Το περιστέρι με τα ασιμένια φτερά – Σίμωνος μοναχού του Αγιορείτου.

Ο Άγιος Νεόφυτος γεννήθηκε στην Νίκαια το 290, στα χρόνια των τυράννων Διοκλητιανού και Μαξιμιανού. Οι γονείς του, Θεόδωρος και Φλωρεντία, ήταν πλούσιοι, ενάρετοι και ευσεβείς. Ο μικρός Νεόφυτος, έχοντας τους γονείς του ως υπόδειγμα, ήταν ταπεινόφρων και ευσπλαγχνικός.

Μία ημέρα η Φλωρεντία είδε ένα θαυμάσιο όνειρο, αλλά επειδή δεν καταλάβαινε το νόημά του παρεκάλεσε με δάκρυα στα μάτια τον Κύριο:

-Δέσποτα Θεέ, Συ που γνωρίζεις όλα τα πράγματα πριν ακόμα να γίνουν και προορίζεις πώς να γίνωνται, αποκάλυψέ μου το όραμα, ώστε να καταλάβω την έννοιά του και να γνωρίσω την μέλλουσα προκοπή του παιδιού μου.

Δεν πρόλαβε να τελειώση τα λόγια της η Φλωρεντία και είδε ένα περιστέρι με ασημένια φτερά να μπαίνη από το παράθυρο, να πετάη επάνω από το κρεββάτι της και τελικά να κάθεται επάνω σ΄αυτό. Μετά, σαν να ήταν λογικό όν, της είπε με ανθρώπινη φωνή:

-Το Άγιο Πνεύμα με έστειλε να προσέχω την κλίνη του Νεοφύτου, να διώχνω κάθε εχθρική επιβουλή και να φυλάω το στρώμα του αγνό και άμεμπτο.

Μόλις η Φλωρεντία άκουσε την θεία αυτή φωνή από το στόμα του περιστεριού, τόσο πολύ ταράχθηκε και φοβήθηκε, που έπεσε στην γη και ξεψύχησε.

Όταν επέστρεψε ο Νεόφυτος στο σπίτι του και έμαθε από τους γείτονες τι είχε συμβεί στην μητέρα του, δεν λυπήθηκε καθόλου, αλλά πλησίασε το κρεββάτι της, της έπιασε το χέρι και της είπε:

-Σήκω, μητέρα μου, αρκετά κοιμήθηκες. Τόσο ήθελε ο Κύριος.

Η Φλωρεντία, στο άκουσμα της φωνής του Νεοφύτου, σηκώθηκε αμέσως και διηγήθηκε το θαυμάσιο όραμά της. Μόλις άρχισε να μιλάη για το περιστέρι, αυτό εμφανίσθηκε επάνω από το κρεββάτι του Νεοφύτου και τον πρόσταξε να «εξέλθη από την γην αυτού και συγγένειαν και να ακολουθήση την αληθινήν οδόν, την απάγουσαν εις την ζωήν την αιώνιον».

Μετά την ανάστασι της μητέρας του, ο θαυμαστός Νεόφυτος, ο οποίος ήταν τότε μόλις δέκα ετών, κατελήφθη από πόθο να πάη στον Όλυμπο, ένα βουνό κοντά στην πόλι Νίκαια, όπου ασκήτευαν πολλοί άγιοι άνθρωποι. Το περιστέρι τον συνώδευσε, πετούσε επάνω από το κεφάλι του και τον καθωδηγούσε, μέχρι που έφτασε στο βουνό.

Ο Νεόφυτος, αφού πήγε σε όλα τα κελλιά των Πατέρων και πήρε την ευχή τους και αρκετή ψυχική ωφέλεια, ανέβηκε πιο ψηλά στο βουνό, σ’ ένα σημείο όπου υπήρχε μία μετέωρη πέτρα και σχηματιζόταν μία κοιλότητα σαν σπηλιά. Μέσα σ’ αυτήν μπήκε ως οδηγός πρώτα το περιστέρι και ύστερα ο Νεόφυτος.

Η σπηλιά όμως δεν ήταν άδεια. Εκεί κατοικούσε ένα φοβερό λιοντάρι, το οποίο θα μπορούσε να τρομάξη ακόμη και τον πιο θαρραλέο στρατιώτη και όχι ένα μικρό παιδί. Ο μικρός Νεόφυτος όμως δεν φοβήθηκε, αλλά έπιασε το λιοντάρι από τη χαίτη, το χάϊδεψε και μετά του είπε:

-Αρκετόν καιρό κατοίκησες εδώ. Δώσε μου την σπηλιά σου και πήγαινε να βρης άλλη, γιατί έτσι πρόσταξε το Πνεύμα το Άγιο.

