Ο Μακαριστός Ιερομ. Αθανάσιος Χαμακιώτης προσκαρτερών τη προσευχή και τη δεήσει – Μητροπ. Αργολίδος Νεκταρίου Αντωνοπούλου.

Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά όλων των αγίων που είχαν βαθιά μέσα στην ύπαρξη τους το πνεύμα του Θεού, είναι η προσευχή. και το πνεύμα του Θεού δεν είναι υπόθεση σπουδών, διατριβών, διπλωμάτων, αλλά καρπός μιας ζωής που ξέρει να γονατίζει. Έλεγε ένας κληρικός: «Θέλεις να δεις για κάποιον σε τι πνευματική κατάσταση βρίσκεται; Ρώτησε και μάθε πόσο και πως προσεύχεται». Κι ένας άγιος, που είναι πυρπολημένος από την αγάπη του Θεού, δεν μπορεί να ζήσει χωρίς αδιάλειπτη προσευχή. Διαφορετικά πώς είναι δυνατόν να αγαπάς κάποιον και να αποφεύγεις την επικοινωνία μαζί του; η παρουσία του σε γεμίζει χαρά, η απουσία του σου προκαλεί θλίψει. Γι’ αυτό και οι άγιοι αγωνίζονταν συνεχώς και εύρισκαν τρόπους να βρίσκονται δια της προσευχής σε διαρκή επικοινωνία με το Θεό.
Ο γέροντας ήταν άνθρωπος προσευχής. Ύπαρξη που διαρκώς είχε στραμμένη τη διάνοια και την καρδιά του στο Θεό. Δύναμη κρούσης του ήταν η προσευχή. Πέρα από τη λειτουργία, όλη η ζωή του ήταν μια ζωντανή προσευχή. Έδινε φοβερή αξία στην προσευχή, ήταν κάτι το απόλυτα μεγάλο γι’ αυτόν και αφιέρωνε ώρες ολόκληρες σ’ αυτή. Δεν προσευχόταν τυπικά. Συνομιλούσε οικεία και φιλικά με το Θεό «ως παιδίον ψελλίζον» όπως θα έλεγε ο αββάς Ισαάκ, δηλαδή είχε άμεση και ζωντανή σχέση με το Θεό. Τον άκουγαν πολλοί να ψιθυρίζει την ευχή ή το «ο Κύριος μου και ο Θεός μου, δόξα Σοι».
Αρκετοί, και ειδικά οι νεωκόροι που κατά καιρούς υπηρέτησαν τη Νερατζιώτισσα, τον έβλεπαν να σηκώνεται τη νύχτα˙ έβγαινε έξω, γύριζε και θυμιάτιζε την εκκλησία κι έπειτα γοντάτιζε, ή ύψωνε τα χέρια του κάτω από τις νερατζιές, ή τα πεύκα και προσευχόταν εκτενώς, «μόνος μόνω Θεώ». Ήταν τότε η περιοχή της Νερατζιώτισσας ερημική, ήσυχη, δίχως σπίτια. Σπάνια περνούσαν το βράδυ άνθρωποι. Αλλά αυτοί που τύχαινε να περνούν, έβλεπαν με έκπληξη μια σιλουέτα να στέκεται στο σκοτάδι με υψωμένα τα χέρια, ή να γυρίζει γύρω – γύρω στο ναό θυμιατίζοντας. Ο Β. Χ. που έμενε κοντά, μικρό παιδί τότε, τον έβλεπε μαζί με τους φίλους του τις νύχτες να προσεύχεται και με απλό τρόπο παρατηρεί:
-Ήμασταν τότε μικρά παιδιά και δεν μας έκανε ιδιαίτερη εντύπωση. Το θεωρούσαμε φυσικό. Παπάς είναι, λέγαμε τη δουλειά του κάνει! Προσεύχεται. Τί άλλο κάνει ένας παπάς!
Μερικοί είδαν απίστευτες για την κοινή λογική εικόνες. Τον π. Αθανάσιο να μην πατάει στη γη και να φωτίζεται από υπερκόσμιο φως, ή το κεφάλι το υνα κυκλώνεται από φωτοστέφανο. Ο γέροντας έλεγε, ότι η καλύτερη ώρα για να προσευχηθή ο άνθρωπος είναι κατά τις 3 μετά τα μεσάνυχτα.
