Από τον βίο του αγίου Ευθυμίου.

Όποιος δίνει κάποιο από τα πράγματα που ανήκουν στην μονή, ή το παίρνει ο ίδιος, πολύ αμαρτάνει απέναντι στο Θεό και ακόμη πιο πολύ θα τιμωρηθεί.
Γι’ αυτό πρέπει αυτά τα πράγματα πολύ να τα φροντίζουμε, γιατί είναι αφιερωμένα στον Θεό, και να μην καταφρονούμε ούτε τα πιο ασήμαντα. Γενικά, η αμέλεια είναι σε όλα επιζήμια.

Στην αδελφότητα της μονής του αγίου Ευθυμίου ήταν κάποιος μοναχός Θεόδωτος από τη Γαλατία. Αυτός, όταν ήταν ηγούμενος ο Θωμάς από την Απάμεια, με παρακίνηση του πονηρού πήρε κρυφά από το διακονικό τα εξακόσια χρυσά νομίσματα, τα οποία είχε προσφέρει στη μονή ο Στέφανος που έκανε ηγούμενος σε αυτήν πριν από τον Θωμά, και τα οποία ήταν από την περιουσία που άφησε πεθαίνοντας ο αδελφός του.
Όταν σηκώθηκε την άλλη μέρα το πρωί ο Θεόδωτος, προσποιούνταν τον οργισμένο και έκανε πως αγανακτεί, επειδή τάχα δεν μπορούσε να έχει ησυχία. Με αυτήν την πρόφαση έφυγε από το μοναστήρι, φαινομενικά γιατί ήθελε τόπο χωρίς θορύβους, στην πραγματικότητα όμως γιατί βιαζόταν να διαφύγει την προσοχή και να κρύψει τα χρήματα. Κατευθύνθηκε λοιπόν προς την αγία πόλη Ιερουσαλήμ και βάδιζε κατά εκεί. Όταν έφτασε απέναντι από τη μονή του αββά Μαρτυρίου, κάθισε ήσυχα, έβγαλε τα χρυσά νομίσματα, πήρε τα πενήντα από αυτά και τα υπόλοιπα τα έβαλε κάτω από έναν μεγάλο βράχο. Σημάδεψε έπειτα τον τόπο και αμέσως πήγε στα Ιεροσόλυμα. Εκεί νοίκιασε άλογα για να πάει στην Ιόππη, έδωσε προκαταβολή και επέστρεψε στον βράχο όπου είχε κρύψει το χρυσάφι.
Όταν έφτασε εκεί – ώ, Θεέ μου, που όλα τα βλέπεις! Πόσο δίκαια κρίνεις! – είδε να σέρνεται κάτω από το βράχο ένα τεράστιο και φοβερό φίδι, λες και το είχαν βάλει να φυλάει τα χρυσά νομίσματα και να τον εμποδίζει να πάρει το ξένο πράγμα. Ο Θεόδοτος φοβήθηκε, και την ώρα εκείνη έφυγε με άδεια χέρια. Ξαναγύρισε ωστόσο και βρήκε πάλι το φοβερό εκείνο φύλακα του χρυσού να φρουρεί με πολλή φροντίδα και να επαγρυπνεί, θα λέγαμε, για τα χρήματα, έτσι που δεν μπορούσε ούτε να πλησιάσει στον βράχο. αλλά και όταν θέλησε να επιτεθεί στο φίδι, εκείνο τον καταδίωξε με ορμή σε μεγάλη απόσταση, έτσι που θα έμενε ευχαριστημένος και μόνο αν γλύτωνε και έφευγε από εκεί ζωντανός.
Την επόμενη μέρα ο Θεόδοτος ξαναπήγε στον τόπο εκείνο, και αμέσως κάποια εναέρια δύναμη του επιτέθηκε και τον χτύπησε σαν με ρόπαλο, τον τραυμάτισε σοβαρά και τον έριξε κάτω σχεδόν νεκρό. Όμως κάποιοι περαστικοί Λαζαριώτες1 τον βρήκαν έτσι ριγμένο σε κακή κατάσταση, τον σήκωσαν και τον πήγαν στο νοσοκομείο της αγίας πόλης. Αφού έμεινε εκεί κατάκοιτος πολύν καιρό, είδε σε όνειρο έναν γέροντα πολύ θυμωμένο μαζί του, να του λέει: «Δεν πρόκειται να σηκωθείς, αν δεν επιστρέψεις πρώτα τα κλεμμένα χρήματα στη μονή του Ευθυμίου». Κάλεσε τότε τον ξενοδόχο, του φανέρωσε την κλοπή και όσα έγιναν στη συνέχεια και τον έστειλε να τα πει στο μοναστήρι.
Όταν τα έμαθαν αυτά οι γέροντες που περιστοίχιζαν τον ηγούμενο Θωμά και τον Λεόντιο, πήγαν αμέσως στην αγία πόλη, έβαλαν τον Θεόδοτο σε ένα φορείο, για να τους δείξει το μέρος όπου είχε κρύψει τα χρυσά νομίσματα, και τα βρήκαν πράγματι κάτω από το βράχο, ενώ ο απαίσιος εκείνος φύλακας – ώ του θαύματος! – δεν ήταν πουθενά, λες και υποχώρησε μπροστά στους πραγματικούς κυρίους του θησαυρού. Τότε λοιπόν εκείνοι πήραν αμέσως τα χρυσά νομίσματα και, κρίνοντας λίγα αυτά που ξόδεψε ο Θεόδοτος, γύρισαν στη μονή τους, ενώ αυτός έγινε εντελώς καλά και ξαναβρήκε την υγεία του.

