Η φροντίδα του Μακαριστού Αρχιμ. Αθανασίου Χαμακιώτη για τα πνευματικά του παιδιά – Νεκταρίου, Μητροπ. Αργολίδος.

«Ο Θεός ου χρήζει τινός. Ευφραίνεται δε όταν ίδη τινά αναπαύοντα
την εικόνα αυτού και τιμώντα αυτήν δι’ αυτόν»

Τρεις σχεδόν δεκαετίες ο γέροντας δεν σταμάτησε να υπηρετεί και να αναπαύει τις εικόνες του Θεού, να προσφέρει την άδολη αγάπη του στα πνευματικά του παιδιά. Μονάζοντας πλέον στο ησυχαστήριο, δεν ήταν δυνατόν να τα λησμονήσει. Αλλά ούτε και αυτά τον πνευματικό τους πατέρα. Πάντοτε ήταν έτοιμος να τα υποδεχτεί. Το μεσημέρι ήταν ανήσυχος. Ξεκουραζόταν λίγο και έβγαινε έξω. Ήταν η ώρα 2 με 3 μ.μ. οπότε έφθανε το λεωφορείο της γραμμής στη Ροδόπολη. (Τότε είχε πολύ λίγα δρομολόγια). Φώναζε στις μοναχές:
-Να ανοίξουμε την πόρτα μήπως έρθει καμιά ψυχή.
Άλλοτε πάλι, έλεγε στη γερόντισσα:
-Γερόντισσα, να αφήνουμε την πόρτα ανοιχτή.
-Γέροντα, θα μπαίνει όποιος θέλει και δεν θα ξέρουμε τι γίνεται.
-Όχι, γερόντισσα. Θέλω να έρχονται τα πνευματικά μου παιδιά από το Μαρούσι. Να βρίσκουν την πόρτα ανοιχτή.
-Μα, γέροντα, θα χτυπήσουν το καμπανάκι και θα ακούσουμε.
Ο γέροντας επέμενε. Μόλις ξεκουραζόταν λίγο έβγαινε και καθόταν πίσω από το ιερό της εκκλησίας και προσευχόταν. Είχε όμως τεταμένη την προσοχή του και όταν άκουγε τον παραμικρό θόρυβο, έτρεχε να ειδοποιήσει.
-Γερόντισσα, μου φαίνεται χτυπάνε. Ανοίξτε παρακαλώ. Ήρθαν ψυχές!
Τα πνευματικά του παιδιά, επειδή έφταναν λόγω δρομολογίου σε ακατάλληλη ώρα, μέσα στο μεσημέρι, δεν ενοχλούσαν. Συνήθως ανέβαιναν στον Άγιο Ιωάννη με σκοπό να καθυστερήσουν λίγο την επίσκεψή τους, για να ξεκουραστεί ο γέροντας.
Ήταν μια ζεστή καλοκαιρινή μέρα, όταν έφθασαν δύο πνευματικά του παιδιά από το Μαρούσι. Πήραν τον παράλληλο δρόμο και κατευθύνθηκαν προς τον άγιο Ιωάννη. Όταν έφθασαν στο ύψος του μοναστηριού, γύρισαν να κάνουν το σταυρό τους και βλέπουν το γέροντα να έρχεται προς το μέρος τους.
-Παιδιά, πού πάτε; Τους είπε.
-Πατέρα, είπαμε να πάμε στον άγιο Ιωάννη, γιατί είναι ακατάλληλη η ώρα και να ‘ρθούμε μετά.
-Μέσα στη ζέστη! Ελάτε στο μοναστήρι.
Τον ακολούθησαν. Όταν πέρασαν την είσοδο του ησυχαστηρίου τους είπε:
-Υπάρχει ακατάλληλη ώρα για το σπίτι του πατέρα; Αμέσως φώναξε τη μοναχή αρχοντάρισσα.
-Αδελφή, διψώ.
Ήταν η συνθηματική του φράση για το κέρασμα των προσκυνητών.
Τους τελευταίους μήνες της ζωής του, ήταν πολύ καταβεβλημένος και κουρασμένος. Κάποια μέρα που αναπαυόταν στο κελλάκι του, ήρθε ένας νέος και ζήτησε να τον δει. Τον ειδοποίησαν, αλλά είπε πως δεν μπορεί να τον δει. Πέρασε λίγη ώρα. Λυπήθηκε αφάνταστα.
-Έδιωξα μια ψυχή, μονολογούσε. «Τον ερχόμενον προς με ου μη εκβάλω έξω». Έδιωξα μια ψυχή. Τρέξτε γρήγορα, φωνάξτε το παιδί. Δεν μπορώ να ησυχάσω. Δεν ξέρουμε γιατί ο Θεός τον έστειλε!
