Από τη διήγηση των περιοδειών του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου.

Όταν ο απόστολος Ιωάννης διασώθηκε από το φοβερό εκείνο ναυάγιο1 και ύστερα από σαράντα μέρες η θάλασσα τον έβγαλε κοντά στην Έφεσο, βρήκε εκεί εμένα, τον Πρόχορο, να στέκομαι στην παραλία, όπως μου είχε πει πριν από το ναυάγιο. Με αγκάλιασε λοιπόν, ευχαρίστησε τον Θεό και έπειτα με πήρε, μπήκαμε στην Έφεσο και καταλύσαμε στην περιοχή που λέγεται ¨της Αρτέμιδος», όπου υπήρχε και λουτρό κάποιου Διοσκορίδη, άρχοντα της πόλης. Μου είπε λοιπόν ο Ιωάννης: «Παιδί μου Πρόχορε, κανείς σε αυτή την πόλη να μη μάθει ποιοί είμαστε και για ποια αιτία ήρθαμε εδώ, ώσπου να μας φανερώσει ο Κύριος σε αυτούς και να αποκτήσουμε παρρησία».
Όπως τα έλεγε αυτά, ήρθε η Ρωμάνα, μια αλαζονική γυναίκα στην υπηρεσία του Διοσκορίδη, υπεύθυνη για τη λειτουργία του λουτρού, την οποία όλοι την απέφευγαν για την πολλή της σκληρότητα.
Αυτή, καθώς είχε στη φροντίδα της το λουτρό, μας είδε και, εξαιτίας της φτωχικής μας εμφάνισης, σκέφτηκε ότι δεν θα έχουμε ούτε ψωμί και ότι από ανάγκη θα δουλεύαμε στο λουτρό της, χωρίς να ζητήσουμε μεγάλο μισθό. Είπε λοιπόν αμέσως στον Ιωάννη: «Από πού είστε, άνθρωπε; Και ποια είναι η θρησκεία σας;» «Είμαστε από ξένη χώρα», αποκρίθηκε εκείνος. «Ως προς την προέλευση είμαστε Ιουδαίοι, με τη χάρη του Θεού χριστιανοί, και μόλις σωθήκαμε από ναυάγιο». Αυτή πρόσθεσε: «Θέλεις εσύ να καις το καμίνι του λουτρού και ο σύντροφός σου να δουλεύει μέσα στο λουτρό;» Ο Ιωάννης συμφώνησε, και αυτή μας πήρε αμέσως μέσα στο λουτρό, όπου μας έβαλε στις αντίστοιχες δουλειές. Μας έδινε κάθε μέγα για τροφή τρεις λίτρες ψωμί και τέσσερις οβολούς.
Την τέταρτη μέρα της εργασίας μας εκεί, ο Ιωάννης, από κάποια αδεξιότητα, δεν πύρωσε το καμίνι όσο έπρεπε. Όταν ήρθε η Ρωμάνα και το αντιλήφθηκε αυτό, χτύπησε αδιάντροπα τον Ιωάννη με το ίδιο της το χέρι και αφού τον έριξε στο έδαφος, άρχισε να τον βρίζει: «Δούλε, που έφυγες από τη χώρα σου, κακότυχε, εξόριστε, αφού είσαι εντελώς άχρηστος γιατί ανέλαβες τέτοια δουλειά; Είσαι απατεώνας, όπως φαίνεται. Εγώ θα ξεσκεπάσω τα τεχνάσματά σου. Στη Ρωμάνα δουλεύεις που είναι ξακουστή μέχρι τη Ρώμη. Από εδώ και πέρα θα είσαι δούλος μου. Μη νομίζεις ότι θα ξεφύγεις από τα χέρια της κυρίας σου, γιατί εύκολα μπορώ να σε πιάσω, αν ποτέ τολμήσεις κάτι τέτοιο, και να σε εξοντώσω κακήν κακώς. Άλλαξε λοιπόν μυαλά, και όπως φροντίζεις ευχαρίστως για το φαγητό, έτσι φρόντιζε και τη δουλειά σου, πριν σε εξοντώσω χωρίς λύπη».