Σε σωζόμενο χειρόγραφο σημείωμά του, που ευγενώς μας παραχώρησε ο κ. Σ. Σ.. γράφει:
«Η μεγαλυτέρα δύναμις την οποία έχομεν δια να επαναφέρωμεν ψυχάς εις τον Θεόν είναι η δύναμις της προσευχής. Και το υψηλότερον όπου ημπορεί τις να κάμη είναι να προσεύχεται. Όταν το Άγιον Πνεύμα εγγίζη την καρδίαν ενός ανθρώπου, πάντοτε εμπνέει θερμήν αγάπην εις την καρδίαν του. Οδηγεί την ψυχήν να ανακαλύψη το μυστικόν ότι όλα πηγάζουν από την προσευχήν. Η υπηρεσία και η πράξις, ό,τι είμεθα και ό,τι επιθυμούμεν να είμεθα, εξέρχονται από την συνάφειαν με τον Θεόν».
Προσευχόταν πολύ για τα πνευματικά του παιδιά. Αμέτρητοι άνθρωποι είχαν γευθεί τα αποτελέσματα των προσευχών του, τους καρπούς της προς τον Θεόν παρρησίας του. Προσευχόταν για όλο τον κόσμο και ειδικά τότε που η φρίκη του πολέμου κυριαρχούσε στο παγκόσμιο σκηνικό. Τότε μάλιστα καθιέρωσε και την παράκληση κάθε Παρασκευή, «υπέρ της ειρήνης του σύμπαντος κόσμου», την οποία συνέχισε ως το τέλος.
Στα πνευματικά του παιδιά τόνιζε πολύ την ανάγκη της προσευχής και τους παρότρυνε να προσεύχονται.
-Η προσευχή, έλεγε, είναι το καταφύγιο κάθε χριστιανού.
– Να κάνεις κι εσύ προσευχή, να κάνω κι εγώ και θα δείξει ο Θεός, συμβούλευε σε πιο δύσκολα προβλήματα.
Μεταφέρουμε αποσπάσματα από επιστολές του σε πνευματικά του παιδιά, όπου αναφέρεται στο θέμα της προσευχής.
«… Να προσεύχεσαι θερμά και να εμπιστευθής την υπόθεσίν σου εξ ολοκλήρου εις τον Κύριόν μας και να τον παρακαλέσης να σου χορηγήση τα καλά και τα συμφέροντα. Είναι αλήθεια ότι ο άνθρωπος δεν πρέπει να μένη μετέωρος… η ψυχή η παραδιδόμενη εις τον Κύριον έχει να κερδήση τα μέγιστα, διότι ειρηνεύει, γαληνεύει, δύναται να προσεύχεται, έχει τον νουν διαυγή, την καρδίαν καθαράν και εαυτόν σχετικώς αμόλυντον. Σκοπός της ζωής μας είναι η σωτηρία της ψυχής μας. Και είτε εις την μίαν παράταξιν ευρίσκεται ο άνθρωπος είτε εις την άλλην οφείλει να φροντίζη δια την σωτηρίαν της ψυχής του και μόνον (ότι) σήμερον ευρίσκεται μακρά των εγκοσμίων οφείλεις να ευαρεστής τον Κύριον χωρίς να έχης καμίαν ανησυχίαν δια την αύριον.
…Η επιμονή και υπομονή δια την επιτυχίαν του θελήματος του Θεού, η εγκατέρησις εις την ιεράν προσευχήν θα φέρη τα καλύτερα αποτελέσματα απ’ ό,τι ημείς ζητούμεν προηγουμένως. Θα φέρη προπαντός την ειρήνην της ψυχής και τον αγιασμόν «ου χωρίς ουδείς όψεται τον Κύριον…».
«Έχετε ανάγκην μεγάλης προσοχής και εγκαρτερήσεως εν τη προσευχή. Αλλά δια να εισακουώμεθα, πρέπει να έχωμεν την μεγίστην των αρετών, την ταπείνωσιν, η οποία είναι η βάσις και το κορύφωμα πασών των αρετών. Επίσης εν τη προσευχή να λησμονώμεν ει τι έχωμεν κατά τινός. Να ζητούμεν αγάπην, συγχώρησιν και μετάνοιαν δια τους διώκοντας ημάς, να αποφεύγωμεν την κατάκρισιν…».
Πολλές φορές τα πνευματικά του παιδιά τον ρωτούσαν όπως οι απόστολοι το Χριστό. «Κύριε, δίδαξον ημάς προσεύχεσθαι». Έλεγαν:
-Πατέρα, δεν μπορώ να κάνω προσευχή, δυσκολεύομαι. Πώς να κάνω;
Ο γέροντας σαν να απορούσε. Πολύ φυσικά, αυθόρμητα και παραστατικά σηκωνόταν απ’ το κάθισμα, γονάτιζε, ύψωνε τα χέρια του και έλεγε:
-Να έτσι, έτσι παιδί θα προσεύχεσαι!
