(Ελεημοσύνη) και (φιλανθρωπία) στη θεία Ευχαριστία της πρώτης Εκκλησίας – Γ. Ν. Φίλια, καθηγητού Πανεπ. Αθηνών.

Α. Οι βιβλικές παράμετροι του θέματος

1) Η έρευνα κατέδειξε ότι ο όρος «ελεημοσύνη» υπήρξε άγνωστος στην ελληνική γραμματεία. Οι εβδομήκοντα χρησιμοποίησαν τον όρο για να ση­μάνουν την ευεργεσία και την επιβράβευση του Θεού προς τον άνθρωπο. Η ελεημοσύνη του Θεού προς τον άνθρωπο, άλλωστε, αποτελείτο πρότυπο για την ελεημοσύνη του ανθρώπου προς το συνάνθρωπό του. Αυτή η τελευταία έννοια της ελε­ημοσύνης, όμως, προβάλλεται στην Π.Δ. ως μία πράξη θρησκευτική και όχι απλώς κοινωνική.

Το θρησκευτικό περίβλημα της ελεημοσύνης προβάλλεται, κατ’ αρχάς, δια του θεϊκού Νόμου. Αλλά το ενδιαφέρον εστιάζεται και στη συνάφεια της ελεημοσύνης με τη λειτουργική ζωή του Ισραήλ: αυτό προτρέπει ο Νόμος κατά τη διάρκεια του πασχάλειου εορτασμού, και αυτό προτρέπει τον υιό του ο Τωβίτ να πράξει κατά τη διάρκεια του εορτασμού της Πεντηκοστής. Αυτό, επίσης, μαρτυρείται κατά την τελετή επανακτήσεως της Κιβω­τού της Διαθήκης από το Δαυίδ, κατά την τελετή εορτασμού των αζύμων στα Ιεροσόλυμα επί βασι­λέως Εζεκία, και κατά τη διάρκεια εορτασμού της «αγίας ημέρας» επί Έσδρα. Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις ελεημοσύνης κατά τη διάρκεια μιας λατρευτικής αφορμής θα κυριαρχούσαν, σίγουρα, οι διαπιστώσεις του Παροιμιαστού (δανείζει Θεώ o ελεών πτωχόν, κατά δε το δόμα αυτού ανταποδώσει αυτώ, και ος δίδωσιν πτωχοίς ουκ ενδεηθήσεται), αλλά και του Σειρακίδου (πυρ φλογιζόμενον αποσβέσει ύδωρ, και ελεημοσύνη εξιλάσεται αμαρτίας” και, σύγκλεισον ελεημοσύνην εν τοις ταμιείοις σου, και αύτη εξελειταί σε εκ πάσης κακώσεως). Γι΄ αυτό «μακαρίζεται» ο ελεήμων, και εφοδιάζεται με τη βεβαιότητα ότι ο Θεός «δεν θα απο­στρέψει από αυτόν το πρόσωπό του». Η συνάφεια, όμως, λειτουργικής τελετής και ελεημοσύνης στις μαρτυρίες της Π.Δ. εμφορείται, προφανώς, από την πεποίθηση ότι «ο ποιών ελεημοσύνην» προσφέρει στο Θεό «θυσία αινέσεως». Η αλήθεια αυτή κλη­ροδοτείται στην Κ.Δ., στην οποία δηλώνεται ότι η αγάπη προς το συνάνθρωπο αποτελεί μία από τις αιτίες «δοξολογίας του Θεού».

2) Στην Κ.Δ., όμως, κληροδοτείται και η γενική έννοια της ελεημοσύνης, σύμφωνα με την παλαιοδιαθηκική ορολογία: «ποιείν ελεημοσύνην» και «διδόναι ελεημοσύνην» (η έννοια αυτή προσεγγί­ζει περισσότερο στη ραββινική γραμματεία). Και στις δύο περιπτώσεις η ελεημοσύνη συνδυάζεται με την προσευχή, την οποία συμπληρώνει και ενισχύει, όπως τονίζει ο απ. Πέτρος προς τον εκατόνταρχο Κορνήλιο. Η μαρτυρία, όμως, αυτή περί της ελεημοσύνης του Κορνηλίου, η οποία «ανέβηκε προς τον Θεόν, εις μνημόσυνο» (δη­λαδή για να μην λησμονήσει ο Θεός τον Κορνήλιο), υποδηλώνει ένα σαφές λειτουργικό πλαίσιο. Άλλωστε και η έκφραση «ενώπιον του Θεού» στην Κ.Δ. παραπέμπει σ’ ένα προσευχητικό πλαίσιο.

