Μακαρία η τελευτή του Ιερομ. Αθανασίου Χαμακιώτου – Νεκταρίου Μητροπ. Αργολίδος Νεκταρίου.

«Νυν απολύεις…»

Ο γέροντας προετοιμάζεται, προσεύχεται, περιμένει. Στο παρεκκλησι του αγίου Γεωργίου πηγαίνει συχνά και προσεύχεται με δάκρυα μπροστά στην εικόνα της Παναγίας, μιλώντας της απλά και οικεία.
-Μανούλα μου, πάρε με.
Ύστερα γυρίζει στην εικόνα της αγίας Άννης, τη χαϊδεύει και παρακαλεί τη Θεοπρομήτορα.
-Μανούλα της μανούλας μου, πάρε με.
Γυρίζει ξανά στην εικόνα της Παναγίας.
-Ελέησέ με, μανούλα μου, και πες και στη μανούλα σου να με ελεήσει.
Ήδη νιώθει πολύ καταβεβλημένος. Χρόνια τώρα υπέφερε από διάφορες ασθένειες, αλλά κανείς δεν το γνώριζε, ούτε παραπονιόταν. Τελευταία υπέφερε και από τη νόσο του πάρκινσον που συνεχώς επιδεινωνόταν. Το πιο ανησυχητικό ήταν ότι προσβλήθηκε από ουρολοίμωξη. Έτσι αποφάσισαν να τον μεταφέρουν στο νοσοκομείο.
Ήταν 22 Μαΐου 1967. Ένα από τα πνευματικά του παιδιά έρχεται με το αυτοκίνητό του για να τον μεταφέρει. Πριν μπει στο αυτοκίνητο ο γέροντας γύρισε γύρω γύρω, κοίταξε στοργικά το μοναστήρι, το ευλόγησε σιωπηλά, ενώ δάκρυα έτρεχαν απ’ τα μάτια του. Γύρισε μόνο στη γερόντισσα και της είπε:
-Εσύ να μείνεις εδώ.
Μαζί του κατέβηκαν και δύο μοναχές για να τον υπηρετούν. Η στιγμή ήταν άκρως συγκινητική. Ο γέροντας αναχωρεί, γνωρίζοντας ότι με τα σωματικά μάτια δεν θα ξαναδεί το μοναστηράκι του, για το οποίο πολύ κοπίασε. Φεύγοντας το αυτοκίνητο φαινόταν απ’ το παράθυρο το χέρι του γέροντα σε στάση ευλογίας.
Ο γέροντας μεταφέρθηκε στον Ευαγγελισμό, σε θάλαμο μαζί με άλλους ασθενείς. Με ενέργειες πάλι των πνευματικών του παιδιών μεταφέρθηκε σε μοναχικό δωμάτιο. Έτσι μπορούσε χωρίς περισπασμούς να συνεχίσει το μοναχικό του πρόγραμμα. Δεν έβγαλε καθόλου το εσώρασό του. και μόλις τον σκέπαζαν με την κουβέρτα, έβγαζε τη γενειάδα του λέγοντας:
-Να φαίνεται ότι είμαι ιερέας.
Όταν δε ερχόταν ο γιατρός ή ο μικροβιολόγος και φώναζε:
-Χαμακιώτης Αθανάσιος, ο γέροντας συμπλήρωνε φωνάζοντας:
-Ιερομόναχος.
Αυτή η λέξη που τόσο τον έτερπε και τον ευχαριστούσε.
Οι μέρες περνούσαν με συνεχή προσευχή. Παρά τον πυρετό, τα ρίγη, τους πόνους, δεν σταμάτησε με τίποτα την προσευχή. Όλες οι ακολουθίες ετελούντο κανονικά. Και ενδιάμεσα έλεγε στη μοναχή:
-Διάβασε τους χαιρετισμούς… Ψάλε την παράκληση.
Έδινε μάλιστα και τον ήχο. Ιδιαίτερα τη νύχτα ζητούσε περισσότερες ακολουθίες.
Με την εισαγωγή του γέροντα στο νοσοκομείο, ο Ευαγγελισμός απέκτισε μεγάλη κίνηση επισκεπτών, που έρχονταν να δουν τον πνευματικό τους πατέρα. Τόσο πολύ που οι γιατροί και οι νοσοκόμες εξεπλάγησαν. Έλεγαν μάλιστα:
-Πρέπει να φέρουμε τροχαία!
Από τους πρώτους που τον επισκέφθηκαν (πριν ακόμα μεταφερθεί σε μοναχικό δωμάτιο), ήταν και ο νεοεκλεγείς Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος. Έσκυψε να φιλήσει το χέρι του π. Αθανασίου. Ο γέροντας αντέδρασε. Τελικά τον ασπάστηκε και του είπε:
-Μακαριώτατε, δεν σας έστειλα τηλεγράφημα, αλλά το έστειλα εκεί που έπρεπε.
