Ο Μακαριστός Ιερομ. Αθανάσιος Χαμακιώτης ως χειραγωγός ψυχών – Νεκταρίου, Μητροπ. Αργολίδος.

«Μακάριοι οι κατοικούντες εν τω οίκω σου…»

Ο γέροντας, εγκαταβιώνοντας στο μοναστήρι, δεν άλλαξε κατά πολύ τον τρόπο της ζωής του. Πάντα ζούσε ως μοναχός, κι εδώ ακόμη περισσότερο. Προσευχόμενος, λειτουργών ελεών κ.λπ. Σ’ όλα αυτά προστέθηκε και η πνευματική καθοδήγηση των μοναζουσών. Οι μοναχές στεγάστηκαν κάτω απ’ τη σκιά του έμπειρου στην πνευματική ζωή γέροντα. Η μοναχική ζωή είναι ένας συνεχής αγώνας, ένας αδιάκοπος πόλεμος, στον οποίο δεν υπάρχει λεπτό ανακωχής. Και οι μοναχές είχαν κοντά τους έναν έμπειρο γέροντα, που με διάκριση και πολλή αγάπη όργωνε τις ψυχές, ξερίζωνε τα ζιζάνια, και άπλωνε ρίζες μέσα τους ο λόγος του Θεού. Ο γέροντας με κάθε τρόπο προσπαθούσε να βοηθήσει πνευματικά τις μοναχές, οι οποίες θυμούνται εναργέστατα με πόσο παιδαγωγικό τρόπο και διάκριση εκινείτο. Προσπαθούσε να είναι κοντά στις μοναχές, όταν έκαναν μαζί τα διακονήματά τους.
-Όπου το ποίμνιο, εκεί και ο ποιμήν, έλεγε.
Καθόταν σε μια άκρη και συμβούλευε τις μοναχές, αντί να συζητούν και να αργολογούν, να λένε την ευχή ή τους χαιρετισμούς της Παναγίας. Ήθελε μάλιστα τους χαιρετισμούς να τους διαβάζουν τρεις φορές το εικοσιτετράωρο. Όταν δε κάποια μοναχή έβγαινε από το μοναστήρι για τις εξωτερικές εργασίες, τη συμβούλευε.
-Να λες τους χαιρετισμούς της Παναγίας στο δρόμο, και το «Θεοτόκε Παρθένε» δεν θα το αφήνεις απ’ το στόμα σου.
Ο ίδιος τηρούσε με ακρίβεια το μοναχικό κανόνα και αυτό ενέπνεε και τις μοναχές. Π. χ. Δεν ήθελε με κανένα τρόπο οι μοναχές να εργάζονται στις αργίες (Κυριακές, γιορτές), εκτός από τα εντελώς απαραίτητα. Τις συμβούλευε μάλιστα.
-Τη μέρα αυτή θα την τιμάτε. Δεν θα εργάζεσθε. Θα πάρετε ένα βιβλίο και θα κάθεστε να διαβάζετε.
Όταν ήταν στο νοσοκομείο, ανήμερα του αγ. Πνεύματος, κάποιο πνευματικό του παιδί πήρε τη φανέλα του να τη ράψει, γιατί είχε ξηλωθεί λίγο. Ο γέροντας αντέδρασε.
-Παιδί, τι κάνεις εκεί; Αργία σήμερα, μεγάλη γιορτή! Μη ράβεις τη φανέλα.

Στον πρώτο καιρό, έτρωγε στην τράπεζα μαζί με τις μοναχές. Κάποια μέρα καθόταν κατά τη συνήθειά του έξω από το ναό. Κάποιο πνευματικό του παιδί, του διάβαζε τον αββά Δωρόθεο. Σε κάποιο σημείο ο αββάς Δωρόθεος έγραφε ότι ο ιερέας που είναι σε γυναικείο μοναστήρι δεν θα πρέπει να συντρώγει με τις μοναχές στην τράπεζα. Όταν το άκουσε, είπε:
-Τι, τι, τι, παιδί; Διάβασέ το πάλι αυτό!
Μετά τη δεύτερη ανάγνωση ξαναείπε:
-Σημείωσέ το και το μεσημέρι θα το διαβάσεις στην τράπεζα.
Πράγματι, το κείμενο διαβάστηκε στην τράπεζα και ο γέροντας σχολίασε:
-Ακούσατε τι λέει ο αββάς Δωρόθεος; Από αύριο θα τρώω στο κελλί μου μόνος μου!
Και πράγματι από τότε δεν ξανακάθησε στην τράπεζα. Συγκατέβαινε μόνο στις μεγάλες γιορτές.

