Τί είναι ο ελληνοχριστιανικός πολιτισμός; τί ειναι τα ελληνοχριστιανικά γράμματα; – Ιωάννου Ν. Παπαιωάννου.

Τί είναι τα Ελληνοχριστιανικά Γράμματα;
Προεκτάσεις και προτάσεις.

Υπάρχουν φιλόσοφοι, θεολόγοι και ιστορικοί που επισημαίνουν ως κοινά σημεία στον Ελληνισμό και το χριστιανισμό την έντονη θρησκευτικότητα, την ηθική έξαρση, την αναγνώριση της υπεροχής του πνεύματος παρά τη μεγάλη εκτίμηση προς το σώμα, την ανάπτυξη φιλανθρωπίας και μεγάλων τιμών για τον άνθρωπο και την αγάπη για την ελευθερία. Ακόμα και κοσμοθεωρητικές και βιοθεωρητικές αρχές κοινές, όπως περί ενός Θεού, περί αθανασίας της ψυχής, περί της Θείας προνοίας, περί κρίσεως και ανταποδόσεως στη μετά θάνατο ζωή.
Ωστόσο άλλοι φιλόσοφοι, θεολόγοι και ιστορικοί επιμένουν ότι υπάρχουν αγεφύρωτες πολλές ουσιώδεις διαφορές όπως, το θείον που είναι απρόσωπο στους Έλληνες, ενώ είναι προσωπικός Θεός στους χριστιανούς, ο Θεάνθρωπος στον Χριστιανισμό, ενώ για τους αρχαίους Έλληνες «θεός ανθρώπω ου μείγνυται» και στους αρχαίους Έλληνες η πίστη για αιωνιότητα του κόσμου, ενώ για τους χριστιανούς η δημιουργία του κόσμου έγινε εν χρόνω. Ακόμα σου λέγουν ότι οι Έλληνες είναι νοησιαρχικοί, ενώ οι χριστιανοί είναι βουλησιαρχικοί, ότι έχουμε ατομικισμό στους Έλληνες ενώ συγκερασμό ατομικού και κοινωνικού στο χριστιανισμό, ότι έχουμε στροφή των Ελλήνων στην επίγεια ζωή, ενώ στον χριστιανισμό έχουμε τάση προς τα υπερκόσμια και επέκεινα.
Οπωσδήποτε όμως οι ανωτέρω διαπιστώσεις δεν μπορούν να παραγνωρίζουν το ιστορικό γεγονός, ότι έγινε η συνάντηση του Ελληνισμού και του χριστιανισμού στο ευρύτατο πεδίο του Ελληνισμού και του Ελληνίζοντος εθνικού κόσμου. Μάλιστα υπάρχει ένα «χαρμόσυνο προανάκρουσμα» στη συνάντηση Ελληνισμού και χριστιανισμού, η συνάντηση του Ιησού Χριστού με Έλληνες και η περίφημη αναφώνηση του Ιησού Χριστού, «ελήλυθεν η ώρα, ίνα δοξασθή ο Υιός του ανθρώπου» Ιωάν. ιβ’, 20. Την πρώτη συνάντηση ακολούθησαν άλλα μοναδικά ιστορικά γεγονότα, άλλες μοναδικές ιστορικές συναντήσεις. Συγκεκριμένα τα ονόματα των πρώτων διακόνων είναι κυρίως ονόματα Ελληνικά, όπως Στέφανος, Φίλιππος, Νικάνωρ, Νικόλαος, Σίμων κ.ά. Η πρώτη Εκκλησία γίνεται κυρίως εξ Ιουδαίων ελληνιστών. Ο κορυφαίος των αποστόλων ο Παύλος ήταν τέκνον της Ελληνικής Ιουδαίας, από την ελληνικότατη Ταρσό της Κιλικίας. Συνάντηση ελληνισμού και χριστιανισμού έγινε στην Αντιόχεια, ελληνικότατη πόλη που λεγόταν Συριάδαι Αθήναι και εκεί ωνομάσθηκαν οι πιστοί του Χριστού, για πρώτη φορά Χριστιανοί (Πράξ. ια’, 19 ε). Τόπος συνάντησης και ο Άρειος Πάγος της Αθήνας, παρ’ όλην την επιφύλαξη της «σοφίας του κόσμου» της Αθήνας απέναντι στη «μωρία του Σταυρού» του κηρύγματος του Παύλου. Από την πρώτη στιγμή, εξάλλου είναι καταφατική η στάση των ευαγγελιστών και των Αποστόλων έναντι του ελληνισμού, ως πολιτιστικής δύναμης και γλωσσικής πραγματικότητας και γι’ αυτό έγραψαν τα βιβλία της Καινής Διαθήκης στην Ελληνική γλώσσα. Και δεν έχεις αντίρρηση να παραδεχθείς τη γνώμη του Louis Reau (Παγκόσμια ιστορία τέχνης, τόμ. Α’, σελ. 366): «Σχεδόν όλες οι λέξεις που αποτελούνε το λεξιλόγιο της νέας θρησκείας, αρχίζοντας από τα ονόματα Χριστός και Χριστιανός, είναι παρμένες από την Ελληνική γλώσσα. Ας φέρουμε για παράδειγμα και τις λέξεις: άγγελος, απόστολος, επίσκοπος, πρεσβύτερος, διάκονος, μοναχός, αναχωρητής, εκκλησία, σύνοδος, διοίκησις, βάπτισμα, ευχαριστία».
