Η αγάπη του Μακαριστού Ιερομ. Αθανασίου Χαμακιώτου για τη φύση – Νεκταρίου, Μητροπ. Αργολίδος.

«Καύσις καρδίας υπέρ πάσης της κτίσεως»

Ο γέροντας δεν είχε στοργική καρδιά μόνο για τους ανθρώπους, αλλά και για ολόκληρη τη δημιουργία του Θεού. Η αγάπη του για τη φύση ήταν έκδηλη. Γράφει ο π. Α. Ρ.:
«Κατά καιρούς, βρισκόμουν κοντά στον Γέροντα και είχα την ευκαιρία να διδαχθώ πρακτικά το πνεύμα της μαθητείας, αλλά και το χάρισμα της διδασκαλίας, με τα οποία ήταν προικισμένος, όπως και να θαυμάσω την αγάπη του για τη ζωή και τη φύσιν της υπαίθρου… Ζούσε αδιάκοπα μέσα στην παρουσία του Κυρίου, ακόμη και τότε που έδινε το ενδιαφέρον του και την προσοχή του στο που θα φυτέψουν κάποιο δένδρο. Με μια λέξη φρόντιζε να διατηρεί μόνιμα το θεανδρικό χαρακτήρα της καθημερινής ζωής του».
Στο μοναστήρι βημάτιζε στην αυλή με τα δένδρα και τα λουλούδια. Απολάμβανε την ομορφιά της φύσης, τον καθαρό αέρα, το θρόισμα των πεύκων, την ευωδία των λουλουδιών, το «αγιονέρι», όπως ονόμαζε το δροσερό νερό του πηγαδιού. Κι όταν έπαιρνε το μονοπάτι για τον «αφέντη», το βλέμμα του αγκάλιαζε τα δένδρα, τα αγριολούλουδα, τα πουλιά. Όλα είχαν ένα κρυφό παλμό μέσα τους. Όλα τραγουδούσαν τη δόξα του Θεού. Τα παρατηρούσε, τα χαιρόταν και τα ένιωθε μέσα του ως κεντρίσματα δοξολογίας. Έλεγε στα πνευματικά του παιδιά:
-Κοίταξε αυτό το λουλούδι! Τι καλλιτέχνημα! Μπορεί να το φτιάξει ανθρώπινο χέρι;
Και δόξαζε το Θεό για την ομορφιά της δημιουργίας Του. όλα τα έβλεπε ως αφορμή δοξολογίας. Και για τον αέρα που ανέπνεε αισθανόταν ευχαριστιακά προς τον Δημιουργό όλης της κτίσεως.
Ο αγαπητικός τρόπος που αντιμετώπιζε τα δημιουργήματα του Θεού, τους ανθρώπους πρώτα και την υπόλοιπη έμψυχη και άψυχη δημιουργία έπειτα, θυμίζει κατά πολύ το υπέροχο κείμενο του αββά Ισαάκ, που ζωγραφίζει με απαράμιλλο τρόπο τη γεμάτη αγάπη καρδιά των αγίων:
« Και τι εστί καρδία ελεήμων; Καύσις καρδίας υπέρ πάσης της κτίσεως, υπέρ των ανθρώπων και των ορνέων και των ζώων και των δαιμόνων και υπέρ παντός κτίσματος. Και εκ της μνήμης αυτών και της θεωρίας αυτών ρέουσιν οι οφθαλμοί αυτού δάκρυα. Εκ της πολλής και σφοδράς ελεημοσύνης της συνεχούσης την καρδίαν και εκ της πολλής καρτερίας σμικρύνεται η καρδία αυτού και ου δύναται βαστάξαι ή ακούσαι ή ιδείν βλάβην τινά, ή λύπην μικράν εν τη κτίσει γινομένην. Και δια τούτο και υπέρ των βλαπτόντων αυτόν εν πάση ώρα ευχήν μετά δακρύων προσφέρει, του φυλαχθήναι αυτούς και ιλασθήναι αυτοίς˙ ομοίως και υπέρ της φύσεως των ερπετών εκ της πολλής αυτού ελεημοσύνης της κινουμένης εν τη καρδία αυτού αμέτρως καθ’ ομοιότητα του Θεού.
Δηλαδή:
Και τι είναι ελεήμων καρδιά; Είναι καύση της καρδιάς για ολόκληρη την κτίση: για τους ανθρώπους και τα όρνεα, για τα ζώα και τους δαίμονες, για κάθε κτίσμα γενικά, ώστε από τη μνήμη τους και τη θέα τους να χύνουν τα μάτια του ανθρώπου δάκρυα˙ από την πολλή και δυνατή ελεημοσύνη συνέχεται η καρδιά του, κι έτσι δεν μπορεί να βαστάξει ή ν’ ακούσει ή να δει κάποια βλάβη ή μικρή λύπη που γίνεται στην κτίση. Γι’ αυτό κάθε ώρα προσφέρει ευχές των αλόγων και υπέρ των εχθρών της αληθείας και υπέρ των βλαπτόντων αυτόν σε κάθε ευκαιρία, ώστε να φυλαχθούν και ελεηθούν˙ ομοίως και υπέρ της φύσεως των ερπετών λόγω της πολλής του ελεημοσύνης που κινείται μέσα στην καρδιά του αμέτρως κατά το παράδειγμα του Θεού.
