Ο Νικοτσάρας πολεμάει με τρία βιλαέτια
τη Ζίχνα και το Χάντακα, το έρημο το Πράβι.
Τρεις μέρες κάνει πόλεμο, τρεις μέρες και τρεις νύχτες.
Χωρίς ψωμί, χωρίς νερό, χωρίς να κλείσει μάτι.
Χιόνι έτρωγαν, χιόνι έπιναν και τη φωτιά βαστούσαν.
Τα παλληκάρια φώναξε στις τέσσερις ο Νίκος.
-Ακούστε παλληκάρια μου, λίγα κι αντρειωμένα:
Σίδερο βάλτε στην καρδιά και χάλκωμα στα στήθια
τι πόλεμος μας καρτερεί με τα σκυλιά τους Τούρκους
Κι αν το βροντήξουμε γερά το πήραμε το Πράβι!
Το δρόμο πήραν σύνταχα, κι έφτασαν στο γεφύρι.
Ο Τσάρας με το δαμασκί σπαθί την άλυσο του κόφτει
φεύγουν οι Τούρκοι σαν τραγιά, πίσω το Πράβι αφήνουν».
Την ίδια αλήθεια με το παραπάνω δημοτικό τραγούδι, ανιστορά και ο Κ. Σάθας που γράφει:
«Επί τρεις ημέρας οι περί τον Νικοτσάραν, καρτερικώτατα αγωνίζονται προς 15.000 εχθρών (που τους είχαν κλείσει στα στενά της Ζίχνας), και δια συνεχών εξόδων αποδιώκουσι και καταφθείρουσιν αυτούς. Κατά τον εν Ζίχνη πόλεμον, λέγεται, ότι βλέπων ο αρχηγός της, έλλειψιν τινά πολεμοφοδίων, διέταξε τους εταίρους ίνα μόνον κατ’ επισήμων Τούρκων πυροβολώσι και δια συχνών εξόδων με τα ξίφη κατακόπτωσιν αυτούς. Την νύκτα ο Νικοτσάρας αναγκασθείς υπό των αποδεκατισθέντων συντρόφων του, εξέρχεται της Ζίχνης, (αφού έσπασαν την πολιορκία) κατευθυνόμενος προς τον Στρυμονικόν κόλπον, ένθα ήλπιζεν, ότι θέλει εύρει τα ρωσικά πλοία. Κατευθυνόμενος όμως, εις Πράουσταν (Πράβι) ευρίσκει την επί του Αγγίτου ποταμού γέφυραν πεφραγμένην δι’ αλυσοδέτου πυλώνος».
Οι Τούρκοι, ανυποψίαστοι, είχαν βγει απ’ τις σκοπιές τους και νίβονταν στο ρέμα του ποταμού. Ξαφνικά βλέπουν μπροστά τους έναν άνθρωπο με σηκωμένο το γιαταγάνι, να ορμάει πάνω τους σα δαίμονας. Πριν προφτάσουν να συνέλθουν απ’ την τρομάρα τους, ο Νικοτσάρας έχει κιόλας θερίσει δυο τρεις φρουρούς. Και ύστερα αρχίζει με το σπαθί του να πελεκάει την αλυσίδα, με μανιασμένα χτυπήματα. Φτάνουν στο μεταξύ και οι σύντροφοι του και σε λίγα λεπτά η αλυσίδα πέφτει κομματιασμένη. Οι Τούρκοι τρομοκρατούνται, τα χάνουν και το βάζουν στα πόδια. Το γεφύρι μένει στα χέρια της κλεφτουριάς και ο νταίφάς του Νικοτσάρα περνά αντουφέκιστος για το Πράβι.
Απ’ το Πράβι, όταν ξημέρωσε η άλλη μέρα, ξεκινούν και βγαίνουν στην Ορφάνα, ελπίζοντας να συναντήσουν εκεί το σύμμαχο ρωσικό στόλο. Τι κρίμα όμως! Άδικος ο κόπος τους, γιατί η Ρωσία στις 7 Ιουλίου 1807 είχε υπογράψει με το Ναπολέοντα συνθήκη και στις 12 Αυγούστου ανακωχή με την Τουρκία. Αλλά ο Νικοτσάρας, γυρίζοντας στα βουνά και στα λαγκάδια, δεν το είχε μάθει.
Πικράθηκε ο Νικοτσάρας και οι σύντροφοι που του απόμειναν, που δεν βρήκαν τα ρωσικά καράβια, μα δεν τόβαλαν κάτω. Αποδεκατισμένοι και εξαντλημένοι απ’ την τρίμηνη εκστρατεία τους στα βουνά της Μακεδονίας, τράβηξαν για το Άγιον Όρος. Εκεί μετρήθηκαν. Απ’ τους πεντακόσιους πενήντα που είχαν ξεκινήσει, βρέθηκαν τώρα μόνο εκατόν ογδόντα. Και αυτοί λαβωμένοι και ξεθεωμένοι απ’ τις κακουχίες.