Και η συνάντηση, πολλαπλή και πολλαχού, εκτός από εξωτερική σχέση, απέβη και εσωτερική σχέση Ελληνισμού και χριστιανισμού, που «απετέλεσεν απαραίτητον ψυχολογικήν και ιστορικήν προϋπόθεσιν της τε επαφής και της συνεργασίας των κόσμων τούτων» που «είναι δύο μοναδικά εν τη παγκοσμίω ιστορία πνευματικά μεγέθη, δύο φαινόμενα κοσμοϊστορικής και υπεριστορικής σημασίας, δύο κόσμοι δυσθεωρήτου αξίας» (Παν. Μπρατσιώτου, χριστιανισμός και ελληνισμός εν αντιθέσει και συνθέσει, σελ. 5-6). Για να εξελιχθεί η συνάντηση σε «αξιοσημείωτο κράμα, όχι μόνο της φιλοσοφίας και της φιλολογίας της Ελλάδος, αλλά και των θρησκευτικών ιδεωδών της χριστιανοσύνης σε μια μοναδική και βιώσιμη σύνθεση» Κ. Ι. Γιαννακοπούλου, βυζαντινή ανατολή και Λατινική δύση, σελ. 33-34.
Επιφυλάξεις και αντιρρήσεις για την εξέλιξη της συνάντησης Ελληνισμού και χριστιανισμού εκφράσθηκαν άλλοτε ήπια, άλλοτε έντονα τόσον από την πλευρά των εθνικών (=ειδωλολατρών) όσον και από την πλευρά των χριστιανών λ.χ. Κέλσο, Πλωτίνο, Ωριγένη, Πορφύριο, Ιεροκλή κ.ά. Απόηχος των αντιδράσεων το κλείσιμο των φιλοσοφικών σχολών της Αθήνας από τον Ιουστινιανό το 529 μ. Χ. καθώς και ο στίχος του Ακαθίστου˙ «Χαίρε των Αθηναίων τας πλοκάς διασπώσα» και η έκφραση εκκλησιαστικής ευχής «δυσσεβή των ελλήνων δόγματα».
Από την άλλη πλευρά του λόφου έρχονται ένδοξοι και μεγάλοι πατέρες της εκκλησίας που επιτυγχάνουν στα χρόνια του Βυζαντίου ό,τι διευκρινίζει ο Salaville: «Τον χριστιανισμόν του βυζαντίου δεν χωρίζει από τον ελληνισμόν το χάσμα, το οποίον συνήθως φανταζόμεθα, άλλ ’απλώς οροθετική γραμμή καθαρά χαραχθείσα» Κ. Αμάντου, βυζαντινή ιστορία, τόμ. Α’, σελ. 52.
Εντυπωσιακή η διδασκαλία του Ιουστίνου, φιλοσόφου και μάρτυρος, που έζησε στο 2ο μ. Χ. αιώνα, ότι «ουκ αλλότριά εστί τα Πλάτωνος διδάγματα του Χριστού, άλλ’ ουκ έστι πάντη όμοια» Κων. Παπαρρηγοπούλου, ιστορ. Ελλην. Έθνους, έκδ. Γαλαξία, το. Θ’, σελ. 24. Ο Ιουστίνος έγινε και εισηγητής της ελληνίζουσας Χριστιανικής θεωρίας περί «Σπερματικού Λόγου» σύμφωνα με την οποία σπέρματα του Θείου Λόγου φώτιζαν και τους Έλληνες φιλόσοφους προ Χριστού που έκαναν αυτούς ικανούς να βλέπουν και να διδάσκουν «σπέρματα Αληθείας».