Μίλησαν για λίγη ώρα. Ήταν και οι δύο πολύ συγκινημένοι. Φεύγοντας ο Αρχιεπίσκοπος γύρισε στους άλλους ασθενείς του θαλάμου και είπε:
-Εδώ έχετε μαζί σας έναν άγιο γέροντα. Είναι μεγάλη ευλογία για σας. Είσαστε προνομιούχοι.
Όλα σχεδόν τα πνευματικά του παιδιά ήθελαν να τον δουν και να τον αποχαιρετήσουν. Όμως κάποιος έλειπε στο εξωτερικό, ο π. Α. Ρ. Τον αναζητούσε καθώς περνούσαν οι μέρες. ένα πρωινό η μοναχή που υπηρετούσε τον γέροντα καθόταν στο παράθυρο και είδε τον π. Α. Ρ. να καταφθάνει. Έμαθε για την αρρώστια του γέροντα και ήλθε επειγόντως να τον δει. Γυρίζει η μοναχή και λέει στο γέροντα:
-Γέροντα, να ξέρατε ποιος έρχεται!
-Ο Α. Το ξέρω!
-Ναι, γέροντα, ο Α.
Ο π. Αθανάσιος τη διόρθωσε αυστηρά:
-Για μένα Α. Για σένα πατήρ Α.
Ο π. Α. διηγείται γι’ αυτές τις στιγμές:
«Ο Γέροντας χαιρόταν τις επισκέψεις μου στο ιερό Ησυχαστήριο και η μετάβασίς μου στο εξωτερικό δεν τον είχε ευχαριστήσει. Δεν ηθέλησε όμως να εκφρασθεί εναντιούμενος. Οι ευχές του με στήριξαν και πέρασα τόσα δύσκολα κανάλια στην ξενιτειά.
«Τις τελευταίες ημέρες του στο Νοσοκομείο, όπως μου έχουν ομολογήσει οι άγιες αδελφές, με ζητούσε. Ο Θεός ηθέλησε να επιστρέψω εγκαίρως και να βρεθώ κοντά του στην επιθανάτια κλίνη του. Άνοιξε τα μάτια – δεν θα τα ξεχάσω ποτέ – γεμάτα ειρήνη και στοργή και χαρά, και προσπάθησε να αρθρώσει επαναληπτικά δύο λέξεις που τελικά δεν τις έχω καταλάβει. Αυτό έχει σκιάσει μόνιμα την τιμή και την ευλογία που είχα να είμαι πλάι του, με τα παιδιά του, όταν άφηνε την τελευταία πνοή του μπροστά στα πονεμένα μάτια μας.
«Ακόμα και τώρα επιθυμώ να κατανοήσω αυτό που ήθελε να μου πει ο Μακαριστός Γέροντας. Δεν στάθηκα άξιος να το προσλάβω!…
«Πιστεύω ότι με έχει συγχωρήσει και ότι εύχεται να τύχω της συγχώρησης και από τον Σωτήρα και Κύριό μας Ιησούν Χριστόν».
Γενικά η είσοδος στο θάλαμο απαγορευόταν. Η αρρώστια του γέροντα δεν επέτρεπε πολλές επισκέψεις. Οι μοναχές έρχονταν σε δύσκολη θέση. Κάποτε συγκατένευσαν. Άλλοτε ο ίδιος ο γέροντας τις προειδοποιούσε για κάποιους που θα τον επισκέπτονταν και είχαν ανάγκη να τον δουν.
Μία μέρα γυρίζει και λέει στην κ. Β. Λ. που ήταν στο θάλαμο.
-Όταν έρθει το παιδί, να του δείξεις αγάπη και να τον αφήσεις να περάσει.
Δεν είπε όμως ποιον εννοούσε.
Έπειτα από λίγη ώρα, ήρθε κάποιος συγγενής του μαζί με ένα νέο. Ο νέος ήταν ανηψιός του, εργαζόταν ως ναυτικός και ήλθε επειγόντως να δει το θείο του π. Αθανάσιο. Η κ. Β. Λ. επέτρεψε στο μεγαλύτερο και δεν άφησε το νέο να μπει.
Ο πρώτος αντέδρασε.
-Μα τι λέτε, δεν θα περάσει ο … που ήρθε από τόσο μακριά…
Τότε θυμήθηκα τα λόγια του γέροντα.
Η ίδια κ. Β. Λ. διηγείται:
«Μία μέρα μπήκε αμίλητη μια σεβάσμια κυρία στο θάλαμο. Τα μάτια της βούρκωσαν σαν είδε τον παππούλη στο κρεβάτι. Πλησίασε, γονάτισε, του φίλησε το χέρι και έφυγε ήσυχα. Ο γέροντας είχε κλειστά τα μάτια. Δεν τα άνοιξε καθόλου. Όταν έφυγε η κυρία αυτή, γυρίζει και μου λέει:
-Η κυρία αυτή είναι πολύ πονεμένη!