Συνιστούσε μάλιστα και το θαυμάσιο βιβλίο. Οι περιπέτειες ενός προσκυνητού, ειδικά σε ανθρώπους που είχαν περισσότερο ζήλο. Πάντα όμως με διάκριση. Κάποτε η Χ. Μ., ενθουσιασμένη απ’ το βιβλίο, προσπάθησε να μιμηθεί τον προσκυνητή και να κάνει πολλά κομποσχοίνια. Ο π. Αθανάσιος την άκουσε και με χαμόγελο την προσγείωσε πολύ απλά.
-Παιδί, μην κάνεις υπερβολές. Ο προσκυνητής δεν είχε τις δουλειές που έχεις εσύ.
Ο γέροντας ένιωθε μια ιδιαίτερη άνεση και αγάπη στην Υπεραγία Θεοτόκο και στους αγίους. Μια στάση παιδικής σχέσης, φιλικής, οικείας αναστροφής, αφελότητας καρδιάς. Απευθυνόταν στην Παναγία, την «Κυρία μας Θεοτόκο», ή «την Κυρούλα μου» όπως συνήθιζε να λέει με χαριτωμένη παιδικότητα.
-Μανούλα μου, σώσε μας.
Ακουμπούσε το κεφάλι του στην εικόνα της και επαναλάμβανε τα ίδια λόγια, ή άλλες απλές αιτήσεις. Έλεγε μάλιστα:
-Της Παναγίας το κερί να είναι πάντα αναμμένο στο κελλί.
Παρόμοια απευθυνόταν και στην αγία Άννα. Όταν πλησίαζε την εικόνα της, τη χάιδευε και έλεγε:
-Μανούλα της μανούλας μου, βοήθησέ μας.
Από τους αγίους φαίνεται πως ιδιαίτερα αγαπούσε και σεβόταν τον άγιο Ιωάννη Πρόδρομο, τον οποίο ονόμαζε «αφέντη». Προσευχόταν και όταν τέλειωνε του έλεγε:
-Αφέντη μου, θα τα πούμε και πάλι.
Στη συνέχεια θα δούμε και μερικά θαυμαστά γεγονότα που συνέβησαν στον ίδιο, ή σε πνευματικά του παιδιά με την επέμβαση των αγίων.
Σε ένα από τα σωζόμενα χειρόγραφά του, ο π. Αθανάσιος έχει συλλέξει και καταγράψει μικρές προσευχές, ερανισμένες από τους ψαλμούς, τα λειτουργικά βιβλία, τα πατερικά κείμενα, ή δικές του που αποτελούν το ξεχείλισμα της προσευχόμενης ψυχής του. Μεταφέρουμε ένα τμήμα απ’ αυτές.
«Ευχαί κατανυκτικαί και σύντομοι.
Κύριε καρδίαν καθαράν κτίσον εν εμοί τω αμαρτωλώ,και πνεύμα ευθές εγκαίνισον εν τοις εγκάτοις μου.
Κύριε, μη αποστρέψης το πρόσωπόν σου από του παιδός σου, ότι θλίβομαι˙ ταχύ επάκουσόν μου, και λύτρωσαι την ψυχήν μου από των αοράτων εχθρών μου εν ώρα του θανάτου.
Κύριε, οδήγησόν με εν τη τρίβω των εντολών σου και πορεύσομαι εν τη αληθεία σου, ότι αυτήν ηγάπησα εκ νεότητός μου. Ευφρανθήτω νυν η καρδία μου, του φοβείσθαι το όνομά σου το άγιον.
Κύριε, κατεύθυνον την προσευχήν μου ως θυμίαμα ενώπιόν σου, και πρόσδεξαι αυτήν εις οσμήν ευωδίας και λύτρωσαί με από της αιωνίου κολάσεως δια την άκραν σου φιλανθρωπίαν.
Κύριε, φώτισον τον νουν μου και την καρδίαν, ήν εσκότισεν η πονηρά επιθυμία και καθάρισον την ψυχήν μου από παντός μολυσμού σαρκός και πνεύματος πονηρού.
Κύριε, χάρισαί μοι πνεύμα σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, πραότητος, υπομονής, αγάπης, ίνα με οδηγή εις οδόν σωτηρίας.