Οι τρεις Ιεράρχες, εμβάθυναν και επλάτυναν τη σύνθεση του Ελληνισμού και Χριστιανισμού καθόσον διέλυσαν τις τάσεις εχθρότητας και περιφρόνησης, διακήρυξαν τον προπαρασκευαστικό και διακοσμητικό για τη χριστιανική καλλιέργεια χαρακτήρα της ελληνικής παιδείας και δημιούργησαν με τα έργα τους πρότυπα ελληνικά κείμενα με περιεχόμενο χριστιανικής πίστεως, δογματικής φιλοσοφίας και υμνογραφίας. Οι Baynes – Moss επιμένουν στην προσφορά των τριών Ιεραρχών για τη σύνθεση ελληνισμού και χριστιανισμού: «Με τη φιλολογική χάρη των συγγραμμάτων τους, που ήταν σύμφωνα προς τους κανόνες των ελληνικών σχολών και μπορούσαν να προκαλούν το θαυμασμό σ’ ένα προηγμένο κοινό συμβίβασαν τον χριστιανισμό με τον ελληνισμό» Βυζάντιο, σελ. 156. Διατυπώνου και την τολμηρή άποψη ότι οι χριστιανικές σύνοδοι έχουν κάποια σχέση με την εκκλησία του δήμου των ελληνικών πόλεων: «Οι μεγάλες σύνοδοι, τα κοινοβούλια της χριστιανοσύνης, βαθμιαία θα αποκτήσουν σημαντική θέση στην απασχόληση του κόσμου. Οι σύνοδοι, τελευταίο καταφύγιο του ελεύθερου λόγου, σε κάποιο μέτρο είναι οι διάδοχοι των θορυβωδών συγκεντρώσεων των Ελληνικών πόλεων κρατών» Baynes – Moss, βυζάντιο, σελ. 158.
Οι τρεις Ιεράρχες ωδήγησαν την εκκλησία ν’ ασχοληθεί ιδιαίτερα με την εκπαίδευση. Η εκπαίδευση δεν είναι πλέον έργον μόνον των σοφιστών, ρητόρων και διδασκάλων εθνικών = ειδωλολατρών˙ η «παιδεία» και ο «λόγος» που χαρακτήριζαν τον Ελληνισμό, συνδέονται με την «αγία σοφία» των γραφών, αποτελούν μέριμνα και της εκκλησίας, των χριστιανών. Αυτό υπογραμμίζουν και οι Baynes – Moss: «Η δημοσία εκπαίδευση, ακόμα και όταν προβλεπόταν από το κράτος ελεγχόταν από την εκκλησία… Η εκκλησία ήλθε σε επαφή και σε μεγάλο βαθμό έκαμε δικό της κτήμα την κλασσική κληρονομία της αρχαίας Ελλάδος, εγκαταλείποντας στην πραγματικότητα, παρά τις παλαιότερες διαμαρτυρίες, την εχθρότητα της προς τον πολιτισμό του ειδωλολατρικού κόσμου. Οι ηγέτες της ανατολικής Εκκλησίας του 4ου μ. Χ. αι. είχαν σπουδάσει στα ίδια πανεπιστήμια, στα οποία είχαν φοιτήσει και οι ειδωλολάτρες σύγχρονοί τους. Το πάθος για τη μάθηση και η οξύνοια του ελληνικού πνεύματος δεν εξέλιπαν˙ στην πραγματικότητα έλαβαν νέες μορφές στην εκδήλωσή τους˙ εγκατέλειψαν την ειδωλολατρική φιλοσοφία χάριν της χριστιανικής θεολογίας και επ’ αυτής της βάσεως συνέχισαν την παλαιά του μάχη. Τα δόγματα του χριστιανισμού (και η υμνογραφία, η εκκλησιαστική ποίηση) παρέμειναν οι μόνιμες μαρτυρίες της οφειλής της εκκλησίας στην ελληνική σκέψη» (Boynes – Moss, βυζάντιο, σελ. 314- 317).
Εξάλλου αν θυμηθείς τη διακήρυξη του Ισοκράτη στον Πανηγυρικό «μάλλον Έλληνας καλείσθαι τους της παιδεύσεως της ημετέρας ή τους κοινής φύσεως μετέχοντας» οι χριστιανοί του βυζαντίου, και με τα κριτήρια των αρχαίων Ελλήνων, είναι σε σύνθεση με τον ελληνισμό. Όμως καλόν είναι να διευκρινίζεται ότι «Ελληνοχριστιανισμός απέβη το εν τη εκκλησία επικρατούν φρόνημα της εκλεκτικής και σώφρονος χρησιμοποιήσεως πάντων των αγαθών και ωφελίμων στοιχείων της ελληνικής παιδείας και του ελληνικού εν γένει πολιτισμού προς εξυπηρέτησιν της ερμηνείας, αφομοιώσεως, διαδόσεως, εμπεδώσεως και συστηματοποιήσεως της χριστιανικής πίστεως» Π. Μπρατσιώτου, χριστιανισμός και ελληνισμός εν αντιθέσει και εν συνθέσει, σελ. 15-16.
