Η κοίμησις του Ιερομ Αθανασίου Χαμακιώτου – Μητροπ. Αργολιδος, Νεκταρίου.

«Μακάριοι οι νεκροί οι εν Κυρίω αποθνήσκοντες απ’ άρτι.

Ναι, λέγει το Πνεύμα, ίνα αναπαύσωνται εκ των κόπων αυτών,
τα δε έργα αυτών ακολουθεί μετ’ αυτών».

Τις τελευταίες μέρες ο γέροντας ζούσε κάποιες ασυνήθιστες καταστάσεις που παρόμοιες συναντάμε στους βίους αγίων. Η κ. Β. Λ. διηγείται:
«Ήταν 6 Αυγούστου, όταν άρχισε να κουνάει έντονα το πόδι του. Φαινόταν ότι πονούσε.
-Γέροντα, τι πάθατε; Τον ρώτησα.
-Παιδί, δεν βλέπεις αυτόν που λέει να με βασανίζουν; Τρυπήστε τον κεντήστε τον! Έτσι λέει, δεν τον ακούς;
(«Να προσέξεις την τελευταία στιγμή τον παγκάλιστον, μην τυχόν σε πειράξει˙ διότι περιμένει ως λέων…» του είχε προείπει, όπως είδαμε, ο π. Φιλόθεος Ζερβάκος).
«Όλες τις μέρες είχε πολλή ζέστη. Εμείς ανοίγαμε το παράθυρο αλλά ο γέροντας δεν επέτρεπε. Ήθελε να υπάρχει σκοτάδι.
-Κλείσε παιδί, γιατί όταν είναι σκοτεινά, έχουμε περισσότερες επισκέψεις εκ μέρους του Θεού.
«Κάποια μέρα μου λέει:
-Πάμε παιδί, πάμε παιδί!
«Αμήχανα εγώ τον ρώτησα!
-Πού να πάμε, πατέρα;
-Στον παράδεισο, παιδί!
«Άλλοτε συζητούσαμε μέσα στο θάλαμο με τις μοναχές. Γυρίζει και μας λέει:
-Σουτ! Ησυχία.
-Πατέρα, άφησε να πούμε καμιά κουβέντα!
«Ο γέροντας όμως ζούσε ουράνιες καταστάσεις.
-Ώ! η άνω Ιερουσαλήμ! Χερουβείμ! Σεραφείμ! Απόστολοι! Μάρτυρες! Προφήτες! Όσιοι!
«Τότε πήγα και τον διέκοψα.
-Πατέρα, τους βλέπετε;
«Γύρισε και με αυστηρότητα μου είπε:
-Όχι, παιδί!

«Όπως σημείωσα, η ζέστη ήταν αφόρητη. Όμως δεν θέλαμε με κανένα τρόπο να αφήσουμε το γέροντα. Εμένα με είχε βοηθήσει τόσο πολύ όλ’ αυτά τα χρόνια, γιατί είχα πολλά προβλήματα, και το θεωρούσα υποχρέωσή μου. Κάποια στιγμή με είδε καταϊδρωμένη και μου είπε:
-Πήγαινε, παιδί, λίγο έξω να πάρεις λίγον αέρα, να δροσιστείς και να ξεκουραστείς. Κάηκες εδώ μέσα!
-Πατέρα, όταν ερχόμαστε εμείς στο εξομολογητήριο εσείς δεν καιγόσαστε; Πώς να τα ξεχάσω όλ’ αυτά;
«Γύρισε συγκινημένος και μου είπε:
-Ο Θεός να σε δροσίσει στον ουρανό! Να σε δροσίσει με τη δρόσο του ουρανού!»