Ο Ιωάννης της απάντησε: «Κυρία, πρόσφατα άρχισα τη δουλειά και προηγουμένως δεν την ήξερα καθόλου. Με τον καιρό θα αποκτήσω πείρα και θα γίνω χρήσιμος». Μετά από αυτά, η γυναίκα έφυγε και εμένα με πλημμύρισε βαριά στενοχώρια για όσα σκληρά βρήκαν μαζεμένα τον Ιωάννη, και ενώ δεν είχαμε περάσει ακόμα ούτε τέσσερις μέρες στον τόπο. Ο Ιωάννης το κατάλαβε, με τη χάρη του Πνεύματος, και μου είπε: «Παιδί μου Πρόχορε, όταν κληρώθηκε σ’ εμένα η Ασία και εγώ είχα δισταγμούς, θυμάσαι σε τι ναυάγιο πέσαμε; Και όχι μόνο εμείς, αλλά και όσοι ήταν στο πλοίο, χωρίς να φταίνε, έγιναν συμμέτοχοι της δικής μου καταδίκης και ναυάγησαν και εκείνοι, έστω και αν σώθηκαν με την πρόνοια του Θεού. Θυμάσαι επίσης ότι έκανα σαράντα μέρες στη θάλασσα, για να μάθω να υπακούω στον Θεό και όχι σε ανθρώπινους λογισμούς, ώσπου ο Θεός κάμφθηκε από την ίδια του την ευσπλαχνία και με έβγαλε στην στεριά; Γνωρίζοντας λοιπόν αυτά, δεν πρέπει να στενοχωριέσαι αλλά να ευχαριστείς για τους πειρασμούς, και ούτε να θεωρείς πειρασμό τις άθλιες απειλές μιας γυναίκας. Πήγαινε λοιπόν στη δουλειά που σου ανατέθηκε και κάνε την με κάθε επιμέλεια. Γιατί ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, ο δημιουργός του σύμπαντος, έγινε για μας παράδειγμα και πρότυπο και δείχνοντάς μας το κέρδος της υπομονής είπε: «Με την υπομονή σας θα σώσετε τις ψυχές σας»2 Με τα λόγια αυτά έδιωξε τη στενοχώρια μου και με ενθάρρυνε.
Την άλλη μέρα ήρθε η Ρωμάνα και είπε στον Ιωάννη: «Πολλά άκουσα πάλι να λένε για εσένα, ότι δεν προσέχεις τη δουλειά σου και ότι επίτηδες δεν την κάνεις καλά, για να σε διώξω. Άδικα όμως τα σκέπτεσαι αυτά και κακό του κεφαλιού σου θα κάνεις. Γιατί αν στ’ αλήθεια διαπιστώσω ότι έτσι είναι τα πράγματα, δεν θα σου αφήσω ούτε ένα μέλος γερό, αλλά όλα θα τα τσακίσω και θα τα αχρηστέψω τελείως».
Στα λόγια αυτά ο Ιωάννης δεν απάντησε τίποτα. Εκείνη, παίρνοντας την πραότητα και ηρεμία του Ιωάννη για δειλία και ηλιθιότητα, του επιτέθηκε με περισσότερη αγριότητα και τον απειλούσε λέγοντας: «Δεν είσαι δούλος μου, αχρείε; Τί λες; Δεν αναγνωρίζεις ότι είσαι δούλος; Μίλα. Απάντησέ μου». Και ο Ιωάννης της είπε: «Ναι, δούλοι είμαστε και εγώ και ο σύντροφός μου Πρόχορος».
Εκείνη πιάστηκε από αυτά τα λόγια και αμέσως επιβουλεύτηκε την ελευθερία μας. Πήγε σε κάποιον δικηγόρο και έβαλε σε εφαρμογή την επιβουλή της λέγοντας: «Από τους γονείς μου κληρονόμησα δυο δούλους, οι οποίοι αντέδρασαν εδώ και πολλά χρόνια, και με τον καιρό έχασα και τα χαρτιά ιδιοκτησία τους. Τώρα όμως αυτοί ξαναγύρισαν και αναγνωρίζουν ότι είναι δούλοι μου. Μπορώ λοιπόν να κάνω καινούργια χαρτιά;». Ο δικηγόρος της αποκρίθηκε: «Αν ομολογήσουν μπροστά σε μάρτυρες ότι είναι δούλοι σου κληρονομικοί, μπορείς να το κάνεις αυτό».