Κύριε, φύτευσον την ουράνιον αγάπην εν τη καρδία μου, και ρίζωσον αυτήν εκεί, ίνα σε αγαπώ εξ όλης της καρδίας μου, και φυλάττω προθύμως πάντα τα θεία σου προστάγματα μέχρι τέλους της ζωής μου.
Κύριε, επίβλεψον εξ ουρανού, και ίδε την ασθένειαν της ψυχής μου, και πέμψον την χάριν σου εις βοήθειάν μου, ίνα εν εμοί δοξασθή το όνομά σου το άγιον.
Κύριε, Ιησού Χριστέ, έγγραψον το όνομα του δούλου σου εν τη ουρανίω βίβλω της ζωής, χαριζόμενός μοι και τέλος αγαθόν.
Κύριε ο Θεός μου, ουδέν αγαθόν εποίησα μέχρι της παρούσης ημέρας, αλλά δος μοι κατά την σην χρηστότητα βαλείν σήμερον αρχήν αγαθήν.
Κύριε, διόρθωσον τους δρόμους της ζωής μου κατά το θέλημά σου το άγιον και οδήγησόν με εις οδόν σωτηρίας, ίνα σε προσκυνώ και δοξάζω εις πάντας τους αιώνας.
Κύριε, δίδαξόν με, πως δει και υπέρ ων δει προσεύχεσθαι.
Κύριε, εγώ μεν ως άνθρωπος αμαρτάνω, συ δε ως Θεός ελέησόν με.
Κύριε, ο Θεός του ουρανού και της γης, μνήσθητί μου του αμαρτωλού, του αισχρού, του μιαρού και ακαθάρτου κατά το μέγα έλεός σου ,όταν έλθης εν τη βασιλεία σου.
Κύριε, δος μοι άγγελον πιστόν οδηγόν και φύλακα της ψυχής μου και του σώματος, και προστάτην της ζωής μου, ίνα με διαφυλάττη σώον από βλάβης του διαβόλου, και χειραγωγή με προς τον φόβον σου μέχρι τέλους της ζωής μου.
Κύριε, δος μοι κατάνυξιν, και συντριβήν εν τη καρδία μου, ίνα κλαίω συχνάκις υπέρ των αμαρτιών μου, και λύτρωσαί με εκ πάντων των θηρευόντων την ψυχήν μου, ότι επί σοι ήλπισα.
Κύριε, Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού του ζώντος, ελέησόν με τον αμαρτωλόν.
Κύριε ο Θεός μου, ελέησόν με κατά το μέγα έλεός σου, και μη αποδώσης μοι κατά τα έργα μου. Διότι αι αμαρτίαι μου αριθμόν ουκ έχουσιν.
Κύριε, αξίωσόν με αγαπάν σε εξ όλης της καρδίας μου, και εξ όλης της ψυχής μου, και εξ όλης της δυνάμεώς μου, και εξ όλης της διανοίας μου, και τηρείν εν πάσι το θέλημά σου το άγιον.
Συ Κύριε, ο οδηγός μου, ευδόκησε να απομακρύνης από εμέ πάσαν ματαίαν σκέψιν και πράξιν. Αποδίωξε απ’ εμού την ακαταστασίαν και το ευμετάβλητον της διανοίας, την απασχόλησιν της καρδίας εις επιθυμίας ματαίας και αμαρτωλάς, την πολυλογίαν και περιττολογίαν του στόματός μου, την αλαζονείαν των οφθαλμών, την αχόρταγον της κοιλίας επιθυμίαν, την κατάκρισιν και τον εξευτελισμόν του πλησίον, την απρεπή και παράνομον κατά των άλλων καταλαλιάν, απάλλαξέ με από τον ερεθισμόν της περιεργείας, από την όρεξιν του πλουτισμού από τον πόθον της ματαίας παρά των ανθρώπων δόξης από την πονηρίαν της υποκρισίας, από την πανουργίαν της κολακείας. Αποδίωξε απ’ εμού την αδιαφορίαν δια τους πτωχούς, την καταπίεσιν των αδυνάτων, την φλογεράν δίψαν της φιλαργυρίας, το δηλητήριον του φθόνου και την θανατηφόρον βλασφημίαν».

Από το βιβλίο: Ιερομόναχος Αθανάσιος Χαμακιώτης, 1891-1967. Του Αρχιμ. (και νυν Μητροπ. Αργολίδος) Νεκταρίου Αντωνοπούλου.
Εκδόσεις, Ακρίτας. Αθήναι 1998.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Θαυμαστά γεγονότα, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.