Το τέλος του γέροντος ήρθε με ένα γεγονός συγκλονιστικό, απίστευτο στη λογική μας. Όσο ήταν στο νοσοκομείο, καθημερινά ερχόταν ο ιερέας από τη Μονή Πετράκη για να τον κοινωνήσει. Τις τελευταίες μέρες ο πυρετός ανέβηκε στα ύψη. Το θερμόμετρο έδειχνε 42 βαθμούς. Τα μεσάνυχτα της 15ης προς την 16η Αυγούστου γυρίζει και λέει στη μοναχή:
-Παιδί, απόψε πρέπει να είσαι έτοιμη.
-Γιατί, γέροντα;
-Απόψε θα έχω μια μεγάλη επίσκεψη και πρέπει να είμαστε έτοιμοι να κοινωνήσουμε. Είναι ευκαιρία: να μην την χάσεις και συ αυτή την ευκαιρία.
-Ναι γέροντα, αύριο θα έλθει ο ιερέας, απάντησε η μοναχή, χωρίς να καταλάβει τι εννοούσε ο γέροντας.
-Όχι, απόψε θα κοινωνήσουμε, επέμενε. Θα έλθουν οι άγγελοι! Διάβασε τώρα την ακολουθία της Μεταλήψεως.
Η μοναχή τη διάβασε και μόλις τελείωσε της λέει:
-Επανάλαβέ την.
Την διάβασε για δεύτερη φορά και ο γέροντας ξαναλέει:
-Αφού δεν θα προλάβουμε, διάβασέ μου και τις τελευταίες ευχές.
Η μοναχή διάβασε: «Πιστεύω Κύριε και ομολογώ…» και τα υπόλοιπα. Ο γέροντας συνέχισε.
-Ψάλε τώρα το «Επί της θείας φυλακής…»
Έδωσε μάλιστα και τον ήχο. Η μοναχή έψαλε:
«Επί της θείας φυλακής ο θεηγόρος Αββακούμ στήτω μεθ’ ημών και δεικνύτω φαεσφόρον άγγελον διαιπρυσίως λέγοντα. Σήμερον σωτηρία τω κόσμω ότι ανέστη Χριστός ως παντοδύναμος».
Πράγματι, τι ωραία και τόσο κατάλληλη για τη στιγμή επιλογή.
-Επανάλαβέ το.
Η μοναχή το επανέλαβε.
-Και άλλη μια φορά…
Αφήνουμε τη συνέχεια της αφηγήσεως στη μοναχή που έζησε αυτή τη συγκλονιστική στιγμή.
«Ενώ έψαλλα το τροπάριο και έφτασε στη λέξη ¨Αββακούμ¨ μου δίνει μια ώθηση να πέσω κάτω. Γονάτισα γρήγορα, έριξε πάνω μου το σεντόνι και με μισοσκέπασε. Ο γέροντας με όση δύναμη διέθετε σηκώθηκε λίγο, ύψωσε τα χέρια του και είπε με δέος τα λόγια πριν τη θεία Μετάληψη, όπως τα λένε οι ιερείς. Εγώ φοβόμουν μην πέσει και προσπαθούσα να δω τι κάνει παραμερίζοντας λίγο το σεντόνι. Έκανε τις ίδιες κινήσεις που έκανε όταν κοινωνούσε στην Αγία Τράπεζα, λέγοντας: ¨Ιδού προσέρχομαι Χριστώ τω αθανάτω βασιλεί και Θεώ ημών. Μεταδίδοταί μοι Αθανασίω τω αναξίω Ιερομονάχω το τίμιον, και πανάγιον… Άνοιξε το στόμα του και δέχθηκε τη θεία Κοινωνία από ¨φαεσφόρον άγγελον¨! Έκπληκτη τον έβλεπα μέσα στη νύχτα με το λιγοστό φως να κοινωνεί και να ρουφάει το αίμα του Κυρίου και να λέει ¨εις το όνομα του Πατρός… και του Υιού …. Και του …. Αγίου Πνεύματος¨. Είπε το ¨Αμήν¨ και ήρεμα έγειρε, πλημμυρισμένος από ανείπωτη χαρά και βαθύτατη συγκίνηση για την ανέλπιστη δωρεά του Θεού. Έπειτα γύρισε και μου είπε:
-Διάβασε τώρα την Ευχαριστία.
«Την διάβασα αν και τα είχα χαμένα. Έπειτα τον πήρε ένας γλυκός ύπνος.
«Ξημέρωσε. Κι επειδή ο π. Σ. από τη Μονή Πετράκη ερχόταν κάθε πρωί για να τον κοινωνήσει, του λέω:
-Γέροντα, να διαβάσουμε τη θεία Μετάληψη, γιατί θάρθει ο π. Σ. να σε κοινωνήσει;
«Ο γέροντας αντέδρασε.
-Όχι παιδί. Άπαξ εκοινώνησα! Είδες τίποτα;
-Ε… όχι…. Γέροντα….
«Τί μπορούσα να πώ;
«Μετά από λίγο ήρθε ο π. Σ. με τη θεία Κοινωνία. Μόλις τον είδε είπε πάλι:
-Άπαξ εκοινώνησα!
«Ο π. Σ. έφυγε συγκλονισμένος και αμίλητος».

