Του οσίου πατέρα μας Δωροθέου – διδασκαλία προς τους μαθητές του περί ταπεινοφροσύνης (Μέρος Α’).

Για την ταπεινοφροσύνη.
Μέρος πρώτον.

Είπε κάποιος από τους γέροντες: «Περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο έχουμε ανάγκη από την ταπεινοφροσύνη, να είμαστε έτοιμοι για κάθε λόγο που θα ακούσουμε να λέμε, «συγχώρεσέ με».1 Γιατί «με το όπλο της ταπεινοφροσύνης όλες οι παγίδες του εχθρού και αντιπάλου καταστρέφονται».2

Ας ερευνήσουμε το βαθύτερο νόημα του λόγου του γέροντα. Γιατί λέει «περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο έχουμε ανάγκη από την ταπεινοφροσύνη» και δεν λέει, καλύτερα, «περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο έχουμε ανάγκη από την εγκράτεια», αφού και ο απόστολος μας λέει ότι «όποιος αγωνίζεται πάντοτε εγκρατεύεται σ’ όλα»; (Α’ Κορ. 9, 25). Ή γιατί να μη λέει «περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο έχουμε ανάγκη από το φόβο του Θεού», αφού η αγία Γραφή λέει «αρχή της σοφίας είναι ο φόβος του Κυρίου»; (Ψαλμ. 110, 10). Και πάλι σε άλλο σημείο «με το φόβο του Κυρίου ξεφεύγει κανείς από το κακό»; (Παροιμ. 15, 27). Γιατί δεν λέει «περισσότερο απ’ όλα χρειαζόμαστε την ελεημοσύνη ή την πίστη», αφού η αγία Γραφή λέει «με τις ελεημοσύνες και την πίστη καθαρίζονται οι αμαρτίες» (Παροιμ. 15, 27) και ο απόστολος λέει «χωρίς πίστη είναι αδύνατον να γίνουμε ευάρεστοι στον Θεό»; (Εβρ. 11, 6). Εάν λοιπόν είναι αδύνατον να γίνουμε ευάρεστοι στον Θεό χωρίς πίστη, και με ελεημοσύνες και πίστη καθαρίζονται οι αμαρτίες, και με το φόβο του Κυρίου
ξεφεύγει κανείς από κάθε κακό, και αρχή της σοφίας είναι ο φόβος του Κυρίου, και αυτός που αγωνίζεται εγκρατεύεται σε όλα, πώς λέει ότι «περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο έχουμε ανάγκη από την ταπεινοφροσύνη» και παρέλειψε όλα τα άλλα που είναι τόσο αναγκαία;

Θέλει να μας δείξει ο γέροντας ότι ούτε ο φόβος του Θεού, ούτε η ελεημοσύνη, ούτε η πίστη, ούτε η εγκράτεια, ούτε καμιά άλλη αρετή δεν μπορεί να κατορθωθεί χωρίς την ταπεινοφροσύνη. Γι’ αυτό λέει «περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο χρειαζόμαστε την ταπεινοφροσύνη», για να είμαστε έτοιμοι σε κάθε λόγο που ακούμε να λέμε, «συγχώρεσέ με». Γιατί με την ταπεινοφροσύνη όλες οι παγίδες του εχθρού και αντιπάλου καταστρέφονται.