Άνοιξαν οδόν οι τρεις Ιεράρχες που ακολούθησαν και οι άλλοι πατέρες της εκκλησίας εκτιμώντας και πραγματώνοντας την ελληνοχριστιανική σύνθεση ή αν θέλεις, την ελληνορθόδοξη χριστιανική παράδοση, έτσι ώστε η ορθόδοξος εκκλησία να στρέφεται σε δύο πόλους, τον πόλον της ορθοδοξίας και τον πόλον της λόγιας ελληνικής παράδοσης, πόλους που δεν απωθούνται, αλλά έλκονται, ώστε ν’ αποτελούν «εσαεί κτήμα της ανθρωπότητας». Ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός, τέλειος κάτοχος αρχαίας ελληνικής σοφίας, ο Μέγας Φώτιος και ο Γεώργιος Σχολάριος πορεύθηκαν την οδόν των τριών Ιεραρχών. Επίσης άλλη μία μεγάλη μορφή ο επίσκοπος Καισαρείας Αρέθας «από τη μια μεριά σχολιάζει την αποκάλυψη του Ιωάννου και από την άλλη παίρνει στα χέρια του την Ιλιάδα και προ πάντων τον Πλάτωνα… (Στον Αρέθα) χρωστάμε τον κώδικα των έργων του Πλάτωνος, που υπάρχει στην Οξφόρδη. Έχει μεγάλη σημασία για την ιστορία του Ευρωπαϊκού πνεύματος, ότι ο Αρέθας – αυστηρός χριστιανός – έδωσε το σύνθημα της επιστροφής στον Πλάτωνα» Παν. Κανελλοπούλου, ιστορία του Ευρωπαϊκού πνεύματος, τόμ. 1ος, σελ. 62-63.
Ο Krumbacher σου σημειώνει και μία άλλη πτυχή της ελληνοχριστιανικής σύνθεσης: «Η Χριστιανική πολιτεία κατήργησε επισήμως και δια της βίας την παλαιάν θρησκείαν˙ άλλ’ η εκκλησία ήνοιξεν ορθάς τας πύλας της και δι’ επιτηδείου οικονομίας διηυκόλυνεν εις τους λατρευτές των ειδώλων την εις την χριστιανικήν κοινωνίαν είσοδον. Τας αρχαίας εθνικάς θεότητας ανεύρισκον ούτοι εις τους αγίους του χριστιανισμού πολλάκις υπό λεπτόν περίβλημα. Την ανάγκην του πλήθους και των γυναικών που ποθούσαν να επικαλεσθώσιν την μεγάλην πολυώνυμον θεάν φύσιν, επλήρου η εκκλησία, προβιβάζουσα, την λατρείαν της Παναγίας Θεομήτορος» Κ. Krumbacher, ιστορία βυζαν. Λογοτεχνίας, τόμ. Γ’, σελ. 261.
Ανεξάρτητα από επιφυλάξεις για την ανωτέρω εκτίμηση του Krumbacher, είναι ιστορικά σύμφωνο με την αλήθεια, ότι η χριστιανική εκκλησία εργάσθηκε περισσότερο για την ελληνοχριστιανική σύνθεση. Εργάσθηκε περισσότερο και από την Πολιτεία, αλλά και από τους εκπροσώπους του αρχαίου ελληνικού ειδωλολατρικού κόσμου. Έκανε η εκκλησία «επίθεση αγάπης» στον αρχαίο ελληνισμό και – αφού σύμφωνα και με τα στρατηγικά δεδομένα, η επίθεση είναι η καλύτερη άμυνα – κέρδισε τη μάχη, σύνθεση με τον ελληνισμό. Η μεγάλη τιμή των τριών Ιεραρχών και των Πατέρων της εκκλησίας που ακολούθησαν την οδόν αυτών, είναι, ότι υπήρξαν επιτυχημένοι ηγέτες, στρατηγοί στην «επίθεση αγάπης». Ίσως γι’ αυτόν τον λόγο κάποιοι μελετητές και επιστήμονες δεν αντιλαμβάνονται την ελληνοχριστιανική σύνθεση, καθόσον προσπαθούν να την εκτιμήσουν από την πλευρά της πολιτείας, ή από την πλευρά των εκπροσώπων του αρχαίου ελληνικού κόσμου, ενώ προσφορότερη η προσέγγιση και η εκτίμηση από την πλευρά της ορθοδόξου εκκλησίας.
