Θεικό Συναπάντημα – Στέλλας Ν. Αναγνώστου-Δάλλα.

Σ’ ένα μέρος χθες το βράδυ, έγινε ένα συναπάντημα θεϊκό. Ήταν μια Παναγιά, η Παναγία η Ντινιούς, κρυμμένη σε μια ρεματιά με ψηλά πλατάνια. Την έφερε εκεί και την θρόνισε στο παλιό μετόχι της Φλαμουριάς, ο Άγιος Συμεών ο Ανυπόδητος και μονοχίτων, δώρο από τον Σουλεϊμάν για την θεραπεία της κόρης του. Η ιστορία λέει, πως του άνοιξε μια παλιά αποθήκη, και τον έβαλε να διαλέξει, κι εκείνος διάλεξε αυτήν την γλυκομάτα από τον παλιό ναό της Αγίας Παρασκευής στην Πόλη, που κρατάει από τα χρόνια της Εικονομαχίας. Κι αυτή σαν άλλη «γλαυκώπις Αθήνη», μένει ήσυχα-ήσυχα εδώ από τότε, και προστατεύει τους πιστούς βάζοντας πάντα μπροστά το μέτωπό της, και τους χαιρετάει, και τους καταπραϋνει, βγάζοντας μέσα από τον κόρφο της σύννεφα-σύννεφα το μύρο, σαν γάλα μητρικό. Χθες γιόρταζε και μυρόβλυζε, μαζί με την Αγία Παρασκευή, την παλιά της ξενίστρα. Από τη μια μεριά λοιπόν ήταν θρονιασμένη δίπλα της η Αγία Παρασκευή, με την εικόνα της ολόσωμη, και το λείψανό της, μια παρουσία, πες πλήρης. Κι από την άλλην είχε συντροφιά τον Άγιο Παντελεήμονα, δυό φάλαγγες απ’ το χεράκι του, μέσα σε γάντι χρυσό, φερμένες κειμήλιο πολύτιμο από την παλιά Σινασσό της Καππαδοκίας. Κι εκείνος όρθιος, παλληκαράκι στα καλύτερά του, φρουρός, με το νυστέρι του για όπλο, και σήκωνε το χέρι του, κι ευλογούσε.

Λες κι ήταν φυτεμένη εκεί στην ρεματιά χθες το βράδυ, όλη η Ανατολή. Και μυρόβλυζε, και μοίραζε ζωή, κι ελπίδα και δύναμη.

Θυμάμαι τον Διγενή να λέει στον Χάροντα: «ο Ακρίτας είμαι, Χάροντα, δεν περνώ με τα χρόνια. Πεθαίνω μα δεν χάνομαι στα Μαρμαρένια Αλώνια. Δεν χάνομαι στα Τάρταρα, μονάχα ξαποσταίνω, στη ζωή ξαναφαίνομαι, και λαούς ανασταίνω». Έτσι είχαν μαζευτεί και χθες το βράδυ, όλοι αυτοί οι Ακρίτες, κι ευλόγησαν όλα τα παιδιά της Ανατολής, πες τα εγγόνια της, και τα δισέγγονα, για την ακρίβεια. Δεν χωρίζονται τα σόγια. Αυτοί είναι δεσμοί αίματος. Και ξυπνούν και ζωντανεύουν κάτι νύχτες σαν την χθεσινή, όταν χαμογελάει το φεγγάρι πίσω από τα σκοτεινά κλαδιά και τον κρύο αέρα.

Αν ήταν ο Παπαδιαμάντης, θα ήξερε να ζωντανέψει όλην την Αγρυπνία, μαζί και με τους ήχους της, και με τις μυρωδιές της. Εγώ, μόνο να πω πόσο πανηγύριζα μέσα μου, πόσο ψιθύριζα: «Μέγας εί, Κύριε, και θαυμαστά τα έργα Σου, και ουδείς λόγος εξαρκέσει προς ύμνον των θαυμασίων Σου». Κι εκείνο το άλλο, το προφητικό, το πανηγυρικό: «Τις θεός μέγας, ως ο Θεός ημών;». Κι άκουγα πάλι την ψυχή μου ν’ απαντάει: «Συ εί ο Θεός, ο ποιών θαυμάσια, μόνος». Κι ευχαριστούσα μ΄απέραντη ευγνωμοσύνη: «ότι ηξίωσας ημάς μετασχείν των Αγίων Μυστηρίων Σου»…
Στέλλα Ν. Αναγνώστου-Δάλλα.

Κατηγορίες: Άρθρα, Θαυμαστά γεγονότα, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.