Ο αββάς Δωρόθεος έζησε περί τα μέσα του ΣΤ’ αιώνα.
Ελάχιστες είναι οι πηγές, από όπου μπορούμε να αντλήσουμε βιογραφικά στοιχεία και αυτές είναι φτωχές σε πληροφορίες.
Τα συγγράμματα 1) Βίβλος Βαρσανουφίου και Ιωάννου1 και 2) Βίος του Οσίου Δοσιθέοου,2 γραμμένος από ανώνυμο κατά τα τέλη του ΣΤ’ αιώνα, μας τροφοδοτούν έμμεσα σε με ενημερωτικά στοιχεία για το βίο και την πολιτεία του μεγάλου Αββά.
Οι έρευνες που έγιναν στην αρχή του αιώνα μας, σχετικά με την προσωπικότητα του αββά Δωροθέου από τον βιογράφο και P. S. Vailhe, σε συνδυασμό με τις ενδείξεις που περιέχονται στην εκκλησιαστική Ιστορία του Ευαγρίου4 και στον «Πνευματικό Λειμώνα»5 του Ιωάννου Μόσχου, κατέληξαν στο να θεωρηθεί πιθανότερος χρόνος γεννήσεώς του οι αρχές του ΣΤ’ αιώνα (ή τα τέλη του Ε’ αιώνα), εφόσον μάλιστα, κατά τα πρώτα νεανικά του χρόνια, χειραγωγήθηκε από τους οσίους Βαρσανούφιο και Ιωάννη, που άκμασαν στους χρόνους του αυτοκράτορα Ιουστινιανού (527 – 565 μ. Χ.).
Ακόμη οι έρευνες αυτές τοποθετούν την ίδρυση της μονής του αββά Δωροθέου, λίγο μετά το 540 μ. Χ. και το θάνατό του μεταξύ των ετών 560 – 580 μ. Χ.).
Καταγωγή – Νεανικά χρόνια.
Ο αββάς Δωρόθεος καταγόταν πιθανότατα από την Αντιόχεια. Οι μόνες πληροφορίες για την οικογένειά του βρίσκονται στον βίο του Δοσιθέου. Από εκεί μαθαίνουμε ότι είχε έναν αδελφό, «πολύ καλό χριστιανό και φιλομόναχο», που χρηματοδότησε την ανέγερση νοσοκομείου στη μονή Σερίδου.
Η οικογένειά του πρέπει να ήταν χριστιανική και πλούσια, όπως διαφαίνεται από την εξαιρετική μόρφωση που πήρε ο αββάς Δωρόθεος κοντά σε κάποιον φιλόσοφο της εποχής, που πιθανότατα ήταν ο Προκόπιος ο Γαζαίος5 (περί το 528 μ. Χ.). Από την διακονία του επίσης στο νοσοκομείο συμπεραίνουμε ότι είχε και γνώσεις ιατρικής.
Από την υπ’ αριθμ. σνβ’ ερώτηση που περιέχεται στη Β. Ψ. και που αποδίδεται στον αββά Δωρόθεο, πληροφορούμαστε ότι βρισκόταν σε δίλλημα αν έπρεπε να διαθέσει τα χρήματά του στο Κοινόβιο ή στους φτωχούς και την επιθυμία του για τέλεια αποταγή. Δεν μπορούμε όμως να θεωρήσουμε ότι αυτά έγιναν πριν από την εγκατάστασή του στο κοινόβιο, αν και υπάρχουν και τέτοιες απόψεις.6 Μάλλον μπορούμε με βεβαιότητα να ισχυρισθούμε ότι η ερώτηση αυτή ήταν τμήμα της αλληλογραφίας που αντάλλαξε ως νεαρός υποτακτικός με τον Μεγάλο Γέροντα (τον αββά Βαρσανούφιο), δεδομένου ότι ο αββάς Δωρόθεος και ως υποτακτικός διατήρησε, με την ευλογία των Γερόντων, μικρό μέρος από τη μεγάλη περιουσία του, για την αντιμετώπιση των προσωπικών του αναγκών, που ήταν ιδιαίτερες και μεγαλύτερες, επειδή η υγεία του βρισκόταν σε κακή κατάσταση και η κράση του ήταν ασθενική.