Η ελληνορθόδοξη χριστιανική παράδοση – ο πληρέστερος όρος για τη σύνθεση χριστιανισμού και ελληνισμού – αναζωογόνησε την ελληνική παιδεία και αναζωπύρωσε την ελληνική εθνική συνείδηση των βυζαντινών ότι ανήκουν στο ένδοξο γένος των ελλήνων, υποδαυλίζοντας, το ναρκωμένο εθνικοθρησκευτικό αίσθημά τους, στου τονίζει ο Χρ. Ανδρούτσος: «Εν τοις Ρωμαϊκοίς χρόνοις η εκκλησία έσωσε τον ελληνισμόν καταρρέοντα και ανέδειξε όργανον της διαδόσεως του ευαγγελίου και παράγοντα της ημερώσεως της ανθρωπότητος σπουδαιότατον. Ούτως η διατύπωσις των αιωνίων του χριστιανισμού αληθειών εγένετο δια της φιλοσοφίας των Ελλήνων πατέρων, η διάδοσις δια της γλώσσης αυτών και η στερέωσις και επιστέγασις του οικοδομήματος της χριστιανικής πίστεως δια του αίματος των μαρτύρων και των συνόδων των Ιεραρχών, του υπό του χριστιανικού πνεύματος ζωογονηθέντος και ανυψωθέντος Ελληνισμού… εν δε τη βυζαντινή περιόδω αγωνισθείσα κραταιώς η εκκλησία υπέρ του ελληνισμού κατά των Σλάβων, Αράβων και Φράγκων, αυτή πάλιν εν τοις ζοφεροίς της δουλείας χρόνοις διέσωσε το έθνος, διατηρούσα τας παραδόσεις και τα ήθη αυτού και τον σύνδεσμον προς την αρχαιότητα, θερμαίνουσα τα ιδανικά αυτού, και τας τύχας αυτής μετά του εθνικού βίου, συνυφαίνουσα και εν τοις μάλιστα καλλιεργούσα τα ελληνικά γράμματα, ων ο κλήρος και κατά τους τελευταίους εν βυζαντίω χρόνους και κατά την τουρκικήν δουλείαν, υπήρξεν ο αποτελεσματικός ταμιούχος. Και του αγώνος δε της εθνικής ανεξαρτησίας η εκκλησία υπήρξεν η ζωογόνος και κινητήριος δύναμις… Ο ιερός κλήρος από του πατριάρχου μέχρι του τελευταίου διακόνου μετ’ ακρατήτου ενθουσιασμού ανέλαβε και προήγαγε το της επαναστάσεως έργον… Η εκκλησία (απέβη) το Παλλάδιον της γλώσσης, των ηθών και εθίμων και των παραδόσεων του εθνικού βίου. Η αποδοχή της ορθοδοξίας είναι συγχρόνως και εθνοποίησις ελληνοποίησις, ο δ’ αλλάσσων θρησκείαν αλλάσσει και εθνικότητα» Χρ. Ανδρούτσου, Εκκλησία και πολιτεία εξ επόψεως ορθοδόξου σελ. 62 – 63.
Η ελληνοχριστιανική σύνθεση δεν αμφισβητήθηκε για αιώνες στο διεθνή χώρο και πολύ περισσότερο στον Ελληνικό χώρο˙ οι τελευταίες αμφισβητήσεις στον Ελληνικό χώρο επαναλαμβάνουν τις αμφισβητήσεις των ξένων ή τις πρώτες επιφυλάξεις χριστιανών ή εκπροσώπων του αρχαίου ελληνικού κόσμου. Πάντως στους νεώτερους χρόνους, στις χώρες της δυτικής Ευρώπης, με την εμφάνιση των Διαμαρτυρομένων, είχε τεθεί ένα άλλο θέμα, σχετικά με τον βαθμό επιδράσεως του Ελληνισμού στον χριστιανισμό. Έτσι πάρα πολλοί θεολόγοι, ιστορικοί, φιλόλογοι και φιλόσοφοι, όπως ενδεικτικά θα μπορούσες ν’ αναφέρεις τους Έρασμο, Μελάγχθονα, Λούθηρο, Έγελο, κ.ά. διετύπωσαν τρεις απόψεις, την πρώτη ότι ο ελληνισμός ωδήγησε τον χριστιανισμό σε ανώτερη βαθμίδα ανάπτυξης, τη δεύτερη ότι νοθεύτηκε η χριστιανική διδασκαλία με την ελληνική φιλοσοφία και την τρίτη ότι καμμιά ανάμειξη δεν έγινε.