Βλέπετε λοιπόν, αδελφοί μου, πόση είναι η δύναμη της ταπεινοφροσύνης. Βλέπετε πόσο δραστικό είναι το να λέμε, «συγχώρεσέ με». Γιατί όμως ονομάζεται ο διάβολος όχι μόνο εχθρός αλλά και αντίπαλος. Εχθρός ονομάζεται γιατί μισεί τον άνθρωπο, μισεί το καλό, θέλει το κακό. Αντικείμενος ονομάζεται επειδή επιχειρεί να εμποδίσει καθετί καλό. Θέλει κανείς να προσευχηθεί; Εκείνος αντιστέκεται εμποδίζοντας με κακούς λογισμούς, με αιχμαλωσία του νου, με «ακηδία». Θέλει κανείς να κάνει ελεημοσύνη; Εκείνος εμποδίζει με τη φιλαργυρία, με την τσιγγουνιά. Θέλει κανείς να αγρυπνήσει; Εκείνος εμποδίζει με την οκνηρία και τη ραθυμία. Και έτσι μας εναντιώνεται σε καθετί, σε κάθε καλό με το οποίο καταπιανόμαστε. Γι’ αυτό ονομάζεται όχι μόνο εχθρός, αλλά και αντίπαλος. Με την ταπεινοφροσύνη λοιπόν κάθε μισάνθρωπη και εχθρική ενέργεια του διαβόλου εξουδετερώνεται.

Γιατί είναι πραγματικά μεγάλη αρετή η ταπεινοφροσύνη. Και καθένας από τους αγίους μ’ αυτή την ταπεινοφροσύνη βάδισε και με τον κόπο συντόμευσε το δρόμο, καθώς λέει: «Δες την ταπείνωσή μου και τον κόπο μου και συγχώρεσε όλες τις αμαρτίες μου» (Ψαλμ. 24, 18). Γιατί μπορεί μεν και με μόνη την ταπείνωση να μπούμε στη Βασιλεία, καθώς έλεγε ο γέροντας Ιωάννης, αλλά με βραδύτερο ρυθμό. Ας ταπεινωθούμε λοιπόν λίγο και εμείς και θα σωθούμε. Και αν, ως ασθενικοί, δεν μπορούμε να κοπιάσουμε, ας φροντίσουμε τουλάχιστον να ταπεινωθούμε. Και πιστεύω στο έλεος του Θεού, ότι χάρη σ’ αυτό το λίγο που γίνεται με ταπείνωση θα βρεθούμε και εμείς στον τόπο των αγίων εκείνων, που τόσο πολύ κουράστηκαν και δούλεψαν για την αγάπη του Θεού. Μάλιστα! Είμαστε άρρωστοι και δεν μπορούμε να κοπιάσουμε, μήπως δεν μπορούμε και να ταπεινωθούμε;

Μακάριος είναι, αδελφοί μου, εκείνος που έχει ταπείνωση. Γιατί η ταπείνωση είναι μεγάλη αρετή. Επιτυχημένα δε ο άγιος εκείνος χαρακτήρισε αυτόν που έχει αληθινή ταπείνωση, λέγοντας: «Η ταπείνωση κάνει τον άνθρωπο να μην οργίζεται, ούτε να εξοργίζει κανέναν». Και αυτό μοιάζει σαν παράξενο πράγμα. Γιατί η ταπείνωση αντιτίθεται μόνο στην κενοδοξία και απ’ αυτήν μόνο φαίνεται ότι προστατεύει τον άνθρωπο. Οργίζεται όμως κανείς και για χρήματα και για φαγητά. Πώς λοιπόν λέει ότι η ταπείνωση κάνει τον άνθρωπο να μην οργίζεται, ούτε να εξοργίζει κανέναν; Η ταπείνωση είναι μεγάλη αρετή, όπως είπαμε, και έχει τη δύναμη να ελκύει τη Χάρη του Θεού στην ψυχή. Λοιπόν, όταν έρθει η ίδια η Χάρη του Θεού, σκεπάζει την ψυχή από τα άλλα δύο αυτά βαριά πάθη. Γιατί, τι είναι πιο βαρύ από το να οργίζεται κανείς και να εξοργίζει τον πλησίον, όπως είπε και ο Ευάγριος; «Είναι εντελώς ανάρμοστο στον μοναχό να οργίζεται».

Πραγματικά, αν δεν σκεπασθεί αυτός γρήγορα με την ταπείνωση, σιγά – σιγά καταντά σε δαιμονική κατάσταση, ταράζοντας τον εαυτό του και τους άλλους. Γι’ αυτό λοιπόν λέει ότι: «Η ταπείνωση κάνει τον άνθρωπο να μην οργίζεται ούτε να εξοργίζει κανένα».