Η επιθυμία του αββά Δωρόθεου – όπως διαφαίνεται από μερικές επιστολές του – να μιμηθεί τους αποστόλους και να κατακτήσει την πνευματική τέχνη, καθώς και η ακτινοβολία που ασκούσε την εποχή εκείνη τόσο ο μοναχισμός όσο και η μονή του αββά Σερίδου, τον έκαναν να στρέψει όλο του το ενδιαφέρον και το ζήλο, που αρχικά έδειχνε για την κοσμική σοφία, στον αγώνα της «κατά Θεόν αποταγής» και της νεκρώσεως του θελήματος, για την κατάκτηση της καθαρότητας και της αγάπης του Χριστού.
Στη μονή του αββά Σερίδου υπήρχε ζωντανή και γνήσια βίωση της χριστιανικής αρετής. Οι μεγάλες ασκητικές φυσιογνωμίες των παλαιοτέρων μοναχών, του ηγουμένου και κυρίως των πνευματικών οδηγών, του αββά Βαρσανουφίου και του αββά Ιωάννου, του Προφήτου, ενέπνεαν τον ζήλο και ήταν ζωντανοί κανόνες για τη μοναχική τελείωση.
Σ’ αυτούς παρέδωσε τον εαυτό του και σ’ αυτούς εμπιστευόταν κάθε του λογισμό, όπως ο ίδιος αναφέρει: «Ει και συνέβη με έχειν λογισμόν, ελάμβανον το πινακίδιον και έγραφον τω Γέροντι».7 Και από εκεί έπαιρνε κατευθύνσεις για τη μεθόδευση και την τεχνική του πνευματικού πολέμου. Αργότερα, όταν ο υποτακτικός του αββά Ιωάννου αρρώστησε, ο ηγούμενος Σέριδος ανέθεσε στον αββά Δωρόθεο αυτή την διακονία, την οποία και διατήρησε για εννέα ολόκληρα χρόνια, μέχρι το θάνατο του αββά Ιωάννου. Εκτός από τον αββά Βαρσανούφιο και τον αββά Ιωάννη, ο Δωρόθεος τιμούσε ιδιαίτερα ως πνευματικούς οδηγούς του τον ηγούμενο αββά Σέριδο και κάποιον αββά Ζωσιμά, ασκητή, που επισκεπτόταν συχνά τη μονή Σερίδου, για να διδάξει τους μοναχούς, με λόγια απλά, αλλά μεστά από την πολύτιμη ασκητική πείρα του, το βάθος της πνευματικής ζωής.
Από την αλληλογραφία του αββά Δωροθέου με τον αββά Βαρσανούφιο μαθαίνουμε ότι η αγωγή που πήρε στη διάρκεια του δοκιμίου του δεν ήταν τόσο σκληρή, όσο εκείνη που είχε λάβει ο ηγούμενος Σέριδος, όταν ήταν δόκιμος. Ήταν όμως, με τη μεγάλη διακριτική ικανότητα του γέροντα, προσαρμοσμένη στις ανάγκες που παρουσίαζε η ασθενική κράση του νεαρού υποτακτικού.
Παρά τον προβληματισμό (Β. Ψ. ερώτ. συνδ’) και τη μεγάλη επιθυμία του να απαλλαχθεί τελείως από την περιουσία του, δεν κατόρθωσε τελικά να πάρει την άδεια του Μεγάλου Γέροντα: «Το δε χωρίον έχε τέως εις αποτροφήν σου» (Β. Ψ. συνδ’). Κι αυτό επειδή τον συμβούλευσε να κρατήσει ένα μικρό κομμάτι γης για την συντήρησή του και να συγκεντρώσει όλο το βάρος της προσπάθειάς του στο νόημα της εσωτερικής αποταγής των λογισμών και του θελήματος, πράγμα που ισοδυναμεί με μαρτύριο: «Το αφείναι το ίδιον θέλημα αιματοχυσία εστί˙ τούτ’ έστι το φθάσαι τινά κοπιάσαι έως θανάτου και αθετήσαι το θέλημα αυτού˙ το δε ιδού αφήκαμεν πάντα και ηκολουθήσαμέν σοι περί τελειότητός εστί και ου περί χωρίων και χρημάτων μικρών, αλλά και περί λογισμών και θελημάτων» (Β. Ψ. σνδ’).