Την απάντηση θα μπορούσες να την έχεις από δύο κατευθύνσεις. Τη μία από την ελληνική θεολογική επιστήμη: «η γνώμη περί νοθείας του χριστιανισμού είναι άδικος και επιστημονικώς αβάσιμος και απαράδεκτος, διότι το δόγμα δεν αφίσταται της αγίας γραφής, διότι οι Έλληνες πατέρες κατείχαν καλώς το πνεύμα του χριστιανισμού και την Ελληνικήν φιλοσοφίαν και διότι συνεχής ήτο και είναι η επαγρύπνησις της εκκλησίας εις διατήρησιν ανοθεύτου πίστεως… Η ορθόδοξος θεολογία δεν αρνείται την επίδρασιν του ελληνισμού επί τον χριστιανισμόν, όσον αφορά όχι μόνον εις την λατρείαν και την διοίκησιν, αλλά και εις τα ην διατύπωσιν των δογμάτων… την επίδρασιν ταύτην θεωρεί μόνον ως ειδολογικήν ή μορφολογικήν, αποκρούουσα πάσαν αλλοίωσιν της ουσίας του χριστιανισμού» Π. Μπρατσιώτου, χριστιανισμός και ελληνισμός εν συνθέσει και εν αντιθέσει, σελ. 22- 24.
Η άλλη απάντηση, δυναμική και ευγενική, σου παρέχεται σύγχρονη από τους ασκητές του αγίου όρους και είναι κατάφαση στη σύνθεση ην ελληνοχριστιανική: «Τί αρχιτέκτονες του λόγου είναι οι Πατέρες! Τι ζωντανοί άνθρωποι! Πώς παίρνουν όλον τον πόνο, τον καρπό, την έκφραση των αρχαίων Ελλήνων και τα αξιοποιούν, ευλογούν, μεταμορφώνουν! Πώς μέσα στις ακολουθίες, στους κανόνες, στα κείμενα των πατέρων βρίσκομε όλη την αναζήτηση της ανθρωπότητος δικαιωμένη! Πώς γνωρίζομε τους πατέρες και μέσα σ’ αυτούς συναντούμε και τους αρχαίους. Οι πατέρες τοιχογραφούνται στις εκκλησίες και οι φιλόσοφοι στο νάρθηκα και στις τράπεζες. Πώς τους νοιώθουμε σαν πηγές ζωής… και δια των αγίων πατέρων είναι όλοι παρόντες. Ακούς τη γλώσσα του Ομήρου στους ιαμβικούς κανόνες. Την Αττική και την «Κοινή» στην υμνολογία και την πατερική θεολογία. Τη βυζαντινή σε μεταγενέστερους συγγραφείς. Τη νεώτερη, στο συναξαριστή του αγίου Νικοδήμου, που μιλά ελεύθερα και δεν διστάζει να πει το άρμα του προφήτη Ηλία «καρότζα», να μεταφράσει την επί πίκανι μεταφορά της κεφαλής του Τιμίου Προδρόμου ως μεταφορά μέσα σε «τζανάκι». Και ταυτόχρονα να χρησιμοποιεί δοτικές και απαρέμφατα…» (Αγίου όρους: 1984. Σελ. 17-18). Και συνεχίζουν οι μοναχοί του αγίου όρους «Η εκκλησία γόνιμα αξιοποιεί τη δουλειά των αρχαίων, ζωντανά σ’ αυτήν επιβιούν οι κατακτήσεις και οι επιτεύξεις τους. και η ίδια συντηρεί το ήθος και το φρόνημα του αληθινού νεοέλληνα. Μέσα στην ορθόδοξη εκκλησία ο αρχαίος πολιτισμός επιβιοί και θάλλει μεταμορφούμενος» αγίου όρους, σελ. 55. Και ακόμη «Μιλούν όλοι σήμερα για μια ελληνικότητα της ορθοδόξου θεολογίας (πατ. Γεώργιος Φλωρόφσκυ)… στης φιλοσοφία και στην καθημερινή ζωή προχωρεί η ευλογία της εκκλησίας. Όλος ο λαϊκός πολιτισμός, το δημοτικό τραγούδι, τα ήθη και τα έθιμα του λαού σχετίζονται με τις αρχαίες καταβολές του και αγιάζονται καθαιρόμενα με το πνεύμα της χάριτος» Αγίου όρους 1984, σελ. 57.
Την ελληνορθόδοξη χριστιανική παράδοση, ως ζωντανά πραγματικότητα σου την αναλύουν ακόμα περισσότερο οι πατέρες του αγίου όρους: «Τα ήθη και τα έθιμά μας είναι λειτουργικά. Και η αγωγή, το ήθος, η παιδεία μας είναι της εκκλησίας. Ο άξονας στην παράδοσι και στην ζωή μας είναι ο Θεάνθρωπος. Το κέντρο κάθε χωριού ο ναός. Όλη η ενορία, όλο το χωριό, μια οικογένεια, μια εκκλησία. Γιορτές, και πανηγύρια οι γιορτές της εκκλησίας. Και την ημέρα των εορτών της εκκλησίας οι αργίες, οι γιορτές και τα τραγούδια. Η ψυχαγωγία σεμνή. Και τα δημοτικά τραγούδια, τα λόγια και ο ήχος σχετίζονται με τον ήχο (και το ήθος) της εκκλησίας. Και συχνά ο λαϊκός τραγουδιστής είναι και ο ψάλτης της εκκλησίας» (αγίου όρους 1984 σελ. 27).