Οι μοναχές έτρεξαν στο δρόμο και φώναξαν το νέο. Και ο γέροντας, παρ’ όλη την εξάντλησή του κάθησε να τον ακούσει.
Ο Θεός έχει τα δικά του μονοπάτια για να οδηγεί τους ανθρώπους κοντά Του και στον κάθε άνθρωπο δίνει πολλές ευκαιρίες για να Τον πλησιάσει. Ας αφήσουμε την κ. Σ. Ξ. να μας διηγηθεί μια τέτοια θαυμαστή ευκαιρία.
«Από τη μέρα που ο γέροντας εγκαταστάθηκε στο μοναστήρι, τον επισκεπτόμαστε πολύ συχνά, τουλάχιστον δυο φορές το μήνα. Επειδή το λεωφορείο έφτανε μεσημέρι, ανεβαίναμε στον άγιο Ιωάννη. Το Σεπτέμβριο του 1966 ανεβήκαμε έξι φίλες να τον δούμε. Κατευθυνθήκαμε για τον άγιο Ιωάννη μέχρι να περάσει η ώρα. Όμως οι τρεις βρήκαν στο δρόμο πολλά χόρτα κι έμειναν να μαζέψουν. Οι υπόλοιπες ανεβήκαμε στον άγιο Ιωάννη, ανάψαμε τα καντήλια και αρχίσαμε να ψάλλουμε την παράκληση. Στο μεταξύ ήλθε και μια οικογένεια. Δεν πέρασαν 2-3 λεπτά και ακούσαμε την καμπάνα του μοναστηριού. Νομίζοντας ότι σήμανε εσπερινός, σταματήσαμε την παράκληση και ξεκινήσαμε για το μοναστήρι. Μαζί μας ήρθε και η οικογένεια. Στο δρόμο βρήκαμε και τις υπόλοιπες απ’ την παρέα μας που μάζευαν χόρτα.
-Ε σεις! Δεν ακούσατε την καμπάνα που χτύπησε για εσπερινό; Τι μαζεύετε ακόμη χόρτα;
Μας κοίταξαν με απορία και οι τρεις.
-Ποιά καμπάνα χτύπησε; Εμείς δεν ακούσαμε τίποτα, αν και είμαστε πιο κοντά. Άλλωστε είναι πολύ νωρίς για εσπερινό.
Εμείς επιμέναμε και οι άλλες το ίδιο. Ξεκινήσαμε για το μοναστήρι. Ο γέροντας με τις μοναχές άρχιζαν εκτάκτως παράκληση, για κάποιο πρόσωπο που είχε ανάγκη. Ο άνθρωπος όμως της οικογένειας που ερχόταν μαζί μας αντέδρασε. Δεν ήθελε να πάνε στην παράκληση. Η σύζυγός του τον παρακαλούσε επίμονα λέγοντας:
-Ας πάμε και να μην καθήσουμε στην παράκληση. Μόνο να προσκυνήσουμε.
Τελικά ο σύζυγος πείσθηκε. Μπήκαν στο ναό, κάθισαν λίγο και η γυναίκα του γυρίζει σιγά και του λέει:
-Τώρα μπορούμε να φύγουμε.
Ο σύζυγός της δεν κινήθηκε καθόλου. Κοίταζε επίμονα στο ιερό τον π. Αθανάσιο. Έκανε νόημα να μείνουν. Όταν τελείωσε η παράκληση μας ρώτησε:
-Ο παπάς αυτός εξομολογεί; (Σημειωτέον ότι δεν τον γνώριζε ούτε είχε ακούσει τίποτε γι’ αυτόν).
-Ναι, είναι πνευματικός, του απαντήσαμε.
-Θέλω να εξομολογηθώ!
Η γυναίκα του τάχασε.
-Μα… πώς το αποφάσισες;
-Αυτός ο άνθρωπος πρέπει να είναι άγιος. Δεν πατούσε στο έδαφος. Τον είδα μέσα στο ιερό, μισό μέτρο ψηλά!
Εμείς μείναμε έκπληκτες. Θυμηθήκαμε την καμπάνα και τη διαφωνία μας. Ρωτήσαμε τις μοναχές αν πράγματι χτύπησαν την καμπάνα και κείνες αρνήθηκαν! Η απορία μας μεγάλωσε. Φεύγοντας καταλάβαμε πως ό,τι έγινε ήταν μια ευκαιρία από το Θεό για τον άνθρωπο αυτό, να μπει στην εκκλησία, να δει το θαύμα, και να πέσει στα δίχτυα του γέροντα, του μεγάλου κυνηγού των ψυχών».