Από τον πρώτο κιόλας καιρό της μοναχικής του ζωής, φαίνεται πως θα συνάντησε βασικές δυσκολίες. Η ασθενική του κράση δεν του επέτρεπε τις μεγάλες σωματικές ασκήσεις που εκτιμούσαν ιδιαίτερα στο Κοινόβιο της μονής Σερίδου. Η εσωτερική του καλλιέργεια και ο εντατικός αγώνας για νήψη και ανταπόκριση στις πολλές μοναχικές του υποχρεώσεις, του έκαναν πολλές φορές δύσκολο και δυσβάστακτο το φορτίο της υποταγής. Επί πλέον ο σαρκικός πόλεμος τον έφερε κάποτε σε απόγνωση: «Επειδή σφόδρα πολεμούμαι υπό της πορνείας και κινδυνεύω εις απόγνωσιν ελθείν, και ουκ εγκρατεύσασθαι δύναμαι δια την ασθένειαν του σώματός μου, εύξαι υπέρ εμού δια τον Κύριον, και ειπέ μοι τι ποιήσω;» (Β. Ψ. σνε’).
Σ’ όλη αυτή την πάλη όμως είχε ένα ισχυρό όπλο, τη συμπαράσταση και την προσευχή του Μεγάλου Γέροντα και του αββά Ιωάννου, στους οποίους με λεπτομέρεια και με εξαιρετική απλότητα ανέφερε όλο του τον πόλεμο και τις δυσκολίες. Πραγματικά, διαβάζοντας το κομμάτι της αλληλογραφίας του που αναφέρεται σ’ αυτές τις δυσκολίες, θαυμάζει κανείς τη διάκριση, τη στοργή, τη ποιμαντική ικανότητα, το παρακλητικό, το φιλάνθρωπο και τη θεία φώτιση του μεγάλου Γέροντα. Δεν αιφνιδιάζεται, δεν αντιδρά απερίσκεπτα, δεν εξουθενώνει, δεν προτάσσει τις δυνάμεις του, για να στηρίξει και να διορθώσει τον πολεμούμενο αδελφό. Αντίθετα, με τις λίγες, θεοδίδακτες όμως λέξεις του, προσπαθεί να τον στηρίξει και να τον μυήσει στην τέχνη του πολέμου: «Αδελφέ, φθονών σοι ο διάβολος, ήγειρεν επάνω σου τον πόλεμον˙ φύλαξον ουν τους σους οφθαλμούς, και μη τραφής εις κόρον… Μη ενδώσης, αδελφέ μου, μηδέ εις απόγνωσιν βάλης σεαυτόν˙ αύτη γαρ εστίν η μεγάλη χαρά του διαβόλου» (Β. Ψ. σνε.). Και όταν ο Δωρόθεος επανέρχεται, αργότερα ζητώντας βοήθεια για το ίδιο θέμα, τότε του αποκαλύπτει με περισσότερη σαφήνεια τον τρόπο του πολέμου: «Νήψον, αδελφέ, θνητός ει και ολιγοχρόνιος… Άγξον τον ίππον σου εν τω χαλινώ της επιστήμης… Γενού στυφός, ως ο οίνος τω τραύματι… Κτήσαι το πένθος, ίνα απαλλοτριώση σε της παρρησίας της απολλυούσης τας ψυχάς των κτησαμένων αυτήν… πόνησον του κόψαι το θέλημά σου… Μη χαυνώσης σεαυτόν εν συντυχίαις… βασάνισόν σου τα αισθητήρια… δος την χείρα τοις σοις πατράσι… μη κρίνης τινά… .μη εξουδενώσης ή σκανδαλίσης τινά… σεαυτώ πρόσεχε, και προσδόκησον ερχόμενον τον θάνατον… εις τον Ιησούν τρέχει ίνα καταλάβης αυτόν» (Β. Ψ. συς’).
Ο αββάς Δωρόθεος είχε εγκαταλείψει ολόκληρο τον εαυτό του στους δύο Γέροντες και προσπαθούσε να πορεύεται κατά τις υποδείξεις τους. Ο αγώνας όμως ήταν σκληρός. Κάποτε μάλιστα ο λογισμός του τον πολέμησε τόσο, ώστε αποφάσισε να φύγει από το μοναστήρι. Ο αββάς Βαρσανούφιος και πάλι του πρόσφερε την πνευματική του πείρα και τον ενίσχυσε: «Αδελφέ, επικατάρατός εστίν ο σπείρας επί την καρδίαν σου τους τοιούτους λογισμούς… αλλά συν τη αμελεία και κενοδοξία ενεργούντές εισίν οι δαίμονες προς το εξολοθρεύσαί σου την ψυχήν. Πληροφορήθητι εν Κυρίω, ότι, ει μη η χειρ του Θεού ην και αι ευχαί των ενταύθα γνησίων δούλων του Θεού, επιμείναι εν τω Μοναστηρίω ενιαυτόν ολοκληρον ουκ ηδύνω, άλλ’ ως τυφλός μη βλέπων, ούτως ου βλέπεις την ευεργεσίαν του Θεού, ην εποίησέ σοι… Αδελφέ, πρόσεχε σεαυτώ και πύκτευσον μετά των λογισμών… Πληροφορήθητι δε, ότι ενθ’ αν απέλθης από των περάτων της γης μέχρι των περάτων αυτής, ου μη ωφεληθεής ίσα των ώδε˙ ως άγκυρα τω πλοίω, ούτως έσται σοι η ευχή των ενταύθα Πατέρων» (Β.Ψ. σνθ’).
