Τί πρόσφεραν στην εκπαίδευση, στην κοινωνία και στο λαό οι τρεις Ιεράρχες; – Ιωάννου Ν. Παπαιωάννου.

Τί πρόσφεραν στην εκπαίδευση οι τρεις Ιεράρχες;

Στο ελληνόφωνο βυζάντιο, μια χώρα εκτάσεως 1.929.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων περίπου και πληθυσμού δεκάδων εκατομμυρίων κατοίκων, το ελληνικό πνεύμα «έπλαθε τους λαούς» της ανατολής, στο χώρο της Μικράς Ασίας, όπου σημειώθηκε η παρουσία και η δράση των μεγάλων εκκλησιαστικών μορφών των τριών Ιεραρχών, που ήταν τόσο πολύ «ρητορικοί», τόσο πολύ «σοφισταί» και «διδάσκαλοι», όσο ήταν και Θεολόγοι.
Δεν είναι δυνατόν να μη συγκινείσαι, όταν διαβάζεις πως θρηνούσαν για την απαιδευσία των κατοίκων της εποχής τους και των περιοχών που έζησαν, όπως λ.χ. ο Βασίλειος θρηνεί για την έλλειψη σχολών και διδασκάλων στην Καππαδοκία, καθώς φαίνεται στις αρ. 74, 75 και 76 επιστολές του. Και θα υπογράμμιζες μαζί με τον Levtchenko (ιστορ. Της Βυζ. Αυτοκρατορ. Σελ. 135) «ότι οι ιεράρχες πατέρες της εκκλησίας πήραν μια καλή αγωγή στις καλύτερες σχολές της αρχαιότητας και γνώριζαν την πλούσια κληρονομία του αρχαίου κόσμου». Διέθεταν μία ευρύτητα πνεύματος, καθόσον έλαβαν ελεύθερη και ανοικτή παιδεία, αφού φοίτησαν σε σχολές της Μικράς Ασίας, Αιγύπτου και Αθηνών, τις κυριώτερες εστίες του Ελληνισμού.
Με τις ανωτέρω προϋποθέσεις, καταλαβαίνεις πολύ καλά, πως βρέθηκαν σε θέση οι τρεις ιεράρχες να διερμηνεύσουν το σχετικό φρόνημα της ορθοδόξου χριστιανικής εκκλησίας για την Ελληνική παιδεία ως βοηθού της χριστιανικής καταρτίσεως και σοφίας και πως αναδείχθηκαν οι ίδιοι, θεολόγοι και κληρικοί όντες, τέλειοι κάτοχοι της ελληνικής παιδείας. Υπήρξε από τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες το πρόβλημα, αν η ελληνική σοφία θα γινόταν ανεπιφύλακτα δεκτή, πράγμα που κατέληγε σε αίρεση ή θα καταδικαζόταν απόλυτα, πράγμα που θα ήταν σκοταδισμός. Οι τρεις ιεράρχες ήταν οι κύριοι συντελεστές για να επικρατήσει στην ορθόδοξον Εκκλησία «το φρόνημα της εκλεκτικής και σώφρονος χρησιμοποιήσεως πάντων των αγαθών και ωφελίμων στοιχείων της ελληνικής παιδείας και του ελληνικού εν γένει πολιτισμού προς εξυπηρέτησιν της ερμηνείας, αφομοιώσεως, διαδόσεως, εμπεδώσεως και συστηματοποιήσεως της χριστιανικής πίστεως» Παναγ. Μπρατσιώτου, χριστιανισμός και ελληνισμός εν αντιθέσει και συνθέσει, σελ. 15-16. Σου προσφέρονται κυρίως δύο παιδαγωγικές πραγματείες, η πρώτη του Μεγάλου Βασιλείου, «προς τους νέους, όπως αν εξ Ελληνικών οφελοίντο λόγων» και η δεύτερη του Ιωάννου του Χρυσοστόμου, «περί κενοδοξίας και όπως δει τους γονέας ανατρέφειν τα εαυτών τέκνα». Χωρίς υπερβολή η πραγματεία του Χρυσοστόμου, η οποία στηρίζεται σε διπλό βάθρο, τη χριστιανική ηθική και την ελληνική παιδαγωγική θεωρία, αποτελεί την πρώτη συστηματική έκθεση ανατροφής των παιδιών κατά το χριστιανικό τρόπο.
Ο Μέγας Βασίλειος θα αναγνώριζες ότι έθεσε πρώτος το πρόβλημα της σχέσεως της χριστιανικής παιδείας με την κλασσική ελληνική παιδεία, επισημαίνοντας μεν τα σκιερά και επιβλαβή σημεία του αρχαίου ελληνισμού, τονίζοντας όμως τον προπαρασκευαστικό και διακοσμητικό χαρακτήρα της ελληνικής παιδείας, αντιμετωπίζοντας τέλος ρεαλιστικά τη δολιότητα του Ιουλιανού, καθόσον σύμφωνα με τη γνώμη του Στ. Γ. Παπαδοπούλου (η ζωή ενός Μεγάλου, σελ. 208- 209) έδωσε πυξίδα στους χριστιανούς: «έγραψε ο Βασίλειος το έργο του «προς τους νέους όπως…» σαν αντίδραση στο έργο του Ιουλιανού και για να προφυλάξει τους χριστιανούς από ενδεχόμενη φοβερή πλάνη, από την πλάνη της περιφρονήσεως της παιδείας γενικά. Ίσως χριστιανοί να σκέφτονταν: – Θέλεις Ιουλιανέ να μας αποξενώσεις από τα γράμματα; Ε! λοιπόν, μάθε, πως δεν τα χρειαζόμαστε, στα χαρίζουμε, τα περιφρονούμε… Αλλά αυτή η πλάνη τους θα ήταν η πιο φοβερή… Με το έργο του Βασιλείου, τα Χριστιανόπουλα είχαν σίγουρη πυξίδα και μπορούσαν ακίνδυνα να περπατούν στο απέραντο περιβόλι της εθνικής παιδείας και γνώριζαν πως ήταν σφάλμα να περιφρονούν την έξω σοφία. Οι χριστιανικοί αιώνες θα εκτιμούν βαθειά το έργο, θα ζουν μ’ αυτό και θα ευγνωμονούν το συντάκτη του, γιατί έλυσε δύσκολο πρόβλημα που φαινόταν εύκολο».
Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος σου ομολογεί ως πρώτο αγαθό την παιδεία και θεωρεί την αγωγή κορυφαία συνάμα τέχνη και επιστήμη: «οίμοι δε πάσιν ανομολογείσθαι των νουν εχόντων, παίδευσιν των παρ’ ημίν αγαθών είναι το πρώτον» και για την αγωγή «τέχνη τεχνών και επιστήμη επιστημών». Ε.Π.Μ. 35, σελ. 425.
Για τον Ιωάννη Χρυσόστομο, θα παραδεχόσουν τη γνώμη ότι αν και υπήρξε «ο δυσμενέστερος έναντι των Ελλήνων φιλοσόφων, «και όχι έναντι της Ελληνικής παιδείας» εχρησιμοποίησε ρητορικά σχήματα, γλώσσαν αττικίζουσαν, αρχαία Ελληνικά και φιλοσοφικά ρητά, φιλοσοφικάς ιδέας και γνώμας, ούτως ώστε να σου φαντάζει ελληνικώτερος των Ελλήνων» Παν. Μπρατιώτου, χριστιανισμός και ελληνισμός εν αντιθέσει και συνθέσει σελ. 15-16. Και από τα κείμενά του θα τον αναγνώριζες ως βαθύ γνώστη της εκπαιδευτικής πραγματικότητας Ε.Π.Μ. 49, 142: «ο μεν αργυροκόπος οίον αν χαλκεύση το σκεύος και απόθηται, τοιούτον ελθών τη επιούση πάλιν ευρήσει˙ και ο χαλκοτύπος και ο λιθοξόος και των δημιουργών έκαστον οίον αν αφή το οικείον έργον, τοιούτον απολήψεται πάλιν. Επί δε ημών ουχ ούτως, αλλά τουναντίον άπαν˙ ου γαρ άψυχα σκεύη, αλλά ψυχάς χαλκεύομεν λογικάς. Δια τούτο ου τοιούτους υμάς ευρίσκομεν, οίους καταλιμπάνομεν».
Δεν μπορείς παρά να αναγνωρίσεις την ευρύτητα πνεύματος του Βασιλείου και του Χρυσοστόμου, όταν σκεφθείς πως ενώ ο σοφιστής και ρητοροδιδάσκαλος Λιβάνιος ήταν αποδεδειγμένα εθνικός = ειδωλολάτρης, ο Βασίλειος παραδεχόμενος την αξία του ελληνισμού και την ικανότητα του Λιβανίου του έστελνε πολλούς μαθητές, ενώ ο Χρυσόστομος, υπήρξε κατ’ εξοχήν μαθητής του Λιβανίου. Είναι εντυπωσιακή η ευρύτητα του πνεύματος του Βασιλείου, αν θυμηθείς και τούτο: «ο μεν Πλάτων εκ της «Πολιτείας» του αποκλείει τον Όμηρον, ενώ ο Βασίλειος ουδαμώς κωλύει, ούτε απαγορεύει την ανάγνωσιν πάντων συλλήβδην των ποιητών, ούτε οργίζεται, ούτε αγανακτεί, αλλά ήρεμος και γαλήνιος αποπέμπει παν αλυσιτελές προς την πολιτείαν του Χριστού» Χαρίτ. Χαριτωνίδου, λόγος εις τους τρεις Ιεράρχας, σελ. 14.

Δεν θα σου φαίνονταν ξεθωριασμένες οι φυσιογνωμίες των τριών ιεραρχών, διότι διετύπωσαν με το λόγο και με τα έργα τους πλήθος παιδαγωγικών ιδεών και πολύτιμων πληροφοριών γύρω από τη σχολική πραγματικότητα, τους μαθητές και τους εκπαιδευτικούς όλων των βαθμίδων. Επηρέασαν την εκπαίδευση αιώνων, καθώς έργα ή αποσπάσματα των έργων τους ατετέλεσαν σχολικά εγχειρίδια ή ανθολογίες που αναγινώσκονταν και αντιγράφονταν στα σχολεία. Και υπάρχουν πάρα πολλά χωρία των έργων τους, που αποτελούν βασικά κοινά σημεία αναφοράς των εκπαιδευτικών από τότε ως σήμερα.
Ο Χρυσόστομος σου υπογραμμίζει το ηθικό κλίμα που οικοδομεί την αγωγή, και που τόσοι νεώτεροι μεγάλοι παιδαγωγοί επανέλαβαν, την αγάπη: «ουδέν ούτω προς διδασκαλίαν επαγωγόν, ως το φιλείν και το φιλείσθαι» Ε.Π.Μ. 62, σελ. 529.
Έξοχα ο Βασίλειος σου αποκαλύπτει τις θέσεις του για τον τρόπο διδασκαλίας, για το διάλογο και για τον τόνο της φωνής, με τις οποίες θα συμφωνούσες, καθ’ ολοκληρίαν. «Βίαιον μεν μάθημα ου πέφυκε παραμένειν˙ τα δε μετά τέρψεως και χάριτος εισδυόμενα μονιμώτερόν πως ταις ψυχαίς ημών ενιζάνει» Ε.Π.Μ. 29, 213. Ο σύχρονος εκπαιδευτικός μπορεί να συμβουλευθεί άριστα από το εξής χωρίο: «πρώτον γε πάντων σπουδάζειν προσήκει τον φιλόθεον άνδρα περί την του λόγου χρήσιν μη αμαθώς έχειν, άλλ’ ερωτάν μεν αφιλονείκως, αποκρίνεσθαι δε αφιλοτίμως, μη διακόπτοντα τον προσδιαλεγόμενον, όταν τι χρήσιμον λέγη, μηδέ επιθυμούντα τον εαυτού λόγον επιδεικτικώς εμβάλλειν, μέτρα ορίζοντα λόγω και ακοή. Τόνος δε φωνής ο μέσος προτιμητέος ως μήτε διαφεύγειν την ακοήν υπό σμικρότητος, μήτε φορτικόν είναι τω μεγέθει της διατάσεως, προεξετάσαντα εν εαυτώ το ρηθησόμενον, ούτω δημοσιεύειν τον λόγον. Ευπροσήγορον εν ταις εντεύξεσι, γλυκύν εν ταις ομιλίαις ου δια της ευτραπελίας το ηδύ θηρώμενον, αλλά δια της ευμενούς παρακλήσεως το προσηνές έχοντα πανταχού, το τραχύ, καν δέη επιτιμήσαι, απωθούμενον» Ε. Π.Μ. 32, 1140. Δηλαδή, ο άνθρωπος που αγαπά τον Θεόν πρέπει πρώτα απ’ όλα να γνωρίζει να χρησιμοποιεί το διάλογο. Δηλαδή να ερωτά χωρίς να φιλονεικεί και να δίδει απαντήσεις χωρίς ανταγωνιστική διάθεση, ούτε να διακόπτει το συζητητή, όταν λέγει κάτι το χρήσιμο, ούτε να επιθυμεί πάντοτε να περνάει επιδεικτικά το δικό του λόγο, αλλά να προσδιορίζει με μέτρο και να ομιλεί και να ακούει. Πρέπει να προτιμά το μέσο τόνο (ένταση) της φωνής, έτσι ώστε, ούτε να μη γίνονται προσιτά στην ακοή, (όσα λέγει), εξαιτίας ασθενικής φωνής, ούτε να είναι ενοχλητικά εξαιτίας του μεγάλου τόνου και αφού σκεφθεί μέσα του από πριν τι θα ανακοινώσει, έτσι να ομιλεί. Πρέπει να είναι φιλόφρων και καταδεκτικός στις συζητήσεις και ευχάριστος στην ομιλία, όχι επιδιώκοντας το ευχάριστο με γελοιοποίηση, αλλά με ευνοϊκή παρακίνηση και είναι στον καθένα προσηνής, να αποφεύγει δε τη βιαιότητα, ακόμα και όταν είναι ανάγκη να κάνει επιτιμήσεις.
Δείχνουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ψυχή, το βασιλικό μέρος του ανθρώπου, διακηρύττοντας την υπεροχή της έναντι του σώματος, αλλά διάκεινται φιλικά και για την αγωγή του σώματος, τονίζοντας ότι το σώμα είναι το όχημα της ψυχής. Ούτε είναι υπεύθυνοι οι τρεις ιεράρχες για την κατάργηση των ολυμπιακών αγώνων το 393 μ. Χ. καθόσον είχαν αποθάνει τότε, ο Βασίλειος +379 και ο Γρηγόριος +390 και καθόσον στα έργα τους πουθενά δεν γίνεται λόγος για κατάργηση των αγώνων. Και στην πατρίδα του Χρυσοστόμου την Αντιόχεια, διατηρήθηκαν ως το 521 μ. Χ. αγώνες που ονομάζονταν «Ολύμπια» Φ. Κουκουλέ, βυζ. Βίος και πολιτισμός, τόμ. Γ’, σελ. 87. Οι Ολυμπιακοί αγώνες καταργήθηκαν το 393 μ. Χ. αφού είχαν αυτοκαταλυθεί από πολύ ενωρίτερα, είχαν γίνει αιματηροί πλέον και από «στεφανίτες» κατάντησαν «χρηματίτες».
Συνιστούσαν την πολυμέρεια στην εκπαίδευση οι τρεις ιεράρχες και ειδικώτερα: ωδική, Ελληνική Μυθολογία, Μαθηματικά «λέγοντες την πρόσθεσιν επισώρευσιν ή επισώρευμα, την δε διαίρεσιν επιμερισμόν» Φαίδ. Κουκουλέ, βυζαντινών βίος και πολιτισμός, τ. Α’ σελ. 59. Εξάλλου ο Βασίλειος Ε.Π.Μ. 29, 145 σου υποδεικνύει «Μη τοίνυν μηδέ σελήνην οφθαλμώ μετρήσης, αλλά λογισμώ ος πολλώ των οφθαλμών ακριβέστερος εστί προς αληθείας εύρεσιν». Ακόμα και την στενογραφία – την τέχνη ταχείας καταγραφής του προφορικού λόγου, που γεννήθηκε κάτω από την ανάγκη να κρατηθούν αντίγραφα των λόγων των πατέρων της εκκλησίας καλλιέργησαν οι τρεις ιεράρχες.
Σου υπογραμμίζει και την ανάγκη ελέγχου στην εκπαίδευση ο Μέγας Βασίλειος, και θεωρεί υποχρέωση ειλικρινούς φίλου τον έλεγχο: «Μη κατοκνήσης ελέγξαι. Τούτω γαρ μάλιστα φίλος κόλακος διενήνοχεν, τω τον μεν προς ηδονήν ομιλείν, τον δε μηδέ των λυπούντων απέχεσθαι» P. G. 32, 288. Δηλαδή, να μη διστάζεις να ενεργείς έλεγχο. Σ’ αυτό διαφέρει ο φίλος από τον κόλακα, δηλαδή ο κόλακας μιλά πάντοτε για ευχαρίστηση, ο δε φίλος δεν αποφεύγει εκείνα που στενοχωρούν.

Η παιδαγωγική σκέψη των τριών ιεραρχών κάλυψε και τον προβληματισμό για το πότε ν’ αρχίζει η συστηματική αγωγή του παιδιού. Ο Βασίλειος θεωρεί το 7ο έτος της ηλικίας του παιδιού, ως το πλέον κατάλληλο Ε.Π.Μ. 30, 25, ενώ ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος την ηλικία των 5 ετών Ε.Π.Μ. 51, 125.
Σε προειδοποιούν ότι η αγωγή είναι πολύ σοβαρή υπόθεση και γι’ αυτό δεν είναι εύκολη ή ευχάριστη απασχόληση. Κατά τον Ιωάννη Χρυσόστομο «της τέχνης ταύτης ουκ εστίν άλλη μείζων˙ τι γαρ ίσον του ρυθμίσαι ψυχήν και διαπλάσαι νέου διάνοιαν;»Ε.Π.Μ. 58, 584 και κατά τον Βασίλειο τους νέους χαρακτηρίζουν, «επιθυμίαι δυσκάθεκτοι, οργαί θηριώδεις, προπέτειαι, ύβρεις, υπερηφανίαι και φυσιώσεις σύντροφοι τη νεότητι πάθη˙ φθόνου προς το υπερέχον, υποψίαι προς το οικείον… Μυρίων κακών εσμός συνέζευκται τη νεότητι Ε.Π.Μ. 30, 292. Ίσως έτσι εξηγείται και η διαπίστωση – απορία, που αποδίδεται σε διαφόρους νεώτερους διανοητές. Οι στρατοί – στρατηγοί κατάφεραν να οδηγούνται οι στρατιώτες τους στον πόλεμο τραγουδώντας, οι δάσκαλοι δεν κατώρθωσαν να κάνουν τους μαθητές τους να πηγαίνουν στο σχολείο τραγουδώντας!