Ένας άλλος μοναχός από την Κιλικία, ο Παύλος, ο οποίος προερχόταν από τη μονή του αββά Μαρτυρίου, υπέφερε από πονηρό πνεύμα, και οι συγγενείς του τον οδήγησαν στο μνήμα του αγίου Ευθυμίου. Εκεί τον έβαλαν δίπλα στη λειψανοθήκη και μετά από λίγο του φανερώθηκε ο άγιος τα μεσάνυκτα και έδιωξε τον δαίμονα. Αδιάψευστη απόδειξη της θεραπείας έγινε το εξής: την ίδια νύχτα ο Παύλος πήγε στον ναό την ώρα της νυχτερινής ψαλμωδίας και άρχισε να ψάλλει και αυτός, και να δοξολογεί τον Θεό για τη θεραπεία του μπροστά σε όλους μας – γιατί και εγώ, που γράφω αυτά,2 ήμουν πλέον μοναχός στη μονή του μεγάλου Ευθυμίου.
Από εκεί και πέρα ο Παύλος έμεινε στο κοινόβιο, διατηρώντας μέσα του αλησμόνητη την ευεργεσία, και με προθυμία συμμετείχε με όλους τους αδελφούς σε κάθε κόπο και κάθε υπηρεσία. Κάποτε λοιπόν που μαζεύαμε τροφή στην έρημο – αυτά που συνήθως τα λέμε μανούθια3 – ρωτήσαμε τον Παύλο, που ήταν και αυτός στο μάζεμα, να μας πει τι έπαθε και από πού ήρθε στο κοινόβιο και πως θεραπεύτηκε από τη λειψανοθήκη. Αυτός, επειδή είχε πλέον οικειότητα μαζί μας, τα διηγήθηκε όλα φανερά.
«Εγώ», είπε, «είχα αναλάβει μια υπηρεσία στη μονή του αββά Μαρτυρίου και κυριεύτηκα, δεν ξέρω πως, από τον έρωτα της φιλοχρηματίας. Επειδή λοιπόν δεν έβρισκα τρόπο να αποκτήσω έστω και ένα νόμισμα, μου πέρασε η σκέψη να κλέψω μερικά ιερά σκεύη και με τον τρόπο αυτό να αποκτήσω και εγώ κάτι. Αφού νικήθηκα από αυτόν τον κακό λογισμό και πέταξα από επάνω μου τον φόβο του Θεού, πήρα κρυφά τα κλειδιά από το άγιο βήμα, άνοιξα τον χώρο όπου φυλάγονταν τα ιερά σκεύη, και άλλα από αυτά τα κράτησα για εμένα, δείχνοντας την κακουργία μου, ενώ άλλα τα μοίρασα με επιπολαιότητα και σε άλλους».
«Όταν τελείωσα την υπηρεσία εκείνη,, επέστρεψα τα κλειδιά στο άγιο βήμα και πήγα να δειπνήσω μαζί με κάποιους αδελφούς. Εκεί ήπια πολύ κρασί και κατόπιν πλάγιασα σε άθλια κατάσταση στο κρεβάτι μου. Αμέσως πλημμύρισε την ψυχή μου κάθε είδους λογισμός ακολασίας, καθώς όλα συντελούσαν σε αυτό. Εγώ, έχοντας ακόμη τον νου μου αποχαυνωμένο από το μεθύσι, ευχαρίστως παραδόθηκα σε αυτούς τους λογισμούς, και αυτοί με κυρίεψαν και με έφεεραν σε τέτοια κατάσταση, ώστε να αισθάνομαι ότι έχω κοντά μου γυναίκα και να νομίζω ότι πλαγιάζω μαζί της».
«Ξαφνικά με τύλιξε ένα σύννεφο σκοτεινό και μαύρο, το οποίο ήταν ο σιχαμερός δαίμονας που όρμησε καταπάνω μου. Αφού πιάστηκα από αυτόν αιχμάλωτος, έμεινα πολύ καιρό να βασανίζομαι από αυτόν και να υποφέρω τα πάνδεινα, γιατί ένας τέτοιος εχθρός δεν χορταίνει να κάνει κακό, από τη στιγμή που θα αποκτήσει την εξουσία για κάτι τέτοιο. Με λυπήθηκαν τέλος οι αδελφοί, με σήκωσαν και με έφεραν στη λειψανοθήκη του αγίου. Όταν με έβαλαν δίπλα σε αυτήν, αμέσως σαν να συνήλθα και να βρήκα τον εαυτό μου, και παρακαλούσα με θερμά δάκρυα τον άγιο να με λυπηθεί και να με απαλλάξει από τη βλαβερή ενέργεια του φοβερού δαίμονα».