Γιατί όμως λέει ότι η ταπείνωση σκεπάζει από τα δύο αυτά μεγάλα πάθη; Η ταπείνωση σκεπάζει την ψυχή από κάθε πάθος, από κάθε πειρασμό. Όταν είδε ο άγιος Αντώνιος όλες τις παγίδες το διαβόλου απλωμένες και στενάζοντας ρώτησε τον Θεό «ποιός άραγε μπορεί να γλυτώσει απ’ αυτές», τί του απάντησε ο Θεός; Του απάντησε: «Η ταπείνωση τις ξεπερνά». Και τι άλλο αξιοθαύμαστο πρόσθεσε; Πρόσθεσε: «Και ούτε καν τιη εγγίζουν». Βλέπεις δύναμη, αδελφέ μου, βλέπεις χάρη αρετής; Πραγματικά, τίποτε δεν είναι ισχυρότερο από την ταπεινοφροσύνη, τίποτα δεν την νικά. Και αν συμβεί στον ταπεινό άνθρωπο κάτι λυπηρό, αμέσως τα βάζει με τον εαυτό του, αμέσως κατακρίνει τον εαυτό του, δηλαδή ότι του αξίζουν όσα συμβαίνουν. Δεν ανέχεται να κατακρίνει κανέναν, δεν ανέχεται να φορτώσει σε άλλον την αιτία˙ κι έτσι το ξεπερνά χωρίς να ταραχθεί, χωρίς να θλιβεί και αναπαύεται τέλεια. Γι’ αυτό ούτε οργίζεται, ούτε εξοργίζει κανέναν. Καλά λοιπόν είπε ο άγιος: «Πάνω απ’ όλα έχουμε ανάγκη από την ταπεινοφροσύνη».

Υπάρχουν δε δύο μορφές ταπεινώσεως, όπως ακριβώς και δύο μορφές υπερηφάνειας. Η πρώτη υπερηφάνεια είναι όταν εξουδενώνει κανείς τον αδελφό του, όταν τον εξευτελίζει σαν να μην είναι τίποτα και θεωρεί τον εαυτό του ανώτερό του. Αν αυτός που θα πέσει σ’ αυτήν την υπερηφάνεια δεν φροντίσει γρήγορα, με την κατάλληλη προσοχή και επιμέλεια, να διορθωθεί, σιγά – σιγά φθάνει στην δεύτερη υπερηφάνεια και καταντά να υπερηφανεύεται απέναντι στον ίδιο τον Θεό και να πιστεύει πως οτιδήποτε κατορθώνει οφείλεται στις δυνάμεις του και όχι στον Θεό.

Πραγματικά, αδελφοί μου, κάποτε είδα έναν που είχε καταντήσει στην ελεεινή αυτή κατάσταση. Στην αρχή, αν του έλεγε κανένας αδελφός κάτι, τον έφτυνε και έλεγε: «Ποιός είναι αυτός; Δεν αξίζει κανένας παρά μόνο ο Ζωσιμάς και οι μαθητές του». Μετά άρχισε να εξευτελίζει και αυτούς και να λέει: «Δεν αξίζει κανένας παρά μόνο ο Μακάριος». Και μετά από λίγο άρχισε πάλι να λέει: «Τι είναι ο Μακάριος; Τιποτένιος, μόνο ο Βασίλειος και ο Γρηγόριος αξίζουν». Μετά από λίγο άρχισε και αυτούς να τους εξευτελίζει λέγοντας: «Τι είναι ο Βασίλειος και τι είναι ο Γρηγόριος; Τιποτένιοι, μόνο ο Πέτρος και ο Παύλος αξίζουν». Του λέω: «Πραγματικά, αδελφέ μου, και αυτούς θα τους απορρίψεις». Πιστέψε με, μετά από λίγο καιρό, άρχισε να λέει: «Τι είναι ο Πέτρος και ο Παύλος; Τιποτένιοι, μόνο η αγία Τριάδα αξίζει». Μετά υπερηφανεύθηκε και εναντίον του ίδιου του Θεού και έτσι έχασε τα λογικά του. Γι’ αυτό πρέπει να αγωνιζόμαστε, αδελφοί μου, εναντίον της πρώτης υπερηφάνειας, για να μην καταλήξουμε μετά από λίγο στην τέλεια υπερηφάνεια.