Γι’ αυτούς τους λόγους σου υπογραμμίζουν την ανάγκη άγρυπνη παρακολούθησης του παιδιού, ώστε να μην έρχεται σε οικείωση με ακατάλληλα θεάματα και ακούσματα. Μην σπεύσεις να επικρίνεις τους τρεις ιεράρχες, ιδιαίτερα τον Χρυσόστομο, γιατί στράφηκαν εναντίον του θεάτρου και του ιπποδρόμου. Το θέατρο της εποχής τους δεν βρισκόταν στην υψηλή στάθμη της κλασσικής περιόδου, αλλά παρουσιάζει κατακόρυφη πτώση παρουσιάζοντας από σκηνής φόνους, διαστροφή και ανηθικότητα όπως κτηνοβασίες και θηλυπρεπή συμπεριφορά ανδρών. Και ο ιππόδρομος, όση λειτουργικότητα λαϊκού κοινοβουλίου και αν παραδεχθείς πως διέσωζε, υπήρξε χώρος αιματηρών συμπλοκών, βίαιων ανταγωνισμών και σκληρότατων αντιθέσεων και ακόμα περιείχε πολλές παγανιστικές επινοήσεις βοηθητικές για την επιβίωση ειδωλολατρικών εθίμων και επομένως δεν βοηθούσαν στην αγωγή και παιδεία των νέων. Κοντολογής η διαμαρτυρία και η αντίθεση των τριών ιεραρχών προς το θέατρο και τον ιππόδρομο δεν στρεφόταν εναντίον των θεσμών αυτών καθ’ εαυτών, αλλά κατά της κακής ποιότητας των θεαμάτων και ακουσμάτων του θεάτρου και του ιπποδρόμου, της εποχής εκείνης.
Και ο Γρηγόριος ο Θεολόγος σου παρουσιάζει εύστοχα μία ανατομία της ανθρώπινης φύσης και με σοφές υποδείξεις σε παρακινεί να αποδεχθείς αρχές της εξατομικευμένης αγωγής με ιδιαίτερα γνωρίσματα και ανάλογη μεταχείριση: «Ώσπερ τοις σώμασιν ου την αυτήν φαρμακείαν τε και τροφήν προσφέρονται, άλλοι δε άλλην ή ευεκτούντες ή κάμνοντες, ούτω και τας ψυχάς διαφόρω λόγω και αγωγή θεραπεύονται… τους μεν άγει λόγος, οι δε ρυθμίζονται παραδείγματι˙ οι μεν δέονται κέντρων, οι δε χαλινού˙ οι μεν γαρ εισί νωθείς και δυσκίνητοι προς το καλόν, ους τη πληγή του λόγου διεγερτέον˙ οι δε θερμότεροι του μετρίου τω πνεύματι και δυσκάθεκτοι ταις ορμαίς… τους μεν έπαινος ώνησεν, τους δε ψόγος… τους μεν παράκλησις κατορθοί, τους δε επιτίμησις˙ και αύτη τους μεν εν τω κοινώ διαλεγχομένους, τους δε κρύβδην νουθετουμένους» Ε. Π. Μ. 35, 437 κ. εξ. Δηλαδή, όπως όμοια φάρμακα και τροφές δεν δίδονται σ’ όλους τους ανθρώπους, αλλά κάποια διαφοροποίηση γίνεται σύμφωνα με την κατάσταση της υγείας τους ή της ασθενείας τους, έτσι και οι ψυχές διδάσκονται με διαφορετικές μεθόδους και οδηγίες… μερικοί κατευθύνονται με το λόγο, άλλοι παιδαγωγούνται με το παράδειγμα˙ μερικοί χρειάζονται ώθηση, άλλοι χαλινό… μερικοί είναι βαρείς και δύσκολοι να κινηθούν για το καλό και πρέπει να ενεργοποιηθούν με το σκληρό λόγο. Άλλοι είναι υπερβολικά ευέξαπτοι και είναι δύσκολο, ν’ αναχαιτήσεις τις πρωτόγονες αντιδράσεις τους… μερικοί ωφελούνται με τον έπαινο άλλοι με τον ψόγο… μερικοί συνετίζονται με την προτροπή, άλλοι με την επίπληξη˙ μερικοί διορθώνονται με δημόσιο έλεγχο, άλλοι με ιδιαίτερες συστάσεις.

Ακόμα και αρχές της γενικής διδακτικής, που νομίζεις ότι πρώτοι διετύπωσαν διάφοροι νεώτεροι εκπαιδευτικοί και παιδαγωγοί, θα ανακάλυπτες ότι τις είχαν διατυπώσει οι τρεις ιεράρχες. Π.χ. τις αρχές διδασκαλίας από το γνωστό στο άγνωστο και από το απλό στο σύνθετο, εξέφραζε και ο Βασίλειος Ε.Π.Μ. 31, 104 καθώς και ο Ιωάννης Χρυσόστομος. Ο Ιωάννης Χρυσόστομος ετόνιζε και την αξία της βιωματικής διδασκαλίας, καθώς και τη σημασία της εποπτικής διδασκαλίας, χίλια διακόσια χρόνια πριν από τον Κομένιο, γράφοντας «ου γαρ ούτω διδάσκεις δια των λόγων, ως απάγεις δια πραγμάτων» Ε.Π.Μ. 55, 250. Ο Χρυσόστομος συνιστούσε στους διδασκάλους ν’ αποφεύγουν τους μακρούς μονολόγους και να ασκούν τους μαθητές και στη σιωπή, καθόσον η διδασκαλία πρέπει να διεξάγεται σε ήρεμη και γαλήνια ατμόσφαιρα. Ακόμα, το εντυπωσιακότερο, σου αναγνώριζε ο Χρυσόστομος την αξία της συμμετοχής των μαθητών στην εκπαίδευση, γράφοντας: «Ου των διδασκάλων εστί το παν, άλλ’ ει μη το πλέον, το γουν, ήμισυ και των μαθητών» δηλαδή δεν είναι όλα στην παιδεία τα θέματα της αποκλειστικότητας, των διδασκάλων, αλλά αν δεν είναι και τα περισσότερα, τουλάχιστον τα μισά είναι της αποκλειστικότητας των μαθητών. Μην σπεύσεις να παρατηρήσεις ότι σήμερα προχωρήσαμε πολύ πιο πέρα, καθόσον ξεκινούμε πάντοτε από το παιδί, διότι εύκολα θα μπορούσε να σου αντιπαρατηρήσει κανένας, να μην είσαι και τόσο βέβαιος γι’ αυτό, καθόσον και σήμερα τα ιδεώδη που προβάλλονται, τα προγράμματα που καταρτίζονται και τα εξεταστικά συστήματα που εφαρμόζονται, γίνονται συνήθως – αν όχι όλα και πάντοτε – ερήμην των μαθητών.