Μέσα στα παραπάνω βιβλικοθεολογικά πλαίσια, δεν αποτελεί έκπληξη η διακήρυξη του απ. Παύλου ότι η ελεημοσύνη απο­τελεί «λειτουργία», η οποία «θα δώσει αφορμή για πολλές ευχαρι­στίες στο Θεό». Η ορολογία αυτή είναι προφανώς λατρευτική, και δεν αφίσταται της παλαιοδιαθηκικής συνάφειας ελεημοσύνης και λα­τρευτικής τελετής. Δεν θα πρέπει, άλλωστε, να θε­ωρηθεί άνευ σημασίας το γεγονός ότι η διδασκαλία του Κυρίου περί της αληθινής ελεημοσύνης, προηγείται της περί προσευχής διδασκαλίας Του, ενώ και ο απ. Παύλος αναφέρει σε συνάφεια την «προς το έθνος του ελεημοσύνη» με την «προσφορά», δη­λαδή τη θυσία στο ναό.

Η συνάφεια ελεημοσύνης και λατρείας του Θεού δεν είναι το μόνο παλαιοδιαθηκικό κληροδό­τημα επί του θέματος της αλληλεγγύης προς το συ­νάνθρωπο: η ανταπόδωση από το Θεό και η δημι­ουργία «θησαυρού στον ουρανό», συνιστούν πτυχές της διδασκαλίας του Κυρίου περί ελεημοσύνης, οι οποίες «διαπορθμεύουν» στην Κ.Δ. τις αντίστοιχες παλαιοδιαθηκικές έννοιες, και οι οποίες είναι σίγουρο ότι θα σηματοδοτούσαν το φιλανθρωπικό έργο της πρώτης χριστιανικής Εκκλησίας.

Η έλλειψη πνεύματος ελεημοσύνης και φιλαν­θρωπίας στιγματίζεται από τον απ. Παύλο όταν, κυρίως, εκδηλώνεται με αφορμή το «δείπνο του Κυρίου» (τη Θ. Ευχαριστία). Η μαρτυρία αυτή απαι­τεί ιδιαίτερη προσοχή, διότι υποδηλώνει ότι ο από­στολος ανέμενε από τους παραλήπτες της επιστολής του να διαδηλώσουν τη φιλανθρωπία τους, ιδιαιτέρως κατά τη συγκεκριμένη συγκυρία” γι’ αυτό και διαμαρτύρεται εντόνως όταν διαπιστώνει ότι η επιτέλεση της Ευχαριστίας συνοδεύεται από έλλειψη πνεύματος φιλανθρωπίας.

Β. Η Αποστολική Εκκλησία

1) Οι μαρτυρίες των Πράξεων επί του θέματος της ελεημοσύνης και της φιλανθρωπίας, συνοψίζονται στις γνωστές μαρτυρίες περί της κοινοκτημοσύνης. Αξίζει, όμως, ιδιαίτερης προσοχής η επισήμανση μιας συνάφειας Θ. Ευχαριστίας και κοινοκτημοσύνης: Πάντες δε οι πιστεύοντες ήσαν επί το αυτό, και είχον άπαντα κοινά. Ο απ. Παύλος αποκαλύπτει ότι η σύναξη των πιστών «επί το αυτό» αποτελεί όρο με εκκλησιολογικό και, συγχρόνως, ευχαριστιακό περιεχόμενο. Η συγκέντρωση των πιστών «επί το αυτό» προφανώς επεξηγεί το χρο­νικό πλαίσιο, εντός του οποίου πραγματοποιείτο η φιλανθρωπική δραστηριότητα της νεοσύστατης Εκκλησίας: η μαρτυρία ότι τα αγαθά «ετίθεντο παρά τους πόδας των Αποστόλων», δεν είναι δυ­νατόν να παραπέμπει σε κάποια συγκέντρωση επί τη παρουσία των Αποστόλων εκτός της Θείας Ευχαριστίας.
2)
Γνωρίζουμε ότι, η πρώτη χριστιανική κοινότητα στα Ιεροσόλυμα, συναζόταν καθημερινά γύρω από το ίδιο τραπέζι: … ομοθυμαδόν… κλώντες τε άρτον μετελάμβανον τροφής εν αγαλλιάσει και αφελότητι καρδίας. Η έννοια του συνδέσμου κατά την ευχαριστιακή σύναξη τονίζεται δια του όρου «κοινωνία» (οι πρώτοι Χριστιανοί ήσαν προσκαρτερούντες τη διδαχή των αποστόλων και τη κοινωνία και τη κλάσει του άρτου και ταις προσευχαίς, Πρ. 2, 42).