Την ίδια μέρα τον επισκέφθηκε ο π. Κ. Του έφερε και ύψωμα. Μόλις τον είδε του είπε με κάποιο παράπονο.
-Πού ήσαστε χτες; Ήταν της Παναγίας και δεν ήλθε κανείς να με δει.
-Σκέφτηκα να έρθω, γέροντα, αλλά υπολόγισα ότι θα είχατε πολλούς επισκέπτες λόγω της αργίας.
Η μοναχή παρενέβη.
-Γέροντα, ας μην ήρθε κανείς, εσείς όμως κοινωνήσατε χτες.
Ο π. Κ. έμεινε μόνος με το γέροντα, ο οποίος του περιέγραψε με την ισχνή φωνή του ο ίδιος τη νυχτερινή θεία Κοινωνία. Όταν επέστρεψε η μοναχή, ο π. Κ. της είπε συγκλονισμένος:
-Αδελφή, ό,τι είδες και ό,τι άκουσες χτες είναι αλήθεια!
Τις τελευταίες αυτές στιγμές ο γέροντας δεν ξέχασε την ελεημοσύνη. Όταν λίγες μέρες πριν του είπαν ότι ήρθε η σύνταξή του, αντέδρασε.
-Γυμνός ήρθα, γυμνός θα φύγω. Δώστε τα όλα.
Και μερίμνησε να σταλούν σε μια φτωχή οικογένεια στην Πεύκη.

Ήταν 16 Αυγούστου, τελευταία μέρα της επίγειας ζωής του. Ο γέροντας κάτι ψιθύριζε. Σε μια στιγμή γύρισε το κεφάλι και είπε:
-Α! έφυγε.
-Τί έγινε, γέροντα;
-Έφυγε!
-Ποιός ήταν;
-Μια γυναίκα ήταν κι έφυγε.
Οι δύο μοναχές που βρίσκονταν στο δωμάτιο, αληλοκοιτάχτηκαν, χωρίς να δώσουν πολλή σημασία. Το βράδυ τον ρώτησε η μία μοναχή.
-Γέροντα, τί έγινε το μεσημέρι; Ποιά ήταν η γυναίκα που σας επισκέφθηκε;
– Η ελεημοσύνη, παιδί!
-Και τί της είπατε;
-Της είπα: Ό,τι είχα τα έδωσα. Δεν έχω τίποτα άλλο!
Η ελεημοσύνη σίγουρα θα ήταν ο καλύτερος πρεσβευτής του στο θρόνο του Θεού. Γράφει ο όσιος Εφραίμ ο Σύρος:
«Μακάριος ο πολλούς ευ ποιών πένητας˙ πολλούς γαρ ευρήσει συνηγόρους κρινόμενος».
Δηλαδή, μακάριος είναι εκείνος που ευεργετεί πολλούς φτωχούς, διότι όταν θα κρίνεται θα έχει πολλούς υπερασπιστές.
Και ο άγιος Μάρκος ο ασκητής:
«Οικτίρμων καρδία, δηλονότι, οικτειρηθήσεται˙ τα δε εναντία, η ακολουθία αντιπεφώνηκεν».
Δηλαδή, η καρδιά που οικτείρει τους άλλους, θα οικτειρηθεί. Είναι φανερό και το αντίθετο.