Ανακεφαλαιώνοντας θα έλεγες πως η εκπαίδευση και η αγωγή των βυζαντινών απαρτιζόταν και κατευθυνόταν από τις παιδαγωγικές ιδέες των τριών ιεραρχών. Αλλά θα μπορούσες να προσθέσεις ότι και η ελληνική παιδαγωγική επιστήμη δέχτηκε την επίδραση των αντιλήψεων των τριών ιεραρχών και οικουμενικών διδασκάλων. Ακόμη θα μπορούσες να πληροφορηθείς ότι και άλλες χώρες, ιδιαίτερα της Ευρώπης, επηρεάσθηκαν άμεσα και έμμεσα από την βυζαντινή πνευματική παραγωγή του 4ου αιώνα μ. Χ. Ο Ελληνοχριστιανικός ανθρωπισμός του βυζαντίου βοήθησε στην πνευματική αφύπνιση του ανθρώπου των μέσων αιώνων στις χώρες της Ευρώπης. Η πραγματεία του Βασιλείου «Προς τους νέους, όπως…» μεταφράσθηκε στα Λατινικά την εποχή της αναγεννήσεως και δημοσιεύθηκε από το Λεονάρδο Μπρούνι στη Φλωρεντία το 1471 μ. Χ. Εξάλλου οι ονομαστοί συγγραφείς της δύσεως γνώριζαν τις ιδέες των τριών ιεραρχών. «Ο Πάπας Πίος Β’ 1405- 64 δέχθηκε την επίδρασή τους στη διατριβή του για αγωγή των παιδιών. Τον 16ο αιώνα η διατριβή του Μ. Βασιλείου διδασκόταν στο παν/μιοτων Παρισίων και πολλά αποσπάσματα της συμπεριλαμβάνονταν στο Ratio Studiorum (= Μέθοδο σπουδών) των Ιησουϊτών». Αλλά και σύγχρονοι μελετητές, όπως ο Stanford σου διακηρύσσει ότι πρόκειται για «ένα βιβλίο που αξίζει μία τιμητική θέση στα πανεπιστημιακά μας προγράμματα», ενώ ο Hussey σε βεβαιώνει ότι «το πόνημα αυτό του Βασιλείου μπορεί να ονομασθεί Magna Charta του χριστιανικού ουμανισμού». Διακρίσεις σημείωσε και η πραγματεία του Ιωάννου Χρυσοστόμου «Προς τους γονείς, πως δει…», που «δημοσιεύθηκε το 1656 μ. Χ. στο Παρίσι με την επωνυμία Sancti Joannis Chysostomi, De educandis liberis Liber aureus, όπου χαρακτηρίζεται Χρυσό βιβλίο, που ενδεικνύει το βαθμό επίδρασής τους στο δυτικό κόσμο» Α.Β. Γιαννικόπουλου, η εκπαίδευση κατά τον 4ο μ. Χ. αι. σελ. 405, 406.
Τελικά πρόσθεσε και τούτο, ότι οι τρεις ιεράρχες αναφέρονται και σε ευχή για τους δυσμενείς μαθητές, τους αδύνατους και έχοντες ειδικές ανάγκες μαθητές και η βυζαντινή χριστιανική παράδοση διέσωσε και μικρή ακολουθία, σύμφωνα με την οποία ο ιερεύς προ της Ωραίας πύλης λέγει διάφορες ευχές, αναγινώσκει τον απόστολον και την ευαγγελικήν περικοπή της Κυριακής του Πάσχα και καταλήγει με την ευχή: «Κύριε ο Θεός ημών ο ενοικήσας και φωτίσας των κδ’ πρεσβυτέρων τα ονόματα και τας καρδίας, φώτισον τον νουν του δούλου του Θεού (όνομα μαθητού) δια μάθησιν γραμμάτων. Ο Χρυσόστομος φωστήρ της οικουμένης και Βασίλειος ο σοφός ουρανοφάντωρ και Γρηγόριος ο Θεολόγος φωτίσατε τον νουν και την καρδίαν του δούλου του Θεού (όνομα μαθητού) δια μάθησιν γραμμάτων, (Φαίδ. Κουκουλέ, βυζ. Βίος και πολιτισμός, τ. Α’, σελ. 72).

Τί πρόσφεραν στην κοινωνία και στο λαό οι τρεις Ιεράρχες;

Είναι δυνατόν να διαβάσεις απόψεις ότι οι πατέρες της εκκλησίας (και οι τρεις Ιεράρχες) αδιαφόρησαν για το λαό και τα προβλήματά του, όπως η εξής: «Αντί να δώσουν μια πραγματική ερμηνεία στις αιτίες και τ’ αποτελέσματα των ιστορικών φαινομένων, ερμηνεύουν τα πάντα, αναφερόμενοι είτε στην θεία θέληση, είτε στις παγίδες του διαβόλου… Απόλυτη περιφρόνηση των δοσμένων της παρατήρησης και της πείρας για χάρη του κύρους των αγίων γραφών… Τα ανώτατα στρώματα κολυμπούσαν μέσα στα πλούτη και την πολυτέλεια, ενώ ο λαός ήταν καταδικασμένος μόνιμα στις στερήσεις και τις πιο βαρειές δουλειές. Η συμμαχία ανάμεσα στην απόλυτη μοναρχία και την ορθοδοξία, ήταν εξαιρετικά στενή στο Βυζάντιο» Levtchenko, ιστορία της βυζ. Αυτοκρ. Σελ. 136- 137.
Ίσως όμως νάχεις υπόψη σου άλλους διανοητές που κάνουν λόγον και για «κομμουνισμό των πρώτων χριστιανών και των πατέρων της εκκλησίας». Μέχρις ενός σημείου «είναι ψυχολογικώς ευεξήγητος η τάξις της κοινωνιολογικής εποχής ημών να θέλη ν’ ανεύρη εν τη ιστορία σοσιαλισμόν και κομμουνισμόν περισσότερον παρ’ όσον τα πράγματα επιτρέπουν. Πρόκειται περί της αυτής τάσεως, ήτις κατεσκεύασε και τον επαναστάτην σοσιαλιστήν Ιησούν» Παν. Μπρατσιώτου, οι τρεις Ιεράρχαι και το κοινωνικόν πρόβλημα, σελ. 23.
