχι αν θα επιτεθεί ο εχθρός (αυτό ήταν βέβαιο) αλλά σε ποιο σημείο και πότε θα εκδηλωθεί το κτύπημα.

Ο Κεμάλ, σε στενή συνεργασία με τον Ισμέτ, είχαν καταρτίσει λεπτομερώς σχέδιο επιθετικής δράσεως που κρατήθηκε απολύτως μυστικό. Τις κρίσιμες ημέρες του Αυγούστου ελάχιστοι γνώριζαν τις κινήσεις του. Πρώτη του μέριμνα, προ της επιθέσεως, ήταν η επίσκεψή του στο μέτωπο για να αναπτερώσει το ηθικό του στρατού. «Οι βουλευταί της αντιπολιτεύσεως είχον ευρέως προπαγανδίσει ότι ο Στρατός είχεν απολέσει το ηθικόν του και ότι ήτο ανίκανος δια πάσαν ενέργειαν»,32 γράφει ο ίδιος ο Κεμάλ. Στο ίδιο κείμενο ο Κεμάλ εκθέτει τις ακόλουθες προεπιθετικές ενέργειές του:

«Έκρινα επάναγκες να τους καθησυχάσω και να τους εξηγήσω τα της επιθέσεως και να τους εκφράσω την πεποίθησίν μου ότι ηδυνάμεθα να νικήσωμεν τον κύριον εχθρικόν όγκον εντός 6 έως 7 ημερών. Κατόπιν εγκατέλειψα την Άγκυρα. Ο Γενικός Επιτελάρχης προηγήθη εμού αναχωρήσας δια το μέτωπον την 1ην Αυγούστου. Η αναχώρησίς μου έλαβε χώραν μετά τινάς ημέρας. Την εκράτησα μυστικήν απ’ όλη την πόλιν της Αγκύρας. Οι τελούντες εν γνώσει οίτινες ήσαν ελάχιστοι, έδει (= έπρεπε) να τηρώσι τοιαύτην στάσιν ως εάν ευρισκόμην ακόμη εκεί. Έδει ακόμη να δημοσιεύσωσιν εις τας εφημερίδας ότι προσέφερα τέιον εις Τσαν – Καγιά (…) Δεν εχρησιμοποίησα τον σιδηρόδρομον. Ανεχώρησα νύκτα εκ Αγκύρας δι αυτοκινήτου και διέσχισα την Αλμυράν Έρημον δια να μεταβώ εις Ικόνιον. Το Ικόνιον δεν ειδοποιήθη ότι πρόκειται να μεταβώ εκεί».

Αλλά και στο Ικόνιο ο Κεμάλ φρόντισε να μη γίνει αντιληπτή η εκεί παρουσία του κι έτσι – σχεδόν αόρατος – έφθασε στις 4 το πρωί της 7ης προς την 8η Αυγούστου στο Γενικό Στρατηγείο του Δυτικού μετώπου, και ύστερα από συνεργασία με τον Ισμέτ και άλλους ανώτατους αξιωματικούς αποφασίστηκε η επίθεση να εκδηλωθεί στις 13 Αυγούστου. Έκτοτε ο ήσκιος του άρχισε να απλώνει σε όλη την έκταση του μετώπου. Μπορεί στους στρατιώτες του να μην ήταν σωματικά ορατός αλλά η αίσθηση της παρουσίας του ήταν διάχυτη παντού. Εν τω μεταξύ η ελληνική πολιτική ηγεσία τελούσε σε μια κατάσταση τελετουργικής μυστικοπάθειας. Το «κισμέτ» από τους Τούρκους είχε μεταφερθεί σε αυτή. Επικρατούσε μια απάθεια που έμοιαζε με την ψυχραιμία πτώματος σε κατάσταση καταψύξεως. Επαναλάμβανε καθημερινά τον εαυτό της, πιστεύοντας ότι κάτι μπορεί να αλλάξει. Κατάσταση, ομολογουμένως, παρανοϊκή, διότι σε τελευταία ανάλυση παράνοια είναι το να κάνεις διαρκώς τα ίδια πράγματα – συνήθως κατά εσφαλμένο τρόπο – περιμένοντας διαφορετικά αποτελέσματα.
Πού ήλθαν. Δεν ήσαν όμως ευεργετικά…

Υποσημειώσεις:

29. Αντ/χης Κ. Δ. Κανελλόπουλος: «Η Μικρασιατική ήττα…» σ. 55.

30. Ο στρατηγός που υπέστη τη μεγαλύτερη δοκιμασία κατά τη Μικρασιατική εκστρατεία γράφει: «Παν ό,τι ηδύνατο να παράσχη η Μικρά Ασία εις χρήματα, τροφάς, υλικά διετίθετο αποκλειστικώς δια το στράτευμα του Μετώπου. Προαγωγής και διπλού μισθού ετύγχανον μόνον οι εν τω Μετώπω διακινδυνεύοντες αξιωματικοί. Τουναντίον δε εκ των παραμενόντων εν τω εσωτερικώ δι’ οιονδήποτε λόγον, ουδείς προήγετο, έστω και αν παρέμενεν εκεί λόγω τραυμάτων» (Νικόλαος Τρικούπης: «Αναμνήσεις επεισοδίων και γεγονότων εκ των πολέμων μας», Αθήναι 1952, σ. 102). Αυτά εννοείται, που γράφει ο στρατ. Τρικούπης, αφορούν τους Τούρκους.

31. Ο Τρικούπης θεωρεί ότι η απόφαση των Τούρκων να επιτεθούν στις 13 Αυγούστου κατά του Αφιόν, οφείλεται στην απόφαση του Χατζανέστη να επιτεθεί κατά της ΚΠόλεως. Ήθελαν να προλάβουν, προτού οι Έλληνες πετύχουν στο εγχείρημά τους. Ως απόδειξη παραθέτει απόσπασμα διαταγής του Ισμέτ πασά, που εκδόθηκε στις 6 Αυγούστου 1922: «Ο εχθρός προβαίνει εις Θράκην εις ευρείαν ανασύνταξιν και προπαρασκευήν των στρατευμάτων του. Πριν λοιπόν προφθάση να μεταφέρη τα νέα ταύτα στρατεύματα εις Ανατολήν, ευρισκόμεθα εις την ανάγκην ν’ αρχίσωμεν την επίθεσιν» (Νικ. Τρικούπης, όπ. π. σ. 103, με παραπομπή στο έργο του Τούρκου συν/χη Τζεωδέτ Κερήμ Μπέη).

32. Αντ/χης Κ.Δ. Κανελλόπουλος: «Η Μικρασιατική ήττα…», σ. 95.

Από το βιβλίο του Σαράντου Ι. Καργάκου: «Η Μικρασιατική εκστρατεία, 1919 -1922». Από το Επος στην τραγωδία. Αθήνα 2013. Μέρος Γ.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Ιστορικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.