Ο Ιωάννης τα κατάλαβε αυτά με τη χάρη του Πνεύματος και μου είπε: «Παιδί μου Πρόχορε, να ξέρεις ότι αυτή η γυναίκα θα απαιτήσει από εμάς έγγραφη ομολογία, θέλοντας να επικυρώσει μπροστά σε μάρτυρες ότι είμαστε δούλοι της. Μη λυπηθείς λοιπόν από αυτό, αλλά μάλλον να χαίρεσαι, γιατί από αυτό θα δοξαστεί ο Θεός και γρήγορα θα δείξει σε ποιον ανήκουμε».
Ενώ ο Ιωάννης τα έλεγε αυτά, ήρθε η Ρωμάνα. και αφού έπιασε τον Ιωάννη από το χέρι, άρχισε να τον χαστουκίζει και να λέει: «Δούλε κακέ, γιατί, όταν μπαίνει η κυρία σου, δεν την υποδέχεσαι και δεν την προσκυνάς; Μήπως νομίζεις ότι είσαι ελεύθερος; Είσαι δούλος της Ρωμάνας». Και αμέσως μας ρώτησε απειλητικά: «Δεν ήσασταν δούλοι μου;» Ο Ιωάννης της απάντησε: «Και μια και δυο σου είπα ότι είμαστε δούλοι». Εκείνη συνέχισε: «Τίνος δούλοι, αχρείε;» Εκείνου του οποίου το έργο κάνουμε», της είπε. Και εκείνη κατέληξε: «Στ’ αλήθεια, αφού το έργο είναι δικό μου, και εσείς είστε δούλοι μου». Ο Ιωάννης πρόσθεσε: «Και γραπτά και προφορικά αναγνωρίζουμε ότι είμαστε δούλοι». «Γραπτά θέλω, μπροστά σε μάρτυρες», είπε εκείνη, και αυτός απάντησε: «Αν θέλεις, μην καθυστερείς αλλά κάνε αυτό που νομίζεις».
Μας πήρε τότε και μας πήγε κάπου κοντά στον ναό της Άρτεμης, σε δημόσιο μέρος, και μπροστά σε μάρτυρες πήρε τις γραπτές ομολογίες μας. Έπειτα μας έφερε πάλι τον καθένα στη δουλειά του λουτρού που μας είχε αναθέσει.
Στο λουτρό αυτό, από τότε που φτιάχτηκε, παραμόνευε ένας δαίμονας,3 ο οποίος τρεις φορές τον χρόνο έπνιγε όσους έμπαιναν να λουστούν χωρίς να παίρνουν τα μέτρα τους. Ο Δόμνος λοιπόν, ο γιος του Διοσκορίδη, φροντίζοντας για την ομορφιά του σώματος, μπήκε κάποτε αργά τη νύχτα μόνος στο λουτρό για να λουστεί, και ο δαίμονας του όρμησε ξαφνικά και τον έπνιξε. Όταν μπήκαν οι δούλοι του και τον βρήκαν νεκρό, βγήκαν με κλάματα λέγοντας: «Αλίμονό μας, ο κύριός μας πέθανε. Τί θα κάνουμε;».
Η Ρωμάνα, μόλις το άκουσε, έσχισε τη μαντίλα που είχε στο κεφάλι και τραβώντας τα μαλλιά της έκλαιγε και θρηνώντας έλεγε: «Αλίμονο, τι θα πω και τι θα αποκριθώ στον κύριό μου τον Διοσκορίδη όταν με ρωτήσει γι’ αυτό; Δεν υπάρχει παρηγοριά γι’ αυτή τη συμφορά. Σίγουρα θα πέσει και θα ξεψυχήσει μην αντέχοντας την ασήκωτη είδηση, γιατί ο κύριός μου ο Δόμνος ήταν μοναχοπαίδι. Αλλά βοήθα, Άρτεμη, μεγάλη θεά των Εφεσίων».
Αυτά και άλλα περισσότερα λέγοντας κατάκοβε τα χέρια της και χτυπούσε το πρόσωπό της. Και ο Ιωάννης, βγαίνοντας από εκεί που δούλευε, με ρώτησε: «Παιδί μου Πρόχορε, τι είναι αυτά που ακούγονται; Τι έπαθε αυτή η γυναίκα;».