Υπάρχει δε και κοσμική υπερηφάνεια και καλογερική. Κοσμική υπερηφάνεια έχει κανείς όταν υπερηφανεύεται εις βάρος του αδελφού του, ότι είναι πιο πλούσιος ή πιο όμορφος ή πιο καλοντυμένος ή πιο γενναίος απ’ αυτόν. Όταν λοιπόν βλέπουμε ότι κενοδοξούμε μ’ αυτά ή ότι το Μοναστήρι μας είναι πιο μεγάλο ή πιο πλούσιο ή ότι έχουμε πολλούς αδελφούς, πρέπει να ξέρουμε ότι βρισκόμαστε ακόμα στο στάδιο της κοσμικής υπερηφάνειας. Συμβαίνει όμως πολλές φορές να κενοδοξεί κανείς και για μερικά φυσικά χαρίσματα. Να τι εννοώ. Κενοδοξεί κάποιος ότι έχει καλή φωνή και ψάλλει ωραία, ή ότι είναι επιτήδειος και εργάζεται με επιμέλεια και ακρίβεια και υπηρετεί άδολα. Αυτά είναι πιο εξευγενισμένα από τα πρώτα, όμως και αυτά ανήκουν στο χώρο της κοσμικής υπερηφάνειας. Καλογερική υπερηφάνεια έχει κανείς όταν κενοδοξεί ότι αγρυπνεί, ότι είναι νηστευτής, ευλαβής, ενάρετος, σπουδαίος. Συμβαίνει δε πολλές φορές να ταπεινώνεται κανείς για να δοξασθεί. Αυτά ανήκουν στο χώρο της καλογερικής υπερηφάνειας.

Είναι βέβαια προτιμότερο, αν δεν μπορούμε εντελώς να νικήσουμε την υπερηφάνεια, να υπερηφανευόμαστε για τα μοναχικά και όχι για τα κοσμικά προτερήματα. Να, είπαμε λοιπόν ποια είναι η πρώτη υπερηφάνεια και ποια η δεύτερη. Παρόμοια είπαμε ποια είναι η κοσμική και ποια η καλογερική. Ας μάθουμε τώρα και ποιες είναι οι δύο ταπεινώσεις.

Η πρώτη ταπείνωση είναι το να θεωρεί κανείς τον αδελφός του πιο συνετό και σε όλα καλύτερο απ’ αυτόν. Και, μ’ ένα λόγο, όπως είπε εκείνος ο άγιος, να θεωρεί τον εαυτό το χειρότερο απ’ όλους. Η δεύτερη ταπείνωση είναι το να αποδίδει κανείς κάθε επιτυχία του και κάθε κατόρθωμά του στη Χάρη του Θεού. Αυτή είναι η τέλεια ταπείνωση που είχαν οι άγιοι. Αυτή η ταπείνωση δημιουργείται στην ψυχή ως φυσικό αποτέλεσμα της πιστής και δουλικής τηρήσεως των εντολών του Θεού. Γιατί όπως ακριβώς τα δένδρα, όταν είναι φορτωμένα με πολύ καρπό, ο ίδιος ο καρπός λυγίζει τα κλαδιά και τα γέρνει προς τα κάτω, το δε κλαδί που δεν έχει καρπό υψώνεται προς τα πάνω και ανεβαίνει στητό – υπάρχουν βέβαια και μερικά δέντρα που όσο κρατάει το βλάστημά τους, δεν κρατούν καρπό, αν όμως πάρει κανείς πέτρα και την κρεμάσει στο κλαδί και το τραβήξει προς τα κάτω, τότε κάνει καρπό – έτσι είναι και η ψυχή. Όταν ταπεινώνεται, τότε καρποφορεί και όσο καρποφορεί τόσο ταπεινώνεται.