Ο γέροντας φεύγοντας από τη Νερατζιώτισσα άφησε και τα αγαπημένα του μικρά παιδιά, που τον βοηθούσαν στο ιερό, στο αναλόγιο, ή εξομολογούντο σ’ αυτόν. Αλλά τα ίδια δεν ήθελαν να τον χάσουν. Έτσι συχνά έπαιρναν τα ποδήλατα και ανηφόριζαν προς τη Ροδόπολη. Δεν λογάριαζαν τον κόπο, ούτε τα χιλιόμετρα που ήταν αρκετά. Ο γέροντας τα δεχόταν με ανοιχτή αγκαλιά, με πολλή τρυφερότητα. Σήμερα τα παιδιά αυτά, οικογενειάρχες πια, θυμούνται με νοσταλγία αυτές τις όμορφες στιγμές. Λέει ο κ. Γ. Κ.
«Ποτέ δεν θα ξεχάσουμε αυτή την ανοιχτή αγκαλιά του παπούλη. Είχαμε μια ξεχωριστή σχέση. Όταν φτάσαμε στο μοναστήρι μας υποδεχόταν με πολλή αγάπη. Κι αν είχε άλλους επισκέπτες τους έλεγε με καμάρι:
-Αυτοί είναι δικοί μου, είναι δικά μου παιδιά!
Έπειτα καθόταν μαζί μας, μας συμβούλευε, μας εξομολογούσε. Τους γονείς μας, αλλά και όλους τους γονείς, συμβούλευε.
-Μη μαλώνετε τα παιδιά. Πάνα με αγάπη και καλοσύνη να τα αντιμετωπίζετε».
Όταν ο γέροντας βρισκόταν στο νοσοκομείο, μόλις δυο μέρες πριν κοιμηθεί, τον επισκέφθηκε η κ. Σ. Κ. Παρ’ όλον ότι η υγεία του είχε επιδεινωθεί, μίλησε μαζί της και στο τέλος της έδωσε ένα γράμμα για να το πάει σ’ έναν παράλυτο. Ο άνθρωπος αυτός είχε στείλει την εξομολόγησή του σε γράμμα και ο γέροντας του απαντούσε. Τέτοια αγάπη είχε, που παρ’ όλη την κατάστασή του, μεριμνούσε και στις τελευταίες στιγμές του για τα πνευματικά του παιδιά.
Το πνεύμα της αγάπης και η φιλάνθρωπη διάθεση του γέροντα εκδηλώνονταν με ποικίλους τρόπους. Μια μέρα κάποιος κύριος τον μετέφερε με το αυτοκίνητό του στο γιατρό. Όταν γύρισε, αισθανόταν υποχρεωμένος˙ ήθελε κάτι να δώσει. Το μοναστήρι φτωχό. Σκέφθηκε λίγο και λέει στη γερόντισσα:
-Γερόντισσα, ο κ. Κ. Ν. με εξυπηρέτησε. Τί να του δώσουμε; Πήγαινε στο κοτέτσι και ό,τι αυγά έχει δος τα για τα δύο του παιδιά.
Η γερόντισσα πήγε και βρήκε εννέα αυγά.
-Γέροντα, έχει μόνον εννέα αυγά, είπε διακριτικά.
-Να τα δώσεις.
Όταν ο οδηγός έφυγε, λέει στη γερόντισσα:
-Γερόντισσα, μήπως στενοχωρήθηκες;
-Ε… μάλλον, γέροντα.
-Ξέρεις τι λέει το Ευαγγέλιο; Δίνε για να σου δίνει ο Θεός. Αν το έχουμε ανάγκη, θα μας το δώσει ο Θεός, θα το δεις!
Δεν πέρασαν δέκα λεπτά, όταν χτύπησε το κουδούνι. Βγήκε η γερόντισσα να ανοίξει. Ήταν μια γνωστή κυρία που της είπε.
-Γερόντισσα, με συγχωρείτε, δεν ψώνισα τίποτα να σας φέρω. Αλλά ό,τι αυγά είχε το κοτέτσι μας, σας τα έφερα.
Πρόσφερε στη γερόντισσα μια χαρτοσακούλα. Την άνοιξε η γερόντισσα και τι να δει; Ακριβώς εννέα αυγά!
Τρέχει συγκινημένη στον π. Αθανάσιο.
-Γέροντα, έτσι κι έτσι…
Ο παππούλης χαμογέλασε.
-Είδες, παιδί; Δίνε για να σου δίνει ο Θεός και πάντα θα σου δίνει, όταν δίνεις!

Από το βιβλίο: Ιερομόναχος Αθανάσιος Χαμακιώτης, 1891-1967. Του Αρχιμ. (και νυν Μητροπ. Αργολίδος) Νεκταρίου Αντωνοπούλου.
Εκδόσεις, Ακρίτας. Αθήναι 1998.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Θαυμαστά γεγονότα, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.