Ώρες ώρες γινόταν ιδιαίτερα αποκαλυπτικός. Ήταν τέτοιο το χαρισματικό κλίμα της ψυχής του, που έδειχνε να έχει ξεπεράσει τα όρια της στενής ανθρώπινης γνωστικότητας και να έχει δεχτεί άμεσες φανερώσεις του Θεού. Αυτό συνέβαινε όχι μόνο σε περιπτώσεις που καθοδηγούσε τις μοναχές, αλλά και στους λαϊκούς που είχε την πνευματική τους ευθύνη. Σκοπός του ασφαλώς δεν ήταν να εντυπωσιάσει, αλλά να βοηθήσει τον άνθρωπο, όπως έκαναν όλοι οι μεγάλοι χαρισματούχοι άγιοι.
«Πολλούς μεν ουν˙ ου γαρ ράδιον όσους ειπείν˙ αυτώ παρόντας ο μέγας εβελτίου, και κατά τι διολισθαίνοντας εχειραγώγει προς επανόρθωσιν και διδάσκων άμα και προλέγων και τα δοκούντα λανθάνειν εις φως εξάγων και ταύτη μάλλον την διδασκαλίαν ποιών ευπαράδεκτον, και παντός αρχέτυπον αγαθού τοις διδασκομένοις αυτός προδεικνυόμενος»
Έτσι γράφει ο βιογράφος του οσίου Μελετίου, αντικατοπτρίζοντας σε πολλά και το γέροντα.
Δηλαδή:
Πολλούς – δεν είναι εύκολο να καθορίσει κανείς πόσους – που πήγαιναν κοντά του, τους έκανε καλύτερους ο μέγας αυτός γέροντας. Κι όταν ξεγλιστρούσαν σε κάτι, τους χειραγωγούσε προς την επανόρθωση, διδάσκοντάς τους και προλέγοντάς τους και βγάζοντας στο φως εκείνα, που φαίνονταν να είναι κρυμμένα. Με τον τρόπο αυτό έκανε τη διδασκαλία του αποδεκτή. Και πάντα φανερωνόταν στους μαθητές του σαν το γνήσιο αρχέτυπο κάθε αγαθού.
Μια φορά μια μοναχή που ήταν εκκλησάρισσα και ταυτόχρονα φρόντιζε και τον γέροντα, αντιμίλησε σε κάποια συμμονάστριά της. Το πρωί που άναβε τα καντήλια, ο γέροντας την πλησίασε και με ηρεμία της λέγει:
-Μήπως είσθε η ηγουμένη της Μονής;
Η μοναχή έμεινε άφωνη. Γνώριζε δε καλά ότι η άλλη μοναχή δεν είχε ενημερώσει το γέροντα. Μ’ αυτό τον τρόπο ήθελε να καυτηριάσει την πράξη της, μάλιστα δε την ημέρα αυτή δεν δέχτηκε περιποίηση από τη σφάλλουσα μοναχή.
Πολλές φορές ο γέροντας γνώριζε διάφορα πράγματα, αλλά και την εξέλιξή τους.
Η κ. Π. Λ. διηγείται:
«Υπήρξαν κάποιες φορές που τον είδα σε όνειρο να με καλεί να πάω στο μοναστήρι για να βοηθήσω σε κάτι. ¨Έλα γιατί σε χρειάζομαι¨, έλεγε. Ένα όνειρο όμως μου έκανε βαθιά εντύπωση. Τον είδα να λειτουργεί και στο τέλος βγήκε από την Ωραία Πύλη κρατώντας ένα πανεράκι με αντίδωρο και την Αγία Λόγχη. Ασπάστηκα το χέρι του και μου είπε:
-Να έλθεις στο μοναστήρι, γιατί σε χρειάζομαι.
Ξεκίνησα και πήγα. Όταν με είδε στο προαύλιο μου είπε χαρούμενος:
-Παιδί, παιδί, ο άγγελός σου σε έφερε! Σε ήθελα να βοηθήσεις τη γερόντισσα στο ψάλσιμο. (Πράγματι, είχα μάθει να ψέλνω, και όποτε μπορούσα βοηθούσα στο μοναστήρι).
-Δεν με έφερε ο άγγελός μου, πατέρα, του απάντησα. Ήλθατε εσείς στον ύπνο μου και με καλέσατε.
-Δεν ήμουν εγώ. Ήταν ο άγγελός μου και ο άγγελός σου».

Από το βιβλίο: Ιερομόναχος Αθανάσιος Χαμακιώτης, 1891-1967. Του Αρχιμ. (και νυν Μητροπ. Αργολίδος) Νεκταρίου Αντωνοπούλου.
Εκδόσεις, Ακρίτας. Αθήναι 1998.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.