Αναζητώντας το μεγάλο πρότυπο, την πηγή εμπνεύσεως και το σημείο αναφοράς των τριών Ιεραρχών, τον Ιησούν Χριστόν, θα μπορούσες, να αναλογισθείς ότι ο Χριστός δεν ίδρυσε καμμιά οικονομική ή κοινωνική σχολή και ίσως έχουν δίκαιο, όσοι υποστήριξαν ότι η πολιτική όψη του κοινωνικού προβλήματος δεν είλκυσε την άμεση προσοχή Του όπως φαίνεται και από τις εκφράσεις Του, «απόδοτε τα του Καίσαρος, Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ» και «άνθρωπε τις κατέστησε δικαστήν ή μεριστήν εφ’ υμάς;» Αλλά θα σου ερχόταν αμέσως ο αντίλογος, ότι δεν ήταν και αντικοινωνική η διδασκαλία του Θεανθρώπου, που πρώτος εκήρυξε την «καινήν εντολήν» της προς τον πλησίον αγάπης και συνέδεσε τη σωτηρία στη «βασιλεία του Θεού» με την έμπρακτη προς τον πλησίον αγάπη, και ο ίδιος «διήλθεν ευεργετών», δίδοντας κραυγαλέο παράδειγμα, «πεινώντας διατρέφων, πάσχοντας θεραπεύων και τεθλιμμένους παρηγορών». Επομένως μ’ αυτό το πνεύμα κινούμενοι και οι τρεις Ιεράρχες, ασχολήθηκαν σχεδόν με όλα τα φαινόμενα του κοινωνικού βίου, ιδιοκτησία, πλούτο, πενία, εξουσία, δουλεία, εργασία, οικογένεια και έθεσαν τη θεώρησή τους και τις καθόλου δραστηριότητες τους κάτω από το πρίσμα των αρχών του Ευαγγελίου.
Δεν πρέπει να ξεχνάς ότι το περιβάλλον δε θα άφηνε αδιάφορους ή δε θα έπαυε να δίδει αφορμές δραστηριοποιήσεως στους τρεις Ιεράρχες, καθόσον «η ελληνορρωμαϊκή κοινωνία της εποχής του 4ου μ. Χ. επαρουσίαζεν όψιν γηρασμένην και έφερε όλα τα χαρακτηριστικά της καταπτώσεως από οικονομικής και ηθικής επόψεως, με κυριώτερα χαρακτηριστικά την υπερτίμησιν της αξίας πλούτου, υποτίμησιν των ηθικών αξιών, πλεονεξίαν, δίκαιον του ισχυροτέρου, δωροδοκίαν, εκμετάλλευσιν εργασίας αδυνάτων, δεινήν πενίαν, επαιτείαν, το επαίσχυντον έθιμον πωλήσεως τέκνων, θεομηνίας και βαρβαρικάς επιδρομάς και εσμόν (=σμήνος) ευνούχων, ορχηστών, γελωτοποιών και άλλων παρασίτων στην Αυλή» Παν. Μπρατσιώτου, οι τρεις Ιεράρχαι και το κοινωνικόν πρόβλημα, σελ. 4-5.
Οπωσδήποτε ήταν κατεξοχήν κοινωνικοί άνθρωποι οι τρεις Ιεράρχες, γιατί έζησαν, συναναστράφηκαν και έδρασαν ανοιχτά σε ευρύτερα στρώματα ανθρώπων της κοινωνίας της εποχής τους. ευχαρίστως καταγίνονται με τα προβλήματα των ανθρώπων που ζούσαν στον κόσμο. Τους διακατείχε κοινωνική ευαισθησία και φρόντιζαν, μεριμνώντες και εργαζόμενοι, για την βελτίωση της ανθρώπινης κοινωνίας. Βέβαια δεν μπορείς να ειπείς ότι θεωρούσαν ως αίτια των ανωμαλιών της εποχής τις οικονομικές ανισότητες, γιατί παραδέχονταν ως αίτια κυρίως τις εσωτερικές – ηθικές ανωμαλίες των ανθρώπων. και ακόμα δεν εργάσθηκαν αποκλειστικά με υλικά μέσα – αν και προσπάθησαν ποικιλότροπα και με υλικά μέσα αλλά εργάσθηκαν κυρίως με μέσα πνευματικά και ελευθέρια, που απέβλεπαν στο διαφωτισμό και στην πειθώ, και τα οποία είναι ανέκαθεν δημοκρατικά μέσα. Δεν πρέπει νάχεις την απαίτηση τα έργα τους να είναι εγχειρίδια πολιτικής οικονομίας και κοινωνιολογίας, όμως διαβάζοντάς τα οδηγείσαι να παραδεχθείς πως περιέχουν διδασκαλίες και ιδέες ανυπολόγιστης κοινωνικής σημασίας.
Γι’ αυτό και θα προσυπέγραφες την άποψη πως «Στο πρόσωπό τους βρήκαν την άριστη έκφρασή τους η θεωρία και η πράξη, ο συνδυασμός του καλού ποιμένος και του Θεολόγου, του λειτουργού των μυστηρίων του Θεού και του συμπαραστάτου του ανθρώπινου πόνου. Και η ακτινοβολία της μορφής τους ξεπερνά το χώρο και το χρόνο» Στ. Γ. Παπαδοπούλου, η ζωή ενός Μεγάλου, σελ.7. Και ακόμα περισσότερη θα πρόσθετες έχει σημασία το γεγονός ότι δεν φωνασκούσαν υπέρ των φτωχών ζώντας σε ευμάρεια, αλλά περνώντας βίον εσχάτης πενίας!
Εντελώς ιδιαίτερα για τον Ιωάννη Χρυσόστομο θάλεγες πως εντυπωσιάζει η παρρησία, η διορατικότητα, η κοινωνική εμπειρία και «το ζητητικόν να εξευρίσκη την αιτίαν του κακού… Είναι ο ρήτωρ, ον ποθεί, θέλει, ζητεί η σημερινή κοινωνία… Είναι ο ιεροκήρυξ, όστις ηδύνατο να πλήξη, να πυκτεύση, να καυτηριάση πάσαν κοινωνικήν πληγήν, πάσαν ηθικήν παρεκτροπήν, να εκριζώση πάσαν δεισιδαιμονίαν… Ο δριμύς έλεγχος δεν περιορίζεται μόνον εις γενικότητας, αλλά καθάπτεται και των νομοθετών και των στρατιωτικών… Ο άμβων είναι βήμα, έδρα, εισαγγελεύς. Ου μόνον την καλήν ή την κακήν του πλούτου χρήσιν εξετάζει, αλλά και την πηγήν αυτού, ως να λέγωμεν το πόθεν έσχες» Χαρίτ. Χαριτωνίδου, λόγος εις τους τρεις Ιεράρχας, σελ. 23 κ.ε..