«Τελικά έμαθα την ιστορία της. Ήταν δαιμονισμένη. Δεν ήθελε και δεν μπορούσε να φάει τίποτα και κινδύνευε να πεθάνει από ασιτία. Την έφεραν στο γέροντα, ο οποίος διέκρινε ότι η ανορεξία οφειλόταν σε δαιμονική ενέργεια. Έβαλε το πετραχήλι του και διάβασε τις ευχές των εξορκισμών. Το δαιμόνιο εκδηλώθηκε. Ο γέροντας με ένταση χτυπούσε το πόδι του εξορκίζοντας και φωνάζοντας στο δαιμόνιο:
-Τώρα θα φύγεις! Τώρα θα φύγεις!
«Πράγματι, το θαύμα έγινε και η γυναίκα ελευθερώθηκε».
Ο γέροντας κάθε τόσο έδινε τις τελευταίες νουθεσίες. Τόνιζε δε πολύ το θέμα της φιλοξενίας.
-Όσους έρχονται στο μοναστήρι, θα τους κερνάτε.
-Γέροντα, μπορεί να μην έχουμε, απαντούσαν οι μοναχές.
-Και αν δεν έχετε, ένα ποτήρι νερό απ’ το πηγάδι θα το δίνετε. Να μη φύγει ποτέ κανείς έτσι.
Και επαναλάμβανε την υπόσχεσή του.
-Αν βρω παρρησία στο Θεό, θα πρεσβεύω πολύ για το μοναστηράκι μας. Δεν θα σας λείψει τίποτα.
Την ίδια υπόσχεση έδινε και σε άλλα πνευματικά του παιδιά. Ο κ. Α. Μ. θυμάται με συγκίνηση:
«Τον επισκέφθηκα τις τελευταίες του στιγμές. Γύρισε με πολλή αγάπη και μου είπε:
-Αν έχω παρρησία, θα σε παρουσιάσω στο Θεό σαν ένα από τα καλά μου παιδιά.
Λόγια που τα θυμάμαι πάντα και με γεμίζουν ελπίδα».
Η κ. Β. Λ. που τον υπηρετούσε μαζί με τις μοναχές στο νοσοκομείο θυμάται:
«Στον Ευαγγελισμό, επειδή είχε κλειστά τα μάτια, νομίζαμε ότι κοιμόταν, ή ότι δεν καταλαβαίνει, σα να είχε πέσει σε κώμα. Όμως συνέβαινε το αντίθετο. Κάποια μέρα ήλθε η Α. που ιδιαίτερα εκτιμούσε. Γυρίζω και το λέω:
-Πατέρα, ήλθε η Α.
«Καμιά απάντησε.
-Πατέρα, ήλθε η Α, που την αγαπάτε πολύ.
«Ανοίγει τα μάτια του καλά και μου απαντάει:
-Ο πνευματικός σας πατέρας έχει μεγάλη καρδιά και χωράνε μέσα όλα τα πνευματικά του παιδιά.
«Στις 5 Αυγούστου, παραμονή της Μεταμορφώσεως, ήρθε να τον δει η Κ. Δ. Ο παππούλης φαινόταν βυθισμένος. Και πάλι νομίσαμε ότι βρίσκεται σε λήθαργο. Καθίσαμε κοντά του σε δυο σκαμνάκια. Μου λέει η Κ. πολύ σιγά για να μην τον ξυπνήσουμε:
-Τώρα που ο παππούλης είναι άρρωστος και θέλουμε αύριο να κοινωνήσουμε, πού θα πάμε να εξομολογηθούμε; Πώς θα κοινωνήσουμε έτσι;
«Ο γέροντας πετάγεται και μας λέει με ζωηρή φωνή:
-Εάν έχετε τα συνήθη (αμαρτήματα), να πάτε να κοινωνήσετε!
«Μια άλλη μέρα με φώναξε:
-Έλα εδώ, παιδί.
«Πήγα κοντά του και συνέχισε αργά αλλά σταθερά.
-Θα πας στο τάδε μοναστήρι. Έξω από την εκκλησία και κάτω από μια πέτρα υπάρχουν άγια λείψανα. Θα πας και θα πεις: «Πατέρες, να έρθετε με λαμπάδες και θυμιατά. Εδώ υπάρχουν άγια λείψανα!»
«Πράγματι, μετά την κοίμησή του πήγα στο μοναστήρι, το ανέφερα σε κάποιους μοναχούς, αλλά δεν έδωσαν σημασία. Ποιός ξέρει; Ίσως αργότερα να αποκαλυφθούν. Πάντως ο γέροντας μου μίλησε με σιγουριά».

Από το βιβλίο: Ιερομόναχος Αθανάσιος Χαμακιώτης, 1891-1967. Του Αρχιμ. (και νυν Μητροπ. Αργολίδος) Νεκταρίου Αντωνοπούλου.
Εκδόσεις, Ακρίτας. Αθήναι 1998.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Θαυμαστά γεγονότα, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.