Γιατί όσο προσεγγίζουν οι άγιοι τον Θεό, τόσο περισσότερο βλέπουν τον εαυτό τους αμαρτωλό. …

Περί ταπεινοφροσύνης.
Μέρος πρώτον.

Είπέ τις των γερόντων˙ Προ παντός χρήζομεν της ταπεινοφροσύνης, έτοιμοι όντες εν παντί λόγω ω ακούομεν λέγειν˙ Συγχώρησον. Δια γαρ της ταπεινοφροσύνης πάντα τα του εχθρού και αντικειμένου διαφθείρεται. Ζητήσωμεν τι εστίν η δύναμις του λόγου του γέροντος. Δια τι λέγει˙ προπαντός χρήζομεν εγκρατείας; Λέγει γαρ ο απόστολος˙ Ο αγωνιζόμενος πάντα εγκρατεύεται˙ ή δια τι μη λέγει˙ Προ παντός χρήζομεν του φόβου του Θεού; λέγει γαρ η Γραφή˙ Αρχή σοφίας φόβος Κυρίου. Και πάλιν˙ Τω φόβω Κυρίου εκκλίνει πας από κακού. Δια τι δε ού λέγει˙ Προ παντός χρήζομεν της ελεημοσύνης ή της πίστεως; Λέγει γαρ˙ ελεημοσύναις και πίστεσιν αποκαθαίρονται αμαρτίαι˙ και ο απόστολος λέγει˙ Χωρίς πίστεως αδύνατον ευαρεστήσαι τω Θεώ. Ει ουν αδύνατον ευαρεστήσαι χωρίς πίστεως, και ελεημοσύναις και πίστεσιν αποκαθαίρονται αμαρτίαι, και τω φόβω Κυρίου εκκλίνει πας από κακού, και αρχή σοφίας φόβος Κυρίου, και ο αγωνιζόμενος πάντα εγκρατεύεται, πώς λέγει ότι˙ Προ παντός χρήζομεν της ταπεινοφροσύνης, και αφήκε ταύτα πάντα ούτως αναγκαία όντα;

Θέλει δείξαι ημίν ο γέρων ότι ούτε αυτός ο φόβος του Θεού ούτε η ελεημοσύνη ούτε η πίστις ούτε η εγκράτεια ούτε άλλη μία των αρετών δύναται κατορθωθήναι χωρίς της ταπεινοφροσύνης. Δια τούτο λέγει˙ Προ παντός χρήζομεν της ταπεινοφροσύνης, έτοιμοι όντες εν παντί λόγω ω ακούομεν λέγειν˙ Συγχώρησον. Δια γαρ της ταπεινοφροσύνης πάντα τα του εχθρού και αντικειμένου διαφθείρεται.

Ιδού, βλέπετε, αδελφοί, πόση εστίν η δύναμις της ταπεινοφροσύνης. Βλέπετε ποίαν ενέργειαν έχει το λέγειν˙ Συγχώρησον. Δια τι δε καλείται ο διάβολος ου μόνον εχθρός, αλλά και αντικείμενος. Εχθρός λέγεται, καθότι μισάνθρωπός εστί, μισόκαλος, επίβουλος αντικείμενος δε λέγεται, επειδή εις παν πράγμα καλόν επιχειρεί εμποδίσαι. Θέλει τις εύξασθαι; Εκείνος αντίκειται εμποδίζων δια κακών ενθυμήσεων, δι’ αιχμαλωσίας ,δια ακηδίας. Θέλει τις ελεήσαι; Εκείνος εμποδι΄ζει δια φιλαργυρίας, δια κνιπίας. Θέλει τις αγρυπνήσαι; Εκείνος εμποδίζει δι’ οκνηρίας, δια ραθυμίας και εις έκαστον πράγμα ούτως εναντιούται ημίν, εις ο επιβαλλόμεθα καλόν˙ δια τούτο λέγεται ου μόνον εχθρός, αλλά και αντικείμενος˙ δια ουν της ταπεινοφροσύνης πάντα τα του εχθρού και αντικειμένου διαφθείρεται.