Σου προβάλλουν στα κηρύγματά τους την απλότητα και το ανεπιτήδευτο, των τρόπων συμπεριφοράς. Ιδιαίτερα ο Χρυσόστομος «στρέφεται κατά της ματαιοδοξίας των ανθρώπων, όπως κατά του πολυτελούς ιματισμού, κατακρίνων τας τεχνητάς εξάψεις των γυναικών, τας προσωπικάς ζωγραφίας, τα επιτρίμματα, τα ημαγμένα χείλη, τας υπογραφάς των οφθαλμών, την περίεργον αμφίεσιν και υπόδεσιν» Μ. Μπρατσιώτου, οι τρεις Ιεράρχαι και το κοινωνικόν πρόβλημα, σελ. 4.
Απασχολήθηκαν και με καθημερινά κοινωνικό-ηθικά θέματα, όπως λ.χ. ο Μέγας Βασίλειος την ερμηνεία των ψαλμών, γράφει και για τη σχέση πλουσίων φτωχών και για τους τοκιστές, παίρνοντας θέση ξεκαθαρισμένη. Έτσι, τότε που οι πλούσιοι γαιοκτήμονες είχαν μεγάλη δύναμη, εκείνος διακηρύσσει ότι είναι διαχειριστές του πλούτου και όχι κύριοι του πλούτου και ότι ο δανεισμός πρέπει να είναι αγαθοεργία και όχι παράνομος πλουτισμός. Η ιδιοκτησία, που ενδεχομένως για μερικά κοινωνικά συστήματα είναι πέτρα σκανδάλου, κατά τους τρεις Ιεράρχες δεν είναι απαράδεκτη, αλλά είναι «αγαθόν εκ Θεού» και σημασία έχει ο τρόπος που αποκτήθηκε, καθώς και ο τρόπος που γίνεται η διαχείρισή της, να είναι σύμφωνα με τις αρχές της χριστιανικής πίστεως, γιατί διαφορετικά γίνεται δυστυχία. Καθόσον «ου γαρ κελεύομεν μη πλουτείν, αλλά κακώς μη πλουτείν˙ έξεστι γαρ πλουτείν, αλλά χωρίς αρπαγής και βίας» δηλαδή, δεν δίδομε εντολή να μην είναι πλούσιος κανένας, αλλά να μη γίνεται πλούσιος με πονηρούς τρόπους˙ έχει το δικαίωμα ο καθένας να πλουτίσει, όχι όμως με αρπαγές και με βία, κατά τον Χρυσόστομο (ομιλία ια’ εις Κορινθίους Α’) και σε άλλο σημείο ομιλία ιγ’ εις Κορινθίους Α’ «ταύτα λέγω ουκ επειδή αμαρτία τα χρήματα… Ουδέν γαρ ο Θεός κακόν εποίησεν, αλλά πάντα καλά λίαν, ώστε και τα χρήματα καλά. Και για τον Γρηγόριο:
«ότ’ εκ πονηρού πράγματος κέρδος λάβης
του δυστυχείν νόμιζε αρραβών’ έχειν».
Ίσως σου προβάλλει κανένας την ένσταση, ότι η ευποιΐα και η ελεημοσύνη που αποτελούν το κορύφωμα του κοινωνικού κηρύγματος των τριών Ιεραρχών, δεν επιλύουν το πρόβλημα της πτωχείας, αλλά ικανοποιούν, ψεύτικα και με ματαιοδοξία αυτόν που προσφέρει, ενώ ταπεινώνουν αυτόν που τα δέχεται. Έχεις όμως να προβάλλεις την αντένσταση ότι η ευποιΐα και η ελεημοσύνη έχουν βάση τη δημοκρατική συμπεριφορά και όχι την καταπίεση και τη βία της επανάστασης, και πρωταρχική ανθρωπιστική αρχή παραμένει η προαίρεση και η ελευθερία, για να διαθέτει τον εαυτόν του, και τα εαυτού ο άνθρωπος στη ζωή του. Να προσθέσεις ότι οι τρεις Ιεράρχες ήθελαν νάναι πολύ γενναιόδωρες η ευποιΐα και η ελεημοσύνη. Και ότι πρόσθεταν πάντοτε και την προσωπική τους υπηρεσία στην ανάγκη και στον πόνο του συνανθρώπου. Αρκεί να αναφερθεί η ίδρυση και η οργάνωση της «Βασιλειάδας» από τον Μ. Βασίλειο, που ήταν κατά την έκφραση του Γρηγορίου: «κοινή πόλις, ευσεβείας ταμείον, κοινόν των εχόντων θησαύρισμα, εν η νόσος φιλοσοφείται και συμφορά μακαρίζεται και το συμπαθές δοκιμάζεται» (Γρηγορίου, επιτάφιος εις Βασίλειον). Η συστηματική οργάνωση της χριστιανικής φιλανθρωπίας αναμφισβήτητα υπήρξε πρωτοποριακό κοινωνικό επίτευγμα.
Στις δημόσιες σχέσεις του ο Μέγας Βασίλειος σου αναδεικνύεται και άνθρωπος με ρεαλιστική εκτίμηση καταστάσεων, προσώπων και πραγμάτων, με ευθύτητα και διαλλακτικότητα μέσα από δημοκρατικό διάλογο. Αντιμετώπιζε τις πολεμικές και τις συκοφαντίες απ’ ευθείας, προφορικά σε ιδιωτικές και σε δημόσιες συζητήσεις, αλλά και γραπτά, προσφέροντας τη σκέψη του και τα επιχειρήματά του στο χαρτί, για να τα χρησιμοποιούν οι ορθόδοξοι και να διαφωτίζονται φίλοι και αντίπαλοι. Δεν έθετε ως σκοπόν να νικήσει και να κατατροπώσει, αλλά να οικοδομήσει και να ποιμάνει. Απέναντι στον Αρειανό Μόδεστο ήταν ο δυναμικός επίσκοπος, ανυποχώρητος σε θέματα πίστεως. Όμως – και τούτο θα είχε να ειπεί πολλά στη σύγχρονη εποχή που ταυτίζει μερικές φορές την «αναρχική μορφή» με τη δημοκρατικότητα – ο Μέγας Βασίλειος απέναντι στον πολιτικόν άρχοντα Μόδεστο, καθώς και σ’ όλους τους ισχυρούς άρχοντες της εποχής τους, συμπεριφερόταν με πολλήν ευγένεια. Δεν είναι υπερβολή το να θεωρήσεις πρότυπο πολιτικού ήθους τη συμπεριφορά του Μεγάλου Βασιλείου, η ανωτερότητα του οποίου απέδωσε επιτυχημένες μεσολαβήσεις υπέρ των αδυνάτων, όπως για μείωση φορολογίας και για ανακούφιση των εργατών των μεταλλείων σιδήρου στην περιοχή του Ταύρου.
