Ο Δεκανεύς μας – Ν. Α. Κοντόπουλου.

– Ο λόχος να είναι έτοιμος προς εκκίνησιν! Διέταξεν ο λοχαγός.
Εντός πέντε λεπτών εξεκινήσαμεν. Πού επηγαίνομεν; Εις την πρώτην γραμμήν να μετρηθώμεν και πάλιν με τους Ιταλούς; Ως εφεδρεία; Κανείς μας δεν εγνώριζεν.
Ενώ εβαδίζομεν, εις μίαν καμπήν του δρόμου, διετάχθη ολιγόλεπτος ανάπαυσις. Έξαφνα προβάλλει από τα αριστερά, από εν μονοπάτι, εις μικρός, δέκα – δώδεκα ετών.
Το πρόσωπόν του εφαίνετο φοβισμένον˙ τα μαλλάκια του, που δεν είχον σκούφον να τα συγκρατούν, έπιπτον ακατάστατα εις το μέτωπον. Τα ενδύματά του πτωχικά και βρεγμένα, τα υποδήματά του τόσον μεγάλα, που και τα δύο πόδια του εχωρούσαν εις το εν. Από τον ώμόν του είχε κρεμάσει ένα σάκκον, «τράστο», μεγάλον και βαρύν δια την ηλικίαν του˙ και ο ώμός του από το βάρος έκλινεν, ενώ ο σάκκος ήγγιζε σχεδόν την γην.
-Πού πηγαίνεις, παιδί μου; Τον ηρώτησεν ο δεκανεύς μας.
-Σπίτι μου.
-Και πού είναι το σπίτι σου; Τί κάνεις εδώ;
Με δάκρυα εις τους οφθαλμούς εξήγησεν ο μικρός, ότι τον είχε στείλει η μητέρα του εις το γειτονικόν χωρίον να πάρη ολίγον άλευρον δανεικόν από μίαν θείαν του. Αλλά, έλεγε, πλησιάζει να νυκτώση και φοβείται, διότι εις το βουνόν είναι λύκοι…
Ο δεκανεύς επήρε πλησίον του το παιδί, το εθώπευσεν, ήνοιξε το σακκίδιόν του, έκοψεν εν τεμάχιον κουραμάνας, του το έδωσε, καθώς και μίαν φούκταν σταφίδος και εν πακέτον σύκα.
-Ασφαλώς ο δεκανεύς, εσκέφθημεν, θα μείνη το βράδυ νηστικός προς χάριν του μικρού.
Ο μικρός εσήκωσε τα ματάκια του και έβλεπε με ευγνωμοσύνην τον απροσδόκητον προστάτην.
-Έχεις πατέρα, παιδί μου; Το ηρώτησεν ο δεκανεύς.
-Ναι!
-Και τί δουλειά κάνει;
-Είναι στρατιώτης˙ πολεμά τους Ιταλούς.
Ο δεκανεύς το εθώπευσε πάλιν, το εκοίταξε με βλέμμα στοργικόν, αλλά δεν το ηρώτησε πλέον.
Όλοι εγνωρίζομεν τον δεκανέα. Ήτο άνθρωπος καλόκαρδος, αλλά ολιγομίλητος˙ δι’ αυτό πολλοί τον εθεώρουν ως παράξενον. Ποτέ δεν τον είδομεν να εξοδεύση χρήματα και από ό,τι εφαίνετο ήτο πτωχός. Εν τούτοις ήτο το καλύτερον παλληκάρι του λόχου. Πρώτος ερρίπτετο εις την μάχην και πρώτος ανέβαινεν εις το εχθρικόν χαράκωμα. Δι’ αυτό και ο λοχαγός είχε προτείνει να παρασημοφορηθή «επ’ ανδραγαθία».
Προστατευόμενος. Εις μίαν στιγμήν βλέπομεν τον δεκανέα να παίρνη τον μικρόν από την χείρα και να παρουσιάζεται εις τον λοχαγόν. Τί του είπεν; Ποίαν απάντησιν έλαβεν; Δεν γνωρίζομεν. Όταν επέστρεψεν εις την θέσιν του, εκράτει πάλιν τον μικρόν από την χείρα.
Έπειτα από ολίγον εξεκινήσαμεν˙ άλλ’ αντί ν’ ακολουθήσωμεν τον δημόσιον δρόμον, ανέβημεν δεξιά προς το βουνόν από το μονοπάτι.
Ο δεκανεύς, συντροφευόμενος από τον μικρόν, χωρίς ούτε τώρα να του αφήση την χείρα, εβάδιζεν εις την θέσιν του. Είχεν όμως προσθέσει εις το βάρος του στρατιωτικού του φορτίου και το βάρος του σάκκου του μικρού. Πολλοί στρατιώται προσεφέρθησαν να τον ελαφρώσουν, αλλά με κανένα τρόπον δεν εδέχθη. Ενόμιζεν, ότι τίποτε δεν τον εβάρυνεν.
Δεκανεύς και μικρός εβάδιζον ο εις πλησίον του άλλου, χωρίς ούτε λέξιν ν’ ανταλλάξουν. Μόνον τα βλέμματά των συνηντώντο, τα οποία έλεγον πολλά.

Εις το πρώτον χωρίον, όπου εφθάσαμεν, ήτο και η πτωχή καλύβη του μικρού, η οικία του. Ο παράξενος δεκανεύς εξήγαγε τότε από το χιτώνιόν του εν σημειωματάριον. Μέσα εις αυτό είχεν εν, μόνον εν, πηντηκοντάδραχμον˙ φαίνεται, ότι δεν είχεν άλλα χρήματα. Το επήρε και το έδωσεν εις τον μικρόν λέγων:
-Να το δώσης στη μάννα σου!
-Ευχαριστώ! Εψιθύρισε το παιδί˙ και τα μάτια του εδάκρυσαν.
-Και να γίνης καλός άνθρωπος και καλός Έλλην! Ακούς; προσέθεσεν ο δεκανεύς.
-Ακούω! Ευχαριστώ!
-Καληνύκτα λοιπόν!
Και έσκυψε και εφίλησεν εις τα μάτια τον μικρόν.
-Καληνύκτα! Είπε και το παιδί˙ και έφυγεν.
Μόλις συνεκρατήσαμεν τα δάκρυά μας βλέποντες την τρυφερότητα του γενναίου στρατιώτου.

Ο δεκανεύς, μόλις έφυγεν ο μικρός, ως να ήθελε να ελαφρώση από το βάρος, το οποίον του επίεζε τα στήθη, εγύρισε και μας είπεν:
-Είμαι και εγώ πατέρας, συνάδελφοι. Έχω ένα παιδί σαν τον μικρό. Ημπορεί να το εύρη κανείς στο δρόμο κλαμένο και νηστικό…
Δεν ηδυνήθη να συνεχίση˙ εις λυγμός διέκοψε τον λόγον του. Αρκετήν ώραν, ενώ εξηκολούθει η πορεία μας, τα μάτια του δεκανέως ήσαν υγρά από τα δάκρυα. Κάπου μακράν, εις κάποιαν γωνίαν της Ελλάδος, έβλεπε την πτωχικήν του οικίαν, τους αγαπημένους του, το παιδί του!
Ν. Α. Κοντόπουλος.

Από το βιβλίο: Αναγνωστικόν της πέμπτης τάξεως του δημοτικού σχολείου. Ν. Κοντοπούλου – Δ. Κοντογιάννη, Γ. Καλαματιανού Θ. Γιαννοπούλου. Αθήναι 1952
Οργανισμός Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.