Σ’ αυτή ίσως την περίοδο των δοκιμασιών πρέπει να τοποθετηθεί η φάση της απελπισίας που ο ίδιος αναφέρει στην παράγραφο 67. Μετά την ανακούφιση που του χάρισε ο μυστηριώδης άγνωστος (παρ. 67) ακολούθησε περίοδος βαθιάς ειρήνης και πνευματικής ευφορίας, σε σημείο που να προβληματισθεί και πάλι για την ποιότητα του αγώνα του και τη γνησιότητα των βιωμάτων του.
Υποσημειώσεις.
1. Επιστολές που έγραψαν ε διάφορα πρόσωπα δύο μεγάλοι μοναχοί του μοναστηριού του αββά Σερίδου, οι όσοι Βαρσανούφιος και Ιωάννης. Τις επιστολές αυτές, όπως ιστορικά γίνεται αποδεκτό, συνέλεξε ο αββάς Δωρόθεος. Σήμερα κυκλοφορούν σε βιβλίο από τις εκδόσεις Σ. Σχοινά, Βόλος 1960. Επίσης τελευταία, ολοκληρωμένη έκδοση των Ερωταποκρίσεων Βαρσανουφίου και Ιωάννου έγινε από τον εκδοτικό οίκο «Γρηγόριος Παλαμάς». ΕΠΕ Θες/νίκη 1988, σεκείμενο και μετάφραση. Και από τις εκδόσεις «Ετοιμασία» της Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Καρέα εκδόθηκε σε τρεις τόμους το κείμενο, με εισαγωγή, μετάφραση και σχόλια υπό τον τίτλο: «Βαρσανουφίου και Ιωάννου Κείμενα διακριτικά και ησυχαστικά», Καρέας 1996.
2. La vie de saint Dosithee εν OCPXXVI,78 , 89 – 123 (πρβλ. Sources Chetiennes, Νο 92, Dorothee de Gaza Paris 1963).
Το βιβλίο αυτό δεν αποδίδεται ιστορικά σε επώνυμο συγγραφέα, αλλά δεν μπορεί να απορριφθεί και η γνώμη – που άλλωστε είναι τόσο βάσιμη – ότι, αν δεν είναι γραμμένο από τον ίδιο τον αββά Δωρόθεο, τουλάχιστον το περιεχόμενό του πηγάζει από αυτόν.
3. Ευαγρίου Εκκλησιαστική ιστορία, P, G. 147, 273 (πληρ. Παρά S, C. Τ. 92, 10)
4. Ιωάν. Μόσχου «Πνευματικός Λειμών»,P. G. 87, 2852 (πληρ. Παρά Α Βελίνοβιτς, σ’. 19).
5. Δ. Μπαλάνου: «Προκόπιος ο Γαζαίος», Πατρολογία, σ΄. 509 Αθήναι 1930, σ’. 50.
6. Αμβρ. Βεσελίνοβιτς: «Δωρόθεος ο Αββάς», Αθήναι 1941, σ. 51.
7. Επειδή ο αββάς Βαρσανούφιος ήταν έγκλειστος, οι μοναχοί της μονής του αββά Σερίδου έθεταν στη κρίση του αββά Βαρσανουφίου τους λογισμούς τους, γραπτούς. Τους μετέφερε μάλιστα ο ίδιος ο ηγούμενος, ο αββάς Σέριδος. (Για περισσότερα πρβλ. Εισαγωγή Β. Ψ. έκδ. Σ. Σχοινά – Βόλος 1960).
Από το βιβλίο: Αββά Δωροθέου – Εργα Ασκητικά.
Εκδόσεις, Ετοιμασία. Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Καρέα. Δεκέμβριος 2014.
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.