Τα μεγάλα, αλλά χωρίς ταπείνωση, ασκητικά κατορθώματα συντρίβουν τον αγωνιστή και τον κάνουν καταγέλαστο στους δαίμονες – Οσίου Ισαάκ του Σύρου.

1 Το όνομά του ήταν Μαλπάς. Καταγόταν από την Έδεσσα της Μεσοποταμίας και φαινόταν ότι ζούσε σε μεγάλα πνευματικά μέτρα, υπομένοντας σκληραγωγίες και θλίψεις. Αυτός λοιπόν εφεύρε την αίρεση των Ευχιτών. Λέγεται μάλιστα ότι ήταν μαθητής του μακαρίου Ιουλιανού, που ονομαζόταν Σαβάς, και για μικρό διάστημα πήγε μαζί του στο Σινά και στην Αίγυπτο και συνάντησε τους μεγάλους πατέρες εκείνου του καιρού. Είδε και το Μέγα Αντώνιο και άκουσε απ’ αυτόν λόγια μυστικής θεολογίας για την καθαρότητα και τη σωτηρία των ψυχών, και τον άκουσε να απαντά σε ερωτήσεις λεπτές για τα πάθη. Ερμήνευσε λοιπόν, με τις απαντήσεις του, ο Άγιος ότι ο νους, μετά την κάθαρσή του, δέχεται θαυμαστό φωτισμό για τα μυστήρια του Πνεύματος, και ότι η ψυχή μπορεί με τη χάρη του Θεού να αξιωθεί να δεχθεί την απάθεια, όταν βγάλει από πάνω της τα παλιά πάθη, με την εργασία των εντολών του Θεού, και επανακτήσει την υγεία της φύσης της, που είχε κατά τη δημιουργία του κόσμου. Και σαν άκουσε αυτά τα λόγια ο Μαλπάς, στην ακμή της νιότης του, έγινε θερμός σαν τη φωτιά και ήρθε στην πόλη του, οπότε άναψε μέσα του το πάθος της φιλοδοξίας, και βρήκε έναν έρημο και ήσυχο τόπο, όπου αναχώρησε και αφιέρωσε τον εαυτό του σε αγώνες και σε σκληρές δοκιμασίες και σε αδιάλειπτες προσευχές. Και άναψε για τα καλά μέσα του το πάθος της δοξομανίας, ελπίζοντας να φθάσει σε υψηλά μέτρα, για τα οποία είχε ακούσει από τον άγιο Αντώνιο. Όμως δεν έμαθε, δυστυχώς, την τέχνη πώς να πολεμά τους νοητούς εχθρούς της αγιοσύνης, και δεν κατάλαβε τι ενέδρες και δόλους και πανουργίες μετέρχεται ο αντίπαλος, για να εξαπατήσει τους ισχυρούς και να τους φέρει στην απώλεια. Γι’ αυτό το λόγο στηρίχθηκε ο ταλαίπωρος μόνο στους αγώνες, και στις στενοχώριες, και στην ακτημοσύνη, και στην άσκηση, και στην εγκράτεια, χωρίς όμως να αποκτήσει την εξουδένωση του εγωισμού του, και την ταπείνωση, και τη συντριβή της καρδιάς (που είναι όπλα αήττητα στον πόλεμο που ξεσηκώνει ο πονηρός), και χωρίς να θυμηθεί το λόγο της Γραφής που λέει: «Όταν κάμετε όλα τα έργα, και φυλάξετε όλες τις εντολές, και υπομείνετε τις θλίψεις, να θεωρείται τους εαυτούς σας ως άχρηστους δούλους» (Λουκ. 17, 10). Έτσι λοιπόν, θερμαινόταν με την υψηλοφροσύνη του, που την έτρεφε η εργασία των ασκητικών του αγώνων, και φλεγόταν από την επιθυμία να αποκτήσει τα μεγάλα χαρίσματα που άκουσε.