Απορούν οι ασκητές – πατέρες του αγίου όρους για την αμηχανία των νεοελλήνων σε θέματα παιδείας: «Γιατί στο θέμα της παιδείας να τα έχωμε χαμένα στον τόπο που γεννήθηκε η παιδεία;». Τα ελληνοχριστιανικά γράμματα μπορούν να δίδουν «τη δυνατότητα στον καθένα να ακολουθήσει το δρόμο του, την κλήσι του, την αγάπη του. Να γίνουν τεχνίτες, επιστήμονες, εργάτες, αγρότες, έμποροι, καλλιτέχνες. Και να νιώθουν ότι όλα είναι άγια, σεμνά, γεμάτα φως, χάρι, αιωνιότητα, τα πρόσκαιρα, τα μικρά, τα υλικά. Όλα, όταν είναι ευλογημένα από τον Θεό. Να κάμουν έτσι όλες τις δουλειές, να εξασκήσουν τα επαγγέλματα, τις τέχνες και επιστήμες σαν ιερά διακονήματα, εργόχειρα, σαν μια μορφή προσευχής, τρόπο προσφοράς και αγάπης προς τον άλλο» αγίου όρους 1984, σελ. 46.
Και την ελληνορθόδοξη χριστιανική παράδοση, την ελληνοχριστιανική σύνθεση σαν χρέος, σε καλούν οι ασκητές πατέρες του αγίου όρους να θεωρήσεις και να φροντίσεις: «Είμαστε χρεωμένοι με πνευματική κληρονομία. Δεν μας σώζει καμμιά δικαιολογία. Και όλα να τα πετάξωμε από το σχολειό, τα αρχαία, τα νέα, τα ιερά και τα όσια, δεν μπορούμε να δικαιολογηθούμε σε κανέναν, ν’ απαλλαγούμε, ούτε να ξεχάσωμε το χρέος μας» αγίου όρους 1984, σελ. 70.

Για κείνον που μελετά την ιστορία, η ελληνοχριστιανική σύνθεση, είναι ζωντανή πραγματικότητα αιώνων και η ελληνορθόδοξος χριστιανική παράδοση είναι η πολυτιμότερη πνευματική και εθνική κληρονομία μας. Γι’ αυτό οι αιτιάσεις και οι επιθέσεις και οι αφορισμοί εναντίον του ελληνοχριστιανισμού, της εκκλησίας, των ιδανικών και της παιδείας που αντλούν από την ελληνορθόδοξο χριστιανική παράδοση είναι αστήρικτες, διότι αγνοούν την κρίση της αμερόληπτης ιστορίας, είναι άδικες, διότι παραθεωρούν την ευεργετική επίδρασή της στο λαό μας και είναι εμπαθείς, καθόσον διατυπώνονται με εμπάθεια και εχθρότητα για θεσμούς και για πρόσωπα.
Μπορείς να παραδεχθείς ότι δεν κρύβει επιμελημένη εχθρότητα η άποψη που ακούγεται σε σεμινάρια εκπαιδευτικών μέσης και στοιχειώδους εκπαιδεύσεως – και ο γράφων άκουσε αυτήν την άποψη επανειλημμένα – ή διατυπώνεται σε άρθρα περιοδικών (επιστημονικών και συνδικαλιστικών) ότι το σχολείο σήμερα δεν είναι φρονηματιστικό, ούτε υποχρεωτικό στάδιο θρησκευτικής αγωγής, αλλά χώρος ελευθερίας, όπου ελεύθερο το παιδί μπορεί να επιλέξει, αναπτυσσόμενο και αυτοδιαμορφούμενο; Θα μπορούσες να ερωτήσεις: Γιατί να γίνεται υποχρεωτικά λόγος, για διδασκαλία με λόγο και με πράξη, δημοκρατικής αγωγής και να μην ισχύσει το ίδιο και εδώ: να διδαχθεί το παιδί και ολοκληρωτισμό και ναζισμό και φασισμό, για να μπορεί να επιλέξει ελεύθερο το παιδί, αναπτυσσόμενο και αυτοδιαμορφούμενο; Μήπως η δημοκρατική αγωγή είναι ανώτερη, περισσότερο αναγκαία και περισσότερο δύσκολη από την ελληνορθόδοξη χριστιανική παράδοση;
Οπωσδήποτε η παιδεία μας δεν έχει αποβάλει την ελληνορθόδοξη χριστιανική παράδοση από τις βαθμίδες, από τους σκοπούς και τα αναλυτικά και ωρολόγια προγράμματά της. Μήπως όμως μπορεί και επιβάλλεται να γίνει και κάτι ακόμα;