«Έμεινα όλο το βράδυ να τον εκλιπαρώ, και δεν έπαυα να παρακαλώ. Τα μεσάνυχτα πια μου φάνηκε ότι ήμουν σε κάποιον τόπο άγιο και θαυμαστό, του οποίου η θέση, την ομορφιά και τη χάρη ο καθένας θα ευχόταν να δει, δεν θα μπορούσε όμως καθόλου να περιγράψει με λόγια. Μου φαινόταν επίσης ότι είχα στο κεφάλι και ένα κουκούλι μαύρο, γεμάτο μαλλί. Το μαλλί όμως εκείνο – ώ δούλε του Θεού, ιαματικέ Ευθύμιε – , ποτέ να μην τοποθετηθεί σε άλλους! Γιατί μέσα, αντί για τρίχες, ήταν γεμάτο αγκάθια, και μάλιστα όχι υποφερτά και μικρά, αλλά στο πάχος και στο μήκος όμοια με τα μυτερά εργαλεία που χρησιμοποιούνται στο γράψιμο. Μου τρυπούσε λοιπόν το κεφάλι και δεν με άφηνε καθόλου να χαρώ ή να αναπνεύσω».
«Καθώς υπέφερα από τέτοιο κακό, μου φάνηκε ότι πρόσφερα συνεχώς το όνομα του Ευθυμίου και τον παρακαλούσα. Και αυτός αμέσως μου φανερώθηκε μέσα σε πολύ φως, με λευκά μαλλιά, στρογγυλό πρόσωπο, πρόσχαρο βλέμμα, κοντός στο ανάστημα, μακρυγένης, φορώντας μαύρο μανδύα και κρατώντας στο χέρι ραβδί. Με ρώτησε: ¨Τί ζητάς από εμένα; Τί θέλεις να σου κάνω;¨ Εγώ τρέμοντας και γεμάτος φόβο του είπα να με λυπηθεί στη συμφορά μου και να με απαλλάξει από αυτόν τον φοβερό δαίμονα».
Εκείνος τότε συνέχισε πιο αυστηρά. ¨Εσύ όμως πείστηκες ότι τίποτα από όσα γίνονται δεν μπορεί να κρυφτεί από τον Θεό; Έμαθες από όσα έπαθες πόσο μεγάλο κακό είναι να περιφρονείς αυτά που ανήκουν στον Θεό4 και να τα δίνεις όπως τύχει; Όπως δηλαδή η καλή διάθεση που εκδηλώνεται με την προσφορά αφιερωμάτων στις εκκλησίες πηγαίνει κατευθείαν στον Θεό, και αυτός πάλι από ψηλά ξέρει να δίνει τις ανταμοιβές, έτσι και εκείνοι που κακώς τα αφαιρούν δεν αμαρτάνουν σε άλλον, αλλά στον ίδιο το Θεό, και θα έχουν επάξια καταδίκη. Αν δηλαδή παλιά ο Ανανίας με τη γυναίκα του, επειδή κράτησαν ένα μέρος από ό,τι οι ίδιοι πρόσφεραν, τιμωρήθηκαν τόσο αυστηρά, ώστε αμέσως με την κλοπή να πεθάνουν,5 ποια συγγνώμη άραγε θα έχει εκείνος που ούτε την ξένη προσφορά δεν διστάζει να πάρει; Αν όμως μου υποσχεθείς τώρα ότι ποτέ δεν θα απλώσεις βέβηλα χέρια στα ιερά πράγματα και ότι δεν θα ευχαριστιέσαι με το να δέχεσαι αισχρούς λογισμούς, θα παρακαλέσω τον Θεό και θα σε θεραπεύσει. Γιατί είναι φιλάνθρωπος και δεν θέλει τον θάνατο του αμαρτωλού, αλλά την επιστροφή και τη ζωή του,6 όπως διδάσκει και η αγία Γραφή. Γι’ αυτό και εσύ τα έπαθες αυτά, επειδή, ενώ σου ανέθεσαν υπηρεσία ιερών πραγμάτων, εσύ δεν έμεινες πιστός στο Θεό, αλλά αμέσως στράφηκες στην απάτη και την κλοπή, θερίζοντας πραγματικά εκεί όπου δεν έσπειρες και μαζεύοντας από εκεί που δεν σκόρπισες.7 Από αυτό προκλήθηκε η σαρκική έξαψη και ακολασία. Από αυτό επακολούθησε και η φοβερή τούτη τρικυμία από τους δαίμονες.¨»
«Εγώ, όταν τα άκουσα αυτά, του υποσχέθηκα ότι από εδώ και πέρα θα προσέχω. Εκείνος τότε επιτίμησε τον σιχαμερό δαίμονα και πιάνοντας με το χέρι του το κουκούλι, με πολλή δυσκολία το πήρε από το κεφάλι μου. Αυτό άλλαξε αμέσως μορφή και μου φάνηκε στα χέρια του αγίου σαν ένας κοντός αράπης με μάτια σαν φωτιά. Μου φάνηκε επίσης ότι στα πόδια του αγίου άνοιξε ένας πολύ βαθύς λάκκος, μέσα στον οποίο πέταξε τον δαίμονα. Έπειτα στράφηκε πάλι σ’ εμένα και μου είπε τα λόγια του Χριστού προς τον παράλυτο: ¨Βλέπεις ότι έγινες καλά. από εδώ και πέρα μην αμαρτάνεις, αλλά πρόσεχε τον εαυτό σου, για να μην πάθεις τίποτε χειρότερο¨.8 Εγώ τότε ελευθερώθηκα από το πάθος και ευχαρίστησα θερμά τον Θεό. Και από την ώρα εκείνη μέχρι σήμερα δεν έχω πάθει κανένα κακό».
Και ο συγγραφέας, ο Κύριλλος, καταλήγει: Αυτά μου είπε ο Παύλος, και εγώ τα έγραψα, για να μάθουν όλοι.