Οι μαρτυρίες αυτές παραπέμπουν στην τέλεση της Θείας Ευχαριστίας από τους πρώτους Χριστια­νούς, σύμφωνα με το «Δείπνο του Κυρίου», από το οποίο προέρχεται η ευχαριστιακή ορολογία της «κλάσεως του άρτου». Παράλληλα, όμως, οι πρώτες αυτές ευχαριστιακές μαρτυρίες αποκαλύπτουν και τον κοινωνικό χαρακτήρα της «κλάσεως του άρτου», δηλαδή την προσφορά τροφής προς τους πολλούς πτωχούς, μέλη της πρώτης χριστια­νικής Εκκλησίας. Στα προβλήματα, μάλιστα, που είχαν δημιουργηθεί κατά τις συγκεκριμένες συνά­ξεις, αναφέρεται το Πρ. 6,1 (ο «γογγυσμός των Ελληνιστών» ότι, κατά τη διάρκεια των καθημε­ρινών ευχαριστιακών συνάξεων, οι εβραιόφωνοι Χριστιανοί δεν φρόντιζαν όσο έπρεπε τις χήρες των Ελληνιστών κατά τη διανομή των τροφίμων).

Η ευχαριστιακή αυτή πρακτική του συνδυασμού «κλάσεως του άρτου» και κοινωνικής διακονίας υπέρ των πτωχών, ήταν αντίστοιχη με την εβραϊκή του «πιάτου του πτωχού», το οποίο μοιραζόταν κάθε ημέρα, και του «καλαθιού του πτωχού», το οποίο μοιραζόταν κάθε εβδομάδα, την Παρασκευή, δηλαδή πριν από τον εορτασμό του Σαββάτου. Παρατηρούμε, επομένως, ότι στην πρώτη χριστιανική Εκκλησία των Ιεροσολύμων, η Ευχαριστία συμβαδίζει με την κοινωνική πρόνοια, γεγονός το οποίο συνδέεται με αντίστοιχες πρακτικές του Ιουδαϊσμού. Η δια­φοροποίηση έγκειται στη μετα­βολή της ημέρας: για τη χριστιανική Εκκλησία, ο σύνδεσμος της Θ. Ευχαριστίας με το «δείπνο της χάριτος» (το δείπνο για τους πτω­χούς) δεν πραγματοποιείται την προηγούμενη από το Σάββατο ημέρα, αλλά την Κυριακή, κατά την οποία άλλωστε πραγματο­ποιείτο και η «λογία» (ο έρανος) της Εκκλησίας (Α’ Κορ. 16, 2).

Οι παραπάνω μαρτυρίες των Πράξεων, φωτίζουν τον τρόπο πραγματοποιήσεως της φιλαν­θρωπίας στην Αποστολική Εκ­κλησία. Θεωρούμε, μάλιστα, ότι φωτίζουν την περί ελεημοσύνης μαρτυρία της Κα­θολικής Επιστολής Ιακώβου (μιας επιστολής που φαίνεται ότι απευθυνόταν σε λειτουργική σύ­ναξη): το «έργο» της ελεημοσύνης εξαίρεται ως το απαραίτητο συμπλήρωμα, ώστε να μην κατα­στεί η πίστη «νεκρή». Και δεν είναι τυχαίο το πα­ράδειγμα «πίστεως συνοδευομένης υπό έργων», το οποίο παραθέτει ο συγγραφέας της Επιστολής: ότι ο Αβραάμ «δικαιώθηκε» ανενέγκας τον υιόν αυτού επί το θυσιαστήριον. Η παράθεση της ελεημοσύ­νης σε συνάφεια με μία πράξη λατρείας του Θεού, σίγουρα δεν είναι τυχαία.