Το ίδιο βράδυ οι γνωστοί του ιερείς ήρθαν να του διαβάσουν ευχέλαιο. Ο γέροντας συμμετείχε. Άλλωστε γνώριζε όλες τις ευχές και τα τροπάρια απέξω.
Έπειτα ησύχασε. Ψιθύριζε συνεχώς την ευχή.
Από το μεσονύκτιο άρχισε να βγαίνει ένα άρωμα πολύ αισθητό σαν γιασεμί. Ο γέροντας είχε πολλά πτύελα και κανονικά θα έπρεπε να μυρίζει άσχημα το στόμα του. Κάθε τόσο τα τραβούσαν με αντλία, γιατί δεν μπορούσε να αναπνεύσει. Οι νοσοκόμες τον είχαν παρεξηγήσει και περιφρονήσει.
-Όλοι είναι προσκολλημένοι σ’ ένα γέρο, έλεγαν ειρωνικά. Είχαν ενοχληθεί από τις πολλές επισκέψεις. Όταν οι μοναχές τους έλεγαν ότι ο γέροντας έχει υψηλό πυρετό, αδιαφορούσαν. Ειδικά μια νοσοκόμα ειρωνευόταν:
-Τα παρακάνετε! Τα παραλέτε!
Και δεν ερχόταν ούτε να τον δει. Το βράδυ αυτό κατά παραχώρηση Θεού, αυτή η νοσοκόμα ήταν υπηρεσία. Όταν το θερμόμετρο έδειξε 42 βαθμούς, η μοναχή έτρεξε να τη φωνάξει. Και αυτή και οι γιατροί αδιαφόρησαν. Τελικά, με πολλή πίεση η νοσοκόμα ήρθε στο θάλαμο και αμέσως της ήρθε η ευωδία απ’ το ανεξήγητο άρωμα.
-Τί κάνατε; Ρίξατε άρωμα; Είπε με κάποια δόση περιφρόνησης.
-Όχι, δεν έχουμε ρίξει τίποτα, απάντησε η μοναχή. Αυτή βγήκε μάλλον σαστισμένη.
Λίγες ώρες πριν την κοίμησή του, είχε μια μικρή ανησυχία. Γύριζε το κεφάλι του δεξιά, αριστερά και επαναλάμβανε, σαν να συστηνόταν τις λέξεις:
-Αθανάσιος Ιερομόναχος.
Το είπε πολλές φορές. Σε μια στιγμή φώναξε πιο δυνατά:
-Σας είπα. Αθανάσιος Ιερομόναχος Χαμακιώτης.
Στη συνέχεια έβγαλε ένα επιφώνημα.
-Άαα!
-Τί έγινε γέροντα;
-Άαα! Ιερείς! Πατριάρχες! Άγγελοι! Αρχάγγελοι. (Και φωνάζοντας πιο δυνατά). Η Παναγία μας! Πάρε με, μανούλα μου!
Σαν να περνούσε από κοντά του η θριαμβεύουσα Εκκλησία. Δεν ήταν παραλήρημα. Ο γέροντας ήταν τόσο παραστατικός.
«Πολλάκις αι των εναρέτων ψυχαί εν τω θανάτω θεία τίνι επισκιάσει παρακαλούμεναι ούτω του σώματος διαζεύγνυνται.
Δηλαδή:
Πολλές φορές οι ψυχές των εναρέτων ανθρώπων κατά την ώρα του θανάτου τους δέχονται ως παρηγοριά και στήριγμα κάποια θεία επίσκεψη και παρουσία και έτσι ελευθερώνονται ήπια απ’ το σώμα τους.

Ο γέροντας, παραδομένος σε οπτασία και προσευχή, άφησε το μάταιο κόσμο στις τέσσερις παρά τέταρτο, ξημερώνοντας η 17η Αυγούστου 1967, ημέρα Πέμπτη, μετά από πνευμονικό οίδημα, σε ηλικία 76 χρόνων.
«Εξάρας τους πόδας και ώσπερ φίλους ορών τους λθόντας επ’ αυτόν και δι’ αυτούς περιχαρής γενόμενος, εφαίνετο γαρ ανακείμενος ιλαρώ τω προσώπω, εξέλιπε και προσετέθη προς τους Πατέρας».
Δηλαδή, αφού τέντωσε τα πόδια και βλέποντας σαν φίλους αυτούς που είχαν έρθει ειδικά γι’ αυτόν και γεμάτος χαρά γι’ αυτούς, όπως φαινόταν ανασηκωμένος με το πρόσωπο φαιδρό και ήρεμο, εξέλιπε και προσετέθη προς τους πατέρες.

Σφάλησε τα μάτια. Η καρδιά του έπαψε να χτυπάει με το συνηθισμένο χτύπο. Ο γέροντας βρισκόταν στη βασιλεία του Θεού.
Ο π. Α. Ρ. που ήταν κοντά του έφτιαξε πρόχειρα από κερί ένα σταυρουδάκι και το άφησε στο αγιασμένο στόμα του. Ο θάλαμος «όλος επλήσθη ευωδίας». Ειδοποιήθηκε η νοσοκόμα με τις αμφιβολίες. Μπαίνοντας, ένιωσε και πάλι το άρωμα και ομολόγησε:
-Πράγματι, αυτός ο γέροντας είναι άγιος.

Από το βιβλίο: Ιερομόναχος Αθανάσιος Χαμακιώτης, 1891-1967. Του Αρχιμ. (και νυν Μητροπ. Αργολίδος) Νεκταρίου Αντωνοπούλου.
Εκδόσεις, Ακρίτας. Αθήναι 1998.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.