Ίσως να πρόβαλες πως ο Χρυσόστομος ήρθε σε σύγκρουση με την εξουσία, και τούτο ήταν αντικοινωνική συμπεριφορά. Όμως να ξεκαθαρίσεις τούτο, ότι ο Ιωάννης Χρυσόστομος ζούσε με λιτότητα, ήταν ευθύς και χρηστός και οπωσδήποτε δεν είχε φιλοδοξία να γίνει ηγεμόνας. «Δεν επεζήτησε να γίνη ηγεμών της εκκλησίας περιβεβλημένος μεν λαμπρότητα και δύναμιν κοσμικήν, ταπεινώνων δε ενώπιόν του βασιλείς και αυτοκράτορας. Η κατά του Αρκαδίου αντιπολίτευσίς του ήτο ζήτημα χριστιανικών αρχών, είχε δε ως βάσιν την ευσέβειαν αυτού και τον ασκητισμόν. Ήτο ρήτωρ τω όντι δημοφιλής, διότι οι λόγοι του δεν μετεωρίζοντο εις θεωρίας, άλλ’ είχον πρακτικόν χαρακτήρα, ύψωνε δε την εύγλωττον φωνήν του εναντίον της πολυτελείας και της αναισχυντίας, ήτις τότε επεκράτει. Εκεραυνοβόλει και τους κληρικούς, τους παραβαίνοντας τα καθήκοντά των και επισκόπους, τους διάγοντας βίον σπάταλον και ανήθικον… Συνησθάνετο ότι είχεν το καθήκον, χωρίς διόλου ν’ αποβλέπη προς τα πρόσωπα να συγκρατή τας υγιείς αρχάς της χριστιανικής ηθικής» Έσελιγγ, Βυζάντιο και βυζαντινός πολιτισμός, σελ. 31. Και ακόμα, οι «αντικοινωνικοί» τρόποι απέδωσαν έργον ανακινιστού πατριάρχου, καθόσον περιόρισε τα έξοδα των επισκόπων και των κληρικών και επιδόθηκε σε έργα όπως: «Βελτίωσε τα άσυλα και τα νοσοκομεία που υπήρχαν, ίδρυσε νέα κοινωφελή ιδρύματα και βελτίωσε την περίθαλψη των πτωχών. Και τα προσφιλή του κηρύγματα, όπως καταδίκη του πλούτου, της πολυτέλειας και της ματαιοδοξίας, άγγιζαν τις καρδιές των απλών ανθρώπων» Εκδοτ. Αθηνών, ιστορία του Ελλην. Έθνους, τόμ. Ζ’, σελ. 100.
Έρχονται να παρασταθούν ως κανόνας και μέτρο και οι τρεις Ιεράρχες και στους τρόπους, με τους οποίους ανήλθαν σε μεγάλα αξιώματα, καθώς ίσχυσε γι’ αυτούς το εξής: «Ου κλέψας την εξουσίαν, ουδ’ αρπάσας, ουδέ διώξας την τιμήν, άλλ’ υπό της τιμής διωχθείς» Αναστ. Β’ Αντωνοπούλου, οι τρεις Μεγάλοι της εκκλησίας Ιεράρχαι, σελ. 21.
Οι τρεις Ιεράρχες ήταν όχι μόνο για τον λαόν της εποχής τους, αλλά αναδείχθηκαν για τους λαούς τους χριστιανικούς όλων των εποχών ψυχοσώστες και σωματοσώστες. Διότι υπήρξαν ο Μέγας Βασίλειος και ο Ιωάννης Χρυσόστομος ανυπέρβλητοι λειτουργιολόγοι. Έκαναν τη λατρεία τη χριστιανική, κοινωνική με τις ευχές, τις προσευχές και με ιδιαίτερες ακολουθίες και μας έδωσαν και προσευχές – μικρές ακολουθίες κατά της βασκανίας, κατά των ακαθάρτων πνευμάτων και κατά της επιληψίας. Μάλιστα οι θείες Λειτουργίες του Μεγάλου Βασιλείου και του Ιωάννου Χρυσοστόμου αγκαλιάζουν όλα τα στρώματα του λαού. Και ακόμα «χάριν του λαού εσυντόμευσαν την θείαν λειτουργίαν» Περιοδ. Σταυρός, Ιανουάριος 1962.
Την μεγαλύτερη απόδειξη της κοινωνικότητας των τριών Ιεραρχών την παρέχει ο λαός, που ενόσω ζούσαν και μετά θάνατον τους ετίμησε μοναδικά και τα ονόματά τους φέρει τιμητικά για νάχει και την ευλογία τους, κατά την παράδοση. Οι μελετητές ουσιαστικά επαναλαμβάνουν αυτά, που αισθανόταν και αισθάνεται ο πιστός λαός των χριστιανών. Και οι απόψεις του εθνικού μας ιστορικού Κων. Παπαρρηγοπούλου και του καθηγητού Νικ. Τωμαδάκη για τον Μ. Βασίλειο, αυτό τονίζουν, την κοινωνική προσφορά του Ιεράρχου: «Ο Μ. Βασίλειος υπήρξε ο αληθής του ευαγγελίου επίσκοπος, ο πατήρ του λαού, ο φίλος των δυστυχών, αδιάσειστος εν τη πίστει, ανεξάντλητος εν τη ελεημοσύνη» Ιστορ. Του Ελλην. Έθνους, τόμ. Η’, σελ. 240. Και του Ν. Τωμαδάκη (Σύλλαβος βυζ. Μελετών και κειμένων, σελ. 90). «Ο Βασίλειος διακρίνεται δια την κοινωνικήν ερμηνείαν του χριστιανισμού ως θρησκείας της αγάπης και της βοηθείας των ενδεών και των αδυνάτων… Και μη βλέπωμεν τα σημερινά, ότι η κοινωνική πρόνοια είναι πρωτίστως μέριμνα του κρατικού προϋπολογισμού και τα νοσοκομεία είναι δημόσια ή δημοτικά ιδρύματα. Αλλά κατά τον 4ο μ. Χ. αιώνα η εκκλησία ήσκησε κοινωνικήν πολιτικήν άγνωστον εις το κράτος».

Από το βιβλίο: Ιστορικές γραμμές, του Φιλολόγου – Ιστορικού, Εκπαιδευτικού Μ.Ε., Ιωάννου Ν. Παπαϊωάννου.
Τόμος Β’. Λάρισα 1979

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Δημοσιεύθηκε στην Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.