Ανθήτω ως κρίνον – Φώτη Κόντογλου.

Πολλά ρημοκκλήσια βρίσκουνται χτισμένα απάνου στα μικρά βουνά και κοντά στη θάλασσα. Ευωδιάζουνε καθαρά κι ασπρισμένα˙ οι γυναίκες κ’ οι άντρες τα διατηρούνε, τα στολίζουνε με μυρσίνες, με δάφνες και με αβαγιανούς. Την Άγιο Τράπεζα τη στρώνουνε με κεντημένα τραπεζομάντιλα αρχαίο σκέδιο, βάζουνε και κουρτίνες στου τέμπλου τα κονίσματα. Στο κόνισμα της Παναγίας και στους άλλους άγιους κρεμάζουνε τάματα, ανθρωπάκια, μάτια, αυτιά, χέρια, ποδάρια, πρόβατα, καΐκια κι άλλα πολλά.
Απ’ όξω, αυτά τα ρημοκκλήσια έχουνε πάντα ένα χαγιάτι για ν’ αποσκιάζει, κι από κει βλέπεις τη θάλασσα, τους κάβους και τα βουνά. Άμα τελειώσει η Λειτουργία, εκεί πέρα κάθουνται και πίνουνε τον καφέ, κ’ ύστερα τρώνε ψάρια και θαλασσινά.
Τα κορίτσια κάνουνε κούνιες στα δέντρα και τραγουδάνε τούτο το πρωτινό το τραγούδι, που ‘ναι σαν τις ζωγραφιές της εκκλησιάς:

