Το Αργυρόκαστρο.

Σε μια στροφή του δρόμου, σαν ζωγραφιά από τεχνίτη χέρι ιστορημένη, ξεπροβάλλει μέσα στην καρδιά της Βορείου Ηπείρου το θρυλικό Αργυρόκαστρο.
Πόλη μεσαιωνική, που υψώνεται ανάμεσα σε βουνά άγρια, απλησίαστα, άδεντρα και σκυθρωπά. Επάνω σε τρεις γιγάντιους βράχους είναι χτισμένα τα σπίτια της˙ και μπροστά, στον πιο ψηλό βράχο, κάθεται βαρύ το περήφανο Κάστρο, από τον καιρό μαυρισμένο, με τις επάλξεις και τις πολεμίστρες του βουβές, τις τοξωτές του πόρτες ανοιχτές, τους πύργους του ετοιμόρροπους.
Νομίζεις πως ξάφνου από τις ολάνοιχτες πόρτες θα ξεχυθούν μελίσσι οι βυζαντινοί ακρίτες, σιδερόφραχτοι καβαλάρηδες, με σπαθιά γυμνά και μακριά κοντάρια, για να χτυπηθούν με Νορμανδούς και Σλαύους επιδρομείς.
Χρόνοι ηρωικοί και θρύλοι παλαιοί ζωντανεύουν στου κάστρου το αντίκρισμα.
Και πλησιάζεις… Οι στοές, οι φυλακές, οι πολεμίστρες γεμάτες αγριόχορτα και παπαρούνες. Γεράκια κρώζουν και ζυγιάζονται από πάνω σου˙ κοιτάζουν κάτω με βλέμμα διαπεραστικό. Έπειτα ξαφνικά ορμούν σαν βέλη και χύνονται προς την πεδιάδα.
Σου φαίνεται πως ζης σ’ άλους παλιούς καιρούς, στο μεσαίωνα. Σου φαίνεται πως βρίσκεσαι σε κείνα τα θρυλικά βυζαντινά κάστρα που οι Ακρίτες έχτιζαν στα μακρινά σύνορα της χώρας σ’ Ανατολή και Δύση, για να υπερασπίζουν την Πατρίδα τους από τους λογής – λογής βαρβάρους.
Εδώ νιώθει κανείς καλύτερα όσα έτυχε να διαβάση στην ιστορία. Τώρα καταλαβαίνει πόσοι αγώνες, πόσες θυσίες θα έγιναν γύρω στα κάστρα αυτά, για να κρατηθή ο τόπος ελεύθερος από τις επιδρομές των βαρβάρων. Και φαντάζεται κανείς πόσο άγρυπνη και καρτερική πρέπει να ήταν η φρούρηση από τα ψηλά αυτά κάστρα. Ερχόταν ώρα, και πολύ συχνά, που το φρούριο όλο τράνταζε από τον κρότο των σιδερένιων όπλων, από τα προστάγματα των αρχηγών και από το ποδοβολητό και τα χρεμετίσματα των αλόγων.
Ο Διγενής Ακρίτας, ο Ηρακλής της βυζαντινής Ελλάδας, ζωντανεύει ολόκληρος μπροστά στα μάτια σου στου κάστρου το αντίκρισμα. Έτσι και το αντίκρισμα των γύρω βουνών φέρνει στη θύμησή σου ολοζώντανες κάποιες άλλες μορφές, πιο κοντινές και γνώριμες, τους στρατιώτες και τους ευζώνους της νεώτερης Ελλάδας, που αγωνίστηκαν και έχυσαν το αίμα τους στα βουνά αυτά, για να διώξουν κάποιους εχθρούς, τους Λύκους και τους Κενταύρους και τα τσακάλια της Αλβανίας.

Γ. Α. Μέγας.

Από το Αναγνωστικό της ΣΤ’ τάξεως του Δημοτικού σχολείου.
Εν Αθήναις 1964

Οργανισμός Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Ιστορικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.