Μεγάλη γαρ εστίν όντως η ταπεινοφροσύνη, και έκαστος δε των αγίων δι’ αυτής της ταπεινοφροσύνης ώδευσεν και δια του κόσμου συνέτεμεν την οδοιπορίαν, καθώς λέγει˙ Ίδε την ταπείνωσίν μου και τον κόπον μου, και άφες πάσας τας αμαρτίας μου˙ Δύναται μεν γαρ και η ταπείνωσις μόνη εισενεγκείν, ως έλεγε ο γέρων ο αββάς Ιωάννης, βραδυτέρως δε. Ταπεινωθώμεν ουν και ημείς μικρόν, και σωζόμεθα˙ καν ου δυνάμεθα κοπιάσαι ως ασθενείς, σπουδάσωμεν ταπεινωθήναι. Και πιστεύω εις το έλεος του Θεού ότι δι’ αυτό το μικρόν το μετά ταπεινώσεως γενόμενον ευρισκόμεθα και ημείς εις τον τόπον των αγίων εκείνων των πολλά πάνυ κοπιασόντων και δουλευσάντων τω Θεώ. Ναι, ασθενούμεν και ου δυνάμεθα κοπιάσαι, μη ταπεινωθήναι ου δυνάμεθα;

Μακάριός εστίν, αδελφοί, ο έχων ταπείνωσιν. Μεγάλη εστίν η ταπείνωσις˙ καλώς δε εσήμανεν ο άγιος εκείνος τον έχοντα αληθινήν ταπείνωσιν δια το ειπείν ότι˙ Η ταπείνωσις ουκ οργίζεται ουδέ παροργίζει τινά. Και δοκεί ως ξένον είναι το πράγμα˙ η ταπείνωσις γαρ τη κενοδοξία μόνη εναντιούται και απ’ αυτής δήθεν φυλάττει τον άνθρωπον. Οργίζεται δε τις και δια χρήματα και δια βρώματα˙ πως ουν λέγει ότι; Η ταπείνωσις ουκ οργίζεται ουδέ παροργίζει τινά; Η ταπείνωσις μεγάλη εστίν, ως είπομεν, και δυνατή εστίν ώστε επισπάσασθαι την χάριν του Θεού εις την ψυχήν. Λοιπόν αυτή η χάρις του Θεού ελθούσα σκεπάζει την ψυχήν εκ των άλλων δύο παθών τούτων των βαρέων˙ τι γαρ εστί βαρύτερον του οργίζεσθαι και του παροργίζειν τον πλησίον, ως είπεν ο Ευάγριος ότι˙ Ξένον παντάπασι μοναχώ το οργίζεσθαι˙ όντως εάν μη ταχέως σκεπασθή ο τοιούτος δια ταπεινώσεως, κατά μικρόν μικρόν έρχεται εις κατάστασιν δαίμονος, ταράσσων και ταρασσόμενος. Δια τούτο ουν λέγειν ότι˙ Η ταπείνωσις ουκ οργίζεται ουδέ παροργίζει τινά.