Τότε το θηρίο, σαν να ήταν λογικός και γνωστικός άνθρωπος, σηκώθηκε όρθιο και φίλησε τον Άγιο στο στήθος και στο κεφάλι με μεγάλη πραότητα. Μετά έγλυψε με τη γλώσσα του τα πόδια του και το χώμα γύρω του και αφού έσκυψε το κεφάλι, έκανε σχήμα σαν να ζήταγε συγγνώμη και αναχώρησε, για να εκπληρώση την επιθυμία του μικρού Αγίου.

Ένα χρόνο έζησε εκεί ο Νεόφυτος. Μετά γύρισε κοντά στους γονείς του και παρέμεινε μαζί τους μέχρι το θάνατό τους. Μετά, μοίρασε στους φτωχούς όλα τα υπάρχοντά τους και ανέβηκε πάλι στο βουνό.

Η αγιότητα του Νεόφυτου και τα ασκητικά του αγωνίσματα ενόχλησαν τους Ρωμαίους και ιδιαίτερα τον άρχοντα Μάξιμο, ο οποίος του ζήτησε να θυσιάση στα είδωλα. Όταν ο Νεόφυτος αρνήθηκε, ο Μάξιμος διέταξε να τον ρίξουν σε μία μεγάλη και φοβερή κάμινο και, αφού φράξουν το στόμιό της, να τον αφήσουν εκεί τρεις ημέρες, για να καούν ακόμη και τα οστά του.

Την τρίτη ημέρα άνοιξαν την πόρτα της καμίνου, πιστεύοντας, ότι ο μεν Μάρτυς θα είχε κατακαεί, η δε φωτιά θα είχε σβήσει. Ωστόσο μία τεράστια φλόγα αναπήδησε και τους έκαψε όλους, ο δε Νεόφυτος βγήκε σώος και αβλαβής.

Ο τύραννος ούτε πτοήθηκε, ούτε φοβήθηκε, αλλά διέταξε να φέρουν άγρια θηρία, που να έχουν πολλές ημέρες να φάνε, ώστε να κατασπαράξουν αμέσως τον Άγιο. Πρώτα έρριξαν στο κελλί του μία αρκούδα. Το θηρίο ώρμησε αρχικά εναντίον του. Μόλις όμως πλησίασε κοντά του, ξέχασε την φυσική της αγριότητα και άρχισε να γλύφη τις πληγές του Μάρτυρος. Μετά έρριξαν μία λεοπάρδαλι, η οποία, όπως ακριβώς και η αρκούδα, μόλις αντίκρυσε τον Άγιο, ημέρεψε και, σαν να ήταν φύσι λογική, φιλούσε τα πόδια του.

Όταν είδε ότι τίποτα δεν γινόταν με αυτά, ο Μάξιμος διέταξε να ρίξουν στο κελλί του Αγίου το τρίτο από τα θηρία, ένα τεράστιο και τρομερό λιοντάρι. Ωστόσο επρόκειτο για το λιοντάρι, που είχε παραχωρήσει τη σπηλιά του στον Άγιο Νεόφυτο. Μόλις τον είδε το λιοντάρι, τον ανεγνώρισε, άρχισε να κουηνά την ουρά του και τα αυτιά του, να τον φιλάη σ’ όλο του το σώμα, να του γλύφη τα πόδια και γενικά να δείχνη με κάθε τρόπο την χαρά του, για την ανεύρεση του γνώριμου φίλου του. Ο Άγιος τότε το χάϊδεψε και μετά του είπε:

-Γύρισε, καλό μου, τώρα στην σπηλιά σου, διότι εγώ δεν την χρειάζομαι πλέον. Αλλά πρόσεξε, να μη βλάψης ποτέ κανέναν άνθρωπο.

Το λιοντάρι υπάκουσε και, αφού έκλινε το κεφάλι σαν να συμφωνούσε, έκανε μετάνοια στον Άγιο και έφυγε θλιμμένο για τον φίλο του που δεν θα ξανάβλεπε.

Ο ασεβής Μάξιμος, αφού παρακολούθησε όλα αυτά τα θαυμαστά γεγονότα από τα θηρία, και πάλι δεν μετανόησε, αλλά πρόσταξε τους στρατιώτες να τρυπήσουν το σώμα του Αγίου με σούβλες, μέρχρις ότου να παραδώση το πνεύμα του.
ΜΕΓΑΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Από το βιβλίο: Η Ζωοφιλία των Αγίων και η Αγιοφιλία των ζώων. Επιμέλεια, Σίμωνος μοναχού.
Εκδόσεις «Ο Αγιος Στέφανος»
ΑΘΗΝΑΙ 2006

Τη Σεπτή ευλογία του Παναγιωτάτου Οικουμενικού Πατριάρχου
κ. κ. Βαρθολομαίου

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Θαυμαστά γεγονότα, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.