Η Ρωμάνα, όταν μας είδε να μιλάμε, έτρεξε και έπιασε τον Ιωάννη λέγοντας: «Μάγε, φανερώθηκαν τα μάγια που έκανες. Γιατί από τη μέρα που μπήκες εδώ, μας εγκατέλειψε η θεά μας. Ή λοιπόν ανάστησε τον γιο του κυρίου μου, ή αυτή την ώρα θα χωρίσω την ψυχή σου από το σώμα σου». Ο Ιωάννης τη ρώτησε: «Κυρία πες μου, τι είναι αυτό που σε λυπεί;» Και εκείνη, γεμάτη θυμό που δεν μπορούσε να τον συγκρατήσει, σήκωσε το χέρι της και χαστούκισε τον Ιωάννη λέγοντας: «Κακέ δούλε και για την κακία σου εξόριστε, όλη η Έφεσος έμαθε κιόλας το γεγονός, και εσύ ρωτάς σαν ανήξερος; Ο γιος του Διοσκορίδη, του κυρίου μου, πέθανε μέσα στο λουτρό!».
Όταν τα άκουσε αυτά ο Ιωάννης, μου φάνηκε πως χάρηκε κάπως, και αφού αποσύρθηκε λίγο για να προσευχηθεί, μπήκε στο λουτρό και έδιωξε από εκεί τον ακάθαρτο δαίμονα. Έπειτα επανέφερε την ψυχή του παιδιού στο σώμα, το πήρε από το χέρι, το έφερε έξω περπατώντας και είπε στη Ρωμάνα: «Πάρε ζωντανό τον γιο του κυρίου σου και μη λυπάσαι».
Η Ρωμάνα, όταν είδε το γεγονός, έμεινε κατάπληκτη και πέφτοντας στα πόδια του Ιωάννη τον παρακαλούσε να τη συγχωρήσει για όσα κακά του έκανε. Εκείνος της απάντησε: «Γυναίκα, πίστεψε στον Κύριό μας Ιησού Χριστό, του οποίου εγώ είμαι μαθητής και απόστολος, και όλα αυτά θα σου συγχωρηθούν». Αυτή τότε είπε: «Από εδώ και πέρα, άνθρωπε του Θεού, πιστεύω σε όλα, όσα λέγονται από το στόμα σου».
Στο μεταξύ κάποιος από τους δούλους του Διοσκορίδη έτρεξε και του είπε για το θάνατο του γιού του. Εκείνος, χτυπημένος σαν με σπαθί από την αναπάντεχη συμφορά, έπεσε αμέσως νεκρός. Ο Ιωάννης όμως, όταν το έμαθε, ήρθε και ανέστησε και αυτόν. και όλους αυτούς, επειδή πίστεψαν, τους βάφτισε. Και από το γεγονός αυτό πολλοί από τους Εφεσίους οδηγήθηκαν στην πίστη.

Υποσημειώσεις.
1. Όπως αναφέρει στα προηγούμενα η διήγηση αυτή, στον απόστολο Ιωάννη, μετά την Ανάληψη, έπεσε ο κλήρος να κηρύξει το Ευαγγέλιο στην Ασία, αυτός όμως αντέδρασε. Τότε ο Θεός επέτρεψε να πέσει σε ναυάγιο. Βλ. Γ’ τόμο του Ευεργετινού, Υπόθεση ΙΒ’, στην αρχή.
2. Λουκ. 21, 19.
3. Κάτι παρόμοιο βλ.κ στον Α’ τόμο του Ευεργετινού, υπόθεση ΛΘ’, από τον βίο του αγίου Γρηγορίου του θαυματουργού, σ’. 360.

Από το βιβλίο: Ευεργετινός: “Ήτοι Συναγωγή των θεοφθόγγων ρημάτων και διδασκαλιών των θεοφόρων και αγίων πατέρων, από πάσης γραφής θεοπνεύστου συναθροισθείσα.”

Τόμος 2-ος. μετάφραση (Νεοελληνική απόδοση): Δ. Χρισταφακόπουλος

Εκδόσεις, Το Περιβόλι της Παναγίας, 2001

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Δημοσιεύθηκε στην Αγιολογικά - Πατερικά, Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.