Τι δε λέγω ότι από των δύο παθών σκεπάζει; Αλλά και από παντός πάθους, από παντός πειρασμού σκεπάζει η ταπείνωσις την ψυχήν. Ότε εθεώρησεν ο άγιος Αντώνιος πάσας τας παγίδας του διαβόλου ηπλωμένας και στενάξας ηρώτησε τον Θεόν ότι˙ Τις άρα παρέρχεται αυτάς, τι απεκρίθη αυτώ ο Θεός; Ότι˙ Η ταπείνωσις παρέρχεται αυτάς. Και ποίον άλλο θαυμαστόν προσέθηκε; Το˙ Και ούτε άπτονται αυτής. βλέπεις δύναμιν, κύρι, βλέπεις χάριν αρετής; Τω όντι ουδέν ισχυρότερον της ταπεινοφροσύνης, ουδέν περιγίνεται αυτής. ει τι δ’ αν συμβή λυπηρόν τω ταπεινώ, ευθέως χωρεί καθ’ εαυτού, ευθέως κατακρίνει εαυτόν ότι εστίν άξιος˙ ουκ ανέχεται μέμψασθαί τινά, ουκ ανέχεται βαλείν επάνω άλλου την αιτίαν και λοιπόν παρέρχεται αταράχως, αθλίπτως, μετά πάσης αναπαύσεως. Δια τούτο ούτε οργίζεται ούτε παροργίζει τινά. Δια τούτο καλώς είπεν ο άγιος ότι˙ Προ παντός χρήζομεν της ταπεινοφροσύνης.

Δύο δε εισί ταπεινώσεως, ώσπερ και δύο υπερηφανίαι. Η πρώτη υπερηφανία εστίν όταν εξουδενή τις τον αδελφόν, όταν ευτελίζη αυτόν ως μηδέν όντα και εαυτόν έχη υπερέχοντα αυτού. Ο τοιούτος εάν μη ταχέως νήψη και σπουδάση, κατά μικρόν μικρόν έρχεται και εις την δευτέραν υπερηφανίαν, ίνα και κατ’ αυτού του Θεού υπερηφανεύηται και ευατώ επιγράφη τα κατορθώματα αυτού και ου τω Θεώ.

Όντως, αδελφοί μου, οίδά ποτέ ελθόντα τινά εις ταύτην την ελεεινήν κατάστασιν˙ και παρά μεν την αρχήν ει τι ελάλησεν αυτώ τις των αδελφών, κατέπτυεν εκάστου και έλεγε˙ Τις εστίν εκείνος; Ουκ έστιν ει μη Ζωσιμάς και οικ’ αυτόν. Είτα ήρξατο και τούτους ευτελίζειν και λέγειν˙ Ουδείς εστίν ει μη Μακάριος. Και μετ’ ολίγον ήρξατο λέγειν˙ Τις εστί Μακάριος; Ουδείς, ει μη Βασίλειος και Γρηγόριος. Είτα μετά μικρόν ήρξατο και τούτους ευτελίζειν λέγων˙ Τις εστίν Βασίλειος και τις εστί Γρηγόριος; Ουδείς ει μη Πέτρος και Παύλος. Λέγω αυτώ˙ Όντως, αδελφέ, και τούτους έχεις εξουδενώσαι. Πιστεύσατέ μοι ότι μετ’ ολίγον καιρόν ήρξατο λέγειν˙ Τις εστί Πέτρος και Παύλος; Ουδείς, ει μη η αγία Τριάς. Ύστερον κατ’ αυτού του Θεού υπερηφανεύθη, και ούτως εξέστη. Δια τούτο οφείλομεν αγωνίζεσθαι, αδελφοί μου, προς την πρώτην υπερηφανίαν, ίνα μη κατά μικρόν εμπέσωμεν και εις την τελείαν υπερηφανίαν.