Μήπως θα είναι καλύτερα να ορισθεί από την πολιτεία η ημέρα της εορτής των τριών Ιεραρχών, η 30η Ιανουαρίου, και ως ημέρα βυζαντινού ελληνισμού σε ευρύτερη βάση για εκπαιδευτικούς και μαθητές όλων των βαθμίδων, όπου και πάλι η ελληνορθόδοξος χριστιανική παράδοση, θάχει τον πρώτο λόγο αναφοράς, αλλά με περισσότερες εκδηλώσεις για ενεργητικότερη συμμετοχή ολόκληρου του ελληνικού λαού; Μήπως η αναβάθμιση αυτής της εορτής θα εμπλούτιζε ιδεολογικά, καλύτερα τη νεότητα και το λαό μας και θα συντελούσε σε βαθύτερη αυτογνωσία και μεγαλύτερη ενότητα;
Μήπως στην εποχή μας – που ακούγονται ευκολώτερα επικρίσεις και αμφισβητήσεις για την εκκλησία και τον κλήρον θα ήταν καλύτερα η ελληνική εκκλησία, ως διοίκηση και οργανισμός, νάκανε μία επίθεση αγάπης και νάρθει πιο κοντά στα σχολεία, στους εκπαιδευτικούς και στους μαθητές; Ίσως, αντέλεγε κανένας ότι η εκκλησία βρίσκεται πάντοτε στη διάθεση μαθητών και εκπαιδευτικών και περιμένει. Όμως μήπως είναι μεγάλη ανάγκη να επιχειρήσει κάποιο άνοιγμα αγάπης; Μήπως η Αποστολική Διακονία της εκκλησίας της Ελλάδος θα μπορούσε να διαθέτει στην αρχή κάθε σχολικού έτους ένα διαλεγμένο και όμορφα γραμμένο βιβλίο στους εκπαιδευτικούς και μαθητές – σε συνεργασία με την πολιτεία, καθόσον το αυτό υπουργείο είναι υπουργείο εθνικής παιδείας και θρησκευμάτων – βιβλίο ,που να μεταφέρει τον πνευματικό χαιρετισμό της εκκλησίας και ν’ αποβαίνει πνευματικός σύνδεσμος; Μήπως και διαγωνισμούς εκθέσεων – πραγματειών ή λογοτεχνημάτων ή έργων τέχνης, εμπνευσμένους από την ελληνορθόδοξο χριστιανική παράδοση θα ήταν πρόσφορο και ωφέλιμο να οργανώσει η εκκλησία της Ελλάδος. Και μήπως – ανάλογα με την Ελληνική Ολυμπιακή Ακαδημία και την κίνηση για τις ιδέες του Ολυμπισμού που πραγματοποιούν συνόδους εκπαιδευτικών 4 – 6 ημερών κατά την διάρκεια του καλοκαιριού στην αρχαία Ολυμπία, όπου μεταδίδουν μηνύματα και δέχονται μηνύματα, για παραπέρα προώθηση του Ολυμπισμού – η εκκλησία της Ελλάδος θα ήταν καλύτερα να οργανώσει συνόδους εκπροσώπων της και εκπαιδευτικών με ευκαιρίες κοινής λατρείας και επισκέψεις σε προσκυνήματα και μοναστήρια, για να ανοίξει ένα επί πλέον ρεύμα ζείδωρης πνοής ελληνορθοδόξου χριστιανικής παραδόσεως στην Ελληνική εκπαίδευση.
Κοντολογής η ελληνοχριστιανική σύνθεση – η ελληνορθόδοξη χριστιανική παράδοση πληρέστερα – είναι ζωντανή ιστορική πραγματικότητα που διέγραψε παρουσία δύο περίπου χιλιετηρίδων στον Ελλαδικό χώρο, αναζωογόνησε την ελληνική παιδεία, προσανατόλισε στο Χριστό τον Ελληνικό λαό και ως χριστιανικό έθνος το διέσωσε μέχρι σήμερα. Και περισσότερο από την άγνοια ή την αυτοκριτική και την εναντίωση σ’ αυτή την ιστορική πραγματικότητα, βαραίνει η διατήρηση αυτής της πνευματικής κληρονομίας και ωφελεί η αναγνώριση και η καλλιέργειά της.

Από το βιβλίο: Ιστορικές γραμμές, του Φιλολόγου – Ιστορικού, Εκπαιδευτικού Μ.Ε., Ιωάννου Ν. Παπαϊωάννου.
Τόμος Β’. Λάρισα 1979

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Δημοσιεύθηκε στην Άρθρα, Ιστορικά. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.