3) Στην προς Γαλάτας επιστολή, ο απ. Παύλος αναφέρεται στην απόφαση της Αποστολικής Συνό­δου των Ιεροσολύμων (48/49 μ.Χ.) να τύχουν βοηθείας οι πτωχοί, προσθέτοντας ότι «φρόντισε για το έργο αυτό με ζήλο». Εννοείται ότι ο Παύλος ερμηνεύει την απόφαση αυτή όχι ως μία προσωπική υπο­χρέωση, αλλά ως έργο επιβεβλημένο για ολόκληρο το εκκλησιαστικό σώμα. Το έργο, όμως, αυτό δεν αποτελούσε απλή κοινωνική πρωτοβουλία της πρώ­της Εκκλησίας: ο Παύλος το αποκαλεί «λειτουργία» (βλ. παραπάνω), αλλά και «κοινωνία» εκείνων που ελεούν με εκείνους που ελεούνται” και η έννοια της «κοινωνίας» παραπέμπει σε μία βαθύτερη ενότητα, την οποία δεν διασφαλίζουν οι καθημερινές ανθρώ­πινες σχέσεις, αλλά η κοινή πίστη, έτσι όπως εκφρα­ζόταν στη θρησκευτική ζωή των πρώτων αυτών εκκλησιαστικών κοινοτήτων. Ο απ. Παύλος χρησι­μοποιεί άπαξ την έννοια της «λογείας», (του ερά­νου) για να σημάνει το φιλανθρωπικό έργο των Εκκλησιών της Γαλατίας και της Κορίνθου. Πρόκειται περί όρου αγνώστου στους εβδομήκοντα, ο οποίος όμως συναντάται σε πα­πύρους με την έννοια της «θρη­σκευτικής φιλανθρωπίας» (της φι­λανθρωπίας, η οποία εκδηλώνε­ται μεταξύ των μελών ενός κοινωνικού συνόλου). Παρόμοιες μαρτυρίες υπάρχουν περί του θρησκευτικού περιβάλλοντος του Ιουδαϊσμού της διασποράς. Αξιοσημείωτη, όμως, είναι η μαρτυρία του εν λόγω παύλειου κει­μένου περί του χρόνου πραγμα­τοποιήσεως της «λογείας»: Κατά μίαν σαββάτου έκαστος υμών παρ’ εαυτού τιθέτω θησαυρίζων ό,τι αν ευοδώται, ίνα μη όταν έλθω τότε λογείαι γίνωνται. Η προτροπή του αποστόλου να συλλέγονται τα χρήματα «κατά τις Κυριακές», ώστε η «λογεία» να μην πραγματοποιείται εσπευ­σμένως, παραπέμπει στη λειτουργική σύναξη της Κυριακής, δηλαδή στην επιτέλεση της θείας Ευχα­ριστίας. Κατά τη διάρκεια, επομένως, της κυριακά­τικης ευχαριστιακής συνάξεως, εκδηλωνόταν το φι­λανθρωπικό έργο (η ελεημοσύνη) της πρώτης Εκκλησίας. Και όπως επισημαίνει ο άγ. Ι. Χρυσό­στομος, ερμηνεύοντας την εν λόγω μαρτυρία του αποστόλου, η προθυμία για την πραγματοποίηση της «λογείας» κατά τη συγκεκριμένη ημέρα, θα υπήρχε εντονότερη ένεκα «της κοινωνίας των φρικτών και αθανάτων μυστηρίων».
4)
Το λειτουργικό αυτό πλαίσιο πραγματοποιήσεως της ελεημοσύνης, αιτιολογεί την παύλειο ορολογία περί της εν λόγω φιλανθρωπικής δραστηριότητος: «λειτουργία», «κοινωνία», «διακο­νία», «ευλογία», «χάρις» και «καρπός». Οι όροι αυτοί παραπέμπουν μάλλον σε θρησκευτικό, παρά σε νομικό πλαίσιο (γι’ αυτό, ίσως, ο απόστο­λος χρησιμοποιεί μόνο μία φορά τον όρο «λογεία», ο οποίος είναι όρος κατά βάσιν νομικός). Αυτήν, άλλωστε, την χάριν και την κοινωνίαν της διακονίας της εις τους αγίους (δηλαδή την «λογείαν»/ Β’ Κορ. 8, 4), ο Παύλος αποκαλεί ως «ευπρόσδεκτον», ορολογία η οποία προσιδιάζει μάλλον στην έννοια της λειτουργικής θυσίας. Αλλά και στην προς Εβραίους επιστολή, ο απόστολος διακηρύσ­σει ότι η «ευποιεία» (δηλαδή η φιλανθρωπική φρον­τίδα) συνιστά «θυσία», με την οποία «ευαρεστείται ο Θεός». Η ίδια ιερότητα περί του επιτελούντος το φιλανθρωπικό έργο εκφράζεται και για την περίπτωση του Επαφροδίτου, ο οποίος αποκαλείται «λειτουργός της χρείας» του απ. Παύλου.

Όλες οι παραπάνω μαρτυρίες αποδεικνύουν ότι η «λογεία» των εξ Εθνών Εκκλησιών προς την Εκκλησία – μητέρα των Ιεροσολύμων, δεν υπήρξε μία συνήθης κοινωνική φιλανθρωπία, αλλά ότι εκφράζει το βαθύτερο μυστήριο της Εκκλησίας. Η προσφορά αυτή υπήρξε μία «θυσία αινέσεως» προς το Θεό, μία αφορμή ευχαριστιακής δοξολογίας Του για τη μεγάλη ευεργεσία της υποδοχής των Εθνών στην Εκκλησία Του.

(Πλήθος υποσημειώσεων μπορείτε να βρείτε στο τριμηνιαίο φυλλάδιο Ορθοδόξου διδαχής «Η ΟΔΟΣ» (φ. 11, ΙούλιοςΑύγουστοςΣεπτέμβριος 2008), που εκδίδει η
Ιερά Μητρόπολις Ρόδου, όπου και πρωτοδημοσιεύθηκε το παρόν άρθρο)

Κατηγορίες: Μελέτες - εργασίες - βιβλία. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.