Υποσημειώσεις,
1. Από το Λαζάριον. Έτσι ονομαζόταν η Βηθανία, η πατρίδα του Λαζάρου (Ιω. 11,1).
2. Ο μαθητής του αγίου Κύριλλος Σκυθοπολίτης.
3. Οι καρποί ενός θάμνου της ερήμου.
4. Στο κείμενο: το του Θεού. διόρθωση: τα του Θεού
5. Πράξ. 5, 1-10.
6. Ιεζ. 18,23.
7. Πρβ. Ματθ. 25,24.
8. Ιω. 5,14.

Από το βιβλίο: Ευεργετινός: «Ήτοι Συναγωγή των θεοφθόγγων ρημάτων και διδασκαλιών των θεοφόρων και αγίων πατέρων, από πάσης γραφής θεοπνεύστου συναθροισθείσα.»

Τόμος 2-ος. μετάφραση (Νεοελληνική απόδοση): Δ. Χρισταφακόπουλος

Εκδόσεις, Το Περιβόλι της Παναγίας, 2001

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Παράβαλε και:
20 Ιανουαρίου, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Ευθυμίου του μεγάλου: Συναξάριον, Υμνολογική εκλογή.
Πώς ο Μέγας Ευθύμιος επέστρεψε την βασίλισσα Ευδοκία από την αίρεσι των μονοφυσιτών – Κυρίλλου του Σκυθοπολίτου.
20 Ιανουαρίου, μνήμη και του Αγίου Νεομάρτυρος Ζαχαρίου του εν παλαιαίς Πάτραις Μαρτυρήσαντος: Βίος, Ακολουθία, ηχογραφημένη ομιλία του Αρχιν. Ανανία Κουστένη (mp3).
Θαύμα του Αγίου Ευθυμίου του Μεγάλου: ένα φίδι ακοίμητος φρουρός – Σίμωνος Μοναχού του Αγιορίτου.
Εγκώμια εις τον Όσιον Ευθύμιον τον Μέγαν.
Η πύρινη σκέπη – Ιερά Μονή Παρακλήτου.
20 Ιανουαρίου, μνήμη του Αγίου ενδόξου βασιλέως Λέοντος Μακέλλο, του Θρακός: Συναξάριον, Ακολουθία.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Θαυμαστά γεγονότα, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.