Έστι δε και κοσμική υπερηφανία και μοναχική υπερηφανία. Η κοσμική υπερηφανία εστίν ότε τις υπερηφανεύεται κατά του αδελφού αυτού ως πλουσιώτερος ή ως ευμορφώτερος αυτού ή ως καλώς φορών πλέον αυτού ή ως γενναιότερος αυτού. Όταν ου βλέπωμεν εαυτούς κενοδοξούντας εν τούτοις η ότι το μοναστήριον ημών μείζον ή ευπορώτερον ή ότι έχομεν πολλούς αδελφούς, οφείλομεν ειδέναι ότι ακμήν εσμέν εν τη κοσμική υπερηφανία. Έστι δε ότε και εις φυσικά τινά κενοδοξεί τις. Οίόν τι λέγω˙ Κενοδοξεί τις ότι καλλίφωνός εστί και καλώς ψάλλει, ή ότι εστίν επιεικής και καθαρίως εργάζεται, καθαρίως υπηρετεί. Ταύτα σεμνότερα μεν εισί των πρώτων˙ όμως και αυτά της κοσμικής υπερηφανίας. Η δε μοναχική υπερηφανία εστίν ότε κενοδοξεί τις ως αγρυπνών, ως νηστεύων, ως ευλαβής, ως ποιών πολιτείας, ως σπουδαίος. Έστι δε ότε και ταπεινούταί τις δια δόξαν. Ταύτα της μοναχικής υπερηφανίας εστίν. Διέχει δε ει όλως υπερηφανευόμεθα, ίνα καν εις τα μοναχικά υπερηφανευώμεθα και μη εις τα κοσμικά.

Ιδού είπομεν τις εστίν η πρώτη υπερηφανία και τις εστίν η δευτέρα˙ ομοίως είπομεν τις εστίν η κοσμική και τις εστίν η μοναχική υπερηφανία. Μάθωμεν λοιπόν ποίαί εισί και αι δύο ταπεινώσεις.

Η πρώτη ταπείνωσίς εστί το έχειν τινά τον αδελφόν αυτού συνετώτερον εαυτού και εις πάντα υπερέχοντα αυτού, και απλώς, ως είπεν εκείνος ο άγιος, το είναι υποκάτω πάντων. Η δε δευτέρα ταπείνωσίς εστί το επιγράφειν τω Θεώ τα κατορθώματα. Αύτη εστίν η τελεία ταπείνωσις των αγίων. Αύτη φυσικώς εγγίνεται τη ψυχή εκ της εργασίας των εντολών. Ώσπερ γαρ τα δένδρα όταν βαστάζη καρπόν πολύν, αυτός ο καρπός κάμπτει κάτω τους κλάδους και κατασπά αυτούς, ο δε κλάδος ο μη βαστάζων καρπόν, υψούται άνω και ανέρχεται ο ορθός˙ εισί δε τινά των δένδρων, και εφ’ όσον μεν ανέρχεται ο κλάδος αυτών άνω, ου βαστάζει καρπόν˙ εάν δε λάβη τις λίθον και κρεμάση αυτόν εις τον κλάδον και κατασπάση αυτόν κάτω, τότε ποιεί καρπόν˙ ούτως εστί και η ψυχή˙ ότε ταπεινούται, τότε καρποφορεί, και όσον ποιεί καρπόν, τοσούτον ταπεινούται. Όσον γαρ εγγίζουσι οι άγιοι τω Θεώ, τοσούτον βλέπουσιν εαυτούς αμαρτωλούς. …

Υποσημειώσεις.

1. Ευκαίρησέ ποτέ ο αββάς Θεόδωρος μετ’ αυτών˙ και εσθιόντων αυτών, κατ’ ευλάβειαν ελάμβανον τα ποτήρια σιωπώντες, και ουκ έλεγαν το «Συγχώρησον». Και είπεν ο αββάς Θεόδωρος. Απώλεσαν οι μοναχοί την εγένειαν αυτών, το λέγειν «Συγχώρησον» (Αββά Θεοδώρου Φέρμης, P. G. 65, 188 D).
2. «Είπεν ο αββάς Αντώνιος˙ είδον πάσας τας παγίδας του εχθρού ηπλωμένας επί της γης και στενάξας είπον˙ Τίς άρα παρέρχεται ταύτας; Και ήκουσα φωνής λεγούσης μοι: Η ταπεινοφροσύνη» (Μ. Αντωνίου, P. G. 65, 77 B, z’).

Από το βιβλίο: Αββά Δωροθέου – Εργα Ασκητικά.
Εκδόσεις, Ετοιμασία. Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Καρέα. Δεκέμβριος 2014.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Γενικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.