Και βέβαια αυτή η αγάπη προς τη δημιουργία του Θεού δεν έχει καμιά σχέση με τις νοσηρές καταστάσεις και εκτροπές συγχρόνων ζωοφίλων. Ενώ αγαπούσε τη δημιουργία του Θεού συνιστούσε στις μοναχές να μη σπαταλούν πολύ χρόνο στην περιποίηση κήπων. Τα πολλά λουλούδια δημιουργούν περισπασμό. Το θεωρούσε χαμένο χρόνο κι έλεγε:
-Τις ώρες αυτές να κάθεστε να μελετάτε. Να φροντίζετε μόνο για τα απαραίτητα.
Στο μοναστήρι οι αδελφές συντηρούσαν λίγα ζώα. Μεταξύ αυτών είχαν και μία κατσικούλα, που την ονόμαζαν «Ομορφούλα». Κάποια μέρα η κατσικούλα αρρώστησε. Μια μοναχή πήγε στον γέροντα.
-Γέροντα, αρρώστησε η «Ομορφούλα», κοντεύει να πεθάνει.
-Παιδί, φέρτην γρήγορα να τη διαβάσουμε.
Πράγματι έφεραν το άρρωστο ζωντανό, ο γέροντας του διάβασε κάποια ευχή, τη σταύρωσε και η κατσικούλα συνήλθε, ζωντάνεψε αμέσως. «Αγαθός ανήρ οικτείρει ψυχάς κτηνών αυτού».
Ο γέροντας ήταν ανίκανος να κάνει κακό ακόμη και στα πιο μικρά και ασήμαντα ζωάκια. Μια καλοκαιρινή μέρα κουβέντιαζε στο ύπαιθρο με ένα ζευγάρι. Μαζί τους ήταν και ο μικρός γιος τους. Ο μικρός έβλεπε μια μύγα να περιφέρεται στο μέτωπο του γέροντα. Ο π. Αθανάσιος δεν την πείραξε. Και ο μικρός απόρησε.
-Παππούλη, μια μύγα στο μέτωπό σου. Γιατί δεν την διώχνεις;
-Άστην, παιδάκι μου, ζωντανό είναι κι αυτό, δεν πειράζει κανένα!
Έξω από την εκκλησία υπήρχε μια κερασιά, που έκανε πολύ όμορφα κεράσια και μια κληματαριά. Μόλις γίνονταν τα κεράσια ή τα σταφύλια, έπεφταν τα σπουργίτια και τα έτρωγαν. Οι μοναχές δεν προλάβαιναν να τα μαζέψουν. Η υπεύθυνη μοναχή έκανε πολλές προσπάθειες να τα διώξει, αλλά μάταια. Μια μέρα πάει στο γέροντα και του λέει:
-Πατέρα, δεν πάει άλλο με τα σπουργίτια. Δεν μας αφήνουν να φάμε τίποτε. Θα βάλω δηλητήριο.
Ο γέροντας ανησύχησε.
-Παιδί! Πρόσεξε μην το κάνεις αυτό! Τα πουλιά είναι οι συνέταιροί μας. Εσύ έχεις χέρια να φυτέψεις να σπείρεις, να ποτίσεις, να θερίσεις. Τα πουλιά δεν έχουν χέρια. «Τα πετεινά του ουρανού ου σπείρουσιν ουδέ θερίζουσιν ουδέ συνάγουσιν εις αποθήκας και ο πατήρ ο ουράνιος τρέφει αυτά».
Και αυτά από μας θα ζήσουν. Θα φάμε και μεις, θα φάνε κι αυτά.
Πραγματικά η καρδιά του «ουκ ηδύνατο βαστάξαι, ή ακούσαι, ή ιδείν βλάβην τινά, ή λύπην μικράν εν τη κτίσει γινομένην». Μια άλλη μέρα, όταν ήταν στη Νερατζιώτισσα, είδε κάποιον να κόβει κλαδιά από ανθισμένη αμυγδαλιά. Λυπήθηκε, πλησίασε και του είπε με κάποιο παράπονο:
-Παιδί, γιατί κόβεις τα λουλουδάκια της Παναγίας;
Διαβάζοντας αυτά τα απλά περιστατικά θυμάται κανείς τα λόγια ατου αγίου Σιλουανού του Αθωνίτη.
«Ένα πράσινο φύλλο του δέντρου που το έκοψες χωρίς λόγο. Δεν είναι βέβαια αμαρτία, αλλά η καρδιά που έμαθε να αγαπά, λυπάται και το φύλλο, όπως και όλη την κτίση. Έτυχε να πατήσω μια μύγα, χωρίς να υπάρχει ανάγκη κι εκείνη η κακόμοιρη, έσερνε στη γη τα χυμένα της εντόσθια. Και τρία μερόνυχτα έκλαιγα για τη σκληρότητά μου προς την κτίση. Και το θυμάμαι αυτό μέχρι σήμερα… Το Πνεύμα του Θεού διδάσκει την ψυχή να αγαπά όλα τα ζωντανά, έτσι που δεν θέλει ούτε ένα πράσινο φύλλο να κόψει, ούτε ένα αγριολούλουδο».

Από το βιβλίο: Ιερομόναχος Αθανάσιος Χαμακιώτης, 1891-1967. Του Αρχιμ. (και νυν Μητροπ. Αργολίδος) Νεκταρίου Αντωνοπούλου.
Εκδόσεις, Ακρίτας. Αθήναι 1998.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Θαυμαστά γεγονότα, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.