Και ύστερα από πολύ καιρό, σαν τον είδε ο διάβολος κούφιο από ταπείνωση, και ότι το μόνο που επιθυμούσε ήταν να γνωρίσει τα θαυμάσια μυστήρια του Θεού που άκουσε, του παρουσιάσθηκε μέσα σε εξαίρετο φως λέγοντάς του: Εγώ είμαι ο παράκλητος, και με έστειλε ο πατέρας σε σένα, για να σε αξιώσω επιτέλους να γνωρίσεις τα θαυμάσια του Θεού, που επιθυμείς ως ανταμοιβή των αγώνων σου, και να σου χαρίσω την απάθεια, και να σε απαλλάξω στο εξής από τον κόπο της άσκησης. Ως αντίβαρο, θα λέγαμε, για όλα αυτά που του υποσχέθηκε, ζήτησε από κείνον τον δύστυχο να τον προσκυνήσει! Κι εκείνος ο ανόητος, μη κατανοώντας τον πόλεμο που άρχισε ο διάβολος, αμέσως και μετά χαράς τον δέχθηκε και τον προσκύνησε, και αμέσως πέρασε στη δαιμονική εξουσία. Και αντί της θεωρίας των θαυμασίων του Θεού, τον γέμισε με δαιμονικές φαντασίες, και τον έκαμε ν’ αφήσει την εργασία των αρετών του Θεού, και τον… εξύψωσε, και τον εχλεύασε για την κούφια ελπίδα της απάθειας, λέγοντάς του: Τώρα πια δε χρειάζεσαι τα ασκητικά έργα, και τις ταπεινώσεις του σώματος, και τον αγώνα ενάντια στα πάθη και τις κατώτερες επιθυμίες. Στο τέλος τον έκαμε αρχηγό της αίρεσης των Ευχιτών. Όταν τελείωσε τη δουλειά του ο διάβολος, και φανερώθηκε η βέβηλη και κάλπικη διδασκαλία του Μαλπά, αυτός και οι οπαδοί του διώχτηκαν από τον επίσκοπο της πόλης.

Ήταν κι ένας άλλος, ονομαζόμενος Ασινάς, που ζούσε στην ίδια πόλη που ανέφερα παραπάνω, στην Έδεσσα, και συνέθεσε πολλά τραγουδάκια με τρεις λέξεις στον κάθε στίχο. Αυτός φαινόταν να ζει σε μεγάλα πνευματικά μέτρα και, χωρίς διάκριση, επιδόθηκε σε σκληρότερους ασκητικούς αγώνες, μέχρι να δοξασθεί από τον κόσμο ως άγιος. Αυτόν τον επλάνησε ο διάβολος, και τον έβγαλε από το κελί του, και τον έβαλε να σταθεί όρθιος επάνω σ’ ένα βουνό, που το λέγανε Στόριο, και έκαμε μια φανταστική σύνθεση (όχι πραγματική δηλ.) με άρματα και ιππείς, του τα έδειξε και του είπε: ο Θεός με έστειλε να σε πάρω, όπως έγινε με τον προφήτη Ηλία. Και καθώς, αυτός ο Ασινάς, απατήθηκε από τον διάβολο εξαιτίας της ανοησίας του, ανέβηκε να καθίσει πάνω στο άρμα, οπότε διαλύθηκε όλο εκείνο το σκηνικό της φαντασίας, και κατέπεσε από μεγάλο ύψος κάτω στα ριζά του βουνού, και πέθανε γελοιοποιημένος.

Αυτά τα παραδείγματα τα ανέφερα όχι χωρίς λόγο, αλλά για να μάθουμε πως μας εμπαίζουν οι δαίμονες, που διψούν για την απώλεια των αγωνιστών, και να μην επιθυμήσουμε, προτού να μάθουμε καλά την ταπείνωση, τις υψηλές πνευματικές αναβάσεις, για να μη γίνουμε καταγέλαστοι από τον πονηρό εχθρό μας. Διότι βλέπω, ακόμη και σήμερα, ότι νέοι άνθρωποι, γεμάτοι με τα πάθη τους, φλυαρούν και αποφαίνονται χωρίς κανένα δισταγμό για τα μυστήρια του Θεού! (392-4).

Από το βιβλίο: Ανθολόγιο από την ασκητική εμπειρία του Αγίου Ισαάκ του Σύρου. Ερμηνευτική απόδοση – επιμέλεια, Κωνσταντίνου Χρ. Καρακόλη, Δρος Θεολογίας, Φιλολόγου.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Θαυμαστά γεγονότα. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.