Θέλω ν’ ανέβω στα ψηλά, στ’ Αγιού – Γιαννιού το δώμα,
να δέσω δυο γαρούφαλα, να κάνω φρουκαλιούδα,1
να φρουκαλώ τη θάλασσα, ν’ αράζουν τα καΐκια.
Ένα καΐκι άραξε στου βασιλιά την πόρτα˙
κι ο βασιλιάς δεν ήτανε, μόν’ τρεις βασιλοπούλες.
Η μια κεντά τον ουρανό, κ’ η άλλη το φεγγάρι,
κ’ η τρίτ’ η πιο μικρότερη τ’ αρ’ βουνιασ’ κου τς μαντίλι.
Όποτε τελείωνε το κούνημα κ’ έπρεπε να κατεβούνε κείνες που κουνηθήκανε, τραγουδούσανε οι άλλες που τις κουνούσανε:
Το γυαλί το λεν κρουστάλλι,
βγείτε σεις, να μπουν κ’ άλλοι.
Μπαίνοντας στην εκκλησία, ξεχώριζες μέσα στη χιβάδα την Παναγιά την Πλατυτέρα, μελαχρινή και στηλομάτα, μ’ ανοιχτά χέρια και με τον Χριστό στα γόνατά της. ο Άη – Νικόλας ήτανε ζωγραφισμένος ίδιος σαν τον μπάρμπα – Νικόλα, που κάθεται απ’ όξω στην πεζούλα, με το τουνεζλίδικο φέσι σαν κορόνα στο κεφάλι του, ξεθωριασμένο από τον αψύν αγέρα της θάλασσας. Η Αγιά – Κυριακή μαντιλωμένη, λες κ’ είναι ξεσηκωμένη από τις κοπέλες που τραγουδούσε απ’ όξω:
Θέλω ν’ ανέβω στα ψηλά,
στ’ Αγιού – Γιαννιού το δώμα.
Οι δυο αρχαγγέλοι στις δυο πόρτες, που βαστάνε τη γης στο ‘να χέρι, παλαιά κονίσματα φερμένα από την Πόλη, μοιάζουνε συναμεταξύ τους σαν αδέρφια, κ’ είναι στο σουσούμι ίδιοι με τα δυο παιδιά του μπάρμπα – Μανώλη, που καλαφατίζουνε τη βάρκα πίσω από τ’ Άγιο – Βήμα.
Στις ζωγραφιές που βλέπεις στον τοίχο, όλα τα πάντα είναι πλουμισμένα με τη φαντασία, όπως είναι όξω κ’ η πλάση ολόγυρα. Στη Γέννηση του Χριστού, απάνου στη σπηλιά, ο ζωγράφος έχει ζωγραφισμένα μάτια, σα να ‘ναι ζωντανή. Τα σύννεφα που σηκώνουνε τους Δώδεκα Αποστόλους στη Κοίμηση της Θεοτόκου, έχουνε ένα κεφάλι σαν αϊτός. Στη Βάφτιση του Χριστού ο Ιορδάνης ποταμός είναι ζωγραφισμένος σαν άνθρωπος μ’ έναν κάβουρα στο κεφάλι του, κ’ οι βράχοι που βγαίνουνε οι φλέβες του ποταμού, έχουνε και κείνοι ανθρωπινό σκέδιο. Η θάλασσα είναι σα γοργόνα καβαλικεμένη σ’ ένα θεριόψαρο, μ’ ένα καμάκι στο χέρι της. Ο βοριάς παριστάνεται σαν άνθρωπος αναμαλλιάρης και φυσά μια τρουμπέτα στη λίμνη Γενησαρέτ. Ένα όμορφο κόνισμα είναι κρεμασμένο σε μια γωνιά της εκκλησιάς, και παρασταίνει τον Άγιο Μόδεστο, οπού ‘ναι γιατρός στα ζωντανά, και γύρω του είναι πλαγιασμένα βόδια, αρνιά, γίδια και άλογα, και κοιτάζουνε σαν ανθρώποι τον πατέρα τους. Ο Άη – Γιάννης ο Πρόδρομος στέκεται απάνου σε μια στουρναρόπετρα, ίδιος άγριος αγιούπας αναφτερουγισμένος, δίπλα στο δέντρο που ‘ναι καρφωμένη η αξίνα του. Θεριόψαρα βουτάνε γύρω στο καΐκι τ’ Άη – Νικόλα, κι απάνου στα μελανά σύννεφα τελώνια είναι καθισμένα. Μέσα στις σπηλιές του βουνού ασκητεύουνε αγιασμένοι άνθρωποι, κι άλλοι είναι ανεβασμένοι απάνου σε κολόνες για να μην κατέβουνε ποτέ στη ζωή τους. Άλλοι πλέκουνε καλάθια, άλλοι κάνουνε χουλιάρια σαν τους Αγιονορείτες. Παραπέρα, πίσ’ από μια ράχη, δυο λέοντες θάφτουνε τον Άγιο Μακάριο, και στ’ άλλο το βουνό ένας άλλος λέοντας τραβά από το χαλινάρι έναν γάϊδαρο με τις καμήλες, γιατί τον πρόσταξε ο Άγιος Γεράσιμος, που κάθεται σ’ ένα βράχο.
Οι παράξενες ζωγραφιές, τα βουνά κ’ η θάλασσα, κι οι απλοί ανθρώποι, είναι όλα συνταιριασμένα. Το σκαλιστό τέμπλο και τα στασίδια είναι κανωμένα από σιδερόξυλα παλαιά, ίδια με τα στραβόξυλα της βάρκας, καρφωμένα όχι με καρφιά, αλλά με καβίλιες˙ ευωδιάζουνε σαν μοσκοκάρυδα, γιατί είναι κανωμένα μ’ αγιασμένα ξύλα.
Τα ρουμάνια, τ’ άγρια τα δέντρα, τα πολύκορφα τα βουνά, είναι αγιασμένα και χαρούμενα, σαν εκκλησιά που γιορτάζει. Κι αυτό το ξεροπέτρι λάμπει σα να ‘ναι διαμάντι.

Υποσημείωση
1. Σκούπα.

Από το βιβλίο: Το Αϊβαλί η πατρίδα μου, του Φώτη Κόντογλου. Εκδόσεις: Άγκυρα. Αθήνα, Μάιος του 2009.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Ιστορικά, Λογοτεχνικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.