Οι καλόγεροι τους δέχτηκαν με δάκρυα στα μάτια, τους άλλαξαν τις πληγές, τους έντυσαν, τους έδωσαν να φάνε και γιατάκια να ξεκουράσουν τα τσακισμένα τους κορμιά. Τους είπαν και το δυσάρεστο μαντάτο, πως ο ρωσικός στόλος εγκατέλειψε τις ελληνικές θάλασσες.
Το Νικοτσάρα, όμως, τον βασάνιζε περισσότερο κάτι άλλο. Ήταν μια βαριά λαβωματιά που είχε δεχτεί από τούρκικο βόλι στο Πράβι. Σιγά-σιγά τον αφόρμιζε και η θέρμη τον έκαιγε νυχτόημερα. Το ατσάλινο κορμί του άρχισε να ρέβει. Ένιωθε πως η ζωή του έφευγε λίγο λίγο από μέσα του και οι μέρες του ήταν μετρημένες.
Κάλεσε μια μέρα σε σύναξη τους ηγούμενους του Αγίου Όρους και τα παλικάρια του και τους είπε:
-Εγώ δε νοιώθω καλά. Φαίνεται πως το καντήλι μου σώθηκε. Το Όρος ασφάλεια δεν έχει. Αν το μάθουν οι Τούρκοι πως είμαστε εδώ, θα πλακώσουν φουσάτα και θα το ξεθεμελιώσουν. Γι’ αυτό πρέπει να φύγουμε όσο πιο γρήγορα γίνεται.
Τ’ άλλο πρωί, με το θαμποχάραμα, έμπαιναν στα αγιονορείτικα καΐκια όλα τα παλικάρια. Τον Νικοτσάρα τον μετέφεραν ως εκεί με το ξυλοκρέββατο. Όλη τη μέρα αρμένισαν με αέρα πρίμο. Και η νύχτα έπεσε ήσυχη και κατασκότεινη. Ο Νικοτσάρας απιθωμένος σε μια απάνεμη γωνιά της πλώρης, ζούσε τις τελευταίες του στιγμές. Τα παλληκάρια του είχαν μαζευτεί τριγύρω του και τον κοίταζαν αμίλητα, κάτω από το ισχνό φως ενός λαδοφάναρου. Το στήθος του ήρωα ανεβοκατέβαινε άταχτα και τα μάτια του είχαν στηλωθεί στο κενό. Τα δάχτυλα του πασπάτευσαν νευρικά την κάπα που ήταν σκεπασμένος και σε μια στιγμή τέντωσε το δεξί του χέρι, πασκίζοντας ν’ ανασηκωθεί. Το στήθος φούσκωσε απ’ την προσπάθεια του εκείνη, η ανασεμιά του κόπηκε και μονομιάς έσβησε για πάντα. Ήταν μόλις τριάντα έξι χρόνων.
Ο Παπαδιαμάντης γράφει πως βγήκαν στη Σκιάθο τα παλικάρια του Νικοτσάρα, και κει έθαψαν με τιμές τον αρχηγό τους.
«Και ήρθαν και τον έθαψαν κάτω στοΛεχούνι, κοντά στην άμμο, στο γιαλό και τότες βγάλανε το τραγούδι:
Και κείνος που φοβέριζε και όλοι τον ετρέμαν
επήγαν και τον θάψανε στου Λεχουνιού το ρέμα».
Ο Γάλλος Φωριέλ, όμως, γράφει, ότι το Νικοτσάρα τα παλληκάρια του «τον έθαψαν με μεγαλοπρέπεια και με ατελείωτες εκδηλώσεις λύπης, εις την νήσον Σκύρον. Τα παλληκάρια του παρέδωσαν το σπαθί του εις την χήραν σύζυγόν του, η οποία το εφύλαξεν ως ιερόν κειμήλιον δια τον υιόν των».
Περισσότερο δίκιο πρέπει να έχει ο Παπαδιαμάντης, γιατί πριν από κάμποσα χρόνια, οι Σκιαθίτες βρήκαν στην κορφή ενός κατάφυτου λόφου του νησιού τους, χωμένη στα χώματα, μια μαρμάρινη πλάκα ορθογώνια, και κάτω απ’ αυτή, τ’ απομεινάρια ενός σκελετού μεγαλόσωμου άντρα. Όλοι στο νησί παραδέχτηκαν πως ήταν του Νικοτσάρα.
Όποια, όμως, γωνιά της ελληνικής γης κι αν φιλοξένησε το άψυχο κουφάρι του, δεν έχει σημασία. Το σίγουρο είναι πως η ψυχή του βρίσκεται στον ουρανό, συντροφιά με τις χιλιάδες των άλλων αγωνιστών που έκρυψαν κάποτε μέσα τους την αγιότερη λαχτάρα της λευτεριάς και αγωνίστηκαν να την αποχτήσουν.
Από το βιβλίο του Κώστα Δ. Παπαδημητρίου: «ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΩΡΕΣ -ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΛΟΓΙΑ των ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ του ’21.» Αθήνα, Φλεβάρης 1993.